Απόψεις Ιστορία

“Το αντιπρότυπο του ηγέτη ή… όταν συνδιαλέγονται τα κείμενα” / γράφει ο Αριστοτέλης Παπαγεωργίου

Άγαλμα του Τίτου Λίβιου μπροστά από το Αυστριακό Κοινοβούλιο, Βιέννη
————-

Οι φαύλοι ηγέτες… Παντού και σε κάθε εποχή. Ανεπαρκείς και χυδαίοι, νοσηροί και επικίνδυνοι. Ανενδοίαστοι. Προπάντων αήθεις. Πέρα από το γελοίο της έπαρσης ή της ματαιοδοξίας. Το κείμενο, γραμμένο και δημοσιευμένο παλαιότερα, επανέρχεται στο εδώ και το τώρα. Κατά τρόπο οριακά τραγικό. 2022.

Θουκυδίδης, Πλούταρχος, Τίτος Λίβιος, Σαίξπηρ

Αθήνα 1872. Ακρόπολη και Πνύκα.

Ο διάλογος των γραπτών πηγών στην ιστορία λειτουργεί συμπληρωματικά ή παραπληρωματικά. Άλλοτε γεφυρώνει χάσματα, άλλοτε δημιουργεί αντιφάσεις και προκαλεί διχογνωμίες. Συχνά οι μαρτυρίες, όταν διασταυρώνονται, επικαλύπτονται ή αλληλοαναιρούνται. Το πεδίο διερεύνησης ορίζεται από τη θεματική συνάφεια και τη χρονική ακολουθία στην έκθεση των γεγονότων. Αντιστοίχως η λογοτεχνική ή η θεατρική επεξεργασία του ιστορικού υλικού, όντας πολύσημη, καθίσταται πολλαπλά αναγνώσιμη και ποικιλότροπα ερμηνεύσιμη.

Το διακύβευμα εν προκειμένῳ αφορά τη δημόσια εικόνα του πολιτικού ανδρός. Ο ηγέτης παντοιοτρόπως εκτίθεται. Ενδεχομένως οφείλει να εκτίθεται. Μετέχει στα τεκταινόμενα της εποχής του και αρθρώνει πολιτικό λόγο. Δυνητικά συμπράττει στη διαμόρφωση του ιστορικού είναι. Κάποτε μάλιστα χαράσσει δείγμα γραφής ανεξίτηλο. Εξ ορισμού ρχ νδρα δείκνυσι. Σε ένα μέτρο όμως, η εικόνα στο δημόσιο βίο κρίνεται και από γνωρίσματα συμπεριφοράς στην ιδιωτική ζωή. Το φέρεσθαι συνάπτεται με το φαίνεθαι, καθώς το ένα προδιαγράφει το άλλο. Πρόκειται για αξίωμα δεοντολογίας που τείνει να αποκτήσει καθολική ισχύ. Άλλωστε έχει αποτυπωθεί διαχρονικά: από τις αξιώσεις για τη γυναίκα του καίσαρα έως το τρέχον αίτημα για επιλογές politically correct. Επομένως, η στάση ζωής του πολιτικού επηρεάζει την κοινή γνώμη. Καθορίζει την αξία ή την απαξία στα κριτήρια διαμόρφωσής της.

Το βήμα των ομιλητών στο λόφο της αρχαίας Πνύκας

Εάν ισχύει η συγκεκριμένη διαπίστωση, τότε και ο Θουκυδίδης φαίνεται ότι ακολουθεί την αυτή πεπατημένη. Ιχνηλατεί στο προφανές με αυστηρό ντετερμινισμό. Αναφερόμενος στον Αλκιβιάδη[1] ο ιστορικός καταθέτει: «Ὤν γὰρ ἐν ἀξιώματι ὑπὸ τῶν ἀστῶν, ταῖς ἐπιθυμίαις μείζοσιν ἢ κατὰ τὴν ὑπάρχουσαν οὐσίαν ἐχρῆτο ἔς τε τὰς ἱπποτροφίας καὶ τὰς ἄλλας δαπάνας· ὅπερ καὶ καθεῖλεν ὕστερον τὴν τῶν Ἀθηναίων πόλιν οὐχ ἥκιστα. Φοβηθέντες γὰρ αὐτοῦ οἱ πολλοὶ τὸ μέγεθος τῆς τε κατὰ τὸ ἑαυτοῦ σῶμα παρανομίας ἐς τὴν δίαιταν καὶ τῆς διανοίας ὧν καθ’ ἓν ἕκαστον ἐν ὅτῳ γίγνοιτο ἔπρασσεν, ὡς τυραννίδος ἐπιθυμοῦντι πολέμιοι καθέστασαν, καὶ δημοσίᾳ κράτιστα διαθέντι τὰ τοῦ πολέμου ἰδίᾳ ἕκαστοι τοῖς ἐπιτηδεύμασιν αὐτοῦ ἀχθεσθέντες, καὶ ἄλλοις ἐπιτρέψαντες, οὐ διὰ μακροῦ ἔσφηλαν τὴν πόλιν» [= Έχοντας δηλαδή μεγάλη επιρροή στους συμπολίτες του, ακολουθούσε τις επιθυμίες του που ξεπερνούσαν τα όρια της περιουσίας που είχε, τόσο για τους μεγάλους σταύλους όσο και για τ’ άλλα του έξοδα· πράμα που αργότερα έγινε από τους κυριότερους παράγοντες που γκρέμισαν την ηγεμονία των Αθηναίων. Γιατί φοβήθηκε ο κόσμος την έκταση της ασέλγειάς του σχετικά με τις σωματικές ηδονές και τον τρόπο της ζωής του, και τη μεγάλη φιλοδοξία που έδειχναν όλες του οι πράξεις σ’ οποιονδήποτε τομέα ενεργούσε, και τον εχτρεύτηκαν με την εντύπωση πως ήθελε να γίνει τύραννος. Κι ενώ είχε στη δημόσια εκδήλωσή του κανονίσει περίφημα τα ζητήματα του πολέμου, όμως όλοι, από την ιδιαίτερη αγανάχτηση που του είχαν για τα καμώματά του, δίνοντας σε άλλους την αρχηγία, έφεραν την πολιτεία σε λίγο χρονικό διάστημα στην καταστροφή της].

