Το εξώφυλλο του Economist για την πολιτική κρίση στη Γαλλία
Ο Γάλλος πρόεδρος εισέπραξε τα επίχειρα της δικής του αλαζονικής απόφασης να αλλοιώσει τη λαϊκή βούληση επιβάλλοντας κυβερνητικές λύσεις που μόνο αυτός θα ελέγχει
Γιώργης-Βύρων Δάβος
Οι σάλπιγγες της κρίσης ήχησαν οικτρά για την κυβέρνηση Μπαρνιέ, στον οποίο έλαχε να πιει το πικρό ποτήρι της βοναπαρτικής πολιτικής του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν. Ο Γάλλος πρόεδρος πληρώνει τις δικές του χίμαιρες και τους καιροσκοπικούς τακτικισμούς του, ευελπιστώντας πως ο χρόνος θα δουλέψει πολιτικά υπέρ της δοτής κυβέρνησης. Ο Μακρόν πίστευε πως αλλοιώνοντας τη βούληση του λαού και τις κάλπες θα κατόρθωνε να εφαρμόσει το οικονομικό πρόγραμμα, μείγμα λιτότητας και νεοφιλελεύθερου κρατικομονοπωλιακού ελέγχου, που επεδίωκε από την πρώτη κιόλας θητεία του κι αποτυπωνόταν στον επίμαχο προϋπολογισμό, που επιτάχυνε την πτώση της κυβέρνησης Μπαρνιέ.
Όμως η κοινωνική και πολιτική ανακωχή των Ολυμπιακών Αγώνων φάνηκε στην ψηφοφορία πως έχει ενταφιασθεί για τα καλά. Όπως τελείωσε και η άτυπη εκεχειρία με το ακροδεξιό RN της Μαρίν Λεπέν, που χάρις στην ανοχή της έγινε κατορθωτή η σύσταση της κυβέρνησης του Μισέλ Μπαρνιέ.
Οι παραχωρήσεις που έκανε in extremis στην ακροδεξιά ο Μπαρνιέ (φόρος στο ηλεκτρικό ρεύμα, φάρμακα, στάση για Mercosur κλπ), προκειμένου να περάσει ο προϋπολογισμός, δεν είχαν αποτέλεσμα.
Η ακροδεξιά ηγέτιδα Μαρίν Λεπέν «εκδικήθηκε» λοιπόν, ψηφίζοντας την ψήφο δυσπιστίας, για τη δική της πολιτική προγραφή, που μετουσιώθηκε στην καταδίκη της σε πρώτο βαθμό στη δικαιοσύνη για το σκάνδαλο με τους υπαλλήλους του κόμματός της. Ταυτόχρονα, απέδειξε πως με την κοινοβουλευτική της δύναμη και τη γενικότερη ακροδεξιά στροφή στην κοινωνία, αποτελεί έναν σημαντικό ρυθμιστή για την πολιτική σταθερότητα. Πάλι η νέα κυβέρνηση, εάν ο Μακρόν δεν τολμήσει κάτι ρηξικέλευθο, θα εξαρτάται από την συναίνεση της ακροδεξιάς και θα σέρνει τον πολιτικό του σχεδιασμό ολοένα εγγύτερα προς αυτήν.
Ο Γάλλος πρόεδρος εισέπραξε τα επίχειρα της δικής του αλαζονικής απόφασης να αλλοιώσει τη λαϊκή βούληση επιβάλλοντας κυβερνητικές λύσεις που μόνο αυτός θα ελέγχει. Είτε χρησιμοποιώντας ένα «ουδέτερο» πολυκομματικό σχήμα, με άξονα τη δική του παράταξη, σαν αυτό της κυβέρνησης Μπαρνιέ, που θα ακολουθούσε κατά γράμμα το προγραμματικό του σχέδιο. Είτε μέσω μίας κυβέρνησης τεχνοκρατών. Αυτό που ίσως σήμερα(εάν τελικά δεν επιλέξει μια επανάληψη του μοντέλου Μπαρνιέ, με έναν απλό ανασχηματισμό, είτε υπό τον μακρονιστή Σεμπαστιάν Λακορνύ, είτε τον κεντρώο Φρανσουά Μπαϊρού) μοιάζει η μόνη του εναλλακτική, μιας και μοιάζει αδύνατο να συναινέσει σε κάποιον «αριστερό» υποψήφιο, όπως θέλει το «Νέο Λαϊκό Μέτωπο».
Η στάση ακριβώς του «Νέου Λαϊκού Μετώπου» θα είναι αποφασιστική και πάλι για το μέλλον και της νέας κυβέρνησης -ή όποιας άλλης χρειασθεί να δημιουργηθεί, μέχρις ότου λυθεί το αδιέξοδο, ή παρέλθει ο αναγκαστικός περιορισμός της παρόδου τουλάχιστον ενός έτους μεταξύ δύο διαδοχικών εκλογικών αναμετρήσεων. Γιατί πάντοτε στο Νέο Λαϊκό Μέτωπο το «αγκάθι» ακούει στο όνομα των Σοσιαλιστών.
