Εγκυμοσύνη κοντά στα 40: Γονιμότητα, κύηση, τοκετός / Πόσο εύκολο είναι να γίνεις μαμά σε μεγαλύτερη ηλικία
Τα τελευταία χρόνια, ο αριθμός των γυναικών που επιλέγουν να αποκτήσουν παιδί μετά την ηλικία των 35 ή και των 40 ετών ολοένα και αυξάνεται.
Οι νέοι ρυθμοί της καθημερινότητας, οι οικονομικές δυσκολίες, όπως επίσης η ανάγκη για επαγγελματική ανέλιξη και μόρφωση οδηγούν συχνά τη γυναίκα στην απόφαση να αναβάλλει για αργότερα την τεκνοποίηση.
Πολλές είναι οι έρευνες, μάλιστα, που υποστηρίζουν ότι όταν μια γυναίκα γίνεται μαμά σε μεγαλύτερη ηλικία είναι πιο συνειδητοποιημένη, καθώς αντιλαμβάνεται καλύτερα όχι μόνο τη χαρά που δίνει η απόκτηση ενός παιδιού αλλά και τις ευθύνες που συνεπάγεται η μητρότητα.
Πόσο εύκολο είναι, ωστόσο, να μείνει έγκυος μια μητέρα που πλησιάζει ή έχει ξεπεράσει τα 40 της χρόνια;
Σε τι βαθμό θα μπορούσε να επηρεάσει η ηλικία της μητέρας την πορεία της κύησης και την υγεία του εμβρύου;
Μπορεί, όντως, μια γυναίκα να παρατείνει την αναπαραγωγική της ηλικία μέσω της κατάψυξης ωαρίων;
Ο κ. Θάνος Παράσχος Μαιευτήρας – Γυναικολόγος απαντά στο topontiki.gr και τη δημοσιογράφο Εύα Μπουργάνη
Πόσο επηρεάζεται η γονιμότητα για μια γυναίκα όσο περνούν τα χρόνια αν υποθέσουμε ότι πληρούνται όλες οι άλλες προϋποθέσεις (υγιεινός τρόπος ζωής, άσκηση, υγεία και των δύο συντρόφων); Θα ήθελα να μου πείτε για παράδειγμα ποσοστό – αν υπάρχει – για μια γυναίκα στα 25, στα 30, 35, 40 και 45 χρόνια.
Τα καλύτερα αναπαραγωγικά χρόνια μιας γυναίκας είναι στα 20 της. Η γονιμότητα μειώνεται σταδιακά στη δεκαετία των ’30, ιδιαίτερα μετά τα 35. Κάθε μήνα που προσπαθεί, μια υγιής, γόνιμη γυναίκα 30 ετών έχει 20% πιθανότητα να μείνει έγκυος. Μέχρι την ηλικία των 40, η πιθανότητα μιας γυναίκας είναι μικρότερη από 5% ανά κύκλο, επομένως λιγότερες από 5 στις 100 γυναίκες αναμένεται να είναι επιτυχημένες κάθε μήνα.
Οι γυναίκες δεν παραμένουν γόνιμες μέχρι την εμμηνόπαυση. Η μέση ηλικία για την εμμηνόπαυση είναι τα 51, αλλά οι περισσότερες γυναίκες δεν μπορούν να έχουν μια επιτυχημένη εγκυμοσύνη κάποια στιγμή στα 40 τους. Αυτά τα ποσοστά ισχύουν για τη φυσική σύλληψη καθώς και για τη σύλληψη με τη χρήση θεραπείας γονιμότητας, συμπεριλαμβανομένης της εξωσωματικής γονιμοποίησης (IVF).