Αλκιβιάδης

Το χωρίο δείχνει να είναι εμβόλιμο στη ροή της ιστορικής αφήγησης. Παρεμβάλλεται συνδέοντας τρόπον τινά τις αντικρουόμενες δημηγορίες του Νικία και του Αλκιβιάδη. Το ζητούμενο έγκειται στο κατά πόσο είναι ορθή και σώφρων επιλογή για την Αθήνα να αναλάβει τη σικελική εκστρατεία. Ο Νικίας θα προσπαθήσει να αποτρέψει τους συμπολίτες του, τονίζοντας το άτοπο και άκαιρο του εγχειρήματος[2]. Οι εκτιμήσεις του εμφορούνται από πολιτικό συντηρητισμό και ενδοιαστικότητα. Ακολούθως, ο Αλκιβιάδης στην έκθεση των απόψεών του θα είναι σαρωτικός. Η ρητορική του δεινότητα, η ισχύς της πειθώς του μοιάζει ακαταμάχητη[3]. Θα κατορθώσει να εμπνεύσει στους Αθηναίους πόθο ασυγκράτητο για πολεμική ενέργεια, καθώς «ἔρως ἐνέπεσε τοῖς πᾶσιν ὁμοίως ἐκπλεῦσαι»[4] [= τους έπιασε όλους μεγάλος πόθος να πάρουν μέρος στην εκστρατεία]… Η επιχειρηματολογία των δύο ομιλητών θεμελιώνεται κυρίως στον ορθολογισμό, χωρίς ωστόσο να υπολείπεται η επίκληση στο συναίσθημα και οι ποικιλώνυμες αναφορές στο ήθος των αντιπάλων. Επιστρατεύεται και αξιοποιείται εύστοχα η τεχνική της captatio benevolentiae. Προέχει η ευμενής ηθική μεταχείριση (προφανώς και η χειραγώγηση) του ακροατηρίου με στόχο τη θετική ανταπόκρισή του.

Η εκκλησία του δήμου θα υπερψηφίσει τελικά την πρόταση για επιθετική αναμέτρηση των δύο στόλων. Η προετοιμασία της εκστρατείας θα είναι λαμπρή και μεγαλειώδης, πραγματικά ανυπέρβλητη. Ο Θουκυδίδης με ιστορικό ρεαλισμό θα επισημάνει: «παρασκευὴ γὰρ αὔτη πρώτη ἐκπλεύσασα μιᾶς πόλεως δυνάμει Ἑλληνικῇ πολυτελεστάτη δὴ καὶ εὐπρεπεστάτη τῶν ἐς ἐκεῖνον τὸν χρόνον ἐγένετο». [= Γιατί αυτός ο στόλος και ο καταρτισμός του ήταν ο πρώτος που ξεκινούσε από μια μόνο πολιτεία με αποκλειστικά ελληνικές δυνάμεις και ήταν ο πιο πολυέξοδος και ο πιο λαμπρά καταρτισμένος απ’ όλους που είχαν εκστρατεύσει ποτέ ως την εποχή εκείνη]. [5]  Η Αθήνα προβαίνει σε περίοπτη επίδειξη ισχύος, πέρα ίσως και από τα όρια της ασυδοσίας: «…ἐς τοὺς ἄλλους Ἕλληνας ἐπίδειξιν μᾶλλον εἰκασθῆναι τῆς δυνάμεως καὶ ἐξουσίας ἤ ἐπὶ πολεμίους παρασκευὴν» [= θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει πως επρόκειτο περισσότερο για επίδειξη της δύναμης και του μεγαλείου της Αθήνας στους άλλους Έλληνες, παρά για προετοιμασία εκστρατείας ενάντια σ’ εχθρούς][6]. Η πολεμική επιχείρηση διαφημίστηκε στο πανελλήνιο τόσο για την εξαιρετική της προεργασία σε οργανωτικό επίπεδο και το υπέρογκο κόστος δαπάνης, όσο και για τα τεράστια οφέλη που ενδεχομένως θα αποκόμιζε το αθηναϊκό κράτος από την επιτυχή της έκβαση: «Καὶ ὁ στόλος οὐχ ἧσσον τόλμης τε θάμβει καὶ ὄψεως λαμπρότητι περιβόητος ἐγένετο ἤ στρατιᾶς πρὸς οὕς ἐπῇσαν ὑπερβολῇ, καὶ ὅτι μέγιστος ἤδη διάπλους ἀπὸ τῆς οἰκείας καὶ ἐπὶ μεγίστῃ ἐλπίδι τῶν μελλόντων πρὸς τὰ ὑπάρχοντα ἐπεχειρήθη» [= Και το εκστρατευτικό σώμα που ξεκινούσε στάθηκε πιο ξακουστό για το σάστισμα που προκαλούσε η τόλμη του και για το λαμπρό θέαμα που παρουσίαζε παρά για την υπεροχή του απέναντι σε κείνους που πήγαινε να χτυπήσει· φημίστηκε επίσης γιατί ήταν το μεγαλύτερο ταξίδι μεσ’ από την ανοιχτή θάλασσα μακριά από την πατρίδα τους και γιατί το ανέλαβαν με την ελπίδα να καταχτήσουν τόσα μεγάλα μέρη σχετικά με όσα είχαν][7].  

