«Όταν Κόβεται το Ρεύμα ή πού Αρχίζει η Ελευθερία (ή η Ζωή);» / γράφει ο Άρης Ορφανίδης

Όταν κόβεται το ρεύμα, ανάβουν τα κεριά — και μαζί τους «ανάβουν» κουβέντες. Οι άνθρωποι κάθονται κοντά. Δεν υπάρχει Wi-Fi, αλλά υπάρχει παρουσία. Δεν υπάρχει Netflix, αλλά ξαναθυμόμαστε τις ιστορίες, το τραγούδι, τη σιωπηλή συντροφικότητα. Ό,τι θεωρούσαμε παρωχημένο — η αφήγηση, το βλέμμα, η σωματική εγγύτητα — επανέρχεται ως βαθιά ανάγκη. Η εμπειρία αυτή έχει και φιλοσοφική διάσταση. Ο Heidegger μιλά για την περιρρέουσα καθημερινότητα, όπου ο άνθρωπος ζει ως das Man — ένα «κάποιος», χαμένος στον σωρό, που δεν σκέφτεται αυθεντικά. Η διακοπή ρεύματος, αυτό το μικρό ρήγμα, μπορεί να λειτουργήσει σαν στιγμή αποκάλυψης — μας επαναφέρει στο «εδώ» και «τώρα», μας φέρνει αντιμέτωπους με το Είναι. Ακόμα και πολιτικά, η φράση «όταν κόβεται το ρεύμα, αρχίζει η ζωή» μπορεί να διαβαστεί ως σιωπηλή εξέγερση: μια υπενθύμιση πως η ζωή δεν εξαντλείται στο σύστημα, στις υποδομές, στην τεχνολογική μεσολάβηση. Η ζωή έχει εσωτερικότητα, ποιότητα, ανεξαρτησία. Και ίσως το πιο ζωντανό μέσα της να γεννιέται εκεί όπου όλα τα άλλα σταματούν.
Είναι ειρωνικό: φοβόμαστε το σκοτάδι, κι όμως αυτό μας διδάσκει να βλέπουμε. Φοβόμαστε τη σιωπή, κι όμως εκεί ακούμε τον εαυτό μας. Κι όμως αυτή μας μαθαίνει να μιλάμε. Φοβόμαστε να μείνουμε χωρίς ρεύμα, κι όμως μόνο τότε ανακαλύπτουμε ότι το φως υπάρχει — μέσα μας και στους άλλους.
Η αληθινή ζωή δεν χρειάζεται καλώδια. Χρειάζεται μόνο επαφή…
Σε έναν κόσμο όπου το φως ανάβει με μια λεκτική εντολή ή με ένα παλαμάκι και η πληροφορία ρέει αδιάκοπα μέσα από δίκτυα και ψηφιακές πλατφόρμες, η έννοια της ελευθερίας φαίνεται να έχει μετατοπιστεί ριζικά. Πλέον, δεν βιώνεται ως εσωτερική στάση, ως ηθική ανεξαρτησία ή ως πολιτική αυτοδιάθεση, αλλά ως πρόσβαση και συμμετοχή σε ένα χαοτικό τεχνολογικό σύμπαν. Νιώθουμε ελεύθεροι όταν έχουμε ρεύμα, διαδίκτυο, μπαταρία, σύνδεση. Όμως, αυτή η αίσθηση ελευθερίας μοιάζει εύθραυστη, σχεδόν ψευδής, όταν συνειδητοποιούμε ότι η έλλειψη ενός μόνο τεχνικού στοιχείου –όπως το ηλεκτρικό ρεύμα– είναι ικανή να καταρρίψει ολόκληρο το οικοδόμημα της καθημερινότητάς μας. Μπορεί άραγε η ελευθερία μας να εξαρτάται από ένα δίκτυο παροχής; Ή μήπως, αντιστρέφοντας το ερώτημα, η στιγμή της σιωπής, του σκοταδιού, της τεχνικής ανεπάρκειας είναι η στιγμή που αρχίζει η πραγματική ελευθερία;
