
Και φτάνουμε στο δια ταύτα: θα «μπουν» οι ΗΠΑ στον πόλεμο του Ισραήλ; Εάν μπουν, το μόνο βέβαιο είναι η καταστροφή, το ιδιαίτερα υψηλό τίμημα που θα κληθούν να πληρώσουν, ένα τίμημα που δεν μπορούν πλέον να πληρώσουν -διότι το Ιράν, τόσο ως κράτος όσο και ως πληθυσμός αλλά και ως στρατιωτική τεχνολογία αλλά και γεωμορφολογία, δεν είναι ούτε Ιράκ ούτε Συρία ούτε Λιβύη*
Η παρούσα φάση του πολέμου μεταξύ Ισραήλ και Ιράν συνιστά όχι απλώς μια κρίση περιφερειακής ασφάλειας στη Μέση Ανατολή, αλλά και ένα καίριο τεστ στρατηγικού προσανατολισμού για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Πέρα από την άμεση αιματηρή αντιπαράθεση, αυτό που ξεδιπλώνεται είναι η αδυναμία της Ουάσιγκτον να προσαρμοστεί σε μια νέα παγκόσμια συνθήκη, όπου η μονοπολική ηγεμονία δεν είναι πλέον αυτονόητη -ούτε βιώσιμη.
Εδώ και δεκαετίες, το στρατηγικό δόγμα των ΗΠΑ προϋπέθετε έναν κόσμο υποκείμενο στην ενιαία, «ορθολογική» ηγεμονία τους. Η λογική αυτή βρήκε την αποκορύφωσή της μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες θεώρησαν ότι δεν απλώς επιβίωσαν του σοβιετικού ανταγωνισμού, αλλά και ότι τον «νίκησαν» αποφασιστικά, δίνοντας στον εαυτό τους το δικαίωμα να σχεδιάσουν και να επιβάλουν μια νέα παγκόσμια τάξη.
Αυτή η «ηγεμονική ειρήνη», όμως, εδραιώθηκε όχι πάνω σε μια αληθινή συναίνεση ή σε βιώσιμες θεσμικές ισορροπίες, αλλά σε μια ψευδαίσθηση μόνιμης ισχύος. Εντός αυτής της ψευδαίσθησης, το Ιράν -όπως και η Ρωσία, η Κίνα ή οποιοσδήποτε άλλος δρων που αμφισβητεί την ενιαία παγκόσμια αρχιτεκτονική υπό αμερικανική επίβλεψη– παρουσιάζεται σταθερά ως πηγή αστάθειας, ως «ταραξίας». Η αμερικανική εξωτερική πολιτική, αδυνατώντας να ενσωματώσει την πολυπλοκότητα της εποχής, συνεχίζει να λειτουργεί με όρους ηθικής δαιμονοποίησης, τα πρόσημα της οποίας μπορούν κάλλιστα να εναλλαγούν.
Στον νυν πόλεμο, η στάση της Ουάσιγκτον προς το Ισραήλ είναι αποκαλυπτική: δεν περιορίζεται στην υποστήριξη ενός παραδοσιακού συμμάχου· ενσαρκώνει, αντίθετα, μια βαθύτερη υπαρξιακή αγωνία για τη διατήρηση της ισχύος σε έναν κόσμο που αρνείται να υπακούσει. Το Ιράν, παρά τις διακηρυγμένες του προθέσεις και τις σαφείς ενδείξεις ότι ακολουθεί μια στρατηγική εθνικού αποτρεπτικού προσανατολισμού, παρουσιάζεται ως μια απόλυτη απειλή που δεν επιδέχεται κατανόηση ή συμβιβασμό. Εν ολίγοις, η Ουάσιγκτον φέρεται σαν να αδυνατεί να ζήσει με την ιδέα πως το Ιράν ενδέχεται να αποτελέσει περιφερειακή δύναμη με λόγο στα τεκταινόμενα της περιοχής.