Ο Μακρόν ενδέχεται σε κάποια στιγμή να παίξει το χαρτί της «προθυμίας» των Σοσιαλιστών να «αυτομολήσουν» με πρόσχημα την «έκτακτη ανάγκη». Μη λησμονούμε πως το περασμένο καλοκαίρι, ο Μακρόν έπαιξε και το χαρτί του πιο «μετριοπαθούς» Σοσιαλιστή Μπερνάρ Καζνέβ για τη θέση του Πρωθυπουργού. Ένα όνομα που σχεδόν αμέσως μετά το ναυάγιο στην Εθνοσυνέλευση επανήλθε ωσάν μια πιθανή διέξοδος.
Ο Μακρόν, όπως και στην κυβέρνηση Μπαρνιέ, θέλησε να εφαρμόσει μία διακυβέρνηση υπό το πρίσμα του Δεσποτισμού, αυτόν τον «παρεμποδισμένο ρεπουμπλικανισμό». Δηλ. μία κατασταλμένοι και ομφαλοσκοπική αντίληψη της δημοκρατικής λειτουργίας μέσα στα όρια της δικής του αντίληψης. Αυτής που αντιλαμβάνεται την άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας από ένα σχήμα που είναι πλήρως υποταγμένο στην πολιτική του βούληση.
Πέρα όμως από τις λαϊκές αντιδράσεις στους δρόμους και τις απεργίες, η σύνθεση όμως της νέας Εθνοσυνέλευσης δεν ευνόησε τη νέα απολυταρχική του προσπάθεια να εκβιάσει την κύρωση του προϋπολογισμού πάλι ανασύροντας το άρθρο 49,3 του Συντάγματος για de facto έγκρισή του.
Ο Μακρόν δεν έχει πολλές λύσεις. Ιδίως όταν ο ακρογωνιαίος λίθος της πολιτικής του είναι η εφαρμογή του Κράτους-Κρίση απ’ άκρου εις άκρον στην κοινωνική, πολιτική και οικονομική ζωή. Ο προϋπολογισμός του σκιαγραφεί εξάλλου ακριβώς αυτή την εξέλιξη του Κράτους Κεφαλαίου στο Κράτος Κρίση. Πρώτα μέσα από τη μετάβαση από το «κράτος πρόνοιας» (welfare) στο «κράτος πολέμου». Τόσο μεταφορικά στο πολιτικό και οικονομικό πεδίο, όσο και κυριολεκτικά ως warfare, μιάς κι η παραπαίουσα γαλλική οικονομία έχει επενδύσει στους πολέμους (Ουκρανία, Μέση Ανατολή) για να ενισχυθεί η παραγωγικότητα στον νευραλγικό τομέα της στρατιωτικής βιομηχανίας.
Επιπλέον ο Μακρόν υπέρ του κεφαλαίου ακολουθεί μία ήπια χρήση της κεϋνσιανής πολιτικής της στήριξης του (με μικρές κοινωνικές παραχωρήσεις στο συνταξιοδοτικό, Mercosur κλπ) με γνώμονα μία επανασύσταση της «θετικής χρήσης» της αγοράς (ενέργεια κλπ). Συνάμα, κλιμακώνει μία νέα επίθεση κατά της ομοιογένειας της κοινωνικής σύνθεσης των τάξεων -ξεκινώντας από την πολιτική του ακεραίου κέντρου και της εργαλείο ποίησης της έννοιας του «εχθρού» (ακροδεξιά, αριστερά, νέοι και προάστια), επιχειρώντας να μετατοπίσει τις ευθύνες για τα αδιέξοδα από το δικό του πολιτικό-οικονομικό πρόγραμμα. Και φυσικά προήγαγε την πολιτική αναβίωση μίας Νέας Δεξιάς: τόσο αυτής του Ακραίου Κέντρου, όσο και της χρήσιμης για την παγίδα του «μη χείρον βέλτιστου» με την Ακροδεξιά για την παραγωγή αξιών και θεσμών που θα διέπουν την κοινωνία κατά την εφαρμογή της νέας πολιτικής.
Η πτώση της κυβέρνησης Μπαρνιέ είναι ουσιαστικά η διάτορη επιβεβαίωση της πλήρους αποτυχίας του Μακρόν και της πολιτικής του, ήδη από την πρώτη πενταετία. Δεν είναι τυχαίο πως πληθαίνουν οι φωνές για παραίτησή του. Την Πέμπτη, μία μέρα μετά την κατάρρευση της κυβέρνησης Μπαρνιέ και ανήμερα του διαγγέλματος του προέδρου στο Έθνος, το Macron Démission θα ξανα-αντηχήσει στους δρόμους από το στόμα των απεργών. Το πολιτικό μέλλον του Μακρόν μοιάζει όλο και πιο αβέβαιο, δυστυχώς όμως μαζί του συμπαρασύρει και ολάκερη τη Γαλλία.