Βέροια Θέματα Παιδείας Τοπικά

Συζητώντας με τον Κωνσταντίνο Ι. Αρώνη για τα μαθήματα σχεδίου & τους υποψηφίους των αρχιτεκτονικών σχολών

Για μια ακόμη φορά, τα παιδιά μας, αυτά που επέλεξαν να σπουδάσουν στις αρχιτεκτονικές σχολές, αυτά που οραματίστηκαν να αναλάβουνε ως επιστήμονες στο μέλλον να διαχειριστούν και να διαμορφώσουν το περιβάλλον μας, αυτά που θα κληθούν ως αρχιτέκτονες να αισθανθούν από τους πρώτους τα μεγάλα οικο-προβλήματα της σύγχρονης πραγματικότητας (του υπερπληθυσμού, της μόλυνσης της ατμόσφαιρας, της επικοινωνίας, της συγκατοίκησης και γενικότερα της συνύπαρξης των πληθυσμών), μαζί με όλα τα παιδιά των άλλων κατευθύνσεων που έχουν κι αυτά τα δικά τους οράματα, πήρανε μέρος στη διαδικασία των Πανελλήνιων Εξετάσεων, για την εισαγωγή τους στα πανεπιστήμια.

Πήρανε μέρος σε μια διαδικασία, που εξακολουθεί να ζητάει από τους υποψήφιους της αρχιτεκτονικής, να έχουν γνώσεις πάνω στα ίδια θέματα που είχαν και οι αντίστοιχοι υποψήφιοι της αρχιτεκτονικής πριν από 50 χρόνια!

Είναι αδύνατο για οποιονδήποτε σκεπτόμενο άνθρωπο (ακόμη περισσότερο για τους γονείς που το θέμα τούς αφορά άμεσα) να κατανοήσει, το πώς τα παιδιά αυτά καλούνται να δοκιμαστούν σε ειδικά μαθήματα, τα οποία δεν περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα διδασκαλίας στις προηγούμενες τάξεις του Λυκείου στην δημόσια εκπαίδευση και αναφέρομαι στα μαθήματα του Ελεύθερου Σχεδίου και του Γραμμικού-Αρχιτεκτονικού Σχεδίου.

Είναι ένα ζήτημα που επανέρχεται κάθε τόσο ως πρόβλημα που πρέπει να λυθεί, αλλά που τόσα χρόνια κάτι τέτοιο δεν έγινε.

Και, ναι! Ο χρόνος που διατίθεται για την εξέταση στα σχέδια (εδώ και 50 χρόνια) είναι έξι ώρες συνεχείς, οπότε φαίνεται δύσκολο το να μπορεί να ενταχθεί το μάθημα ως προσομοίωση εξετάσεων μέσα στον προγραμματισμό της εβδομάδας, μιας και είναι αδύνατον να χωρέσουν ανάμεσα στα υπόλοιπα μαθήματα έξι ώρες συνεχόμενες σχεδίου.

Όμως θα πρέπει να βρεθεί ο τρόπος έτσι ώστε να μην αφήσουμε τα παιδιά μας ανεκπαίδευτα, πόσο μάλλον όταν ζητάμε από αυτά στις εξετάσεις να επιτύχουν υψηλώτατη ΕΒΕ (Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής), ας πούμε για την Αρχιτεκτονική στο Αριστοτέλειο, 14,12 στο γραμμικό και 14,44 στο ελεύθερο σχέδιο.

Ρεαλιστικά είναι αδύνατο να τα καταφέρουν, αν δεν καταφύγουν για μαθήματα σε εργαστήρι μαθημάτων σχεδίου μιας και υπάρχει σκληρός ανταγωνισμός μεταξύ των υποψηφίων. Λόγω της γενικότερης  έλλειψης καλλιτεχνικής παιδείας στην Ελλάδα τουλάχιστον σε επίπεδο δημόσιας προ-ακαδημαϊκής εκπαίδευσης, υπάρχει μια αντίληψη σε κάποιους γονείς αλλά και σε κάποιους εκπαιδευτικούς, ότι η ζωγραφική και το σχέδιο είναι μια ενδιαφέρουσα δημιουργική απασχόληση για τα παιδιά μας, όσο αυτά είναι ακόμη στο γυμνάσιο, και ότι είναι ένα θέμα πολύ εύκολο, ιδίως αν το παιδί έχει ασχοληθεί στο παρελθόν με τη ζωγραφική και έχει προλάβει να επιδείξει κάποιο ταλέντο, ζωγραφίζοντας σε κάποιο εργαστήριο γενικότερα ζωγραφικά θέματα, αλλά εντέλει είναι “δευτερεύουσας σημασίας” σε σχέση με τα υπόλοιπα μαθήματα που είναι “τα σοβαρά”!