Συνήθως ο Θουκυδίδης αποφεύγει να καθοδηγεί τον αναγνώστη μετερχόμενος το διδακτισμό στην πρόσληψη του ιστορικού γίγνεσθαι. Αντιθέτως, επιλέγει τη φαινομενική αποστασιοποίηση. Δείχνει ότι αφήνει τα γεγονότα να μιλήσουν από μόνα τους[8]. Ασφαλώς πρόκειται για εμπρόθετη παρουσίαση της ιστορίας. Ο ίδιος καταθέτει κριτικά τις εκτιμήσεις του, μορφώνει γνώμη και τεκμηριωμένα την αιτιολογεί. Ο ιστοριογραφικός του λόγος διέπεται από υψηλή ποιότητα. Αντικειμενικά, ωστόσο, δε δύναται να υπάρξει ιστοριογραφία «αθώα», δηλαδή ιδεολογικά αποχρωματισμένη ή ουδέτερη. Η εκτίμηση αυτή ισχύει αμετάκλητα είτε πρόκειται για το ατημέλητο ή αφελές κείμενο ενός χρονογράφου, είτε για ιστορική σύνθεση που τηρεί τις πλέον αυστηρές προδιαγραφές της επιστημονικής δεοντολογίας.

Μία από τις σπάνιες περιπτώσεις, όπου ο ιστορικός καταγράφει απευθείας την  άποψη του, αποτελεί το συγκεκριμένο απόσπασμα. Όπως μάλιστα προκύπτει από εσωτερικά γνωρίσματα του κειμένου, το τμήμα αυτό θα πρέπει να το επεξεργάστηκε κατόπιν, όταν είχε πλέον αποκτήσει συνολική εποπτεία των εξελίξεων στον πελοποννησιακό πόλεμο: «ὅπερ καὶ καθεῖλεν ὕστερον τὴν τῶν Ἀθηναίων πόλιν οὐχ ἥκιστα»[9].  Συνεπώς πρόκειται για μία πρωθύστερη αξιολόγηση.

