Άρθρα Ιστορία Πολιτισμός

Γιώργης Έξαρχος: Βιβλιοφιλικά σημειώματα (3) / Έφη Νίκου – Γιωλτζόγλου

Κάποια μέρα του 1999 –κατοικούσα στην Χαλκίδα τότε– πήγα στα γραφεία του περιοδικού «Ιχνευτής» (πίσω από την Ομόνοια προς την Πλατεία του Δημαρχείου, σε όροφο ενός παλαιού διατηρητέου κτηρίου), το οποίο διεύθυνε ο Κώστας Βουκελάτος και η Τζέλα (δυο σπουδαίοι άνθρωποι του χώρου του βιβλίου που έφυγαν νωρίς για το επέκεινα), για να δώσω τα χειρόγραφα της ανά διαστήματα συνεργασίας μου. Πίσω από το μακρύ κατάλευκο τραπέζι του, το γεμάτο με στοίβες βιβλία, ο Κώστας είχε τελειωμένο το κριτικό του κείμενο για ένα βιβλίο που το είχε στα αριστερά του. Την ώρα που έπινα τον κερασμένο καφέ του, σήκωσε το συγκεκριμένο βιβλίο στα χέρια του, και άρχισε να μου διαβάζει τον τίτλο: «Λιβαδερό (Μόκρο). Η λαϊκή μας παράδοση». Και συνέχισε: «Να ένα υπόδειγμα γραφής και καταγραφής της παράδοσης. Μόλις τέλειωσα το κριτικό σημείωμα γι’ αυτό το βιβλίο»! Στο άκουσμα του ονόματος της συγγραφέως, Έφη Νίκου-Γιωλτζόγλου… έμεινα άναυδος! Του δήλωσα ότι η Έφη (Ευθυμία) Νίκου και ο σύζυγός της Σταύρος Γιωλτζόγλου είναι παλαιοί φίλοι μου, και γνώριμοί μου από το 1976!

     –Καλά, ρε συ Γιώργη… Με δουλεύεις;… Ήταν η άμεση αντίδρασή του.

     Του εξήγησα ότι όταν βρέθηκα το 1976 στη Σουηδία, και γράφτηκα στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλας για διδακτορικές σπουδές, γνώρισα σε αυτήν τη χώρα πολλούς και σπουδαίους Έλληνες (και τους θυμάμαι ακόμα με αγάπη όλους), και ανάμεσα σε αυτούς την Έφη και τον Σταύρο. Είχαν βρεθεί στην Σκανδιναβική χώρα για σπουδές, με θέληση και πείσμα στην ψυχή τους (όπως οι περισσότεροι που ήμασταν τέκνα φτωχών αγροτικών οικογενειών), δουλεύοντας και σπουδάζοντας εκεί, με το όραμά μας να αλλάξουμε την τύχη μας και έτσι να συμβάλουμε στο να αλλάξουμε και τον κόσμο, κάνοντάς τον πιο ανθρωπινό και ωραίο, και δίκαιο…

     Το βιβλίο αυτό επανεκδόθηκε το 2021, σε σχήμα 17Χ24, με 678 σελίδες, έκδοση επηυξημένη και βελτιωμένη, όπως έλεγαν παλιά, με τίτλο: Έφη Νίκου – Γιωλτζόγλου, Μόκρο. Η λαϊκή μας παράδοση (Λιβαδερό Κοζάνης), Θεσσαλονίκη 2021, με χορηγία του Δημητρίου Τσαράβα του Ιωάννη, και στο ενδεχόμενο που το αναζητήσει κάποιος ας κάνει χρήση του σταθερού τηλεφώνου της συγγραφέως: 23920-64339.

     Τούτη η έκδοση κρίμα που δεν συμπεριλαμβάνει και το κριτικό κείμενο της βιβλιοπαρουσίασης/βιβλιοκριτικής του αείμνηστου Κ. Βουκελάτου, για την πρώτη έκδοση. Διότι οι «ειδικοί» της Λαογραφίας (πανεπιστημιακοί και μη), σε τέτοιου είδους μελέτες και έρευνες από «μη ειδικούς», στραβομουτσουνιάζουν, σηκώνουν το φρύδι τους κι ανθυπομειδιούν ειρωνικά, θεωρώντας ότι τα δικά τους φληναφήματα έχουν μεγαλύτερη αξία από μελέτες που εκπονούνται από ερασιτέχνες! Αγνοούν ότι αξία έχουν όσα έχουν μέσα τους ψυχή. Το δε συγκεκριμένο έργο της Έφης Νίκου-Γιωλτζόγλου έχει ψυχή και παλμό, και δεν αποτελεί κάποια κατάθεση με νοσταλγία για το παρελθόν και μόνο. Αφηγήσεις κι αφηγητές υπάρχουν πολλοί για παντοειδή θέματα, τώρα μάλιστα που σπουδάζουν και τη δημιουργική γραφή (τρομάρα τους) στα Πανεπιστήμια, έχουν πολλαπλασιαστεί, όμως η αφηγησιτεχνία απουσιάζει και ας εντάσσονται τούτα τα αφηγήματα στη λογοτεχνία…

     Βέβαια, η συγγραφέας δεν έχει την ανάγκη να κομίσει τίτλους «ειδικού» για να πείσει για την αριστουργηματική έρευνα και μελέτη της για το ΜΟΚΡΟ, μελέτη η οποία απέχει παρασάγγας από αντίστοιχες των ειδικών, και είναι σίγουρο ότι αποτελεί πνευματική παρακαταθήκη και υπόδειγμα εκπόνησης τέτοιου είδους μελετών. Για τους φίλους αναγνώστες και προς επίρρωση των όσων γράφω, αντιγράφω επιστολή του σπουδαίου πανεπιστημιακού καθηγητή της Λαογραφίας Μιχάλη Μερακλή, που με ολόθερμη επιστολή του, επισημαίνει στη συγγραφέα:

 Επιστολή κ.Μιχάλη Μερακλή,

   Αθήνα, 3.10.99

Αγαπητή κυρία Γιωλτζόγλου,

Έλαβα, με την «παράκαμψη» των Ιωαννίνων (εκεί υπηρέτησα στο διάστημα 1990-1999), τα δύο βιβλία σας: το πρώτο, με τα τραγούδια απ’ την ευρύτερη περιοχή των Καμβουνίων (1990) και το κατά πολύ σημαντικότερο για την παραδοσιακή ζωή του χωριού σας Λιβαδερού Κοζάνης (αν και στο πρώτο υπάρχει η έξοχη απόφαση να δώσετε, στα κλέφτικα, την πλούσια τοπική παράδοση για τον ηρωποιημένο από τα λαϊκά στρώματα Γιαγκούλα)

Και τα δύο – προπάντων το δεύτερο – είναι χρησιμότατα, η επιστημονική λαογραφία πρέπει να σας οφείλει ευγνωμοσύνη για την εικοσάχρονη, όπως δηλώνετε, ενασχόλησή σας με τα ζητήματα αυτά. Και τον καρπό της.

Στα θετικά της εργασίας υπολογίζω και το ότι αποφύγατε, κατά βάση, να ασχοληθείτε με τα συναφή δύσκολα θεωρητικά ζητήματα ∙ αυτό είναι, πράγματι, κάτι άλλο.

Πάντως κάποια, στοιχειώδης, παραπομπή σε ορισμένα ονόματα και έργα (του Ν.Γ. Πολίτη, του Στίλπωνος Κυριακίδη, του Γ.Α. Μέγα, του Δ.Σ. Λουκάτου) ήταν αναγκαία, για να αποφευχθεί το οξύμωρο, να αγαπάτε (ειλικρινά, το πιστεύω) την ελληνική λαογραφία, αλλά να αγνοείτε – αυτό φαίνεται,  exsilentio – και τους βασικούς εκπροσώπους της, που έκαναν μάλιστα προτάσεις για κατάταξη και ταξινόμηση της ύλης ∙ αυτές θα εμπλούτιζαν και το δικό σας σχήμα, έστω και αν αυτό είναι, ήδη, πολύ αξιόλογο.

Με εκτίμηση

Μ.Γ.Μ.