Αν και οι ιστορίες στα μέσα ενημέρωσης μπορεί να κάνουν τις γυναίκες και τους συντρόφους τους να πιστέψουν ότι θα μπορέσουν να χρησιμοποιήσουν θεραπείες γονιμότητας όπως η εξωσωματική γονιμοποίηση για να μείνουν έγκυες, η ηλικία μιας γυναίκας επηρεάζει τα ποσοστά επιτυχίας των θεραπειών υπογονιμότητας. Η απώλεια της γυναικείας γονιμότητας που σχετίζεται με την ηλικία συμβαίνει επειδή τόσο η ποιότητα όσο και η ποσότητα των ωαρίων σταδιακά μειώνονται. Πιο συγκεκριμένα:
Στα 20 οι γυναίκες είναι πιο γόνιμες και έχουν τις καλύτερες πιθανότητες να μείνουν έγκυες στα 20 τους. Αυτή είναι η στιγμή που έχει τον μεγαλύτερο αριθμό ωαρίων καλής ποιότητας διαθέσιμα και οι κίνδυνοι εγκυμοσύνης σας είναι χαμηλότεροι. Στην ηλικία των 25 ετών, οι πιθανότητες να συλλάβει μετά από 3 μήνες προσπάθειας είναι λίγο κάτω από το 20%. Στα 30 η γονιμότητα αρχίζει σταδιακά να μειώνεται περίπου στην ηλικία των 32 ετών. Μετά την ηλικία των 35 ετών, αυτή η μείωση επιταχύνεται. Μέχρι την ηλικία των 35 ετών, οι πιθανότητες να συλλάβει η γυναίκα μετά από 3 μήνες προσπάθειας είναι περίπου 12 τοις εκατό.
Ο κίνδυνος για αποβολή και γενετικές ανωμαλίες αρχίζει επίσης να αυξάνεται μετά την ηλικία των 35 ετών. Μπορεί να αντιμετωπίσει περισσότερες επιπλοκές στην εγκυμοσύνη ή κατά τη διάρκεια του τοκετού. Στα 40 υπάρχει μια απότομη πτώση στην ικανότητα μιας γυναίκας να μείνει έγκυος φυσικά στα 40 της και οι πιθανότητες να συλλάβει μετά από 3 μήνες προσπάθειας είναι περίπου 7 τοις εκατό.
Παρόλα αυτά αρκετές γυναίκες στα 40 τους μπορούν ακόμα να έχουν μια υγιή εγκυμοσύνη και μωρό, αλλά οι κίνδυνοι αυξάνονται σημαντικά κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Μετά τα σαράντα πάντως είναι πιο πιθανό να χρειαστούν ωάριο δότρια προκειμένου να πετύχουν εγκυμοσύνη.
Η γονιμότητα του άνδρα επηρεάζεται όσο μεγαλώνει η ηλικία του ή είναι κάτι που έχει να κάνει μόνο με το γυναικείο φύλο;
Σε αντίθεση με την πρώιμη μείωση της γονιμότητας που παρατηρείται στις γυναίκες, η μείωση των χαρακτηριστικών του σπέρματος ενός άνδρα εμφανίζεται πολύ αργότερα. Η ποιότητα του σπέρματος επιδεινώνεται κάπως καθώς οι άνδρες μεγαλώνουν, αλλά γενικά δεν αποτελεί πρόβλημα πριν ο άνδρας φτάσει τα 60 του. Αν και δεν είναι τόσο απότομες ή αισθητές όσο οι αλλαγές στις γυναίκες, οι αλλαγές στη γονιμότητα και τη σεξουαλική λειτουργία συμβαίνουν στους άνδρες καθώς μεγαλώνουν.
Παρά αυτές τις αλλαγές, δεν υπάρχει μέγιστη ηλικία στην οποία ένας άνδρας δεν μπορεί να γίνει πατέρας παιδιού, όπως αποδεικνύεται από τους άνδρες ηλικίας 60 και 70 ετών που συλλαμβάνουν με νεότερες συντρόφους. Καθώς οι άνδρες μεγαλώνουν, οι όρχεις τους τείνουν να γίνονται μικρότεροι και μαλακότεροι και η μορφολογία (σχήμα) και η κινητικότητα (κίνηση) του σπέρματος τείνουν να μειώνονται.
Επιπλέον, υπάρχει ελαφρώς υψηλότερος κίνδυνος γονιδιακών ελαττωμάτων στο σπέρμα τους. Οι ηλικιωμένοι άνδρες μπορεί να αναπτύξουν ιατρικές ασθένειες που επηρεάζουν δυσμενώς τη σεξουαλική και αναπαραγωγική τους λειτουργία. Δεν βιώνουν πάντως όλοι οι άνδρες σημαντικές αλλαγές στην αναπαραγωγική ή σεξουαλική λειτουργία καθώς γερνούν, ειδικά οι άνδρες που διατηρούν καλή υγεία με τα χρόνια.