Στην εποχή της απόλυτης τεχνολογικής διαμεσολάβησης, η ανθρώπινη ελευθερία έχει μεταμορφωθεί σε μια συνθήκη ευκολίας και συνδεσιμότητας. Ζούμε, κινούμαστε, αποφασίζουμε μέσα από οθόνες, συσκευές, εφαρμογές. Νιώθουμε ελεύθεροι όταν έχουμε πρόσβαση σε ρεύμα, διαδίκτυο, συστήματα ενέργειας και πληροφοριών. Η απουσία τους δεν προκαλεί απλώς τεχνική δυσκολία· προκαλεί υπαρξιακή αστάθεια. Το ερώτημα όμως παραμένει: μήπως η φαινομενική μας ελευθερία δεν είναι παρά μια προσομοίωση, και η πραγματική αρχίζει όταν «μας κόβεται το ρεύμα»;
Ο σύγχρονος άνθρωπος έχει μάθει να λειτουργεί μέσα από συστήματα, υποδομές, εφαρμογές. Οι επιλογές του είναι συχνά προσχεδιασμένες, ενταγμένες σε λογισμικά πλαίσια, σε οδηγίες χρήσης, σε αλγοριθμικά μονοπάτια. Αυτή η κατάσταση παράγει την ψευδαίσθηση ότι η ζωή είναι υπό έλεγχο, και ότι η ελευθερία είναι η ικανότητα να επιλέγεις ανάμεσα σε πολλές διαθέσιμες επιλογές – προϊόντα, απόψεις, τρόπους διασκέδασης, επαγγελματικές πρακτικές. Όμως αυτή η μορφή ελευθερίας είναι μάλλον εργαλειακή: δεν θεμελιώνεται στην εσωτερική αυτονομία, αλλά στην εξωτερική λειτουργικότητα. Εξαρτάται από παροχές. Γι’ αυτό και όταν αυτές καταρρέουν, όταν «πέσει το ρεύμα», δεν καταρρέει μόνο η άνεση – καταρρέει και η αίσθηση εαυτού. Η εξάρτηση από το τεχνολογικό σύστημα αναδεικνύει την απουσία εσωτερικής αυτάρκειας.
Η συνθήκη αυτή μπορεί να ιδωθεί αρχικά ως απώλεια. Χωρίς ρεύμα, οι σύγχρονες δομές διαλύονται. Δεν υπάρχει επικοινωνία, δεν υπάρχει εργασία, δεν υπάρχει φως, δεν υπάρχει ήχος – τουλάχιστον όχι αυτός που έχουμε μάθει να ελέγχουμε. Αυτή η κατάρρευση δημιουργεί αίσθημα πανικού, αβεβαιότητας, συχνά και εσωτερικού κενού. Αν ο σύγχρονος άνθρωπος είναι το προϊόν μιας τεχνολογικά οργανωμένης ρουτίνας, τότε η διακοπή της θέτει υπό αμφισβήτηση την ταυτότητά του. Δεν ξέρει πώς να ζήσει, πώς να κινηθεί, πώς να υπάρξει έξω από το δίκτυο. Η ελευθερία, λοιπόν, με την έννοια της δυνατότητας επιλογών μέσα σε ένα προστατευμένο τεχνολογικό περιβάλλον, παύει να υφίσταται. Και ίσως αυτή η παύση φανερώνει ότι ποτέ δεν υπήρξε αληθινά.