Θουκυδίδης

Καταρχάς ο Αλκιβιάδης παρουσιάζεται αφερέγγυος και αναξιόπιστος. Άλλωστε ανέκαθεν θεωρείτο αμφιλεγόμενο πρόσωπο. Ως ηγετική φυσιογνωμία διακρινόταν για στρατηγική ευφυΐα στο πεδίο της μάχης αλλά και για τους επιτυχείς ελιγμούς του στο στίβο της πολιτικής. Αναμφίβολα είχε οράματα, ήταν δραστήριος και πολυπράγμων. Εν γένει η περίπτωσή του είναι ιδιάζουσα και διέπεται από αντιφάσεις. Υπήρξε συγχρόνως ικανός και ολέθριος, ελευθεριάζων και ανενδοίαστος, αλαζονικός και επιπόλαιος· αυτός ο πρώην μαθητής του Σωκράτη και δεινός ρήτορας ήταν ένας υπερφίαλος άνθρωπος· αν και χαρισματικός, εξελίχθηκε τελικά σε επικίνδυνο πολιτικό. Ο Θουκυδίδης διευκρινίζει με σαφήνεια ότι αρχικά ο Αλκιβιάδης ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στο σύνολο των Αθηναίων πολιτών. Ωστόσο οι αλόγιστες σπατάλες και ο πολυτελής βίος που διήγε, οι ασύνετες επιλογές στην ιδιωτική του ζωή («τὸ μέγεθος τῆς τε κατὰ τὸ ἑαυτοῦ σῶμα παρανομίας ἐς τὴν δίαιταν») προκαλούσαν ανησυχία. Η περιουσία του Αλκιβιάδη υπολογίζεται ότι ξεπερνούσε τα εκατό τάλαντα, δηλαδή τις 60.000 αττικές δραχμές[10]. Η πληροφορία επιβεβαιώνεται και από το Λυσία στο δικανικό του λόγο «Ὑπέρ τῶν Ἀριστοφάνους χρημάτων» (§ 52): «Ἐπεὶ οἴομαι ὑμᾶς εἰδέναι ὅτι Ἀλκιβιάδης τέτταρα ἢ πέντε ἔτη ἐφεξῆς ἐστρατήγει ἐπικρατῶν καὶ νενικηκὼς Λακεδαιμονίους, καὶ διπλάσια ἐκείνῳ ἠξίου τὰς πόλεις διδόναι ἢ ἄλλῳ τινὶ τῶν στρατηγῶν, ὥστ᾽ ᾤοντο εἶναί τινες αὐτῷ πλέον ἢ ἑκατὸν τάλαντα» [= Γιατί νομίζω ότι και εσείς γνωρίζετε πως όταν ο Αλκιβιάδης είχε αναλάβει την αρχηστρατηγία για τέσσερα – πέντε χρόνια ή και περισσότερο, κάθε φορά που επικρατούσε και νικούσε τους Λακεδαιμονίους, είχε την αξίωση να αμείβεται από τις συμμαχικές πόλεις διπλάσια από οποιονδήποτε άλλο στρατηγό, με συνέπεια να πιστεύουν πολλοί πως διέθετε περιουσία μεγαλύτερη των εκατό ταλάντων]. Εντούτοις ο ίδιος «ταῖς ἐπιθυμίαις μείζοσιν ἢ κατὰ τὴν ὑπάρχουσαν οὐσίαν ἐχρῆτο». Η ακρίβεια στη φρασεολογία του σπουδαίου ιστορικού εντυπωσιάζει για μία ακόμη φορά. Είναι αξιοπρόσεχτη εδώ η επιλογή του να αποδώσει το δεύτερο όρο σύγκρισης με το σχήμα «ἢ κατὰ + αιτιατική», προκειμένου να δηλωθεί η μεγάλη δυσαναλογία μεταξύ των συγκρινομένων.

Εκείνο όμως που κατεξοχήν τρομάζει τους πολίτες είναι η παρανομία και αἱ διάννοιαι. Ο Αλκιβιάδης δεν ήταν παραβατικός με την αυστηρά νομική έννοια του όρου. Δεν καταστρατηγούσε τους θεσμούς, δεν επιχειρούσε να ανατρέψει το νομικό πλαίσιο της συντεταγμένης πολιτείας. Η «παρανομία» του συνδέεται μάλλον με την περιφρόνηση που έδειχνε απέναντι στα καθιερωμένα ήθη και έθιμα, το άτυπα παγιωμένο δίκαιο των άγραφων νόμων. Αντιστοίχως «αἱ διάννοιαι» αφορούν την πολυπραγμοσύνη του αρχιστρατήγου, τη μεγαλομανία του, τις αλόγιστες σπατάλες («ἔς τε τὰς ἱπποτροφίας καὶ τὰς ἄλλας δαπάνας»). Η ροπή του προς την πολυτέλεια, ο αχαλίνωτος και διφορούμενος ερωτισμός του, ο πανηδονισμός που τον διείπε, σκανδάλιζαν, αν μη τι άλλο, το μέσο πολίτη της εποχής[11]. Σε καμία περίπτωση ο Αλκιβιάδης δεν ήταν ένας πολιτικός low profile στην ιδιωτική του ζωή. Φάνηκε απειλητική η πιθανή πρόθεσή του για τυραννική διεκδίκηση και άσκηση της εξουσίας («ὡς τυραννίδος ἐπιθυμοῦντι»)[12]. Η εδραιωμένη δημοκρατική συνείδηση των Αθηναίων δε θα ανεχόταν ποτέ μία τέτοια προοπτική. Για αυτόν το λόγο, αν και στην αρχή του έδειχναν σχετική επιείκεια, στο τέλος πολέμιοι του καθέστασαν.

Ο Σωκράτης οργισμένος τραβά τον Αλκιβιάδη από την αγκαλιά της Αισθησιακής Ηδονής.  Πίνακας του Jean – Baptiste Rengαult, 1791