Σημείωση : Καθηγητής Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

 ΛΙΒΑΔΕΡΟ – ΜΟΚΡΟ

Κατά τις εγκυκλοπαίδειες: «Το Λιβαδερό είναι ορεινή κοινότητα του Νομού Κοζάνης. Η παλαιά ονομασία του χωριού ήταν Μόκρο, που στα βουλγαρικά σημαίνει υγρό και μετονομάσθηκε μετά την Απελευθέρωση σε Λιβαδερό. Ο οικισμός ίσως υπήρχε από του 6ου ή 7ου αιώνα και μάλιστα η κατοίκηση του χωριού είναι συνεχής και αδιάκοπη από τους χρόνους εκείνους μέχρι και σήμερα, αφού διατηρεί την ίδια ονομασία. Από διάφορα ευρήματα στο εξωκλήσι της Αναλήψεως, πιθανολογείται ότι υπήρχε στη θέση αυτή κάποιο μοναστήρι, για το οποίο όμως δεν υπάρχουν άλλες μαρτυρίες ή αναφορές σε γραπτά κείμενα των αρχείων της Ι. Μητροπόλεως ή της επαρχίας, ούτε και η παράδοση φέρνει τέτοιες μνήμες. Απ’ όσο θυμάται ο σημερινός κόσμος της επαρχίας, ήταν πάντοτε από τα πολυπληθέστερα χωριά της περιοχής των Καμβουνίων και από τα πιο ορεινά, παλαιότερα δε και μέχρι τη δεκαετία του 1960 από τα πλέον δυσπρόσιτα και απομακρυσμένα, αφού από τα Σέρβια, που ήταν το Αστικό κέντρο της περιοχής, απέχει περί τα 20 χιλιόμετρα και οι δρόμοι ήταν δύσβατοι. Η μετάβαση των κατοίκων στην αγορά των Σερβίων και η επιστροφή ήταν προβληματική, ιδιαίτερα δε κατά τους χειμερινούς μήνες με τις βροχές, τα χιόνια και τις λάσπες. Μετά το 1950 έγινε κάποιος αμαξιτός χωματόδρομος και άρχισε κάποια συγκοινωνιακή εξυπηρέτηση με αυτοκίνητα φορτηγά της λεγόμενης «άγονης γραμμής», και από το 1963 έγινε η παρακαμπτήρια εθνική οδός Κοζάνης–Λαρίσης μέσω Μεταξά και εντεύθεν του χρόνου αυτού αποκαταστάθηκε τακτική συγκοινωνία, αφού επεκτάθηκε λίγο αργότερα ασφαλτοστρωμένος δρόμος μέχρι το Λιβαδερό. Έσπασε έτσι η απομόνωση και το χωριό πήρε άλλη κίνηση και άλλη μορφή.

Από τη δεκαετία του 1950 και μετά, στο Λιβαδερό παρατηρείται μια φυγή των κατοίκων είτε προς τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα είτε προς το εξωτερικό. Περισσότερα από 1500 άτομα έφυγαν προς Αυστραλία, Ελβετία, Δυτική Γερμανία, Θεσσαλονίκη, Κοζάνη, Αθήνα και Σέρβια. Το χωριό ανοικοδομήθηκε εξ ολοκλήρου, κτίσθηκαν σπίτια και κοινοτικά κτίσματα, σχολεία, διαμορφώθηκαν πλατείες και άλλοι κοινόχρηστοι χώροι, κατασκευάστηκε ασφαλτοστρωμένος αυτοκινητόδρομος και το χωριό απέκτησε τακτική και άνετη συγκοινωνία. Από το 1969, το χωριό ηλεκτροδοτήθηκε. Στο Λιβαδερό μένουν μόνιμα 1700 άνθρωποι, που ασχολούνται με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και με άλλα διάφορα δευτερεύοντα βοηθητικά επαγγέλματα.»

Τα Καμβούνια είναι το βουνό που ξεκινάει από τον Όλυμπο και φτάνει μέχρι την Πίνδο, και είναι γνωστή αυτή η οροσειρά ως Χάσια και Αντιχάσια, βόρειο σύνορο της Θεσσαλίας με την Μακεδονία, και αυτήν την οροσειρά ο πολύς Μελέτιος Μήτρου (1661-1714), εξ Ιωαννίνων καταγόμενος επίσκοπος Αθηνών), στην σπουδαία Γεωγραφία του (1728), αναφέρει τούτη την οροσειρά ως την κοιτίδα των Βλάχων!… Όσο για το Μόκρο, όνομα που το είχε και κάποιος βασιλιάς των Βουλγάρων, βλαχιστί σημαίνει, μπιρμπέκου μόκρου: κριάρι μαύρο κερασφόρο, που τρέχει η μύτη του μύξα! Ψιλά γράμματα, θα πείτε, πώς να τα γράψουν οι εγκυκλοπαίδειες. Όμως, για το πανέμορφο Λιβαδερό (παλαιά Μόκρο) να πω και κάτι ακόμα για τους αποδήμους του, ή να προσθέσω κάποιες σημερινές (φρέσκιες) πληροφορίες:

Στην Ελβετία είναι περίπου 400 οικογένειες Λιβαδεριωτών, δηλ. περί τους 1500 ανθρώπους, με τους περισσότερους να μένουν στο καντόνι της Ζυρίχης, κυρίως δε στην πόλη, και με τους υπόλοιπους «Μοκριώτες» στα γύρω χωριά, όπως: Βέτζικο, Ούστερ, Μένεντορφ και Ράππερσβιλ. Δυο τρεις οικογένειες ζουν στη Βασιλεία. Στην Γερμανία υπάρχουν ελάχιστοι, από τούτον τον ωραίο τόπο, κυρίως στη Νυρεμβέργη. – Στο Λιβαδερό σήμερα ζουν μόνιμα 650-700 κάτοικοι.

Βιογραφικό της συγγραφέως

     Η Έφη Νίκου – Γιωλτζόγλου γεννήθηκε στο Λιβαδερό Κοζάνης το 1954. Έζησε τα μαθητικά της χρόνια ανάμεσα στην Ελλάδα, τις ΗΠΑ και την Ολλανδία. Σπούδασε φιλοσοφία στο αγγλόφωνο δημόσιο πολυτεχνείο της Άγκυρας Middle East Techical University (METU), εργάστηκε ως καθηγήτρια αγγλικής γλώσσας, παρακολούθησε επιμορφωτικά σεμινάρια, συμμετείχε σε μεταπτυχιακά προγράμματα λαογραφίας.

     Η μακρόχρονη ενασχόλησή της με ζητήματα καταγραφής του λαϊκού πολιτισμού, με επίκεντρο  την ιδιαίτερη πατρίδα της, εκφράστηκε με τη συγγραφή σχετικών άρθρων στο πολιτιστικό περιοδικό Λυχνάρι (Κοζάνη) και την έκδοση τεσσάρων βιβλίων:

     1) Καμβούνια, Τα τραγούδια μιας άλλης εποχής (1989), συλλογή τραγουδιών.

     2) Λιβαδερό (Μόκρο) Η λαϊκή μας παράδοση (1999), καταγραφή του υλικού και πνευματικού βίου.

     3) Όσο σουγλίζιτει η φακή (2008), συλλογή παραμυθιών, και

     4) Μουκριώτκα (2015), γλωσσάρι ντοπιολαλιάς του Μόκρου – Λιβαδερού Κοζάνης.

     Για τα βιβλία της γράφτηκαν από ειδικούς επιστήμονες αξιόλογες κριτικές.

     Παράλληλα, κατά την μακρόχρονη διαμονή της στην Τουρκία ασχολήθηκε αφενός με την καταγραφή του προφορικού πολιτισμού των ελληνόφωνων μουσουλμάνων της ΝΑ Τουρκίας, τους «Τουρκοκρητικούς», και το υλικό αυτό αποτελεί μέρος ενός υπό έκδοση συλλογικού τόμου, αφετέρου, δευτερευόντως, θα περιέχει και τον ποιμενικό βίο των Γιουρούκων της ίδιας περιοχής.

     Είναι παντρεμένη και έχει δύο παιδιά, ζει δε στη Θεσσαλονίκη.

     ΔΕΙΓΜΑΤΑ ΓΡΑΦΗΣ

Στον ΠΙΝΑΚΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ δίνεται επιγραμματικά ή όλη ύλη του βιβλίου,  ανά Μέρος, Κεφάλαιο κ.λπ., που δείχνει και πιστοποιεί το μέγεθος της έρευνας και της μελέτης της συγγραφέως. Δίνω στη συνέχεια δείγματα γραφής:

  • Νυχτέρια

Τα νυχτέρια ήταν τα ξενύχτια που έκαναν οι κοπέλες από 14 χρονών και πάνω, που θεωρούνταν ηλικία για γάμο, αρραβωνιασμένες και μη. Οι κοπέλες μαζεύονταν σε κάποιο σπίτι με σκοπό να ετοιμάσουν τα προικιά τους. Στα νυχτέρια συνήθως έπλεκαν τα σκούνια και τα μανίκια για τα κατασάρια με τις όμορφες μπιρμπίλις. Τα σκούνια και τα μανίκια ήταν τα πιο συνηθισμένα δώρα που έκαναν οι νύφες είτε στους αρραβώνες είτε στους γάμους. Πρώτο μέλημα της παρέας ήταν να αποφασίσουν οι συντρόφισσες πού, ποιες και πότε θα ξεκινούσαν.