Η ηλικία της γυναίκας που μένει έγκυος αποτελεί λόγο περισσότερων πιθανών επιπλοκών; Για παράδειγμα, μια γυναίκα που μένει έγκυος στα 40 της έχει αυξημένο κίνδυνο να παρουσιάσει επιπλοκές -τόσο στην κύηση όσο και στον τοκετό- από μια 30χρονη, αν υποθέσουμε ότι η γενικότερη υγεία και φυσική της κατάσταση είναι καλή;
Ο κίνδυνος αποβολής στα 40 σας είναι σχεδόν 50%, περισσότερο από τριπλάσιος από αυτόν μιας γυναίκας στα 20 της. Άρα όσο νεότερη είναι μια γυναίκα τόσο λιγότερες πιθανότητες έχει να αποβάλει, δεδομένου ότι κατά τα άλλα είναι υγιής. Αυτό συμβαίνει επειδή οι γενετικές μεταλλάξεις που προκαλούν τις περισσότερες αποβολές γίνονται πιο συχνές καθώς γερνούν οι γυναίκες. Υπολογίζεται ότι οι μισές αποβολές προκαλούνται από επιπλέον ή ελλείποντα χρωμοσώματα.
Επίσης ορισμένες επιπλοκές στη μαμά ή στο μωρό γίνονται πιο συχνές καθώς οι γυναίκες μεγαλώνουν. Για παράδειγμα: Η προεκλαμψία είναι ένα σύνδρομο που συνδυάζει την υψηλή αρτηριακή πίεση με σημεία νεφρικής και ηπατικής βλάβης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Είναι πιο συχνό σε μητέρες ηλικίας 40 ετών και άνω. Επίσης οι έρευνες δείχνουν ότι οι γυναίκες άνω των 40 ετών είναι πιο πιθανό να γεννήσουν πρόωρα.
Ορισμένες γυναίκες αναπτύσσουν υψηλό σάκχαρο στο αίμα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, γνωστό ως διαβήτης κύησης, που αυξάνει τον κίνδυνο να αναπτύξουν διαβήτη τύπου ΙΙ αργότερα στη ζωή τους. Σε σύγκριση με τις γυναίκες ηλικίας 20 έως 29 ετών, οι γυναίκες στα 40 τους έχουν τρεις έως έξι φορές περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν διαβήτη κύησης.
Επιπλέον μερικές φορές, οι εγκυμοσύνες μπορεί να εμφυτεύονται έξω από τη μήτρα, πιο συχνά στις σάλπιγγες. Αυτές οι εγκυμοσύνες δεν είναι βιώσιμες λόγω περιορισμού της ανάπτυξης και μπορούν να απειλήσουν τη ζωή της μητέρας εάν προκαλέσουν ρήξη των σαλπίγγων. Οι γυναίκες άνω των 40 διατρέχουν τον υψηλότερο κίνδυνο να έχουν έκτοπη εγκυμοσύνη σε σύγκριση με γυναίκες άλλων δημογραφικών ομάδων.
Τέλος οι γενετικές ανωμαλίες προκαλούνται συχνότερα από γενετικές ανωμαλίες στο ωάριο που γονιμοποιείται. Όπως αναφέραμε προηγουμένως, αυτές οι γενετικές ανωμαλίες γίνονται πιο συχνές στα ωάρια μιας γυναίκας καθώς μεγαλώνει.
Η ηλικία που μένει έγκυος μια γυναίκα αποτελεί ένδειξη για τον τρόπο που θα γεννήσει; Σε μια γυναίκα που μένει έγκυος στα 45 της, για παράδειγμα, επιβάλλεται η καισαρική τομή (Και αν ναι, για ποιους λόγους; )
Η καισαρική τομή εφαρμόζεται στις καταστάσεις εκείνες, όπου η διενέργεια κολπικού τοκετού δεν είναι εφικτή ή εγκυμονεί κινδύνους για την μητέρα ή το έμβρυο. Ορισμένες από τις ενδείξεις θεωρούνται απόλυτες(π.χ. επιπωματικός πλακούντας, κεφαλοπυελική δυσαναλογία), ενώ άλλες σχετικές.