Ο Θουκυδίδης, με τη γνωστή πυκνότητα λόγου και ύφους που τον διακρίνει,  θα αναφέρει μόνο τόσα όσα είναι αναγκαία, για να σχηματίσει ο αναγνώστης επαρκή εικόνα για το πολιτικό ήθος του Αλκιβιάδη και την τριβή του με την εξουσία. Τα άλλα ενδεχομένως θεωρούνται επουσιώδεις ακριτομυθίες χωρίς ιστορικό ενδιαφέρον. Ο Πλούταρχος[13] όμως θα είναι περισσότερο διαφωτιστικός. Άλλωστε το βιογραφικό είδος επιδέχεται μεγαλύτερη ελευθεριότητα στην έκθεση των πληροφοριών και το συνολικό χειρισμό του υλικού. Το ανεκδοτολογικό στοιχείο δεσπόζει, προκειμένου να φωτιστεί πιο εντυπωσιακά ο ιδιωτικός βίος του βιογραφούμενου προσώπου[14]. Αναγνωστικά αλλά και παιδαγωγικά η βιογραφία κυμαίνεται ανάμεσα στη χρηστομάθεια και την ψυχαγωγία. Στο «Βίον» του Αλκιβιάδη θα συναντήσουμε προφανείς συσχετισμούς με τις αναφορές του Θουκυδίδη. Όμως εδώ αναπαράγεται σχεδόν η σκανδαλολογία της αρχαιότητας: «Αἱ δ᾽ ἱπποτροφίαι περιβόητοι μὲν ἐγένοντο καὶ τῷ πλήθει τῶν ἁρμάτων· ἑπτὰ γὰρ ἄλλος οὐδεὶς καθῆκεν Ὀλυμπίασιν ἰδιώτης οὐδὲ βασιλεύς, μόνος δὲ ἐκεῖνος. καὶ τὸ νικῆσαι δὲ καὶ δεύτερον γενέσθαι καὶ τέταρτον, ὡς Θουκυδίδης φησίν, ὁ δ᾽ Εὐριπίδης τρίτον, ὑπερβάλλει λαμπρότητι καὶ δόξῃ πᾶσαν τὴν ἐν τούτοις φιλοτιμίαν[15]…» [= Περίφημα ήταν και τα άλογα που εξέτρεφε και ο μεγάλος αριθμός αρμάτων που κατείχε· κανένας άλλος, ούτε ιδιώτης, ούτε βασιλιάς, παρά μονάχα αυτός μπόρεσε να κατεβάσει στην Ολυμπία εφτά άρματα. Και το ότι κέρδισε την πρώτη, τη δεύτερη και την τέταρτη νίκη μαζί (έτσι λέει ο Θουκυδίδης· ο Ευριπίδης όμως μιλά για πρώτη, δεύτερη και τρίτη νίκη) ξεπέρασε σε λαμπρότητα και δόξα οποιαδήποτε άλλη επίδοση σε αυτό το αγώνισμα]. Θα επισημάνει επίσης «…πολλὴν αὖ πάλιν τὴν τρυφὴν τῆς διαίτης καὶ περὶ πότους καὶ ἔρωτας ὑβρίσματα, καὶ θηλύτητας ἐσθήτων ἁλουργῶν ἑλκομένων δι᾽ ἀγορᾶς, καὶ πολυτέλειαν ὑπερήφανον, ἐκτομάς τε καταστρωμάτων ἐν ταῖς τριήρεσιν, ὅπως μαλακώτερον ἐγκαθεύδοι, κειρίαις, ἀλλὰ μὴ σανίσι, τῶν στρωμάτων ἐπιβαλλομένων, ἀσπίδος τε διαχρύσου ποίησιν οὐδὲν ἐπίσημον τῶν πατρίων ἔχουσαν,  ἀλλ᾽ Ἔρωτα κεραυνοφόρον, ἅπερ ὁρῶντες οἱ μὲν ἔνδοξοι μετὰ τοῦ βδελύττεσθαι καὶ δυσχεραίνειν ἐφοβοῦντο τὴν ὀλιγωρίαν αὐτοῦ καὶ παρανομίαν, ὡς τυραννικὰ καὶ ἀλλόκοτα […] ἐπιδόσεις γὰρ καὶ χορηγίαι καὶ φιλοτιμήματα πρὸς τὴν πόλιν ὑπερβολὴν μὴ ἀπολείποντα καὶ δόξα προγόνων καὶ λόγου δύναμις καὶ σώματος εὐπρέπεια καὶ ῥώμη μετ᾽ ἐμπειρίας τῶν πολεμικῶν καὶ ἀλκῆς πάντα τἆλλα συγχωρεῖν ἐποίει καὶ φέρειν μετρίως τοὺς Ἀθηναίους, ἀεὶ τὰ πρᾳότατα τῶν ὀνομάτων τοῖς ἁμαρτήμασι τιθεμένους, παιδιὰς καὶ φιλοτιμίας. οἷον ἦν καὶ τὸ Ἀγάθαρχον εἷρξαι τὸν ζωγράφον, εἶτα γράψαντα τὴν οἰκίαν ἀφεῖναι δωρησάμενον· καὶ Ταυρέαν ἀντιχορηγοῦντα ῥαπίσαι φιλοτιμούμενον ὑπὲρ τῆς νίκης· καὶ τὸ Μηλίαν γυναῖκα ἐκ τῶν αἰχμαλώτων ἐξελόμενον καὶ συνόντα θρέψαι παιδάριον ἐξ αὐτῆς.  καὶ γὰρ τοῦτο φιλάνθρωπον[16] ἐκάλουν· πλὴν ὅτι τοὺς Μηλίους ἡβηδὸν ἀποσφαγῆναι τὴν πλείστην αἰτίαν ἔσχε, τῷ ψηφίσματι συνειπών.[… ] οὕτως ἄκριτος ἦν ἡ δόξα περὶ αὐτοῦ διὰ τὴν τῆς φύσεως ἀνωμαλίαν[17]» [= … ξαναήρθαν στην επιφάνεια η χαλαρή ζωή, η υβριστική συμπεριφορά στα μεθύσια και τους έρωτές του, η θηλυπρέπειά του με τα ενδύματα από γνήσια πορφύρα, που τα επιδείκνυε προκλητικά στην αγορά, η αλαζονική πολυτέλεια στη ζωή και όσα άλλα έπραττε: έβγαλε τα καταστρώματα από τις τριήρεις, για να κοιμάται πιο μαλακά, στρώνοντας να πέσει όχι πάνω σε σανίδια, αλλά σε ταινίες από ύφασμα, και στην ολόχρυση ασπίδα που παράγγειλε να του φτιάξουν δεν υπήρχε κανένα οικογενειακό έμβλημα αλλά ένας κεραυνοφόρος έρωτας, ζωγραφισμένος με τέτοιο τρόπο που οι καθωσπρέπει πολίτες όχι μόνο αποτροπιάζονταν και αγανακτούσαν αλλά φοβόντουσαν κιόλας την περιφρόνησή του στη σωστή τάξη και τις εκτροπές του σαν κάτι αλλόκοτο και αντιδημοκρατικό.[…] Οι προσφορές του στην πόλη, οι χορηγίες του, που εξαιτίας της φιλοδοξίας του ήταν πλουσιότατες, η φήμη των προγόνων του, και η ρητορική του δεινότητα, η ομορφιά του σώματος, η δύναμη και η αντοχή του στους πολέμους, συνυφασμένη με την πολεμική εμπειρία, έκαναν τους Αθηναίους να του συγχωρούν όλα τα άλλα και να τα δέχονται με επιείκεια, ονομάζοντας τα ανομήματά του με τον αθωότερο τρόπο που υπήρχε: παιχνίδια και αστεία ενός επιδεικτικού ανθρώπου. Τέτοιο παιχνίδι ήταν, ας πούμε, αυτό που έκανε στο ζωγράφο Αγάθαρχο, που τον κλείδωσε στο σπίτι του, ώσπου να το ζωγραφίσει, κι ύστερα τον πλήρωσε και τον άφησε να φύγει, ή όταν χαστούκισε τον Ταυρέα, από τον οποίο διεκδικούσε τη νίκη σε μια χορηγία, ή όταν συζούσε με μια γυναίκα, που την πήρε από τους Μηλίους αιχμαλώτους, κι έκανε μαζί της παιδί, που το μεγάλωσε ο ίδιος. Και αυτό το έλεγαν ανθρωπιά· όμως ο ίδιος συνηγόρησε δυστυχώς για την απόφαση των Αθηναίων να σκοτώσουν όλους τους νεαρούς Μηλίους, ένα έγκλημα, για το οποίο αυτός έχει τη μεγαλύτερη ευθύνη.[…] Τόσο διχασμένη ήταν η κοινή γνώμη για τον Αλκιβιάδη, επειδή πραγματικά αυτός δεν ήταν μία συνηθισμένη και κανονική περίπτωση].

