Απόψεις Κοινωνία Περισσότερο διαβασμένα

“Ζητείται ελπίς” γράφει ο Δημήτρης Αθανασιάδης

Μακράς ελπίδας μισώ” (Αίσωπος)

Ήταν 1953-1954 που ο Αντώνης Σαμαράκης έγραφε το διήγημα “Ζητείται ελπίς”.

Λίγα χρόνια μετά τα δεινά της Κατοχής, που προκάλεσε η φυλή των Ουραλίων, που διέλυσε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, εισάγοντας το φυλετικό σπορ της βαρβαρότητας στη μελλοντική Ευρώπη, στο οποίο σπορ επιδίδεται με θαυμαστή, γερμανική θα έλεγα, συνέπεια και ζήλο μέχρι σήμερα και η ελπίδα δεν είχε έρθει ακόμα.

Από την περίοδο αυτή είναι και οι πρώτες μου παιδικές, τριών ετών τότε, αναμνήσεις, όταν για τη μετατροπή της ζωοκίνητης γεωργίας σε μηχανοκίνητη αποκτήσαμε τα πρώτα μηχανοκίνητα εργαλεία της στην περιοχή, ένα μεγάλο γερμανικό τρακτέρ Hanomag και τα παρελκόμενα, που συνέδεσαν στο υποσυνείδητό μου τη γεωργική πρόοδο με τη γερμανική τεχνολογία και έσπειραν μέσα μου τα πρώτα σπέρματα μιας ελπίδας, που μετέτρεπαν σε αυταπάτη οι αφηγήσεις του πατέρα μου για τους θαλάμους των αερίων, τα κρεματόρια, τα λατομεία, τις πρωινές επιλογές των μελλοθανάτων, που αποτέλεσαν την παραγωγική βάση της γερμανικής τεχνογνωσίας.

Το ίδιο αυτό περιστατικό της μηχανοποίησης της γεωργίας μ’ έφερε πιο κοντά με τους εργατοτεχνίτες των γεωργικών μηχανημάτων, που ικανοποιούσαν κάθε απαίτησή μου και βίτσιο για εποχούμενο γεωργικό τουρισμό, ενώ μέχρι τότε οι σχέσεις μου με τους χειρώνακτες εργάτες ήταν ταξικά εχθρικές, σε σημείο που δεν τους επέτρεπα να περάσουν τη μεγάλη ξύλινη πόρτα της αυλής μας ούτε για φαγητό, αναγκάζοντάς τους να γευματίζουν στο δρόμο το φαγητό που τους έδιναν, ύστερα από τις εντολές μου. Ορισμένες μάλιστα φορές τους αντιμετώπιζα και ως θέαμα, συγκρίνοντας την ποσότητα του φαγητού των τσουβαλοκουβαλητών με τη δύναμή τους.

img005

Σ’ αυτή την ταξική ιδιοτροπία μου είχα σύμμαχο τη γιαγιά μου, παρά την κομμουνιστική οικογενειακή της παράδοση και την κατοχική αντιστασιακή της δράση, που εξασφάλισε στον παππού μου τον τουρισμό της εξορίας, στον πατέρα μου τον ιδεολογικό σωφρονισμό σε ένα από τα πνευματικά κέντρα του γερμανικού πολιτισμού, το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μαουτχάουζεν και στο θείο μου το όνειρο του υπαρκτού σοσιαλισμού στο λεγόμενο παραπέτασμα.

Από την άλλη, εχθρός της ταξικής ιδιοτροπίας μου ήταν η μητέρα μου, που διέβλεπε τη διαφθορά της συμπεριφοράς μου, μακριά από τα ελληνοχριαστιανικά της ήθη και τις οικογενειακές βασιλόφρονες παραδόσεις της.

Περίεργη σύγχυση στην αντιπαράθεση των οικογενειακών ιδεολογιών.