Οι συχνότερες ενδείξεις διενέργειας καισαρικής τομής είναι όταν υπάρχουν προηγηθείσες χειρουργικές επεμβάσεις στην μήτρα, προηγηθείσα καισαρική τομή, υπερτασική νόσος της κύησης, σακχαρώδης διαβήτης. Και προβλήματα όμως που αφορούν το έμβρυο μπορεί να οδηγήσουν σε έκτακτη καισαρική όπως η πρόωρη αποκόλληση του πλακούντα ή η εμβρυική δυσφορία ανώμαλη ισχιακή προβολή κ.α
Η αλήθεια πάντως είναι ότι η συχνότητα της καισαρικής τομής συνεχώς αυξάνει. Σήμερα, περίπου το 1/3 των τοκετών γίνεται με καισαρική τομή. Η αυξημένη αυτή συχνότητα θα μπορούσε να αποδοθεί εν πολλοίς αφ’ενός μεν στο ότι η καισαρική τομή θεωρείται ασφαλέστατη επέμβαση(βελτίωση τεχνικής, βελτίωση αναισθησίας), αφ’ετέρου δε στην αυξημένη σήμερα δυνατότητα έγκαιρης επισήμανσης επιπλοκών στο έμβρυο και αύξησης έτσι της πιθανότητας επιβίωσης του νεογέννητου με παράλληλη μείωση των απωτέρων επιπλοκών.
Στην περίπτωση σύλληψης μέσω εξωσωματικής γονιμοποίησης επιβάλλεται ή έστω ενδείκνυται η καισαρική τομή;
Μια γυναίκα που έχει μείνει έγκυος με εξωσωματική γονιμοποίηση μπορεί να γεννήσει και με φυσιολογικό τοκετό. Ωστόσο, για τον τρόπο που θα γίνει ο τοκετός θα ληφθούν υπόψη η πορεία της κύησης, το ιατρικό ιστορικό της γυναίκας, η ηλικία της γυναίκας, καθώς και αν πρόκειται για δίδυμη ή πολύδυμη κύηση.
Παίζει ρόλο τόσο στη γονιμότητα όσο και στην πορεία της κύησης αν μια γυναίκα άνω των 40 ετών έχει αποκτήσει άλλο παιδί στο παρελθόν; Δηλαδή είναι πιο εύκολο να συλλάβει μια 40χρονη που είναι ήδη μητέρα από μια γυναίκα της ίδιας ηλικίας που μένει έγκυος για πρώτη φορά;
Θεωρούμε πιο πιθανό να συλλάβει μια μητέρα που έχει μείνει έγκυος στο παρελθόν και ακόμα περισσότερο αν έχει γεννήσει. Παρόλα αυτά η ηλικία είναι υπεύθυνη για τη δευτερογενή υπογονιμότητα για την οποία μας επισκέπτονται γυναίκες που ενώ απέκτησαν παιδί σε νεότερες ηλικίες, στην ηλικία των σαράντα και άνω δυσκολεύονται να συλλάβουν.
Αναφορικά με την πορεία της κύησης, η πιθανότητα αποβολής ή άλλων επιπλοκών μειώνεται σε μια γυναίκα που είχε μια ολοκληρωμένη κύηση στο παρελθόν ή δεν παίζει κάποιο ρόλο;
Θα έλεγα ότι ένα ιστορικό επιπλοκών στην εγκυμοσύνη υποδεικνύει ότι μπορεί να υπάρξουν ανάλογα προβλήματα και σε επόμενη εγκυμοσύνη. Όμως είναι πιο σωστό να πούμε ότι κάθε εγκυμοσύνη είναι μοναδική και μπορεί να έχει τα απρόβλεπτά της.
Πολλές είναι οι γυναίκες που τα τελευταία χρόνια επιλέγουν την κατάψυξη ωαρίων ώστε να παρατείνουν την αναπαραγωγική τους ηλικία. Μέχρι ποια ηλικία είναι αποτελεσματική αυτή η μέθοδος; Εξαρτάται και από άλλους παράγοντες η ποιότητα των ωαρίων κάθε γυναίκας ή κρίνεται καθαρά από την ηλικία; Είναι αργά, για παράδειγμα, για μια 40χρονη να κάνει κατάψυξη ωαρίων, λόγω ηλικίας και μόνο;
Είναι σημαντικό να μην περιμένει μέχρι την τελευταία στιγμή. Όταν δηλαδή η γονιμότητά της θα έχει ήδη φθίνει, πράγμα που ισχύει ιδιαίτερα μετά τα σαράντα. Όσο πιο μεγάλη είναι σε ηλικία τόσο μειώνεται και ο αριθμός αλλά και η ποιότητα των ωαρίων.