Σε πολιτικό επίπεδο ο Αλκιβιάδης υπήρξε γοητευτική προσωπικότητα. Παρά τις αντιφάσεις του – ίσως και χάρη σ’ αυτές – ήξερε να ελκύει τους πολίτες ιδίως των κατώτερων λαϊκών στρωμάτων. Ο Πλούταρχος θα επισημάνει σχετικά ότι «…τοὺς δὲ φορτικοὺς καὶ πένητας οὕτως ἐδημαγώγησεν ὥστ᾽ ἐρᾶν ἔρωτα θαυμαστὸν ὑπ᾽ ἐκείνου τυραννεῖσθαι, καὶ λέγειν ἐνίους καὶ προσιέναι παρακελευομένους ὅπως τοῦ φθόνου κρείττων γενόμενος καὶ καταβαλὼν ψηφίσματα καὶ νόμους καὶ φλυάρους (= δημαγωγούς;) ἀπολλύντας τὴν πόλιν ὡς ἂν πράξῃ καὶ χρήσηται τοῖς πράγμασι, μὴ δεδιὼς τοὺς συκοφάντας[18]» [=  εξάλλου δημαγώγησε έτσι στον κατώτερο λαό και τους φτωχούς, που ήθελαν με έναν απίθανα βαθύ έρωτα να τους εξουσιάζει, και του έλεγαν μερικοί και τον προέτρεπαν πλησιάζοντάς τον, να παραμερίσει το φόβο και να γκρεμίσει ψηφίσματα και νόμους και τους φλύαρους, που καταστρέφουν την πόλη, και να δράσει και να πολιτευτεί χωρίς να φοβάται τους συκοφάντες].