Αυτό δεν είναι καθόλου σωστό! Στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου εύκολο για κάποια παιδιά που τώρα έρχονται για πρώτη φορά σε επαφή με το εξειδικευμένο αυτό αντικείμενο, μέσα σε μια χρονιά προετοιμασίας να καταφέρουν να έχουν την επίδοση που απαιτείται.

Δεν είναι όμως μόνον αυτό.

Από τη στιγμή που η προετοιμασία για τις εξετάσεις πλέον περνά στην ιδιωτική ευθύνη, δηλαδή στα εργαστήρια-φροντιστήρια, με δεδομένο το ότι δεν υπάρχει διαμορφωμένο θεματικό πεδίο που να περιλαμβάνει και να υποδεικνύει μια σειρά από κεφάλαια στα οποία θα πρέπει να κληθούν τα παιδιά να μας δείξουν την κατάρτισή τους, τότε δημιουργούνται προβλήματα τεράστια  σχετικά με την αξιοπιστία των εξετάσεων κατά τη φάση της βαθμολόγησης.

Τα εργαστήρια-φροντιστήρια καλούνται να εκπαιδεύσουν τα παιδιά σε ένα μεγάλο βαθμό, σύμφωνα με την δική τους εκτίμηση για το τι ακριβώς πρέπει να έχει ένα καλό σχέδιο, το ποιο ακριβώς είναι το “άριστα” και ποια είναι η διαφορά, στο ελεύθερο σχέδιο, ας πούμε, μεταξύ του 14, 2 και του 14, 7.

Εισέρχεται εδώ ένα ζήτημα υποκειμενικής εκτίμησης, ενώ δεν υπάρχει κανείς φορέας να απαντήσει οριστικά και με σαφήνεια στα τιθέμενα ερωτήματα. Οι υπεύθυνοι των εργαστηρίων, καλούνται να δώσουν απαντήσεις, κάνοντας υποκειμενικές εκτιμήσεις που βασίζονται στη σύγκριση των θεμάτων σε συνδυασμό με τις αξιολογήσεις των προηγούμενων ετών. Τα συμπεράσματα όμως που μπορεί να προκύπτουν είναι και αυτά ανέγκυρα, μιας και από χρονιά σε χρονιά, τα κριτήρια βαθμολόγησης  φαίνεται να διαφοροποιούνται, αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας και την εμφανή  διάθεση που επιδεικνύουν όσοι επινοούν τα θέματα, εφαρμόζοντας μια λογική «Α, φέτος να βάλουμε κάτι πρωτότυπο!»

Για παράδειγμα, φέτος πάνω σε ένα θέμα που προσωπικά θα το χαρακτήριζα εύκολο έως μέτριας δυσκολίας, νομίζω για πρώτη φορά και, κατά τη γνώμη μου και ανεξήγητα, η μέση βαθμολογία στο γραμμικό σχέδιο ήταν πιο χαμηλή από αυτήν του ελεύθερου σχεδίου!

Αυτός ο μεγάλος βαθμός υποκειμενικότητας και οι ποικίλες αυθαίρετες εκτιμήσεις, δημιουργούν μια σύγχυση στο μυαλό των παιδιών και ακόμη περισσότερο στους γονείς τους, οι οποίοι καλούνται να εμπιστευτούν τον χρόνο, την προσπάθεια και το συναίσθημα των παιδιών τους και φυσικά και τα χρήματά τους, σε καθηγητές, τους οποίους δεν γνωρίζουν με ποιά κριτήρια να αξιολογήσουν.

