
Το πιο επικίνδυνο στοιχείο στη χώρα του ανέφικτου δεν είναι η ίδια η αδυναμία υλοποίησης των αλλαγών, αλλά η εμπέδωση της πεποίθησης ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει. Αυτή η ψευδαίσθηση της ακινησίας είναι το πρώτο που πρέπει να ανατραπεί
—
Η «χώρα του ανέφικτου» μπορεί να ερμηνευθεί μεταφορικά ή φιλοσοφικά, ανάλογα με το πλαίσιο. Φιλοσοφικά ιδωμένη, θα μπορούσε να είναι μια ουτοπία, ένας τόπος όπου κατοικούν τα ιδανικά που δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν στην πραγματικότητα. Στον Πλατωνισμό, για παράδειγμα, θα μπορούσε να αντιστοιχεί στον κόσμο των Ιδεών, όπου όλα είναι τέλεια αλλά μη προσβάσιμα άμεσα από τον αισθητό κόσμο.
Από υπαρξιακή και πολιτική οπτική, μπορεί να υποδηλώνει μια κοινωνία ή μια πολιτεία όπου οι προσδοκίες και τα όνειρα των ανθρώπων δεν γίνονται ποτέ πραγματικότητα λόγω περιορισμών, συστημικών προβλημάτων ή της ανθρώπινης φύσης.
Μπορεί να είναι ένας φανταστικός, ιδανικός κόσμος που συναντάμε σε λογοτεχνικά έργα όπως η «Ουτοπία» του Μέριτ ή φιλοσοφικά κείμενα, όπως η «Ουτοπία» του Τόμας Μορ – όπου περιγράφει έναν ιδανικό τόπο και τρόπο πολιτικής συμβίωσης, ένα απομονωμένο νησί με τέλειο κοινωνικό, πολιτικό και νομικό σύστημα- ή η «Πολιτεία» του Πλάτωνα.
Υπάρχουν κοινωνίες που φαίνονται να λειτουργούν σε ένα παράδοξο καθεστώς, όπου η επιθυμία για πρόοδο συμβιώνει με την αδυναμία πραγματοποίησής της. Στη χώρα του ανέφικτου, τα όνειρα για ένα καλύτερο αύριο αναπαράγονται διαρκώς, χωρίς, ωστόσο, να μετουσιώνονται σε πράξη. Οι πολίτες αυτής της κοινωνίας εγκλωβίζονται σε έναν φαύλο κύκλο διαψεύσεων, αδρανούς αναμονής και παθητικής αποδοχής του ανεκπλήρωτου. Το φαινόμενο αυτό, αν και δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό, βρίσκει ιδιαίτερη απήχηση σε κοινωνίες όπου η πολιτική αστάθεια και η θεσμική δυσλειτουργία έχουν καταστεί συνθήκες μόνιμες.
Η ουτοπία, ως έννοια, λειτουργεί άλλοτε ως κινητήρια δύναμη αλλαγής και άλλοτε ως μέσο αποπροσανατολισμού. Η ελληνική περίπτωση βρίθει συλλογικών φαντασιώσεων: το «κράτος που θα λειτουργήσει επιτέλους σωστά», το «πολιτικό σύστημα που θα θέσει τον πολίτη στο επίκεντρο». Όμως, αυτές οι ιδέες σπάνια μετουσιώνονται σε πραγματικότητα, καθώς οι μηχανισμοί που θα τις υλοποιούσαν είτε υπονομεύονται είτε παραμένουν αδρανείς. Το κενό μεταξύ επιθυμίας και πραγμάτωσης δεν είναι τυχαίο· αντιθέτως, εδράζεται σε θεσμικές αδυναμίες, δομικά εμπόδια και μια πολιτική κουλτούρα που αποφεύγει τις ριζικές μεταρρυθμίσεις.
Ειδικότερα, η πολιτική ζωή χαρακτηρίζεται από μια διαρκή ανακύκλωση υποσχέσεων. Οι πολιτικοί τάσσονται υπέρ της μεταρρύθμισης, όμως οι αλλαγές που επιχειρούνται είναι αποσπασματικές ή ατελέσφορες. Ενίοτε, η ίδια η έννοια του ανέφικτου εργαλειοποιείται από τις ελίτ, καθώς οι πολίτες αποθαρρύνονται από την ενεργό συμμετοχή τους στην πολιτική διαδικασία. Όσο περισσότερο οι πολίτες πείθονται ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει, τόσο λιγότερο απαιτούν ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις. Πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο, στον οποίο η απογοήτευση τροφοδοτεί τη στασιμότητα και το αντίστροφο αενάως.