Πλούταρχος

Ο Πλούταρχος επιλέγει να αντιπαραβάλει ως βιογραφικό παράλληλο του Αλκιβιάδη την περίπτωση του Γάιου Μάρκιου. Η συστοιχία των δύο αντρών αναφορικά με την πολιτεία και τα έργα τους είναι προφανής. Ο φακός της ιστορικής αφήγησης στρέφεται εδώ στις αρχές του 5ου αιώνα πΧ, στο «λατινικό» παρελθόν της Ρώμης. Πρόκειται για την πρώιμη φάση της περιόδου της libera res publica. Ο Μάρκιος είναι γενναίος και αποφασιστικός. Σε νεαρή ηλικία θα διακριθεί για τις στρατιωτικές του ικανότητες. Αρχικά περιβάλλεται, όπως και ο Αλκιβιάδης, από την εμπιστοσύνη και το θαυμασμό των συμπατριωτών του. Το 493 ως επικεφαλής των ρωμαϊκών στρατευμάτων σε αγώνα εναντίον των Βόλσκων θα κατορθώσει να καταλάβει τη στρατηγική πόλη Κορίολα. Έκτοτε θα λάβει και το προσωνύμιο Κοριολανός σε ανάμνηση αυτής της σημαντικής του επιτυχίας.

Ο βίος του Κοριολανού απηχεί τους κλυδωνισμούς και τις ανατροπές μιας ταραγμένης περιόδου. Το 494/3 πΧ θα σημειωθεί η πρώτη σοβαρή ρήξη μεταξύ πατρικίων και πληβείων. Το ταξικό χάσμα θα διευρυνθεί αγεφύρωτα προκαλώντας κοινωνική αναστάτωση και πολιτική ανισορροπία. Οι αντιθέσεις οξύνονται σε τέτοιο σημείο, ώστε να είναι αναγκαίος πλέον ο ιδεολογικός αναπροσανατολισμός. Απαιτείται αναπροσαρμογή, ώστε να επιμερίζεται πιο δίκαια η συμμετοχή των κοινωνικών στρωμάτων στην άσκηση της εξουσίας. Ως γνώμων τίθεται πάντα ο πολιτικός ορθολογισμός. Το ταξικό υπόβαθρο αυτής της αντιπαράθεσης μεταφέρεται από το βιογράφο με εντυπωσιακή ευκρίνεια. Οι φτωχοί πολίτες της Ρώμης, έχοντας λυγίσει από το βάρος των χρεών και την ασυδοσία των πλουσίων, καταφεύγουν έξω από την πόλη και εγκαθίστανται σε ένα λόφο, όπου «πράττοντες μὲν οὐδὲν βίαιον οὐδὲ στασιαστικόν, ἐκπεπτωκέναι δὲ τῆς πόλεως ὑπὸ τῶν πλουσίων πάλαι βοῶντες, ἀέρα δὲ καὶ ὕδωρ καὶ τόπον ἐνταφῆναι πανταχοῦ τὴν Ἰταλίαν αὐτοῖς παρέξειν, ὧν πλέον οὐδὲν οἰκοῦσι τὴν Ῥώμην ὑπάρχειν αὐτοῖς, ἀλλ’ ἢ τιτρώσκεσθαι καὶ ἀποθνῄσκειν ὑπὲρ τῶν πλουσίων στρατευομένοις[19]» [= χωρίς να προβούν σε καμία βιαιότητα ή επαναστατική πράξη αλλά φωνάζοντας ότι εδώ και καιρό οι πλούσιοι τους είχαν πετάξει έξω από την πόλη και πως η Ιταλία, όπου και αν βρεθούν, θα τους δώσει λίγο αέρα και νερό και ένα μέρος για να ταφούν, ενώ ζώντας στη Ρώμη δεν είχαν τίποτε άλλο να κερδίσουν, παρά να λαβώνονται και να πεθαίνουν στις εκστρατείες προς χάρη των πλουσίων». Η πραγματικότητα που αντιμετωπίζουν είναι οδυνηρή αλλά και επονείδιστη.

Οι Έλληνες: Όμηρος, ο ποιητής, Θουκυδίδης, ο ιστορικός, Αριστοτέλης, ο φιλόσοφος, Πλάτων, ο φιλόσοφος, Πλούταρχος, ο πατήρ της ιστορίας… – Τοιχογραφία από τη Μονή Μεγάλου Μετεώρου στα Μετέωρα της Θεσσαλίας (16ος αιώνας)