Από τότε μέχρι σήμερα ερωτοτροπήσαμε συχνά με την ελπίδα, αλλά δεν βρέθηκε ακόμα στο δρόμο μας, παρατείνοντας, έτσι, κατά το Nitsche, τα βάσανά μας.

Τα τελευταία χρόνια μπαγαπόντες μικροπωλητές της πολιτικοί την είδαν να έρχεται, φωνάζοντας “η ελπίδα έρχεται”, αλλά πάλι χάθηκε στο δρόμο.

Μάλιστα, έγιναν πολλά ευτράπελα για να εξορκίσουν τον ερχομό της, αλλά πάλι δεν ήρθε. Μέχρι και η εργαλειοθήκη ενός διεθνούς συνεργείου, υπεύθυνου για το σέρβις και το ρεκτιφιέ της οικονομικής συνεργασίας και της ανάπτυξης άψυχων μηχανών και μηχανισμών των λαών, επιστρατεύτηκε, αλλά εις μάτην. Ίσως, γιατί η εργαλειοθήκη του ήταν γεμάτη μόνο με γερμανικά κλειδιά και ο τόρνος της κρεατοανθρωπομηχανής του στενός για να χωρέσει τα φτερά των ονείρων μας.

elpida

Έτσι, τα ωράρια των φαρμακείων απελευθερώθηκαν, περιμένοντας την ελπίδα ακόμα και τα Σαββατοκύριακα, αλλά η ελπίδα πουθενά.

Οι άδειες των ταξί το ίδιο, αλλά πάλι η ελπίδα δεν συγκινήθηκε.

Ακόμα και τα φορτηγά άνοιξαν για να τη φορτώσουν, αλλά αυτή τίποτα.

Το φρέσκο γάλα, έτοιμο να τη θηλάσει, διατήρησε τη φρεσκάδα του για ένα μήνα, όχι όμως και η ελπίδα, που έμεινε ένα μπαγιάτικο όνειρο.

Τα επαγγέλματα των συμβολαιογράφων, των δικηγόρων άνοιξαν έτοιμα για την αγοραπωλησία της, αλλά το κουτί της Πανδώρας της ελπίδας παρέμεινε κλειστό.

Μένει, ακόμα, να ανοίξει το επάγγελμα της πολιτικής βλακείας, πριν δημοσιεύσουμε τη μικρή αγγελία της ελπίδας στα μέσα της επικοινωνίας, όπως την οραματίστηκε ο Αντώνης Σαμαράκης, που κλείνουν, όμως, και αυτά για να μην την υποδεχτούν:

2275290741_d3bf426d68_z

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ελπίς.

Αλλά η ελπίδα, όπως λέει ο Paul Eluard, δεν σηκώνει σκόνη, ίσως, γιατί πορεύεται αθόρυβα στο δύσβατο μονοπάτι της ιστορίας μας, κατά τα λεγόμενα του Γιάννη Ρίτσου:

“Μικρός λαός και πολεμά δίχως σπαθιά και βόλια

για όλου του κόσμου το ψωμί, το φως και το τραγούδι.

Κάτω απ’ τη γλώσσα του κρατεί, τους βόγγους και τα ζήτω,

κι αν κάνει πως τα τραγουδεί, ραγίζουν τα λιθάρια”.

Τα λιθάρια, όμως, δε ραγίζουν χωρίς επανακαθορισμό της στάσης μας, δηλαδή, ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, γιατί τόσα χρόνια που υποταχθήκαμε, “υποταχτήκαμε και βρήκαμε τη στάχτη. Μένει να ξαναβρούμε τη ζωή μας τώρα που δεν έχουμε πια τίποτα” (Σεφέρης).

Άφυτος Χαλκιδική

22 Ιουλίου 2016 και όπως πάντα ξημερώματα, “την ώρα που τα ονείρατα αληθεύουν στο γλυκοχάραμα της μέρας”, κατά το Σεφέρη, όχι όμως και τα ονείρατα της ελπίδας, ίσως, γιατί στον τόπο μας ή ελπίδα είναι άφυτος και “ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν οι δυο μαύρες Συμπληγάδες” (Σεφέρης).