Έτσι αφού το αποφάσιζαν, έκαναν μία σύντομη συνάντηση για να αποφασίσουν τι θα έφερνε η καθεμία στο νυχτέρι, που θα διαρκούσε μέρες, συνήθως ως τα Φώτα. Εκεί, εκτός από τα βιλιντζιά, έφερναν και τρόφιμα, κρυφά από τις μάνες. Τα τρόφιμα ήταν συνήθως αλεύρι για τις πίτες, λίγδα, τραχανάς, ξερά λάχανα, καμιά κολοκύθα για κολοκυθόπιτα, πατάτες για τ’ χόβολη και κρεμμύδια. Επίσης, ξερά φρούτα για κουσιάφι και οπωσδήποτε καλαμπόκι. Το καλαμπόκι για δύο λόγους: Πρώτον για να το σιγοβράσουν στο τσουκάλι και να το τρώνε και δεύτερον χρησίμευε για δόλωμα στο κλέψιμο της κότας. Το σπίτι που θα αποφάσιζαν για το νυχτέρι έπρεπε να είχε κυρίως κορίτσια και ο χώρος όπου θα γινόταν να έχει ανεξάρτητη είσοδο από το υπόλοιπο το σπίτι. Αν υπήρχε αχούρι, το προτιμούσαν.

Μόλις έφτανε εκείνη η μέρα, όλη η παρέα μαζευόταν, συνήθως μέρα με νύχτα, όπως συνηθίζουν να λένε οι ντόπιοι το σούρουπο και άρχιζε ο καταμερισμός εργασίας. Άλλες σκούπιζαν, άλλες έστρωναν και άλλες άναβαν τη φωτιά με τα ξύλα που είχαν φέρει μαζί τους για την πρώτη μέρα. Για τις υπόλοιπες τα έκλεβαν από τις ξυλοθήκες της γειτονιάς. Τις πιο μικρές της παρέας τις έστελναν για βαλάνι. Αυτό σήμαινε πως από μέρες γυρίζοντας τις γειτονιές είχαν δει που υπήρχε ο πιο κοντινός και εύκολος για κλέψιμο κουτσιουρός. Έτσι τώρα στα κρυφά θα έκαναν «το ντου» προσέχοντας πάντα μην τους πάρει κανείς μάτι. Έκλεβαν από μία ποδιά βαλάνι και γύριζαν στο νυχτέρι. Με αυτό το βαλάνι πήγαιναν στο μπακάλη και αγόραζαν γκάζι για το καντήλι, ζάχαρη και λάδι. Οι πιο μεγάλες άρχιζαν το φτιάξιμο της πίτας, ενώ οι πιο σβέλτις πήγαιναν για κότες.

Το κλέψιμο της κότας γινόταν ως εξής: Έβαζαν από νωρίς καλαμπόκι να μουλιάσει, το πέρναγαν στη συνέχεια με βελόνα και κλωστή, όπως γίνεται με το κομπολόι. Όταν έφτιαχναν αρκετά, τα έβαζαν μέσα στην ποδιά και ξεκίναγαν για κάποιο γνωστό κοτέτσι, κάπως απομακρυσμένο από το χώρο όπου γινόταν το νυχτέρι. Εκεί, κάποια κράταγε τσίλιες, ενώ η άλλη άνοιγε προσεκτικά το κοτέτσι και έριχνε τη ραμματιά με το καλαμπόκι. Μόλις πήγαινε η κότα να το καταπιεί, το τράβαγε και επιτόπου την έπιανε και την έπνιγε. Αμέσως την έβαζε στην ποδιά της, αναποδογύριζε και τη φρούστα και γύριζαν στο νυχτέρι, όπου περίμεναν οι άλλες με θερμό-ζεστό νερό για το ζεμάτισμα και το μάδημα και στη συνέχεια για το βράσιμο. Το κλέψιμο της κότας επαναλαμβανόταν πολλές φορές κατά τη διάρκεια των νυχτεριών, και βέβαια δεν εξαιρούνταν τα κοτέτσια των ίδιων των κοριτσιών που συμμετείχαν. Όμως πάντα το κράταγαν μυστικό και ποτέ δεν το ανακοίνωναν στην οικογένειά τους.

Όσο συνεχίζονταν οι προετοιμασίες για το φαγητό κάποιες άλλες φρόντιζαν να στείλουν και το χαμπέρι στους αγαπημένους τους, οι οποίοι φρόντιζαν να πάνε απ’ έξω και να περιμένουν. Μετά το φαγητό άρχιζαν το εργόχειρο με τραγούδια και χωρατά ως τα χαράματα. Έτσι κάθε βράδυ κάποιες μαγείρευαν τα γνωστά φαγητά, κυρίως όμως πίτες.

Στα νυχτέρια μάθαιναν οι μικρότερες από τις μεγαλύτερες πώς να φτιάχνουν τις μπιρμπίλις,που ήταν κάτι δύσκολο, ενώ για να υπάρχει αρκετό φως, κάποια κράταγε δίπλα τους δαδί αναμμένο. Εκτός από το πλέξιμο μάθαιναν να φτιάχνουν πίτες και να μαγειρεύουν. Τα τραγούδια που τραγουδούσαν στα νυχτέρια ήταν συνήθως ερωτικά, όπως φαίνεται και από τους παρακάτω στίχους :

1)«-Φέγγι, φιγγαράκι μου, να πάου στην αγάπη μου.
Φέγγι ψηλά κι χαμηλά, γιατ’ έχει λάσπις κι νιρά.
Φέγγι κι χαμπλότιρα, να πάνου γληγουρότιρα.
-Ιγώ φέγγου, παλικάρι μ’, ιγώ φέγγου ως του προυί,
Ποιος αγαπάει να πάει να τ’ βρει».

2) «Αγόρους ’ν πέτρα πιλικά μι το ’να του του χέρι.
Κάνας κι δεν τουν λόιασι, κάνας κι δεν τουν είδι.
Κόρη ξανθή τουν λόιασι απού του παραθύρι.
-Αγόρου μ’, πού ’ν’ τουχέρι σου κι πιλικάς μι το ’να;
-Ιγώ είπα να μη σου του πω,να μη στου μαρτυρήσου.
Κι τώρα που μι ρώτησεις, δα σου του μαρτυρήσου.
Κόρη ξανθή ιφίλησα κι μ΄ έκουψαν του χέρι.
Ας τη φιλούσα άλλη μια κι ας μ’ έκουφταν κι τ’ άλλου»

3) «Στα ψηλά τα μπαλκουνάκια κάθουνταν δυο μαύρα μάτια,
αγναντεύουν στα κατάρτια που ’ρχουντι τα παλικάρια.
Έρχουντι απ’ του Μισίρι κι μαςφέρουν του φκιασίδι,
του φουρούν οι παντριμένις, χήρις κι αρραβουνιασμένις».

4)«Κόρη μι τα ξανθά μαλλιά κι μι τα μαύρα μάτια
μουν πιρπατείς καμαρουτά, τι θέλεις να κιρδίσεις;
Μουν του κουρμί σου τυραννείς κι την ψυχή σου χάνεις.
Κόρη μου, δώσ’ μου φίλημα, δώσ’ μου κι μαύρα μάτια.
-Του πώς να δώσου φίλημα,του πώς κι μαύρα μάτια !
Ισύ ’σι ένα λουλό πιδί κι έργατα δεν έχεις.
Ταχιά δα βγεις, δα πινιθείς στα συνουμήλικά σου,
μι φίλησις, μ’ αντρόπιασις, μι πήρις την τιμή μου
κι τώρα μ’ αξαπάργιασις σαν καλαμιά στουν κάμπου»

Αυτό το τραγούδι τραγουδιόταν και το Πάσχα.

Τα νυχτέρια ήταν ένας τρόπος διασκέδασης για τις παλαιότερες γενιές που όλο τα θυμούνται με νοσταλγία. Στα νυχτέρια γινόταν τα ζευγαρώματα. Όσες ήταν αρραβωνιασμένες κρυφά συναντούσαν τους αρραβωνιαστικούς τους, επειδή τους το απαγόρευαν. Άλλες κρυφά έπαιρναν μέσα και τους αγαπητικούς. Αν πάλι οι κοπέλες δεν τους άνοιγαν, οι νεαροί έβρισκαν διάφορα τεχνάσματα για να τις αναγκάσουν να τους ανοίξουν: έριχναν από την καπνοδόχο χιόνι ή αλάτι ή τη βούλωναν. Με το χιόνι έσβηνε η φωτιά κι έβγαιναν έξω να φέρουν τσάκνα για να την ανάψουν πάλι, με το αλάτι τρομοκρατούνταν από το σπινθήρισμα και με το βούλωμα τις έπνιγε ο καπνός. Σε όλες τις περιπτώσεις άνοιγαν την πόρτα κι οι νεαροί εύρισκαν ευκαιρία να χωθούν μέσα για να ανταμώσουν με τις κοπέλες τους. Στα νυχτέρια γίνονταν οι ερωτικές εξομολογήσεις και δίνονταν οι όρκοι αγάπης. Μόλις λαλούσαν τ’ αρνίθια, έπεφταν οι κοπέλες για ύπνο και μόλις έβγαινε «τ’ άστρου τς μέρας» πήγαιναν για νερό όλες μαζί στο κοντινότερο πηγάδι ή στο Λιβάδι και από κει επέστρεφαν στα σπίτια τους, για να ξεγελάσουν οποιουσδήποτε συναντούσαν στο δρόμο, πως ήταν δήθεν για νερό και όχι πως επέστρεφαν από νυχτέρι.

Τα αυγουστιάτικα νυχτέρια γίνονταν έξω στο αλώνι της κάθε γειτονιάς. Εκεί μαζεύονταν γυναίκες και κορίτσια και νυχτέρευαν με το φως του φεγγαριού. Η καθεμιά έφερνε το σαϊσματούλι για να κάτσει και το εργόχειρό της. Επίσης έφερνε και κάτι από το σπίτι της για φαγώσιμο. Οι νεότερες άναβαν το φούρνο και έψηναν πίτες, κοτόπουλα κλεμμένα, πατάτες και ό,τι μπορούσαν να προμηθευτούν.  Εκτός του ότι έκλεβαν κότες, επειδή όλος ο κόσμος ήταν έξω στο φεγγάρι, οι κοπέλες «νταλντούσαν μέσα σ’ όποιου πατώσπιτου ήταν αφμένου μπόσκου και άρπαζαν κρουμμύδια, τυριά, αλεύρι,ό, τι λάχινι», για να το μαγειρέψουν και να το φάνε. Και εδώ υπήρχαν τα τραγούδια, και μάλιστα φοβερός ο ανταγωνισμός για το πιο μπλούκι τραγουδούσε δυνατότερα και καλύτερα, ώστε να μαθευτεί στο χωριό και να συζητηθεί την επόμενη μέρα. Επίσης οι κοπέλες έβαζαν στοιχήματα σε ουργές, δηλ. πόσες ουργές νήμα θα μπορούσαν να πλέξουν εκείνη τη βραδιά και βέβαια αυτή που έπλεκε τις περισσότερες ουργές ήταν και η πιο ικανή.

Και στα θερινά νυχτέρια γύριζαν οι νέοι στ’ αλώνια μεταμφιεσμένοι, φορώντας κάπες, τσιόλια και βαμμένοι, για να τρομοκρατήσουν τις κοπέλες τις ελεύθερες αλλά και τις αρραβωνιασμένες, αφού απαγορεύονταν να τις πλησιάσουν οι αρραβωνιαστικοί τους. Η θεια η Θυμία, η Ζαραμκουλάζινα (Ζαραμπούκα Ευθυμία) θυμάται κάποιο νυχτέρι στα νιάτα της, «στουν μαχαλά στς Γκουτζιουμητράδις» που νυχτέρευαν τα κορίτσια. Ορμάει ένας αρραβωνιασμένος στην παρέα και αυτές κατατρομαγμένες πρόλαβαν να μπουν στο σπίτι της θειας Χαϊμαδής της Γκουτζιουμητρουλάζινας (Χαϊμαδή Γκουτζιομήτρου) τσιρίζοντας. Η θεια, που δεν είχε αντιληφθεί τι είχε συμβεί, γυρίζει προς τις κοπέλες και λέει:

  «Ιδώ, μα, τι τσιουρίζτι! Σα να είναι μύγις μέσ’ στο γκίμι κι ζουζουνίζν»

     Στ ’αυγουστιάτικα νυχτέρια έλεγαν και τα παρακάτω τραγούδια :

  • «Γιάννης μαθαίνει γράμματα κι η Μάρου τα πιγνίδια.
    Κι η Μάρου τουν ιφώναζι κι η Μάρου τουν φουνάζει:
    -Σήκους, Γιάννη μ’, χάνουμι κι θέλου να πιθάνου.
    -Μάρουμ’,σα θέλεις να χαθείς, σα θέλεις να πιθάνεις,
    για πάρι ’νάκρια απ’ του γιαλό,’ν άκρια ’π’ του πιριγιάλι
    κι μάσι τς δάφνης τουν καρπό κι απού τς ιλιάς του φύλλου
    κι βράστα μι γλυκό κρασί κι πιες τ ’ν Κυριακίτσα,
    την Κυριακίτσα του προυί που σμαίνουν οι καμπάνις».
  • «-Φέξι φιγγαράκι μου, εχασάμι δυο πιδιά,
    δυο πιδιά βλαχόιπουλα κι δυο Σαμαρνιώτικα.
    -Μες την Πόλη τα είδα ιγώ, σι μια Τούρκσσα δούλιβαν,
    δούλιβαν κι μάθισκναν.
    Η Τούρκσσα τα συνέριζι:-Κάνιτι καλά,πιδιά,
    να χαρείτι του ντουνιά».
  • «Τρία κουράσια μάλουναν για ένα παλικαράκι
    κι απού τις ρόκις πιάνουνταν κι απ’ τα μαλλιά τραβιούνταν.
    Κι η μάνα του τουν ίλιγι κι η μάνα του τουν λέει:
    -Λιβέντη μ’, πάρτις κι τις τρεις, καμιά να μην κακιώσει.
    Η μια να πάει για νιρό κι η άλλη να ζυμώνει
    κι η τρίτου η μικρότιρη να στρώνει να πλαϊάζεις».
  • «Ου Νάνους πάει, μουρή Ρουμιά, πάει στη Βουργαρία,
    για να μάσει παλικάρια, ντίλι, Νάνου μου, καημένι.
    Κι όπ’ έβρει τρεις, παίρνει τους δυο κι όπ’ έβρει δυο τουν έναν
    κι όπ’ έβρει κι μουναχουγιό τουν παίρει δεν τουν αφήνει.
    Οι μάνις που ’χν πουλλά πιδιά να κλαιν κι να γιλάνι
    κι η μάνα που ’χ’ ινάν υγιό πουτές να μη γιλάσει.
    Δα πρέπει να πάει στην ιριμιά, να κλαίει κι να φουνάζει.
    Τν ακούν τα ’λάφια κι ψουφούν,τ’ αρκούδια κι λυσσιάζουν
    κι η έρημη η λαγκαδιά πουτές να μην ανθίσει».
Ο ληστής Γιαγκούλας και ο ληστής Τσιάμης
Οι ληστές Περικλής Παπαγεωργίου, Θωμάς Γκαντάρας, Λευτέρης Πλάτανος, Δημήτρης Παπαγεωργίου
  • Κλέφτες – Αρματολοί – Ληστές

Κατά την οθωμανική περίοδο στην ορεινή περιοχή των Καμβουνίων, όπως και αλλού, έδρασαν κλέφτες, αρματολοί και ληστές, υπήρχαν και κλέφτικα λημέρια και αρματολίκια. Κοινό χαρακτηριστικό των ομάδων αυτών ήταν πως αποτελούσαν ένοπλα σώματα, μεγαλύτερα ή μικρότερα, με έναν αρχηγό και τους στενούς τους συντρόφους και χώρο δράσης τις ορεινές περιοχές. Οι κλέφτες αρχικά προέβαιναν σε κλοπές και ληστείες προς ίδιον όφελος, έως ότου μυήθηκαν στους εθνικο-απελευθερωτικούς σκοπούς, κυρίως της Φιλικής Εταιρείας (Οδησσός,1814) και συνέβαλαν καθοριστικά στην απελευθέρωση της Ελλάδας. Χώρος δράσης τους και ασφάλειας ήταν τα κλέφτικα λημέρια. Η οθωμανική εξουσία για να αντιμετωπίσει τη δράση των κλεφτών εξασφάλισε τη συνεργασία με κάποιες από τις ομάδες αυτών, τους αρματολούς, έναντι κάποιας ισχυρής αμοιβής ή ανταλλαγμάτων, που ανέλαβαν τον ρόλο της τήρησης κι επιβολής της τάξης σε καθορισμένες περιοχές που ονομάστηκαν αρματολίκια. Έδρα του αρματολικιού Σερβίων ήταν μάλλον το χωριό Μεταξάς, που ανήκε σε κάποιον Μπζιώτα, η οικογένεια του οποίου διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στις αρχές του 19ου αι.[1] Οι πιο γνωστοί ήταν ο Μανώλης από τη Δεσκάτη, ο Καρατζιάς από τη Σιάτιστα, ο Πρωτόπαπας, πιθανόν από περιοχή που διοικητικά ανήκε στην Μητρόπολη Σερβίων και ο Παπαδήμος, που ήταν παπάς από τις Αυλές. Από αυτόν προέρχεται και η ομώνυμη τοποθεσία που υπάρχει στο χωριό όπου είχε το λημέρι του.

Παράλληλα με αυτούς δρούσαν και οι ληστές που στην περιοχή μας τους αποκαλούσαν κλέφτες. Τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα οι πιο γνωστοί ήταν :

α) από τον Μεταξά: Φώτης Γιαγκούλας.

β) από την Μπισιρτσιά οι: Θωμάς Γκαντάρας,[2] Λυκουγιώργους, Πλάτανος Λευτέρης.

γ) από το Μόκρο οι: Ιωάννης Τσιάμης (ή Κόνιαρης), Ευάγγελος Μίχος (Χασιώτης ή Τζάνας), Αθανάσιος Ζώγας (Κόκκινος), Πανίτσας Παναγιώτης (Πανιτσουιώτας).

δ) από το Λουτρό οι: Περικλής Παπαγεωργίου και Νίκος Παπαγεωργίου (Λιανουκάπς).

ε) από την Ήπειρο ο: Βελόνης.

στ) από την ελεύθερη Ελλάδα οι: Χρησούλας, τον οποίο σκότωσε ο Σταμούλης Ντιρβεντζής.

ζ) από την Τσαπουρνιά ο: Αθανάσιος Κουτσίλας, γαμπρός στους Τσιοκαναίους.

η) ο Γρηγόρης, τον οποίο σκότωσαν οι Μουκριώτες Γεωργανάκης Αθανάσιος (Καραματσούκς) και Βέττας Κωνσταντίνος (Κουφουκώστας).

θ) ο Σπαθούλας κι ο Γκαβός, αγνώστων λοιπών στοιχείων.

Ο Φώτης Γιαγκούλας σκότωσε: 1) Στον Ναμάρμπεη τον αγροφύλακα Αθαν. Μακριώτη, και τα κομμάτια του κατακρεουργηθέντος σώματός του περιμάζεψε ο σταθμάρχης του Ασυνομικού Τμήματος Μόκρου, Γ. Καπιτσάκης. 2) Τον Γ. Φατίτσα / Φακίτσα, από το Μόκρο, στον κήπο, δίπλα στο σπίτι του. 3) Τον συγγενή του, Ιωάννη Σούλιο, τον κατακρεούργησε στις 13 Αυγ.1923 – ίσως για αυτό η οικογένεια αυτή μετακόμισε στο Μόκρο.

Ο Γιαγκούλας είχε ως προσωπικό – έμπιστο γιατρό τον Αληχανίδη Αβραάμ, πρόσφυγα από την Τιφλίδα Γεωργίας, κάτοικο Σερβίων. Όποτε είχε ανάγκη, παράγγελνε στους συντρόφους του να φέρουν «τουν πόντιου γιατρό», εκείνος πήγαινε μέχρι ένα σημείο με το άλογό του και στη συνέχεια τον μετέφεραν με δεμένα τα μάτια στα κρησφύγετά του για εξέταση.

Με την εγκατάσταση προσφύγων από τη Μικρά Ασία στη γύρω από τον Αλιάκμονα περιοχή δημιουργήθηκαν εντάσεις μεταξύ αυτών και των ντόπιων πληθυσμών που εποφθαλμιούσαν τις εγκαταλειμμένες περιουσίες των ανταλλαγέντων μουσουλμάνων. Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες παράγοντες της κοινότητας Πολυράχου πρότειναν στον Γιαγκούλα να τρομοκρατήσει με οποιοδήποτε τρόπο, ακόμη και με έναν φόνο, τους πρόσφυγες που είχαν εγκατασταθεί στο χωριό Γούλες, με σκοπό να αναγκαστούν να μετοικήσουν σε άλλες περιοχές, ώστε να ιδιοποιηθούν αυτοί τα κτήματα που προορίζονταν προς διανομή σε αυτούς. Ο ληστής όμως, αφού εκφράστηκε με συμπάθεια για τους ταλαιπωρημένους πρόσφυγες που είχαν ξεριζωθεί από τα προγονικά τους εδάφη, απέρριψε οργισμένος την ιταμή πρότασή τους.

Από τα τέλη της άνοιξης του 1925 γύριζε μόνος του στα βουνά σε κρησφύγετα που μόνον αυτός γνώριζε, κατά τη δικτατορία του Πάγκαλου (Ιούνιος 1925 – Ιούλιος 1926) τον κατεδίωξε ο αστυνομικός διευθυντής Μακεδονίας Σπυρίδων Καράμπελας μέσω του μοίραρχου Πετράκη που τον αναζητούσε παντού και στα τέλη του καλοκαιριού αξιοποίησε πληροφορία πως ο Γιαγκούλας «αναχωρήσας δι’ Ελασσώνα διενεκτέρευσε εις Μόκρον και την επομένην εις Λειβάδιον».

Υπάρχουν διάφορα τραγούδια για τον Γιαγκούλα, και ένα από αυτά είναι το παρακάτω:

«Βγήκι ου Γιαγκούλας στου κλαδί για μια πρωταξαδέρφη
Του νουματάρχη σκότουσι γιατί κρυφά ’ν προυδούσι».

  • Το τέλος του ληστή Χρησούλα

     Σύμφωνα με τον ογδοντάχρονο Δισερή Νικόλαο (Σκοτίδα), εγγονό του Σταμούλη Ντερβιντζή, η παράδοση έχει ως εξής:

Ο Χρησούλας ήταν κλέφτης από την παλαιά Ελλάδα και είχε την έδρα του στην περιοχή Παπαδήμος του Μόκρου. Επειδή όμως οι ντόπιοι τους φοβούνταν, αναγκαστικά τους τάιζαν και τους τροφοδοτούσαν με ό,τι ήθελαν. Όταν το γεγονός έγινε γνωστό από τα καταδιωκτικά αποσπάσματα, αυτά προειδοποίησαν τον κόσμο πως θα τιμωρούνταν αυστηρά όσοι βοηθούσαν και τροφοδοτούσαν τους κλέφτες. Το έμαθε και ο Σταμούλης αυτό και σκέφτηκε πώς θα έβγαζε από τη μέση τον Χρησούλα. Έτσι μια βραδιά που περιμένανε φαγητό από το χωριό και ενώ αυτό καθυστερούσε, ο Σταμούλης πρότεινε στον Χρησούλα να πάνε στην καλύβα του για να φάνε ξινόγαλο. Εκείνος δέχτηκε. Μόλις κάθισε και άρχισε να τρώει, τον χτύπησε από πίσω ο Σταμούλης με το τσεκούρι στο κεφάλι και «τουν άφκι στουν τόπου». Βγήκε από εκεί ο Σταμούλης και είπε στον Ζιγουνάτσιου (Ζιώγας Αθανάσιος) να πάει να τον θάψει. Εκείνος του αφαίρεσε τα φλουριά και τα κουμπούρια και τον έθαψε. Τα πρωτοπαλίκαρά του υποψιάστηκαν πως κάτι έγινε και πήγαν στην τοποθεσία Κανατσιόλου, στην καλύβα του Ντινγκουφώτη, ο οποίος τους πρότεινε να φύγουν αμέσως μέσω Λουζιανής για την παλαιά Ελλάδα. Οι Ντερβιτζήδες φοβούμενοι αντίποινα, σε περίπτωση που γινόταν γνωστό το γεγονός, άλλαξαν το επίθετό τους και υιοθέτησαν στο εξής το Δισερής.

  • Ο Τσιαμουιάννς

     Σύμφωνα με όσα μου διηγήθηκε ο μικρότερος γιος του Τσιαμουιάννη, Αθανάσιος Τσιάμης, ο ίδιος δεν τον θυμόταν και πολύ τον πατέρα του, αφού ήταν μόλις έξι χρονών, όταν τον σκότωσαν κι ό,τι θυμάται είναι εκείνα που του μολογούσε η μάνα του. Ο ίδιος τον είδε νεκρό στον τόπο που τον δολοφόνησαν.

«Ένα βράδυ τουν φώναξι κρυφά η Ντινγκουφώτς στ’ Φακίτσα του σπίτι, κάτι τουν είπι κι τουν έδουκι κι κείνους έφυγι απού κει για του λημέρι τ’. Για τρία χρόνια δεν έδινι καμιά σημασία στα πιδιά τ’, σ’ν οικογένεια τ’. Μιτά η πατέρας τ’ Τσιαμουιάννη  ζήτσι  βουήθεια απ’ έναν Τούρκου φίλου τ’. Τουν είπι τα καθέκαστα κι η Τούρκους αμέσους τουν είπι πως τουν έχουν «καμμουμένου». Ζήτσι, πάσα θυσία, να φέρι κάποιου σμάδι απ’ τουν ίδιου ή απ’ ένα ρούχου τ’ μαζί μι μια πίτα μέλι κι έξι μπουκάλια κουνιάκ. Για μήνις δε μπουρούσαν να τουν πλησιάσν. Τότις η πατέρας τ’ ζήτσι βουήθεια απ’ έναν Λουτριώτη που τουν είχι πακουντά κι μια μέρα, φόντας η παρέα τ’ Τσιαμουιάννη έκατσι σ’ ένα λάκκου να πλυθεί κι έβγαλαν τα σκούνια, ου Λουτριώτης έκουψι ένα κουμμάτι απ’ του σκνι που έδινι του σκούνι κι χουρίς να πάρει κανείς είδηση το ’στειλι κρυφά στου σπίτι τ’. Αμέσους η πατέρας τ’, μαζί μι τα έξι μπουκάλια κι ’ν πίτα, τα έδουκι στουν Τούρκου που έκανι ό,τι ήταν αναγκαίου και τς είπι πως σίγουρα πάνου στου τρία, δηλ. σι τρεις μέρις, τρεις βδουμάδις, του πουλύ τρεις μήνις θα γύριζι κοντά τους. Κι πράγματι, μια νύχτα, όπους ήταν απιλπισμένοι, άκσαν χτύπμα σν πόρτα και τουν άνοιξι η μάνα τ’. Απού τότις, ενώ συνέχιζι να είνι  ληστής, έρχουνταν  κάπου-κάπου κι τς ίβλιπι. Λημέριαζι μι ’ν ουμάδα τ’σι διάφουρα μέρια όπους στου Μπούρινου, στα δάση κουντά στα βλαχουχώρια Φούρκα κι Σαμαρίνα σν Ήπειρου κι αλλού».

Το 1918 δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ. αριθ.108, 18 Μαΐου 1918) η επικήρυξη ως ληστή του Τσάμη Ιωάννη με το ακόλουθο κείμενο:

«Περί επικηρύξεως ως ληστού του Ιωάννου Τσάμη

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

     Έχοντες υπόψιν την υπ’ αριθ. 1520 από 14 Απριλίου ε.έ. πρότασιν της Γενικής Διοικήσεως Κοζάνης – Φλωρίνης, την από 4 Απριλίου 1918 έκθεσιν του Νομάρχου Κοζάνης, Αστυνομικού Διευθυντοή Κοζάνης και Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Κοζάνης, αποφαινομένων ομοφώνως υπέρ της επικηρύξεως ως ληστού  του ληστοφυγοδίκου  Ιωάννου Τσάμη, κατοίκου Μόκρου, κατηγορουμένου επί  ληστεία και φόνω και καταδιωκομένου δυνάμει του υπ’ αριθμ. 332 του 1918 (;) εντάλματος συλλήψεως του ανακριτού Γρεβενών επί φόνω και αποπείρα φόνου, και ότι ούτος φυγοδικών και επιδιδόμενος εις διαφόρος εγκληματικάς πράξεις κατέστη επικίνδυνος εις την δημοσίαν ασφάλειαν, ιδόντες τα άρθρα 1 και 12 του νόμου ΤΟΔ’, περί της καταδιώξεως της ληστείας, ως ετροποποιήθη διά των νόμων 121 και 1322, τεθέντων προσωρινώς εν ισχύι διά του από 19 Ιουλίου π.έ. ημετέρου διατάγματος, προτάσει του Ημετέρου επί των Εσωτερικών Υπουργού, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν,

     Επικηρύσσομεν ως  ληστήν τον ειρημένον Ιωάννην Τσάμην και προσδιορίζομεν χρηματικήν αμοιβήν επί μεν τη αποτελεσματική καταδείξει του μέρους της αποκρύψεως δραχμών δύο χιλιάδων, επί δε τη συλλήψει ή τω φόνω αυτού δραχμών τεσσάρων χιλιάδων.

     Επιτρέπομεν την πληρωμήν αμφοτέρων των αμοιβών εις το αυτό πρόσωπον ή πρόσωπα εάν ταύτα ήθελον συντελέση προς τε την ανακάλυψιν του μέρους της αποκρύψεως και προς την σύλληψιν και τον φόνον αυτού.

     Εις τον αυτόν Υπουργόν ανατίθεμεν την δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος διατάγματος.

Εν Αθήναις τη ε΄ Μαΐου 1918

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

Ο Υπουργός των Εσωτερικών

Κ. Δ. Ρακτιβάν.»


Γεώργιος Γκουτζιομήτρος (Λιατσιουγιώρς) με την ντόπια φορεσιά
(φωτο: Αθανάσιος Τσιόκανος του Λάμπρου)

Στο χωριό «δε χάλασι κάναν» σύμφωνα με τη μαρτυρία πολλών και ιδίως του Γκουτζιουμητρουβασιλάκη (Γκουτζιομήτρος Βασίλειος), που γεννήθηκε το 1906. Όμως «βάρσι» συγχωριανούς και μάλιστα τουν Καραπιτσουγκουντή (Καραπέτσας Κωνσταντίνος), επειδή κάποτε εκείνος, μαζί με την παρέα του, έκλεψε πρόβατα από Βλάχους και παρουσιάστηκε σαν Τσιαμουθόδουρους (Τσιάμης Θεόδωρος), δηλ. ανεψιός του Τσιαμουιάννη. Αμέσως οι Βλάχοι έστειλαν χαμπέρι στουν  Τσιαμουιάννη διαμαρτυρόμενοι πως ο ανεψιός του τους έκλεψε τα πρόβατα. Αυτός χωρίς να χάσει καιρό πέρασε αμέσως από την Κρανιά και μάλιστα από τα μαντριά κάποιου που ήταν δίπλα από το πέρασμα για το Μόκρο και επέμεινε να μάθει ποιος Μοκριώτης είχε περάσει την τάδε μέρα με κοπάδι από εκεί. Ο τσομπάνος αρνήθηκε στην αρχή να κατονομάσει τον κλέφτη που έκλεψε τα πρόβατα φοβούμενος για αντίποινα. Ο Τσιαμουιάνντς χωρίς να διστάσει τον άρπαξε από το λαιμό και του είπε πως αυτός ήταν ο ληστής και εγκληματίας και όχι ο ανεψιός του, ο οποίος κατηγορούνταν άδικα. Ο τσομπάνος φοβούμενος για τη ζωή του ομολόγησε πως ο Καραπιτσουγκουντής είχε περάσει με το κλεμμένο κοπάδι. Επέστρεψε στο χωριό, παραμόνεψε, βρήκε τουν Καραπιτσου-γκουντή «κι τουν βάρσι άγρια».

Ο Καραπιτσουγκουντής τώρα προσπαθούσε να βρει ευκαιρία να κάνει ζημιά στουν Τσιαμουιάννη, αλλά αυτό ήταν δύσκολο όσο ο Τσιάμης ήταν ακόμη ληστής. Κάποτε όμως, όπως και άλλοι επικηρυγμένοι ληστές, αποφάσισε «να προυσκυνήσει» και να παραδώσει τ’ άρματα, επιστρέφοντας στην κανονική ζωή. Ξαναθυμήθηκαν τότε και οι εχθροί του τη δράση του και ο Καραπιτσουγκουντής, ο Κατσίμπας, ο Τσιουπα-λουκυπαρίης, σε συνεννόηση με την ομάδα του Γκαντάρα αποφάσισαν να τον σκοτώσουν.

Έτσι, όταν κάποτε επέστρεφε από τα Σέρβια μόνος του, καβάλα στην αγαπημένη του φοράδα και φορώντας τη φουστανέλα του και τις καλτσουδέτες με τις χρυσές φούντες, στην τοποθεσία Σκάλα Δέλνου (Τριγωνικού) του έστησαν καρτέρι και τον σκότωσαν στις 20 Σεπτεμβρίου του 1919. Το πτώμα του το έριξαν στον γκρεμό. Η φοράδα πήγε μόνη στο σπίτι και μόλις την είδαν οι δικοί του, «τριάντα νουματοί» μαζί με αστυνομικό απόσπασμα ξεκίνησαν για τα Σέρβια. Μαζί τους ήταν και ο μπάρμπα-Νάτσιος, ο γιος του, ο οποίος ήταν ο πρώτος που είδε ένα από τα τσαρούχια του και αμέσως, λέει ο θείος, άρχισε να κλαίει. Ένας χωροφύλακας τον πήρε αγκαλιά, για να μην δει το νεκρό πια πατέρα του.

Όλοι ομολογούσαν πως όσο ήταν κλέφτης ο Τσιάμης φυλαγόταν το χωριό, δύσκολα αποφασίζανε ξένοι να κάνουν κάποια ζημιά. Απ’ τη στιγμή όμως που τον σκότωσαν τα πράγματα δυσκολέψανε.

Όλα αυτά τα χρόνια και ιδίως τα πρώτα ήταν πολύ δύσκολα για τη γυναίκα του ληστή Θανάσου. Κάποτε ήταν χειμώνας και χιόνιζε. Πήγε στην Μπισιρτσιά να γυρέψει ψωμί και σπίρτα. Χτύπησε μια πόρτα και ζήτησε σπίρτα, αλλά της απάντησαν από μέσα από την πόρτα πως αν είχαν φωτιά, θα την καίγανε και την ίδια. Αυτή όμως που χρειαζόταν ψωμί δεν έχασε το κουράγιο της και γυρνώντας από πόρτα σε πόρτα κάποιο σπίτι της άνοιξε και της έδωσαν ένα πλαστάρι. Το πήρε λοιπόν η θεια-Θανάσω και ξεκίνησε για την τοποθεσία Καψάλια, όπου είχαν τα μαντριά. Μόλις έφθασε στα Μπενοβρέκια, το χιόνι ήταν τόσο πολύ που δεν μπόρεσε να συνεχίσει, γιατί είχε χάσει και τον προσανατολισμό. Μπήκε λοιπόν σε μια κουφάλα δέντρου και περίμενε εκεί τρεις μέρες με το πλαστάρι αγκαλιά, ελπίζοντα να αλλάξει ο καιρός και να αρχίσει να αναγνωρίζει κάποια σημεία στον τόπο για να φύγει.

Την τρίτη μέρα πέρασε από εκεί κοντά ο Γκιάστης μ’ ένα ζαγάρι. Εκείνο μυρίζοντας έφθασε στην κουφάλα και άρχισε να γαυγίζει. Πλησίασε ο Γκιάστης, τη ρώτησε τι είχε γίνει και την άφησε. Επιστρέφοντας στο χωριό ειδοποίησε τους Τούρκους οι οποίοι είχαν επικηρυγμένο τουν Τσιαμουιάννη. Εκείνοι, μαζί με χωριανούς, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Παπαγιώρς απ’ τους Νουκάδις, πήγαν στην κουφάλα, όπου ήταν η θεια-Θανάσω ξεπαγιασμένη με το πλαστάρι στην αγκαλιά. Τη ρώτησαν να τους πει πού ήταν η Τσιαμουιάννς και, επειδή εκείνη επέμενε πως δεν ήξερε, και πράγματι αυτήν ήταν η αλήθεια, ο Γκιάστης της έριξε μια σφαλιάρα επιμένοντας. Ο τούρκος αξιωματούχος τού έκανε παρατήρηση για τη σφαλιάρα, μια που η γυναίκα ήταν σε άσχημη κατάσταση και δέχτηκε να τη φέρουν στο χωριό ζητώντας από κάποιον να εγγυηθεί να την αναλάβει υπό την προστασία του. Και πράγματι ο Παπαγιώρς, ο οποίος ήταν και θείος της, την ανέλαβε αυτός».


Κτίσιμο σπιτιού (φωτο: Παπαευαγγέλου Ευάγγελος)

Ακολουθεί μια προσωπική περιπέτεια που έζησε ο μπαρμπα-Νάτσιος, όταν ήταν παιδί, επειδή ήταν γιος του ληστή Τσιάμη:

«Αυτός η Γιαγκούλας μ’ έβαλι, σν Κουρκουλιαντζιούμα, στου λουμάκι να μι σφάξει. Έκλιψι η μακαρίτς η Ιώτας (Τσιαμουιώτας – Τσιάμης Παναγιώτης) μια φουράδα Μιταξιώτκη κι δεν ήξιρα ιγώ. Είχαμι τα σφαχτά μι τουν Πουτουκώστα σν Παλιχέρουνα (τοποθεσία στην Μπισιρτσιά), πέντι φουράδις ιμείς κι μια τ΄ Γκιλικουχρήση, ψαριά. Έφυγαν απ’ του Μάτι (τοποθεσία στην Μπισιρτσιά), τα κίντσι η θεια μ’ η Κάλιου κι απού ικεί σν Κουρκουλιαντζιούμα κι σν Καραμητράθκη τ’ Λάκκα. Ιγώ ύστρας πχάτα παν. Ικεί, στα θκα σας τα μαντριά,[3] γλέπου καμιά ιφτά νουματοί, έρχουνταν απ’ τ’ Λουζιανή. Τρεις μπρουστά, ύστρας καναδυό, πιρπατσούσαν.

-Γεια σου.
-Γεια σου.
-Πού πας, καλουπαίδι;
-Να μάσου τ’ φουράδα.

Φτάνου ως τς αλλνούς.  Να κι η Γιαγκούλας κι η Πιρικλής.

-Τίνους είσι;
-Τ’ Τσιαμουιάννη.
-Πού ’ν έχτι τ’ φουράδα ; Τι ’ν εκαμέτι ;
-Τι φουράδα, λέου ιγώ. Δεν ξέρου τίπουτας. Οι θκες μας, ιάκου τς, λαλούν – αυτές είχαν ένα κυπρί χουντρό κι μια τράκα, ιάκου τς λαλούν.
-Την Παναγία σ΄ γαμώ, τάχατις δεν ξερς, λέει η Γιαγκούλας, πιτάγιτι ικεί, δα σι σφάξου, τάχατις δεν ξερς, κιρατά, δα σι πάρου του κιφάλι στουν αέρα. Πιτάζιτι ένα πιδί απ’ του Λουτρό που ήταν μ’ αφνούς.
-Ω ρα, Φώτη, του λιανουπαίδι πας να σφάξεις, τ’ αθώου του πιδί πας να σφάξεις !
-Μ’ αφού δε μαρτυράει.
-Δεν ξέρου, λέου ιγώ κι αρχινώ να κλαίου.
-Τι να μαρτυρήσει, λέει κι η Πιρικλής, αφού δεν ξέρει. Άιντι, όποιουν βρίσκουμι στ’ στράτα τουν παίρουμι του κιφάλι!

Σα μ’ αρπάζει στου λουμάκι…..»

Επενέβη και τον έσωσε ο Περικλής.

Για τους ληστές γράφτηκαν πολλά και διάφορα τραγούδια, παραμύθια και ιστορίες, και πολλά από αυτά αποδίδονται ταυτόχρονα σε περισσότερα από ένα πρόσωπα όπως αυτό που γράφτηκε για τον Γκαντάρα, αλλά στο Μόκρο το τραγουδούσαν για τον Γιαγκούλα:

«Κλαίνι τα δέντρα κλαίνι, ωρέ Γιαγκούλα
Κλαίνι κι τα κλαδιά
Κλαίνι τουν Γιαγκούλα κι για τουν Πιρικλή.
Σι κλαιν τα μουνουπάτια που πιρπάταγις
Σι κλαιν τα λημέρια απού λημέριαζις
Σι κλαίνι οι βρυσούλις απ’ έπιρνις νιρό
Σι κλαιν τα μαναστήρια απ’ έπιρνις ψουμί, κρασί
Σι κλαιν οι χώρις όλις κι όλα τα χουριά που ξιχιμώνιαζις
Σι κλαιν τα βιλαέτια που ιδιάβινις».[4]

  • Η Έφη (Ευθυμία) Νίκου-Γιωλτζόγλου, με το ΜΟΚΡΟ στην έκδοση του 2021, δίνει ένα άριστο μάθημα εκπόνησης μελέτης ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ συγκεκριμένου χώρου και των ανθρώπων του, αξιοποιώντας στο έπακρο την προφορική ζωντανή παράδοση, με ανάδειξη της ντοπιολαλιάς (αυτήν που οι τηλεοπτικοί διάττοντες αστέρες των σύγχρονων τηλεοπτικών σειρών-σκουπιδιών χλευάζουν), στην οποία βρίσκεις όλα τα γραμματικά φαινόμενα που επισημαίνουν οι πρώτοι Έλληνες Γραμματικοί, όπως ο Διονύσιος ο Θραξ (170-90 π.Χ.), μέχρι και τον Γεώργιο Χοιροβοσκό (τον 6ο ή τον 9ο μ.Χ. αι.). Ασφαλώς και δεν απουσιάζει και η έγγραφη τεκμηρίωση των όποιων ιστορικών γεγονότων, που αναφέρονται στην περιοχή, από πηγές οι οποίες είναι γνωστές και οικείες στη συγγραφέα.

