Πέστε πως ονειρεύομαι την επανάσταση των χαρταετών. Πέστε πως θέλω να πάρω εκδίκηση για τις χαμένες «Καθαρές Δευτέρες», που με κράτησαν δεμένο στη γη με το κουβάρι της κλεμμένης καλούμπας κρατημένο σφιχτά στο ιδρωμένο μου χέρι. Πέστε μου ό,τι θέλετε. Εκείνο που ονειρεύομαι πάνω απ’ όλα είναι να δω τον ουρανό γεμάτο επαναστατημένους, κόκκινους χαρταετούς. Και τη γη γεμάτη από παιδιά που δε θα κοιτάζουν τον ουρανό με δακρυσμένα τα μάτια
Το κείμενο του Γιώργου Χουρμουζιάδη, μεγάλου Πανεπιστημιακού Δασκάλου που έφυγε από τη ζωή, είναι γραμμένο πριν από 22 χρόνια. Κι όμως δεν έχασε τίποτα από τη δροσιά του και προπαντός από την επικαιρότητά του.
–
Τότε, ο ουρανός γέμιζε χαρταετούς! Και η γη, τα σοκάκια της Τούμπας, όπου μεγαλώναμε, κρατώντας σφιχτά στα χέρια μια φέτα ψωμί με ζάχαρη, βρεγμένη με νερό, για να μη μας την πάρει ο αέρας, γέμιζε με επίκαιρες λέξεις που αφορούσαν τη χαρταετοκατασκευή.
Καλούμπα, ζύγια, καντήλιασμα, μερικές από αυτές τις επίκαιρες λέξεις. Και μαζί μ’ αυτές η λαχτάρα της αναμονής για τη μεγάλη μέρα. Λαχτάρα για τον καιρό, μην τύχει και βρέξει, μην τύχει και δε φυσάει και μείνουν οι χαρταετοί σωριασμένοι στο χώμα, θλιβερά ερπετά με πολύχρωμα ξέφτια. Ουρές ξαπλωμένες στα φρεσκοπλυμένα πλακάκια της αυλής μας. Ζύγια χωρίς δύναμη και καλούμπες σφιχτοτυλιγμένες σε κουβάρια βουβά, κλεμμένες από τα συρτάρια της μάνας, γροθιές χωρίς νόημα.
Γενικώς, όνειρα της παιδικής μας θρασύτητας, που δε λογάριαζε τις αρνήσεις της φύσης και πίστευε πως η κατάκτηση του ουρανού δεν ήτανε τίποτε παραπάνω από την τυχαία εύνοια μιας μετεωρολογικής συγκυρίας.
Γι’ αυτό το λόγο δεν προσέχαμε τα ζύγια και τις ουρές, τις καλούμπες και τους σκελετούς των χαρταετών μας. Κοιτάζαμε μονάχα τον ουρανό. Κοιτάζαμε το χρώμα της δύσης και προσπαθούσαμε να υποθέσουμε τη δύναμη του αέρα, το ενδεχόμενο της βροχής. Έτσι μπλεκόμασταν στην αοριστία του ενδεχόμενου, στην αναξιοπιστία του τυχαίου και του «θεϊκού».
Πιστεύαμε πως οι αυτοσχέδιοι ηρωισμοί μας ήτανε αναγκαστικά έρμαια μιας αναπόφευκτης συνωμοσίας, προϊόν ιστορικό της καθημερινής φτώχειας, του μόχθου και του πόνου. Κλεινόμασταν, έτσι, μιξοκλαίοντας στα φουστάνια της μάνας μας και χαϊδεύαμε μυστικά τους σωριασμένους χαρταετούς, αναβάλλοντας τις πτητικές μας φιλοδοξίες για τις άλλες Απόκριες.
Έτσι περνούσαν τα χρόνια! Και οι χαρταετοί που δεν έβρισκαν τρόπο για να πετάξουν πλήθαιναν. Τα πολύχρωμα λείψανα του αποκριάτικου ονείρου στοιβάζονταν στις αυλές μας. Οι καλούμπες λιγόστευαν, οι καθαρές Δευτέρες δεν έλεγαν να φυσήξουν ευνοϊκά και οι ξαφνικές βροχές μπερδεύονταν με την υγρασία των παιδικών μας ματιών, που άδικα έψαχναν τον ουρανό, αναζητώντας το πρώτο γαλάζιο άνοιγμα, που θα υποσχόταν τις θριαμβευτικές απογειώσεις των χαρταετών. Κι απ’ αυτό το σημείο άρχιζαν οι μεγάλες δυσκολίες και οι μεγάλες απορίες.
Το σχολειό, όπως πάντα, ένας θλιβερός κωφάλαλος, ούτε άκουγε ούτε μιλούσε, επέμενε μονάχα να μας διδάσκει εκείνη την ανώφελη αριθμητική, που μετρούσε νεκρούς και ηρώα, ματοβαμμένες κορυφές και απλήρωτες νίκες. Και όσοι δάσκαλοι έψαχναν να βρουν ανάμεσα σ’ αυτούς τους ανώφελους αριθμούς την άλλη αλήθεια, χάνονταν ένα πρωί ξαφνικά και μεις πασχίζαμε να ερμηνεύσουμε την απουσία τους, όπως ερμηνεύαμε τα πολύχρωμα πτώματα των χαρταετών μας.
Μεγάλωναν, έτσι, μέσα μας οι άδειες γωνίες και οι Απόκριες γίνονταν, όλο και πιο πολύ, τα σύμβολα της χαμένης προσπάθειας. Τα ερωτήματα άναβαν φωτιές στις μεγάλες μας νύχτες, που ταράζονταν από τις οβίδες του εμφύλιου, τα αναθέματα του κομμουνιστικού κινδύνου, τις γοερές κραυγές των βασανισμένων γειτόνων, τις εναγώνιες σιωπές των γονιών μας.