ΥΓ

Εξήντα και κάτι χρόνια μετά τη συγγραφή του διηγήματος “Ζητείται ελπίς” από τον Αντώνη Σαμαράκη είναι σαν να γράφτηκε σήμερα, απλά, η ελπίς του Σαμαράκη ενηλικιώθηκε, έγινε μεγαλύτερη κατά ένα γράμμα: ελπίδα.

Δημήτρης ΑθανασιάδηςΣημείωση Φαρέτρας:  Ο Δημήτρης Αθανασιάδης είναι γιατρός – νευροχειρουργός,  μουσικός και συγγραφέας  πολλών βιβλίων  ευρέος φάσματος της  μουσικής εκπαίδευσης, που διδάσκονται σε ωδεία της χώρας και κοσμούν βιβλιοθήκες της Ελλάδας και του Εξωτερικού. Διετέλεσε Διευθυντής του Μακεδονικού Ωδείου Θεσσαλονίκης και για είκοσι πέντε χρόνια του Δημοτικού Ωδείου Βέροιας.

 

 

 Αντώνης Σαμαράκης  “Ζητείται ελπίς”

 

7-8

Όταν μπήκε στο καφενείο, κείνο το απόγευμα, ήτανε νωρίς ακόμα. Κάθισε σ’ ένα τραπέζι, πίσω από το μεγάλο τζάμι που έβλεπε στη λεωφόρο. Παράγγειλε καφέ.

Σε άλλα τραπέζια, παίζανε χαρτιά ή συζητούσανε.

Ήρθε ο καφές. Άναψε τσιγάρο, ήπιε δυο γουλιές, κι άνοιξε την απογευματινή εφημερίδα.

Καινούριες μάχες είχαν αρχίσει στην Ινδοκίνα. «Αι απώλειαι εκατέρωθεν υπήρξαν βαρύταται», έλεγε το τηλεγράφημα.

Ένα ακόμα ιαπωνικό αλιευτικό που γύρισε με ραδιενέργεια.

«Η σκιά του νέου παγκοσμίου πολέμου απλούται εις τον κόσμον μας», ήταν ο τίτλος μιας άλλης είδησης.

Ύστερα διάβασε άλλα πράγματα: το έλλειμμα του προϋπολογισμού, προαγωγές εκπαιδευτικών, μια απαγωγή, ένα βιασμό, τρεις αυτοκτονίες. Oι δυο, για οικονομικούς λόγους. Δυο νέοι, 30 και 32 χρονώ. O πρώτος άνοιξε το γκάζι, ο δεύτερος χτυπήθηκε με πιστόλι.

Αλλού είδε κριτική για ένα ρεσιτάλ πιάνου, έπειτα κάτι για τη μόδα, τέλος την «Κοσμική Κίνηση»: «Κοκταίηλ* προχθές παρά τω κυρίω και τη κυρία Μ. Τ. Χάρμα ευμορφιάς και κομψότητος η κυρία Β.Χ. με φόρεμα κομψότατο εμπριμέ και τοκ* πολύ σικ*. Ελεγκάντικη* εμφάνισις η δεσποινίς O. Ν.».

ElpidaCafe_p69_53dfa253bdb14

Άναψε κι άλλο τσιγάρο. Έριξε μια ματιά στις «Μικρές Αγγελίες»:

ΠΩΛΕΙΤΑΙ νεόδμητος μονοκατοικία, κατασκευή αρίστη, εκ 4 δωματίων, χολ, κουζίνας, λουτρού πλήρους, W. C.

ΕΝOΙΚΙΑΖΕΤΑΙ εις σοβαρόν κύριον δωμάτιον εις β΄ όροφον, ευάερον, ευήλιον…

ΖΗΤΕΙΤΑΙ πιάνο προς αγοράν…

Σκέψεις γυρίζανε στο νου του.