Η κοινωνία που ζει υπό αυτό το καθεστώς σταδιακά προσαρμόζεται στη ματαιότητα. Τα προβλήματα αναγνωρίζονται, αναλύονται, καταγγέλλονται, αλλά ελάχιστα επιλύονται. Η συνεχής διάψευση των προσδοκιών γεννά μια στάση παραίτησης, μια κουλτούρα απάθειας όπου η κριτική καθίσταται αυτοσκοπός, στερούμενη, όμως, της δυναμικής για δράση. Η εμπιστοσύνη στο πολιτικό σύστημα διαβρώνεται, η συμμετοχή στα κοινά περιορίζεται σε εκδηλώσεις αγανάκτησης χωρίς ουσιαστική πρόταση, και ο πολίτης εγκλωβίζεται σε έναν φαύλο κύκλο απογοήτευσης.
Εδώ, οι πολιτικοί διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο. Υποσχέσεις για αλλαγή διατυπώνονται με ρητορική ένταση, πλην όμως η υλοποίησή τους παραμένει αποσπασματική ή ανύπαρκτη.
Σε πολλές περιπτώσεις, το ίδιο το αίσθημα του ανέφικτου εργαλειοποιείται ως μηχανισμός ελέγχου: όσο περισσότερο οι πολίτες πείθονται ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει, τόσο λιγότερο πιέζουν για μεταρρυθμίσεις. Παράλληλα, η ίδια η κοινωνία φέρει ευθύνη. Η αδράνεια, η ανοχή στη μετριότητα, η μετάθεση των ευθυνών σε εξωτερικούς παράγοντες και η απουσία συλλογικής διεκδίκησης ενισχύουν την ακινησία. Όταν η πρωτοβουλία παραχωρείται εξ ολοκλήρου σε εξωτερικούς θεσμούς, τότε η κοινωνία παραμένει εγκλωβισμένη στη χώρα του ανέφικτου.
Εξετάζοντας το ζήτημα από ιστορική σκοπιά, παρατηρεί κανείς ότι κοινωνίες που υπήρξαν δυναμικές και παραγωγικές κατάφεραν να υπερβούν τέτοιου είδους παθογένειες μέσω της διαμόρφωσης μιας ενεργής πολιτικής κουλτούρας. Ο ρόλος της εκπαίδευσης υπήρξε καθοριστικός σε αυτή τη διαδικασία. Η προώθηση της κριτικής σκέψης, η ενίσχυση της κοινωνικής συνείδησης και η ανάδειξη της σημασίας της συμμετοχής στα κοινά συνέβαλαν στη δημιουργία πολιτών που δεν αποδέχονται παθητικά τις συνθήκες που τους επιβάλλονται, αλλά παρεμβαίνουν δυναμικά στη διαμόρφωση της πραγματικότητας.
Πώς, όμως, μπορεί να σπάσει αυτός ο κύκλος; Η υπέρβαση του ανέφικτου δεν είναι ζήτημα επιμέρους παρεμβάσεων, αλλά συνολικής αναθεώρησης νοοτροπιών. Απαιτείται ενεργή συμμετοχή όχι μόνο στις εκλογές, αλλά και στην καθημερινή πολιτική διαδικασία. Ο πολίτης πρέπει να απαιτήσει λογοδοσία, να αμφισβητήσει τις αναποτελεσματικές δομές, να διεκδικήσει ρεαλιστικές και εφαρμόσιμες λύσεις. Η εκπαίδευση διαδραματίζει καίριο ρόλο σε αυτή τη διαδικασία: η διαμόρφωση μιας κουλτούρας κριτικής σκέψης και πολιτικής συμμετοχής είναι προαπαιτούμενα για την έξοδο από τη στασιμότητα.
Το πιο επικίνδυνο στοιχείο στη χώρα του ανέφικτου δεν είναι η ίδια η αδυναμία υλοποίησης των αλλαγών, αλλά η εμπέδωση της πεποίθησης ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει. Αυτή η ψευδαίσθηση της ακινησίας είναι το πρώτο που πρέπει να ανατραπεί. Το ανέφικτο δεν αποτελεί αντικειμενική συνθήκη, αλλά μια κοινωνική κατασκευή, η οποία, όπως κάθε κατασκευή, μπορεί να αποδομηθεί και να αναδομηθεί εκ νέου. Η δυνατότητα αλλαγής δεν εξαρτάται από έναν αόριστο εξωτερικό παράγοντα, αλλά από τη συλλογική βούληση να αντικατασταθεί ο φαύλος κύκλος της αδράνειας με μια νέα δυναμική δράσης.
—