Η ελευθερία μας, όπως συχνά τη βιώνουμε, είναι εργαλειακή: εξαρτημένη από τεχνικά μέσα, από θεσμούς, από εξωτερικές παροχές. Δεν είναι προϊόν εσωτερικής αυτονομίας, αλλά καταναλωτικής δυνατότητας. Ο σύγχρονος άνθρωπος αισθάνεται ελεύθερος όχι όταν στοχάζεται ή πράττει ηθικά, αλλά όταν λειτουργεί απρόσκοπτα εντός ενός συστήματος. Η ικανότητα να βλέπει Netflix, να ποστάρει, να εργάζεται από τον υπολογιστή του, να επικοινωνεί με ευκολία, του παρέχει την αίσθηση της ελευθερίας. Κι όμως, αυτή είναι μια συνθήκη βαθιά εξαρτημένη, σχεδόν ψευδής. Όταν αφαιρεθεί το τεχνικό υπόβαθρο, τότε απομένει το ουσιώδες ερώτημα: ποιος είμαι, τι θέλω, τι μπορώ χωρίς αυτό;
Ο Marcuse μιλά για την «μονοδιάστατη κοινωνία» στην οποία η τεχνολογική πρόοδος δεν συνοδεύεται από κριτική συνείδηση αλλά από κανονιστική συμμόρφωση. Ο σύγχρονος πολίτης δεν είναι ελεύθερος να σκέφτεται, αλλά να καταναλώνει. Η ελευθερία του είναι επίπλαστη, όχι ουσιαστική. Είναι η ελευθερία να «είναι συνδεδεμένος» και όχι η ελευθερία να «συνδέεται». Όταν κόβεται το ρεύμα, και μαζί του οι δίαυλοι συνδεσιμότητας, αναδύεται ένα εσωτερικό κενό: ένα σημείο σιγής, που είναι στην πραγματικότητα σημείο συνάντησης με τον εαυτό. Ο άνθρωπος καλείται τότε να στραφεί μέσα του, όχι γιατί το επιδιώκει, αλλά γιατί το περιβάλλον δεν του προσφέρει πια εξωτερική στήριξη. Είναι η στιγμή που, απογυμνωμένος από τις τεχνικές του «προεκτάσεις», πρέπει να σταθεί με μόνη του δύναμη τη βούληση και τη σκέψη του.
Για τον Sartre, η ελευθερία δεν είναι εξωτερική παροχή, αλλά θεμελιώδες βάρος της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο άνθρωπος είναι «καταδικασμένος να είναι ελεύθερος», με την έννοια ότι δεν υπάρχει κάποια εξωτερική ουσία, δεδομένη φύση, οντολογική καθοδήγηση ή θεϊκό σχέδιο που να του υπαγορεύει τι είναι. Είναι μόνος απέναντι στις πράξεις του και υπεύθυνος για τις επιλογές του, ακόμα κι όταν όλα τα εξωτερικά συστήματα καταρρέουν. Η ελευθερία, έτσι, δεν είναι «να μπορώ να κάνω ό,τι θέλω», αλλά «να αναλαμβάνω την πλήρη ευθύνη για αυτό που κάνω, ακόμα και στην έλλειψη». Ο άνθρωπος δεν έχει φύση· υπάρχει πρώτα και μετά καθορίζει ο ίδιος την ουσία του μέσα από τις επιλογές του. Αυτή η ελευθερία είναι τρομακτική – είναι βάρος. Όταν δεν υπάρχει τίποτα που να σε οδηγεί, πρέπει να επινοήσεις εσύ τον δρόμο. Η απουσία ρεύματος, τότε, είναι μια υπαρξιακή στιγμή αποκάλυψης: η ζωή χάνει τα στηρίγματά της και ο άνθρωπος καλείται να επιλέξει εκ νέου, χωρίς σενάριο. Η σιωπή που προκύπτει δεν είναι έλλειμμα, αλλά πεδίο ελευθερίας. Θα δραπετεύσεις σε πανικό ή θα σταθείς στο ύψος της ευθύνης;
Ακόμα πιο ριζική είναι η προσέγγιση του Kant. Η ελευθερία για τον Kant δεν ταυτίζεται με την αυθαιρεσία ή την επιλογή μεταξύ εναλλακτικών, αλλά με την αυτονομία του λογικού υποκειμένου. Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος όταν δεν υποκύπτει στα πάθη ή στις εξωτερικές πιέσεις, αλλά όταν καθορίζει τις πράξεις του σύμφωνα με αρχές που θα ήθελε να ισχύουν καθολικά. Όταν πράττει από σεβασμό στον ηθικό νόμο που ο ίδιος θέτει στον εαυτό του ως λογικό ον. Η καντιανή ελευθερία είναι η ηθική ελευθερία. Σε μια κοινωνία όπου η συμπεριφορά καθορίζεται από αλγόριθμους, κανόνες χρήσης και συμβάσεις του δικτύου, η διακοπή ρεύματος αφαιρεί το πλαίσιο της εξωτερικής καθοδήγησης και του ετεροκαθορισμού ανοίγοντας τους ορίζοντες του αυτοκαθορισμού και της αυτονομίας. Εκεί, η ηθική πράξη αποκτά πραγματική σημασία: δεν ενεργώ επειδή έτσι κάνουν όλοι, αλλά επειδή έτσι πιστεύω ότι πρέπει να ενεργεί κάθε έλλογο ον. Η απουσία τεχνικής υποστήριξης φέρνει στο φως τη δυνατότητα της ηθικής αυτονομίας. Όταν διακόπτεται η τεχνική κανονικότητα, όπως με τη διακοπή ρεύματος, δημιουργείται ένας τόπος καθαρής ηθικής δοκιμής: χωρίς εξωτερικό έλεγχο, χωρίς κοινωνική επιτήρηση, ποια είναι η στάση μας; Δείχνουμε αλληλεγγύη; Βυθιζόμαστε στην αδιαφορία; Αναλαμβάνουμε την ευθύνη των πράξεών μας χωρίς άλλοθι; Η αληθινή ελευθερία δοκιμάζεται εκεί όπου δεν υπάρχει άλλο πλαίσιο από τον ίδιο τον εαυτό.