Από τότε που τέλειωσε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, η σκιά του τρίτου δεν είχε πάψει να βαραίνει πάνω στον κόσμο μας. Και στο μεταξύ, το αίμα χυνότανε, στην Κορέα χτες, στην Ινδοκίνα σήμερα, αύριο…

Πέρασε το χέρι του στα μαλλιά του. Σκούπισε τον ιδρώτα στο μέτωπό του· είχε ιδρώσει, κι όμως δεν έκανε ζέστη.

O πόλεμος, η βόμβα υδρογόνου, οι αυτοκτονίες για οικονομικούς λόγους, η «Κοσμική Κίνησις»… Το πανόραμα της ζωής!

Δεν είχε αλλάξει διόλου προς το καλύτερο η ζωή μας ύστερ’ από τον πόλεμο. Όλα είναι τα ίδια σαν και πριν. Κι όμως είχε ελπίσει κι αυτός, όπως είχαν ελπίσει εκατομμύρια άνθρωποι σ’ όλη τη γη, πως ύστερ’ από τον πόλεμο, ύστερ’ από τόσο αίμα που χύθηκε, κάτι θ’ άλλαζε. Πως θα ‘ρχόταν η ειρήνη, πως ο εφιάλτης του πολέμου δε θα ίσκιωνε πια τη γη μας, πως δε θα γίνονταν τώρα αυτοκτονίες για οικονομικούς λόγους, πως…

Σουρούπωνε. Μερικά φώτα είχαν ανάψει κιόλας στα μαγαζιά αντίκρυ. Στο καφενείο δεν είχανε ανάψει ακόμα τα φώτα. Του άρεσε έτσι το ημίφως.

wwarinndnenccee3

Σκέφτηκε τη σύγχυση που επικρατεί στον κόσμο μας σήμερα. Σύγχυση στον τομέα των ιδεών, σύγχυση στον κοινωνικό τομέα, σύγχυση…

Δεν έφταιγε η εφημερίδα που έκανε τώρα αυτές τις σκέψεις. Τα σκεφτότανε όλα αυτά τον τελευταίο καιρό, πότε με λιγότερη, πότε με περισσότερη ένταση. Σκεφτότανε το σκοτεινό πρόσωπο της ζωής. Την ειρήνη, τη βαθιά τούτη λαχτάρα, που κρέμεται από μια κλωστή. Σκεφτότανε τη φτώχεια, την αθλιότητα. Σκεφτότανε το φόβο που έχει μπει στις καρδιές.

Στον καθρέφτη, δίπλα του, είδε το πρόσωπό του. Ένα πολύ συνηθισμένο πρόσωπο. Τίποτα δε μαρτυρούσε την ταραχή που είχε μέσα του.

Είχε πολεμήσει κι αυτός στον τελευταίο πόλεμο. Και είχε ελπίσει. Μα τώρα ήτανε πια χωρίς ελπίδα. Ναι, δε φοβότανε να το ομολογήσει στον εαυτό του πως ήτανε χωρίς ελπίδα.

Μια σειρά από διαψεύσεις ελπίδων ήταν η ζωή του. Είχε ελπίσει τότε… Είχε ελπίσει ύστερα…

Κάποτε, πριν από χρόνια, είχε ελπίσει στον κομμουνισμό. Μα είχε διαψευσθεί κι εκεί. Τώρα δεν είχε ελπίδα σε καμιά ιδεολογία!

Ζήτησε ένα ποτήρι νερό ακόμα. Αυτή η διάψευση από τις λογής λογής ιδεολογίες ήτανε βέβαια γενικό φαινόμενο. Και παραπάνω από τη διάψευση, η κούραση, η αδιαφορία, που οι πιο πολλοί, η μεγάλη πλειοψηφία νιώθει μπροστά στις διάφορες ιδεολογίες.

Κοίταζε τα τρόλεϊ που περνάγανε ολοένα στη λεωφόρο, το πλήθος… Μπροστά του, η εφημερίδα ανοιχτή. Όλα αυτά που είχε δει και πρωτύτερα: η σκιά του καινούριου πολέμου, η Ινδοκίνα, οι δυο αυτοκτονίες για οικονομικούς λόγους, η «Κοσμική Κίνησις»…

proino_kafedaki_sto_dc

– Τσιγάρα! ένας πλανόδιος μπήκε.

Πήρε ένα πακέτο.

Στις έξι σελίδες της εφημερίδας: η ζωή. Κι αυτός ήτανε τώρα ένας άνθρωπος που δεν έχει ελπίδα.

Θυμήθηκε, πριν από χρόνια, ήτανε παιδί ακόμα, είχε αρρωστήσει βαριά μια θεία του, ξαδέρφη της μητέρας του. Την είχανε σπίτι τους. Ήρθε ο γιατρός· βγαίνοντας από το δωμάτιο της άρρωστης, είπε με επίσημο ύφος:

– Δεν υπάρχει πλέον ελπίς!

Έτσι κι αυτός τώρα, είχε φτάσει στο σημείο να λέει:

– Δεν υπάρχει πλέον ελπίς!

Του φάνηκε φοβερό που ήτανε χωρίς ελπίδα. Είχε την αίσθηση πως οι άλλοι στο καφενείο τον κοιτάζανε κι άλλοι από το δρόμο σκέφτονταν και ψιθυρίζανε μεταξύ τους: «Αυτός εκεί δεν έχει ελπίδα!» Σαν να ήταν έγκλημα αυτό. Σαν να είχε ένα σημάδι πάνω του που το μαρτυρούσε. Σαν να ήτανε γυμνός ανάμεσα σε ντυμένους.23.05.12_ΣΑΜΑΡΑΚΗΣ ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ

Σκέφτηκε τα διηγήματα που είχε γράψει, δίνοντας έτσι μια διέξοδο στην αγωνία του. Άγγιζε θέματα του καιρού μας: τον πόλεμο, την κοινωνική δυστυχία… Ωστόσο, δεν το αποφάσιζε να τα εκδώσει. Φοβότανε! Φοβότανε την ετικέτα που θα του δίνανε σίγουρα οι μεν και οι δε. Όχι, έπρεπε να τα βγάλει. Στο διάολο η ετικέτα! Αυτός ήταν ένας άνθρωπος, τίποτε άλλο. Oύτε αριστερός ούτε δεξιός. Ένας άνθρωπος που είχε ελπίσει άλλοτε, και τώρα δεν έχει ελπίδα, και που νιώθει χρέος του να το πει αυτό. Βέβαια, άλλοι θα ‘χουν ελπίδα, σκέφτηκε. Δεν μπορεί παρά να ‘χουν.

Ξανάριξε μια ματιά στην εφημερίδα: η Ινδοκίνα, η «Κοσμική Κίνησις», το ρεσιτάλ πιάνου, οι δυο αυτοκτονίες για οικονομικούς λογους, οι «Μικρές Αγγελίες»…

ΖΗΤΕΙΤΑΙ γραφομηχανή…

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ραδιογραμμόφωνον…

ΖΗΤΕΙΤΑΙ τζιπ εν καλή καταστάσει…

ΖΗΤΕΙΤΑΙ τάπης γνήσιος περσικός…

Έβγαλε την ατζέντα του, έκοψε ένα φύλλο κι έγραψε με το μολύβι του:

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ελπίς

Ύστερα πρόσθεσε το όνομά του και τη διεύθυνσή του. Φώναξε το γκαρσόνι. Ήθελε να πληρώσει, να πάει κατευθείαν στην εφημερίδα, να δώσει την αγγελία του, να παρακαλέσει, να επιμείνει να μπει οπωσδήποτε στο αυριανό φύλλο.

 

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