Μια λύση στο πρόβλημα θα ήταν να αλλάξει η θεματολογία των θεμάτων στις εξετάσεις. Ο κλασσικός τρόπος σχεδιασμού στο γραμμικό ας πούμε, είναι πλέον ξεπερασμένος. Τα παιδιά ούτως ή άλλως από πολύ νωρίς λόγω της γενικής εξοικείωσής τους με την ψηφιακή τεχνολογία περνούν στην χρήση ψηφιακών προγραμμάτων σχεδιασμού μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή, για τα οποία λόγου χάρη δεν υπάρχει κάποιο μάθημα πρώτης επαφής και  γνωριμίας μέσα στα λύκεια. Θα μπορούσε όμως άνετα να ενταχθεί στο πρόγραμμα ως επιλογή  αφού  δυο ώρες διαδασκαλίας την εβδομάδα θα ήταν αρκετές. Οι καθηγητές στο πανεπιστήμιο, ζητούν από τα παιδιά, από το πρώτο κιόλας έτος, να γνωρίζουν αρκετά καλά την χρήση τέτοιων προγραμμάτων ηλεκτρονικού σχεδιασμού αλλά και επεξεργασίας εικόνας, ώστε αργότερα να μπορούν να προχωρούν σε πιο σύνθετα προγράμματα σχεδιασμού και επεξεργασίας τριασδιάστατων μοντέλων.

Τα παιδιά ως φοιτητές ασχολούνται ελάχιστα έως καθόλου με το γραμμικό, όπως τους το ζητούμε να το κάνουν στις εξετάσεις. Για το δε ελεύθερο, στο πρώτο εξάμηνο μόνον τους ζητούνται κάποια θέματα, σαν ένα είδος εξοικείωσης με την σκιτσογραφία, σαν ένα είδος βιαστικού μικρο-σχεδίου διερεύνησης της φόρμας κάποιου όγκου, και αυτό είναι όλο. Καμία αναφορά στην πράξη για τη ζωγραφική ως τέχνη. Ενώ από την άλλη έχουν ως απαιτητικό μάλιστα θεωρητικό μάθημα την Ιστορία της Τέχνης, λες και η ζωγραφική είναι ένα θέμα που πλέον το προσεγγίζουμε σε επίπεδο ιστορίας! Που πάλι, κατά την προσωπική μου άποψη, θα έπρεπε να το εντάξουνε κι αυτό ως θέμα στην εξεταστέα ύλη των εισαγωγικών εξετάσεων.

Είναι φανερό πως η ευθύνη που καλείται εν προκειμένω να αναλάβει ένας  εκπαιδευτικός προετοιμασίας, ώστε να υποστηρίξει το όραμα των παιδιών σ’ αυτή τη φάση της ζωής τους, αν θέλει να μην τα απογοητεύσει σπαταλώντας τον χρόνο τους, είναι τεράστια.

Οι γονείς, για να μην βρεθούν στην άσχημη θέση να μετανιώνουν αργά για την επιλογή τους, μπορούν μόνον να βασίζονται στο ιστορικό του εργαστηρίου, στην μεγάλη πείρα και τη γνώση των πεπραγμένων των προηγούμενων χρόνων που απαιτείται, στην εξειδίκευση, στην ευσυνειδησία, στη μεταδοτικότητα και στην δοτικότητα, καθώς και στην ανθρωπιά του εκπαιδευτικού που θα  επιλέξουν.

Με την ευκαιρία, εμείς ως εργαστήρι ευχαριστούμε θερμά, όλους τους γονείς που τόσα χρόνια δείχνουν εμπιστοσύνη στο έργο μας, πράγμα που μας ενθαρρύνει μα και μας δημιουργεί πιο έντονη τη δέσμευση, ώστε να έχουμε κάθε φορά τα υψηλότατα ποσοστά επιτυχίας που έχουμε.

Ας ελπίσουμε ότι όλα θα αλλάξουν κάποια μέρα και πως και οι διαδικασίες των εξετάσεων θα εξελιχθούν προς το καλύτερο, έτσι ώστε τα παιδιά μας να αισθανθούν ότι υπάρχουν ειδικοί που ασχολούνται υπεύθυνα με τα θέματα που τους αφορούν και πως τα υποστηρίζουν.

banner-article

Ροη ειδήσεων