Εξίσου σημαντική είναι και η προσέγγιση του Heidegger, ο οποίος ερμηνεύει την τεχνική όχι απλώς ως εργαλείο, αλλά ως τρόπο αποκάλυψης του κόσμου. Στην τεχνολογική εποχή της νεωτερικότητας, τα πάντα παρουσιάζονται ως “αποθέματα” – κάτι που υπάρχει μόνο και μόνο για να χρησιμοποιείται και να εξυπηρετεί ανάγκες. Το ρεύμα δεν είναι φως αλλά «διαθεσιμότητα», ο άλλος δεν είναι “πρόσωπο”, αλλά “επαφή ή χρήστης”, η φύση δεν είναι “κόσμος”, αλλά “πόρος”. Η διακοπή του ρεύματος λειτουργεί εδώ ως ρωγμή στην τεχνολογική λήθη: αποκαθιστά την πρωτογενή σχέση με τα όντα, με τον χώρο, με τον χρόνο. Στο σκοτάδι, το σπίτι παύει να είναι απλώς λειτουργικός χώρος και γίνεται κατοικία. Η παρουσία του άλλου παύει να είναι σήμα στην οθόνη και γίνεται βλέμμα. Ο εαυτός, χωρίς τα πανοπτικά μάτια των κοινωνικών μέσων, καλείται να σταθεί απέναντι στο Είναι. Η φύση επιστρέφει ως εμπειρία, ο χρόνος ως ρυθμός, ο άλλος ως παρουσία. Το σκοτάδι δεν είναι έλλειψη, αλλά διαφορετικός τρόπος συσχέτισης με τα πράγματα. Η ελευθερία εδώ δεν είναι επιλογή, αλλά η δυνατότητα φανέρωσης του Είναι, πέρα από τη χρηστική λογική.
Ίσως, λοιπόν, η στιγμή που κόβεται το ρεύμα να είναι η στιγμή που αρχίζει η αλήθεια. Όχι γιατί είναι ρομαντική ή επιθυμητή, αλλά γιατί απογυμνώνει την ανθρώπινη ύπαρξη από τους μηχανισμούς που τη στηρίζουν και την αφήνει να φανεί όπως είναι: εύθραυστη, υπεύθυνη, εκτεθειμένη, ικανή για αυθεντικότητα. Η ελευθερία που εξαρτάται από εξωτερικά δίκτυα είναι συμβατική. Η ελευθερία που αναδύεται μέσα στην απουσία είναι ουσιαστική. Και τελικά, όσο κι αν μας φοβίζει, ίσως αυτή η δεύτερη είναι η μόνη ελευθερία που αξίζει να λέγεται έτσι.
Τελικά, η στιγμή που «κόβεται το ρεύμα» γίνεται φιλοσοφική αλληγορία: δείχνει ότι η αληθινή ελευθερία δεν εξαρτάται από την τεχνολογική πληρότητα, αλλά από την ικανότητα να είσαι υπεύθυνος, αυτόνομος, αυθεντικός ακόμα και μέσα στην έλλειψη. Η ελευθερία, σε αντίθεση με αυτό που συχνά νομίζουμε, δεν ταυτίζεται με την ευκολία, αλλά με τη δύναμη να σταθείς μέσα στο σκοτάδι χωρίς να χαθείς. Ίσως, λοιπόν, η ελευθερία δεν τελειώνει όταν κόβεται το ρεύμα. Ίσως τότε, για πρώτη φορά, αρχίζει. Μένει να την ανακαλύψουμε.
………………