Πώς εξηγείται αυτή η στάση; Η απάντηση δεν βρίσκεται στη ρητορική περί «δημοκρατίας» και «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», ούτε καν στην υπεράσπιση του status quo στην περιοχή. Αντιθέτως, ερμηνεύεται καλύτερα εάν ειδωθεί ως έκφραση ενός αμυντικού ανακλαστικού αυτοκρατορίας που φοβάται πως έχει ήδη εισέλθει σε φάση παρακμής. Η Αμερική βρίσκεται εγκλωβισμένη μεταξύ δύο ασυμβίβαστων στόχων: αφενός, επιθυμεί να διατηρήσει την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία· αφετέρου, δεν μπορεί -ούτε στρατηγικά, ούτε ηθικά, ούτε οικονομικά- να στηρίξει το βάρος που απαιτείται για την επίτευξη αυτού του στόχου.
Οι πολεμικές δαπάνες των τελευταίων ετών αποκαλύπτουν το βάθος του προβλήματος. Πάνω από 21 τρισεκατομμύρια δολάρια έχουν δαπανηθεί για τον «παγκόσμιο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας -χωρίς σαφές αποτέλεσμα, χωρίς νίκη, χωρίς αποκατάσταση σταθερότητας. Ταυτόχρονα, το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ έχει εκτοξευθεί από τα 5 τρισεκατομμύρια δολάρια στις αρχές του 21ου αιώνα στα 37 τρισεκατομμύρια σήμερα. Η αμυντική και εξωτερική πολιτική μετατράπηκαν από εργαλείο στρατηγικής σε μέσο διατήρησης ενός καταρρέοντος αφηγήματος.
Η περίπτωση του Ιράκ λειτουργεί ως το πιο χαρακτηριστικό προηγούμενο. Η επιλογή της επέμβασης, παρά τις εσωτερικές προειδοποιήσεις για τις συνέπειες, βασίστηκε περισσότερο σε συναισθηματικά και ιστορικά φορτισμένα μοτίβα -όπως το ανεξίτηλο μίσος προς το Ιράν λόγω της κρίσης των ομήρων του 1979- παρά σε γεωστρατηγική λογική. Η ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν δεν ενίσχυσε την ασφάλεια στην περιοχή, αλλά δημιούργησε ένα κενό ισχύος που πληρώθηκε με πολυετή κατοχή, εκατοντάδες χιλιάδες θανάτους και την ανάδειξη νέων, ακόμη πιο ασύμμετρων απειλών.
Ο σημερινός πόλεμος με το Ιράν θέτει ακόμα πιο επικίνδυνα ερωτήματα. Τι σημαίνει «νίκη» απέναντι σε έναν κρατικό δρώντα που δεν επιδιώκει την πλήρη σύγκρουση αλλά εργάζεται μακροπρόθεσμα για την περιφερειακή του ασφάλεια; Ποιος θα διαχειριστεί τις συνέπειες ενός ενδεχόμενου καθεστωτικού χάους στην Τεχεράνη, σε μια χώρα με υψηλό επίπεδο τεχνολογικής ανάπτυξης, υπερ-υπερηχητικούς πυραύλους και πρόσβαση σε πυρηνικές δυνατότητες εάν και όποτε αλλάξει το σχετικό δόγμα της; Τι ακριβώς εξυπηρετεί μια στρατηγική που βλέπει την ειρήνη ως απειλή και τη διαρκή πολεμική ένταση ως «φυσική κατάσταση»; Και όλα αυτά εν μέσω διεθνούς απομόνωσης ενός ενεργητικά γενοκτονικού Ισραήλ.
Το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται δεν είναι ηθικό, αλλά στρατηγικό: γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να ζήσουν με το Ιράν ως δυνητικά πυρηνική δύναμη, όταν έχουν αποδεχθεί την ίδια συνθήκη για το Πακιστάν, την Ινδία ή ακόμα και τη Βόρεια Κορέα; Για να μην αναφερθούμε, βέβαια, στο ίδιο το Ισραήλ. Η αδυναμία απάντησης σε αυτό το ερώτημα φανερώνει μια πολιτική που δεν στηρίζεται στην αρχή της ισομέρειας, αλλά στον επιλεκτικό ηθικισμό και τη διατήρηση ενός μοντέλου ελέγχου που δεν ανταποκρίνεται στις σημερινές παγκόσμιες ισορροπίες.