Η Σύγκλητος αναστατωμένη από τις εξελίξεις θα προσπαθήσει να εξομαλύνει την κατάσταση. Είναι θέμα ζωτικής σημασίας να εξακολουθεί το κράτος να λειτουργεί συγκροτημένα. Ειδάλλως θα παραμείνει εντός των ορίων της Ρώμης μία αριστοκρατία ευάριθμη και de facto άχρηστη. Οι πληβείοι τελικά υποχωρούν και επανέρχονται στη Ρώμη, έχοντας κατακτήσει ένα ουσιαστικό δικαίωμα στη δημοκρατική διακυβέρνηση του κράτους. Πρόκειται για την παγίωση του θεσμού των δημάρχων. Γίνεται ένα αποφασιστικό βήμα στην κατοχύρωση των λαϊκών συμφερόντων. Εκείνο που εντυπωσιάζει στην αφήγηση του Πλουτάρχου είναι οι μέθοδοι πειθώς, που επιστρατεύει ο Μενήνιος Αγρίππας ως εκπρόσωπος της άρχουσας τάξης. Προκειμένου να μεταπείσει τους πληβείους να επιστρέψουν, θα συμπεριλάβει στη φαρέτρα των επιχειρημάτων του και μία μυθική παραβολή: «προηγόρει δὲ Μενήνιος Ἀγρίππας, καὶ πολλὰ μὲν τοῦ δήμου δεόμενος, πολλὰ δ’ ὑπὲρ τῆς βουλῆς παρρησιαζόμενος, τελευτῶντι τῷ λόγῳ περιῆλθεν εἰς σχῆμα μύθου διαμνημονευόμενον. ἔφη γὰρ ἀνθρώπου τὰ μέλη πάντα πρὸς τὴν γαστέρα στασιάσαι καὶ κατηγορεῖν αὐτῆς, ὡς μόνης ἀργοῦ καὶ ἀσυμβόλου καθεζομένης ἐν τῷ σώματι, τῶν δ’ ἄλλων εἰς τὰς ἐκείνης ὀρέξεις πόνους τε μεγάλους καὶ λειτουργίας ὑπομενόντων· τὴν δὲ γαστέρα τῆς εὐηθείας αὐτῶν καταγελᾶν, ἀγνοούντων ὅτι τὴν τροφὴν ὑπολαμβάνει μὲν εἰς αὑτὴν ἅπασαν, ἀναπέμπει δ’ αὖθις ἐξ αὑτῆς καὶ διανέμει τοῖς ἄλλοις. «οὗτος οὖν» ἔφη «καὶ τῆς συγκλήτου λόγος ἐστὶν ὦ πολῖται πρὸς ὑμᾶς· τὰ γὰρ ἐκεῖ τυγχάνοντα τῆς προσηκούσης οἰκονομίας βουλεύματα καὶ πράγματα πᾶσιν ὑμῖν ἐπιφέρει καὶ διανέμει τὸ χρήσιμον καὶ ὠφέλιμον[20]» [= Μίλησε πρώτος ο Μενήνιος Αγρίππας και παρακάλεσε τους πληβείους. Υπερασπίστηκε σε πολλά ζητήματα τη Σύγκλητο και στο τέλος του λόγου του χρησιμοποίησε και ένα μύθο, που συχνά μνημονεύεται: Όλα τα μέλη του ανθρώπου, είπε, ξεσηκώθηκαν εναντίον της κοιλιάς, πως είναι δηλαδή η μόνη που κάθεται άνεργη και δεν πληρώνει τίποτε, ενώ αυτά και μοχθούν πολύ και μεγάλες λειτουργίες εκτελούν για τις δικές της ορέξεις. Και η κοιλιά γέλασε με την κουταμάρα τους, γιατί αγνοούσαν ότι, αν δέχεται όλη την τροφή, είναι για να την ξαναστείλει πάλι και να τη μοιράσει στους άλλους. «Αυτά έχει να προσφέρει και η Σύγκλητος σε σας, πολίτες.», τους είπε, «Όλες τις αποφάσεις που λαμβάνονται εκεί και τους νόμους που ψηφίζει, τους στέλνει πίσω σε σας, μοιράζοντάς σας ό,τι είναι χρήσιμο και επωφελές»].

Ο Jonathan Cake στο ρόλο του Κοριολανού, Delacorte Theater, Νέα Υόρκη 2019

Ο Μάρκιος ανήκει στην τάξη των πατρικίων και θα αναδειχτεί στα ύπατα αξιώματα. Ιδιοσυγκρασιακά είναι παράφορος, ασταθής, παρορμητικός. Το θυμοειδές κραταιώνεται και εξοβελίζει τη λογική. Η αλαζονεία της νεότητας ενισχύει αυτήν την τάση: «Νέων δ’ ὡς ἔοικεν ἀνδρῶν ἐπιφάνεια καὶ τιμὴ τὰς μὲν ἐλαφρῶς φιλοτίμους φύσεις πρωιαίτερον παραγενομένη σβέννυσι, καὶ ἀποπίμπλησι ταχὺ τὸ διψῶδες αὐτῶν καὶ ἁψίκορον· τὰ δ’ ἐμβριθῆ καὶ βέβαια φρονήματα κινοῦσιν αἱ τιμαὶ καὶ λαμπρύνουσιν, ὥσπερ ὑπὸ πνεύματος ἐγειρόμενα πρὸς τὸ φαινόμενον καλόν. οὐ γὰρ ὡς μισθὸν ἀπολαμβάνοντες, ἀλλ’ ὡς ἐνέχυρον διδόντες, αἰσχύνονται τὴν δόξαν ἐγκαταλιπεῖν καὶ μὴ τοῖς αὖθις ἔργοις ὑπερβαλέσθαι. τοῦτο παθὼν καὶ ὁ Μάρκιος αὐτὸς αