Άρθρα Πολιτισμός

Η βουή της λογοτεχνικής ανάλυσης και η αντάρα της αποτυχίας

Σε πρόσφατο κείμενο γνωστού αρθρογράφου διερευνήθηκε το ζήτημα κατά πόσο η Λογοτεχνία είναι διδακτή και κατά πόσο οι μαθητές, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια -ομολογουμένως-  εμφανίζουν μια δυσχέρεια στην κατανόηση των κειμένων,  μπορούν να μυηθούν σε ένα λόγο πιο γριφώδη, όπως ο λογοτεχνικός.

Μπορούμε ως φιλόλογοι να μεταγγίσουμε την αγάπη για το λόγο, για την εμβάθυνση  σε αυτού του είδους  τα «περίεργα» στα μάτια των σημερινών μαθητών  κείμενα ή ματαιοπονούμε ; Η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχει τρόπος διδασκαλίας της αγάπης για το λογοτεχνικό κείμενο, και δη από τους φιλολόγους, σε ένα προχωρημένο στάδιο εκμάθησης ή διδασκαλίας , όση δυσανεξία κι αν προκαλεί αυτό .  Η πυροδότηση του ενδιαφέροντος των μαθητών δεν μπορεί παρά να είναι εσωτερική κίνηση της ψυχής, συγκίνηση, όχι μόνο από τις υφολογικές διακυμάνσεις,  που επισήμανε ο γνωστός αρθρογράφος, αλλά και από την αναγνωστική  μέθεξη που οδηγεί σε διέγερση συναισθηματική και νοητική. Η λογοτεχνία απαιτεί μια πολυτροπική προσέγγιση, που η σύγχρονη μηχανική διδασκαλία, ελλείψει κιόλας διδακτικού χρόνου,   αδυνατεί να καλύψει.  Πώς μπορεί να διδαχτεί ο προβληματισμός, όταν ο νους έχει αδρανήσει,  η σκέψη πατρονάρεται και η γλωσσική δεξαμενή στερεύει επικίνδυνα από λέξεις; Είναι αδύνατη η εξίσωση, όπως θα έλεγαν και οι συνάδελφοι μαθηματικοί.

Το λογοτεχνικό κείμενο πλαισιώνεται από προαπαιτούμενα που δεν διδάσκονται. Η έλξη για το κείμενο, δε γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη. Απαιτεί χρόνο, μελέτη, περιέργεια, ζήλο, αναγνωστική  και γνωστική συνομιλία με πλήθος κειμένων αλλά και  μια ισχυρή  εσωτερική παρόρμηση,  που θα οδηγεί συχνά το μαθητή στην επίσκεψη και τη βύθιση στα  άδυτα των βιβλιοπωλείων, αλλά και στην αναζήτηση του καλλωπισμένου λογοτεχνικού λόγου που διψά για αποκωδικοποίηση, για κατανόηση και τριβή με τον αναγνώστη. Εξάλλου έτσι εκπληρώνεται και ο προορισμός του.  Στην εποχή της δεσποτείας του ωφελιμισμού, το «άχρηστο» λογοτεχνικό κείμενο έχει εξοβελιστεί από τις βιβλιοθήκες πολλών. Πώς να εθιστεί ο νέος σε κάτι ανύπαρκτο ή σε κάτι χαώδες στα δικά του μάτια;

Αναφέρθηκα προηγουμένως στην αδυναμία του σχολείου να καλλιεργήσει το ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία χωρίς καμία προσπάθεια απομείωσης του ρόλου των λειτουργών του. Αν μη τι άλλο, καταβάλλονται φιλότιμες προσπάθειες να αντιμετωπιστούν οι αδυναμίες της αναγνωστικής κατανόησης των κειμένων με εντολές άνωθεν στιλιζαρισμένες και ξένες με το πνεύμα ή καλύτερα την πνευματική καθίζηση της σημερινής κοινωνίας. Το μείζον ερώτημα είναι πώς μπορούν να συνυπάρξουν οι δύο αναγνωστικές εμπειρίες, αυτές του διδάσκοντος και του διδασκόμενου, όταν η μεταξύ τους απόκλιση είναι τουλάχιστον αγεφύρωτη; Και οπωσδήποτε αυτή η αδυναμία εμπειρικής σύγκλισης δεν διορθώνεται ούτε με τον εντοπισμό των κειμενικών δεικτών, ούτε με τη διδασκαλία των μορφοσυντακτικών φαινομένων, ούτε με την ειδολογική κατάταξη της εκάστοτε γραφής. Οπότε;

Σε αυτή την περίπτωση,  η μετατροπή των μαθητών σε ελεύθερα διανοητικά και συναισθηματικά όντα αλλά και σε ιστορικά υποκείμενα που καλούνται να αφουγκραστούν τα μηνύματα της εποχής τους συγκρίνοντάς την με παλαιότερες εποχές και άρα να συνειδητοποιήσουν τη θέση τους στο ιστορικό γίγνεσθαι, δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο αν ξεκινήσει εξ απαλών ονύχων. Αν οι μαθητές μυηθούν πρωτίστως στην ανάγνωση και μετά στην ανάλυση και όχι αντίστροφα. Αν η επαφή με τη τέχνη του λόγου, προηγηθεί ως βίωμα και μετά ως τεχνική. Αν πάψουμε ως μύστες σε αυτή τη μορφή τέχνης να είμαστε τόσο στεγανοί στις εναλλακτικές προκλήσεις που μας χαλάνε τη σούπα του μεθοδευμένης διδασκαλίας και της αισθητικής και γλωσσικής χειρουργικής πάνω σε κείμενα, τα οποία σφαδάζουν από τον πόνο της παραμόρφωσης. Αν καλλιεργηθεί από νωρίς η αγάπη για τη γλώσσα ως μέσο κατανόησης και απόλαυσης  των κειμένων και όχι απλά ως μέσο επικοινωνίας και αναγνωστικής διεκπεραίωσης . Αν ο λεξιλογικός της πλούτος αποκαλυφθεί σε όλη του την έκταση και τη μαγεία καθιστώντας τους μαθητές  κοινωνούς του γλωσσικού θαύματος.

Τα λογοτεχνικά  αλλά και αρκετά από τα μη λογοτεχνικά κείμενα  (δεν διακρίνονται όλα από την ίδια ποιότητα λόγου) με τα οποία καλείται να συνομιλήσει ο μαθητής, έχουν τέτοιο βάθος ιστορικό, γλωσσικό, επιστημονικό, αισθητικό, στρώσεις ιδεών και συναισθημάτων που τα καθιστούν ιδιαίτερα αυστηρούς κριτές στην αποκωδικοποίησή τους. Και δυστυχώς στις μέρες μας η πλειοψηφία των μαθητών, που δεν έχει μάθει να εκτιμά αυτό που διαβάζει, γι’ αυτό και δεν το καταλαβαίνει, στις εξετάσεις κατακρημνίζεται. Ας πάψουμε  να είμαστε θερμοκέφαλοι και υπεραναλυτικοί για λάθος λόγους.  Ας ρίξουμε μια ματιά στις φετινές βαθμολογικές επιδόσεις  και ας αναρωτηθούμε τι τέλος πάντων πάει τόσο λάθος..

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