Νύχτες που ταράζονταν από χαμηλόφωνες μυθικές περιγραφές μιας άλλης ζωής, όμοιας κι αυτής με τους ανήμπορους χαρταετούς. Μιας ζωής που δε θα φοβόταν τις βροχές και τις νηνεμίες. Θα είχε ζύγια γερά, σκελετούς καλοφτιαγμένους, καλούμπες αγορασμένες με τα λεφτά της δουλειάς και όχι κλεμμένες από τα μίζερα συρτάρια της μάνας.
Και μεις, όσο και αν ήμαστε προδομένοι από τις αποκριάτικες συνωμοσίες, που δεν έλεγαν να φυσήξουν, για να πετάξουν οι χαρταετοί μας, περιμέναμε εναγώνιοι και ψυχανεμισμένοι στις γωνίες των χαροκαμένων δρόμων, εκεί όπου άρχισαν ξαφνικά να βγαίνουν τα καροτσάκια και να πουλάνε βιβλία γεμάτα με επικίνδυνες λέξεις. Κακές μεταφράσεις του Μαρξ, ρομάντζα με πονεμένες κοινωνικές ιστορίες, επαναστάσεων περιγραφές, ηρωισμών ανάποδες ερμηνείες και τέτοια.
Και μόνο τότε αρχίσαμε να αναγνωρίζουμε το συμβολισμό των χαρταετών μας. Τότε που καταλάβαμε πως το όνειρο μια άλλης ζωής, όμοιας για όλους, χωρίς ανταύγειες πολέμων και αριθμούς άδικων θανάτων, δε θα γινόταν ποτέ μάθημα στις αίθουσες των σχολείων μας. Δε θα γινόταν ποτέ «κεντρικό δίδαγμα» στο στόμα των φοβισμένων δασκάλων.
Αρχίσαμε να αναγνωρίζουμε το συμβολισμό των πεθαμένων χαρταετών μας, τότε που καταλάβαμε πως οι καλοί έφυγαν και πως όσοι ήτανε καλοί και έτυχε να μείνουν μας ψιθύριζαν τους τρόπους, για να ξεπεράσουμε το τυχαίο της Καθαρής Δευτέρας και να «καντηλιάσουμε» τους χαρταετούς μας.
Να κοιτάξουμε τον ουρανό της μελαγχολικής μας ζωής με τα δικά μας τα μάτια, στεγνά κι ανοιχτά, απειλητικά και παμφάγα, με μάτια που να βλέπουν πίσω από τα πυρακτωμένα ηλιοβασιλέματα, πίσω από τις γαλάζιες τρύπες των στημένων ουρανών, που μόνοι τους ποτέ δε θα συντρέξουν στην απογείωση των χαρταετών μας. Να στηριχτούμε σε ό,τι πιο δυνατό μετράει. Κι αυτό που σήμερα μετράει, βέβαια, είναι η δική μας η δύναμη, τα δικά μας τα ζύγια. Μετράει να είναι γερές οι δικές μας καλούμπες και καλοφτιαγμένοι οι σκελετοί, που μόνοι εμείς θα φτιάξουμε με καινούριες οδηγίες, δοκιμασμένες κάτω από συνθήκες αντίξοων καιρών.
Θέλω να πω με άλλα λόγια, και το έχω ξαναπεί και αλλού, πως σήμερα είναι ανάγκη, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, να κουνήσουμε και τα δικά μας τα χέρια. Η Αθηνά δε φτάνει από μόνη της. Δε φτάνουν μόνο οι καλοί αρχηγοί, όσο καλοί και να είναι. Αυτοί έχουν τη λάτρα, το καθημερινό πάνε κι έλα, μπαινοβγαίνουν σε πόρτες που είναι «δύσκολες… όταν η χρεία τες κουρταλεί…», που θα έλεγε και ο Σολωμός. Ανεβοκατεβαίνουν σε σκάλες επίσημες, όπου καιροφυλαχτούν άλλοι κίνδυνοι και στήνονται άλλες παγίδες. Κι εμείς οι άλλοι πρέπει να πάρουμε τους χαρταετούς μας και να βγούμε στους δρόμους, αδιαφορώντας για όσα δυσμενή και θλιβερά μας απαγγέλλουν οι κομψευόμενες ξανθιές των μετεωρολογικών δελτίων. Να βγούμε στους δρόμους με τους χαρταετούς μας, αποφασισμένοι να τους «καντηλιάσουμε» αυτή τη φορά, είτε το θέλει είτε όχι η «Καθαρή Δευτέρα».
Πέστε πως ονειρεύομαι την επανάσταση των χαρταετών. Πέστε πως θέλω να πάρω εκδίκηση για τις χαμένες «Καθαρές Δευτέρες», που με κράτησαν δεμένο στη γη με το κουβάρι της κλεμμένης καλούμπας κρατημένο σφιχτά στο ιδρωμένο μου χέρι. Πέστε μου ό,τι θέλετε. Εκείνο που ονειρεύομαι πάνω απ’ όλα είναι να δω τον ουρανό γεμάτο επαναστατημένους, κόκκινους χαρταετούς. Και τη γη γεμάτη από παιδιά που δε θα κοιτάζουν τον ουρανό με δακρυσμένα τα μάτια.
Σημείωση Φαρέτρας: Το κείμενο είναι του αξέχαστου Γιώργου Χουρμουζιάδη* Καθηγητή Αρχαιολογίας του ΑΠΘ. Δημοσιεύτηκε σε δύο συνέχειες στο Ριζοσπάστη τον Μάρτιο του 2002. Χαρταετοί 1 και χαρταετοί 2