Η πιο κατάλληλη ηλικία για μια γυναίκα για να κάνει κρυοσυντήρηση των ωαρίων της είναι η ηλικία κάτω από 38 ετών, χωρίς όμως να είμαστε εντελώς απόλυτοι σε αυτό. Φυσικά ακόμα και στα είκοσι και στα τριάντα θα ήταν η καλύτερη ηλικία διασφαλίζοντας την καλύτερη δυνατή ποιότητα ωαρίων και δεδομένου ότι έχει αυξηθεί ο χρόνος κατάψυξης των ωαρίων. Σε αυτές τις ηλικίες, όμως, είναι πιο αυξημένες οι πιθανότητες και να καταψυχθούν περισσότερα ωάρια αλλά και η ποιότητά τους να οδηγήσει σε επιτυχή γονιμοποίηση αργότερα.
Ακόμα όμως και στην ηλικία των 40 δεν θα έλεγα ότι είναι μάταιο να προχωρήσει μια γυναίκα σε κατάψυξη ωαρίων. Απλά μειώνονται οι πιθανότητες επιτυχίας. Εξάλλου, ακόμα και ένα ωάριο να γονιμοποιηθεί και να έχουμε εγκυμοσύνη θεωρείται επιτυχία. Απλά είναι σημαντικό να ξέρουν οι γυναίκες πότε η μέθοδος της κατάψυξης μπορεί να φέρει τα καλύτερα αποτελέσματα.
Πότε συστήνεται η εξωσωματική γονιμοποίηση; Προηγούνται πάντα άλλες μέθοδοι που βοηθούν στη σύλληψη; Αν ναι, ποιες είναι αυτές; (π.χ. σπερματέγχυση κλπ)
Η εξωσωματική γονιμοποίηση δεν είναι η πρώτη λύση στην αντιμετώπιση της υπογονιμότητας. Το ζευγάρι θα πρέπει προηγουμένως να έχει προσπαθήσει να επιτύχει σύλληψη στο εύλογο διάστημα του ενός έτους χωρίς προφυλάξεις.
Μετά τα 35, μια γυναίκα θα πρέπει να συμβουλευθεί ειδικό γονιμότητας, αν έχει επαφές χωρίς προφυλάξεις με τον σύντροφό της για έξι μήνες χωρίς να μείνει έγκυος. Κι αυτό γιατί η γυναικεία γονιμότητα μειώνεται με ραγδαίους ρυθμούς μετά τα 35 έτη.
Αν λοιπόν σε αυτό το διάστημα δεν έχει υπάρξει εγκυμοσύνη, τότε πρέπει να εξετασθούν τα αίτια της υπογονιμότητας, η οποία μπορεί να αφορά τη γυναίκα ή τον άνδρα ή – σπανιότερα – και τους δύο.Αν έχουμε να κάνουμε με ανδρική υπογονιμότητα (προβλήματα σπέρματος όπως ολιγοσπερμία, ασθενοσπερμία ή κινητικότητα σπέρματος), τα πράγματα είναι πιο εύκολα και σε αρκετές περιπτώσεις μπορεί να επιτευχθεί σύλληψη με την απλούστερη και οικονομικότερη μέθοδο της σπερματέγχυσης.
Λύση όμως δίνει πλέον η Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή ακόμα και σε δύσκολες περιπτώσεις όπως η αζωοσπερμία.Αν όμως εντοπισθούν προβλήματα με την ποιότητα των ωαρίων λόγω ηλικίας της γυναίκας ή άλλα προβλήματα (ορμονολογικά, πρόωρη εμμηνόπαυση) και εφ’ όσον δούμε ότι δεν υφίστανται άλλοι αρνητικοί παράγοντες (ενδομητρίωση, κλειστές σάλπιγγες, κύστες, ινομυώματα, διάφραγμα μήτρας, αντισπερμικά αντισώματα κ.λπ.) και παρ’ όλα αυτά η γυναίκα δεν μένει έγκυος, στις περισσότερες περιπτώσεις η πιο άμεσα αποτελεσματική λύση είναι η εξωσωματική γονιμοποίηση.