Την ίδια στιγμή, η εμπλοκή υπηρεσιών πληροφοριών σε επιχειρήσεις που θυμίζουν περισσότερο πράξεις δολιοφθοράς -εν τέλει, τρομοκρατίας- παρά πολιτική εθνικής ασφάλειας, αποκαλύπτει μια παρακρατική δυναμική εντός της διεθνούς συμπεριφοράς των ΗΠΑ. Επιθέσεις μέσω drones στο εσωτερικό άλλων κρατών, επιχειρήσεις κυβερνοπολέμου και «επιλεκτικές εκκαθαρίσεις» διεξάγονται στο όνομα της ασφάλειας του αμερικανικού λαού, χωρίς τη συναίνεση του ιδίου. Πρόκειται για μια αντιδημοκρατική εκτροπή με διεθνή αντίκτυπο.
Επιπλέον, η κλιμάκωση της στρατιωτικοποίησης της εσωτερικής πολιτικής ζωής στις ΗΠΑ, με στρατιωτικές παρελάσεις από τη μία και αναζητήσεις «ομονοουσών δυνάμεων» εντός του στρατού από την άλλη, φανερώνει τον βαθύ εσωτερικό εκφυλισμό μιας αυτοκρατορίας που δεν πείθει πια ούτε τους πολίτες της. Όταν η κρατική ισχύς επιχειρεί να βρει έρεισμα στο στρατιωτικό φρόνημα αντί της πολιτικής νομιμοποίησης, το σύστημα εισέρχεται σε κατάσταση διακινδύνευσης.
Το πιο ανησυχητικό, όμως, είναι ότι όλα αυτά δεν αποτελούν προσωρινές παρεκκλίσεις. Αντιθέτως, συνιστούν συστημικές εκδηλώσεις μιας αυτοκρατορικής παρακμής. Ο αμερικανικός πολιτικός σχεδιασμός φαίνεται πλέον να εργάζεται όχι για τη διατήρηση της παγκόσμιας σταθερότητας, αλλά για τη μακροημέρευση μιας τάξης πραγμάτων που ήδη κλονίζεται. Αντί για τη μετάβαση σε έναν πολυπολικό κόσμο με όρους συνδιαλλαγής και ισοτιμίας, επιλέγει τη διαρκή ένταση, την ηθική δαιμονοποίηση και την στρατηγική ακαμψία.
Ο κόσμος, όμως, αλλάζει. Η εποχή της μονοκρατορίας φθίνει, όχι απαραίτητα προς όφελος ενός χαοτικού πλουραλισμού, αλλά ίσως προς μια νέα αρχιτεκτονική διεθνούς συμβίωσης. Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορέσουν να το αναγνωρίσουν αυτό εγκαίρως, τότε το μόνο βέβαιο είναι πως ο κόσμος δεν θα τις περιμένει.
Και φτάνουμε στο δια ταύτα: θα «μπουν» οι ΗΠΑ στον πόλεμο του Ισραήλ; Εάν μπουν, το μόνο βέβαιο είναι η καταστροφή, το ιδιαίτερα υψηλό τίμημα που θα κληθούν να πληρώσουν, ένα τίμημα που δεν μπορούν πλέον να πληρώσουν -διότι το Ιράν, τόσο ως κράτος όσο και ως πληθυσμός αλλά και ως στρατιωτική τεχνολογία αλλά και γεωμορφολογία, δεν είναι ούτε Ιράκ ούτε Συρία ούτε Λιβύη. Εάν δεν μπουν στον πόλεμο, και πουν –υποτεθείσθω- «καλή τύχη στο Ισραήλ, είμαστε ηθικά μαζί σας, thoughts and prayers», τότε σε όχι και τόσο μεγάλο βάθος χρόνου θα κληθούν να νεκροφιλήσουν τον βασικό τους κρατικό proxy (ταγκαλάκι) στην κρίσιμη περιοχή.
Τέτοια διλήμματα; Να μη σου τύχει.