Η καταγραφή του σπάνιου υλικού του τόμου λειτουργεί αποτρεπτικά στο να … χαθεί για πάντα. Το γεγονός ότι αυτό το υλικό είναι και βίωμα της συγγραφέως σημαίνει ότι είναι ζωντανό και σήμερα, και απλά ότι η έκδοση λειτουργεί σαν «Ολυμπιακή φλόγα», για να ανάψει των νεότερων τους πυρσούς μεταλαμπάδευσής της σε επόμενους χρόνους, καθότι οι νεολαίοι αρχίζουν να αναζητούν της ρίζας τους τη φύτρα, και πλέον θέλουν να τα κρατήσουν ζωντανά, μακριά από φολκλορικές προσεγγίσεις του χυδαίου αγροτουριστικού ρεύματος και ιδεολογήματος.

Πρόκειται για έργο που μακάρι να βρει μιμητές σε άλλους τόπους και για άλλους ανθρώπους. Στις 678 σελίδες βρίσκει κανείς τα πάντα, από τον πλούσιο βίο των ανθρώπων, σε μια φτωχική περιοχή, όπως είναι όλα σχεδόν τα «χασιώτικα χωριά» σε Χάσια και Αντιχάσια, γεγονός που οδήγησε πολλούς στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού να περάσουν στον «ληστρικό βίο», τον «κλέφτικο» όπως σωστά ακόμα τον αναφέρουν οι παλαιότεροι, διεκδικώντας μερδικό στην δίκαια κατανομή του κοινωνικού πλούτου. Το ΜΟΚΡΟ υπήρξε μία από τις σπουδαίες έδρες των λήσταρχων.

Το βιβλίο της Έφης Νίκου-Γιωλτζόγλου δεν αποτελεί… μνημόσυνο σε έναν κόσμο που κουβαλάει στη μνήμη της από τα παιδικά της χρόνια και σχετίζεται με τον γενέθλιο τόπο της και τους ανθρώπους του. Οι ταπεινοί άνθρωποι, ανάμεσα στους οποίους μεγάλωσε, της χάρισαν τη σοφία τους, με το να τη δέχονται στις συντροφιές τους και να ανοίγουν διάπλατα τους οντάδες της καρδιάς τους. Την έκαναν από μικρή και την ίδια σοφή, και αυτό φαίνεται στην ώριμη και σοφή γραφή της, που ουσιαστικά, με την πυκνή γραφή της και την ομορφιά της αφήγησής της, συνέθεσε ολάκερη Ωδή, σε χώρο, πρόσωπα, καταστάσεις, χωρίς ωστόσο να δίνει την εντύπωση ότι εξοφλεί  κάποιο χρέος της προς τη γενέτειρά της. Γιατί τα χρέη προς ορισμένα πράγματα είναι δυσβάστακτα, και συνήθως μένουν μη εξοφλημένα!… Αντίθετα, το έργο πείθει ότι αυτός είναι ένας μη απαλλοτριώσιμος της ψυχής της, θησαυρός και απόκτημα μοναδικό, που θέλησε απλόχερα να τον χαρίσει στους συμπατριώτες της, και όσους ακόμα νιώθουμε τις μικρές πατρίδες των Ελλήνων δικές μας πατρίδες – δική μας πατρίδα τον κάθε τόπο ξεχωριστά. Και τέτοια δώρα δεν μπορούν να κάνουν όσοι «δηθενάδες» κισσοί θέλουν να αναρριχώνται σε αξιώματα (πολιτικά, ακαδημαϊκά κ.λπ.) και όσοι στέρφοι από σοφία και γνώση επιδίδονται σε λογικές των παραδόπιστων και των «λεφτάδων». Η συγγραφέας δίνει την πραγματική ζωή ενός τόπου και των ανθρώπων του, και δεν την εξωραΐζει, και ναι μεν πρόκειται για το ΜΟΚΡΟ, αλλά τέτοια παρόμοια ζωή συναντούσες –ή μπορεί να συναντάς ακόμα– σε οποιαδήποτε άλλη γωνιά της Ελλάδας, που είναι γεμάτη «Μόκρα»!…


Φωτο : Βέττα Μαρία
  • Κάτι τελευταίο για το ΜΟΚΡΟ. Αν το επισκεφτείς, θα ιδείς, διαβαίνοντας την παράκαμψη της εθνικής οδού Λάρισας Κοζάνης προς το Λιβαδερό, δεξιά και αριστερά του επαρχιακού δρόμου, στους αγρούς, να υπάρχουν σκαμμένοι λάκκοι, κάποιοι με περίφραξη και κάποιοι όχι, που μπορεί να σε κάνουν να αναρωτηθείς:

– Μα τι είναι αυτοί οι λάκκοι;

Είναι γούρνες που άνοιγαν οι Χασιώτες του Λιβαδερού, και που τις σκέπαζαν με κλαριά για να μη φαίνονται, και τις έσκαβαν/έκαναν με σκοπό να παγιδεύσουν εκεί κάποια προβατίνα ή κατσίκα από τα μεγάλα κοπάδια φαλκαριών και τσελιγκάτων των Βλάχων, όταν μετακινούνταν από την Θεσσαλία προς την Μακεδονία (την άνοιξη), και από την Μακεδονία προς την Θεσσαλία (το φθινόπωρο)! Και από όσο γνωρίζω και έχω ακούσει και εγώ σε διάφορες αφηγήσεις δικών μου ανθρώπων, που έζησαν ημινομαδικό βίο (δις μετακινούμενοι ετησίως στις δύο περιφέρειες που προανάφερα), στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν έφταναν στον δρόμο του Σαρανταπόρου, στο ύψος του ΜΟΚΡΟΥ, έβαζαν τα μικρά παιδιά τους σε «επιφυλακή», μη χαθεί κανένα πρόβατο ή κατσίκι στις «γούρνες των Χασιωτών»!…

Από την –και με Βλαχολιβαδιώτικη εκ μητρός ρίζα– συγγραφέα, περιμένουμε το νέο της πόνημα για τους λεγόμενους «Τουρκοκρητικούς» και για τους «Γιουρούκους», και είμαι βέβαιος ότι θα αποτελέσουν και αυτές σπουδαίες καταθέσεις, τόσο για τους Φίλους των Βιβλίων όσο και για τις Επιστήμες που ασχολούνται με τέτοιου είδους θέματα. Το Μόκρο. Η λαϊκή μας παράδοση (Λιβαδερό Κοζάνης), Θεσσαλονίκη 2021, είναι ένα πρώτης τάξης «διαβατήριο», χωρίς ημερομηνία λήξης.

Εύγε Έφη. Αναμένουμε και τη συνέχεια στα άλλα πονήματά σου…

[1]Μαλούτας, ό.π. 85-94

[2]«ΕΠΙ ΥΠΟΘΑΛΨΕΙ. Μετήχθησαν εξ Ελασσόνος και κρατούνται εις την Αστυνομίαν οι Π. και Αθ. Καντάρας, αδελφοί του φονευθέντος Καντάρα, Ελ.Πλάτανος, Α.Κατσιγιάννης και Α. Καλαμπάκας κατηγορούμενοι επί υποθάλψει της ληστοσυμμορίας Βελώνη. Ούτοι θ’ απελαθούν εις διαφόρους νήσους», εφημερίδα Ελευθερία, 6.11.1928, Λάρισα.

[3]Πρόκειται για τα μαντριά του παππού μου, Νούκου Αστέριου (Μπουγαδουτσέλιους), στην τοποθεσία Κουρκουλιαντζιούμα.

[4]Έφη –Νίκου Γιωλτζόγλου, Καμβούνια…, σ.201. Συλλογή παραμυθιών Έφη Νίκου-Γιωλτζόγλου, Όσου σουγλίζιτει η φακή, Θεσσαλονίκη, 2008, σ.69-72, σχετίζεται με ληστή της περιοχής μας.

banner-article

Ροη ειδήσεων