Κατά πόσο επηρεάζει η ηλικία της μητέρας την πιθανότητα να έχει κάποιο σύνδρομο το έμβρυο; Η ηλικία του πατέρα παίζει κάποιο ρόλο σε αυτό;
Έχει αποδειχτεί ότι αν μια έγκυος γυναίκα είναι 35 χρόνων και άνω, έχει μικρή, αλλά σοβαρή πιθανότητα να παρουσιάσει προβλήματα υγείας, όπως διαβήτη, υπέρταση ή επιπλοκές στην εγκυμοσύνη της. Αυξάνει επίσης ο κίνδυνος να αποκτήσει παιδί με σύνδρομο Down, ακόμη κι αν πριν έχει γεννήσει υγιή παιδιά.
Ενδεικτικά, οι πιθανότητες είναι 1 προς 400 στην ηλικία των 35, 1 προς 109 στην ηλικία των 40 και 1 προς 32 στην ηλικία των 45, ενώ ο κίνδυνος για τις γυναίκες στα 25 είναι πολύ μικρότερος, 1 προς 1.500. Η προχωρημένη ηλικία συνδέεται επίσης και με άλλες, πιο σπάνιες χρωμοσωμικές ανωμαλίες. Ο λόγος όμως που συμβαίνει αυτό δεν έχει διασαφηνιστεί ακόμα.
Αν ο πατέρας είναι άνω των 45, είναι πιθανότερο η έγκυος να εμφανίσει διαβήτη, προεκλαμψία ή πρόωρη γέννηση, ενώ το έμβρυο είναι πιο πιθανό να εμφανίσει χαμηλό βάρος γέννησης, χαμηλότερες επιδόσεις στην κλίμακα Apgar, γενετικές ανωμαλίες και καρδιακές παθήσεις
Η αμνιοπαρακέντηση επιβάλλεται ή ενδείκνυται από κάποια ηλικία και πάνω; Ισχύει ότι υπάρχει κίνδυνος αποβολής -και αν ναι, σε τι ποσοστό- από την εν λόγω εξέταση;
Η αμνιοπαρακέντηση είναι ειδική διαγνωστική εξέταση. Θα τη ζητήσει ο γιατρός εφόσον η έγκυος άνω των 35 ετών και είναι η πρώτη της εγκυμοσύνη ή αν υπάρχει οικογενειακό ιστορικό χρωμοσωμικών ανωμαλιών από την πλευρά τη δική της ή του συντρόφου της.
Η εξέταση αυτή δίνει πολύτιμες πληροφορίες όπως: χρωμοσωμικές ανωμαλίες, κυρίως το σύνδρομο Down, ανωμαλίες στο κεντρικό νευρικό σύστημα, όπως η δισχιδής ράχη και η ανεγκεφαλία, το φύλο του εμβρύου, εφόσον υπάρχει ιστορικό αιμοφιλίας, η ηλικία του εμβρύου, για να διαπιστωθεί αν τα πνευμόνια του είναι ώριμα, σε περίπτωση που πρέπει να γεννηθεί πρόωρα, η ομάδα αίματος του εμβρύου, σε περίπτωση που απαιτείται ενδομήτρια μετάγγιση αίματος.
Τα αποτελέσματα αυτής της εξέτασης δίνουν πολύ χρήσιμες πληροφορίες για την υγεία του εμβρύου, αλλά θα χρειαστεί να περιμένετε τουλάχιστον δύο εβδομάδες μέχρι να τα πάρετε.
Μετά από μια αμνιοκέντηση υπάρχει κίνδυνος ρήξης των εμβρυικών υμένων και αποβολής. Ωστόσο, ο κίνδυνος αυτός είναι μικρός, και η πιθανότητα σας να αποβάλετε δεν αυξάνεται αυτή τη φορά απλά επειδή είχατε μια επιπλοκή που εμφανίστηκε μετά από μια προηγούμενη αμνιοκέντηση.
Πιο συγκεκριμένα, ο κίνδυνος αποβολής μετά την εξέταση είναι 1 προς 200, ενώ το ποσοστό των αποβολών αυξάνεται αν η εξέταση γίνει πριν από τη 14η εβδομάδα.
Σε τι ποσοστό αποκλείει αυτή η εξέταση πιθανές ασθένειες ή σύνδρομα στο έμβρυο;
Η αμνιοπαρακέντηση είναι η πιο αξιόπιστη μέθοδος προγεννητικού ελέγχου για πιθανές χρωμοσωμικές ανωμαλίες ή γενετικά σύνδρομα ενός εμβρύου, με το ποσοστό αξιοπιστίας της να φθάνει το 99,9%.
Υπάρχουν και άλλες πρόσθετες εξετάσεις που ενδείκνυται ή επιβάλλεται να κάνει μια γυναίκα που επιλέγει να γίνει μητέρα σε μεγαλύτερη ηλικία; Αν ναι, ποιες είναι αυτές;
Περιλαμβάνει διάφορες αιματολογικές εξετάσεις, οι οποίες περιοδικά επαναλαμβάνονται κατά τη διάρκεια της κύησης, όπως γενική αίματος, γενική ούρων, σάκχαρο, φερριτίνη, ομάδα αίματος και Rhesus, ηλεκτροφόρηση αιμοσφαιρίνης, τεστ δρεπανώσεως κλπ.
Επίσης, περιλαμβάνει αιματολογικό έλεγχο για μεταδοτικά νοσήματα, όπως ηπατίτιδα, σύφιλη, κυτταρομεγαλοϊό κ.ά. Τέλος, περιλαμβάνει μια σειρά υπερηχογραφημάτων (την αυχενική διαφάνεια στο πρώτο τρίμηνο, την εξέταση Β’ Επιπέδου στο δεύτερο τρίμηνο και το υπερηχογράφημα ανάπτυξης ή DOPPLER στο τρίτο τρίμηνο).
Παλαιότερα επικρατούσε η άποψη ότι “μια φορά καισαρική = πάντα καισαρική”. Αυτό, τα τελευταία χρόνια, έχουμε δει να αλλάζει με πολλές γυναίκες που γέννησαν το πρώτο τους παιδί με καισαρική τομή να αποκτούν τα επόμενα με φυσιολογικό ή και φυσικό τοκετό. Αυτή η επιλογή υπάρχει για μια έγκυο 40 ετών και άνω αν πληρούνται όλες οι άλλες προϋποθέσεις (π.χ. αποφυγή πρόκλησης τοκετού, επισκληριδίου κλπ.) ;
Τα τελευταία χρονιά όλο και πιο συχνά, οι γυναίκες που έχουν στο ιστορικό τους μια ή περισσότερες καισαρικές τομές επιλέγουν να γεννήσουν φυσιολογικά.
Στις γυναίκες με προηγηθείσα καισαρική τομή και με απουσία απολύτων ενδείξεων καισαρικής τομής μπορεί να επιχειρηθεί η διενέργεια κολπικού τοκετού, με πιθανότητα επιτυχίας περίπου 50%-70%. Η σημαντικότερη επιπλοκή στην περίπτωση αυτή είναι η ρήξη της μητριαίας τομής, χωρίς ωστόσο αυτή να συμβαίνει σε ποσοστό μεγαλύτερο του 1%. Ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος, όταν έχει προηγηθεί κλασική καισαρική τομή στο άνω τμήμα της μήτρας.
Ο αμερικάνικος σύλλογος μαιευτήρων και γυναικολόγων χαρακτηρίζει το φυσιολογικό τοκετό μετά από καισαρική (ως την ασφαλή, λογική και την κατάλληλη επιλογή για την πλειοψηφία των γυναικών που έχουν μια προηγούμενη καισαρική τομή.
Μάλιστα, η αύξηση του ποσοστού των γυναικών που πρέπει να γεννούν φυσιολογικά μετά από μια ή περισσότερες καισαρικές τομές έχει τοποθετηθεί μέσα στους στόχους του εθνικού προγράμματος υγείας των ΗΠΑ για την δεκαετία 2010-2020.
Από την άλλη μεριά του Ατλαντικού, ο βρετανικός σύλλογος μαιευτήρων και γυναικολόγων αναφέρει ότι πρέπει να καθίσταται σαφές στις γυναίκες ότι ο επιτυχής κολπικός τοκετός μετά από καισαρική τομή έχει τις λιγότερες επιπλοκές. Άρα η επιλογή θα έλεγα ότι είναι εφικτή αν και εξαρτάται από την περίπτωση.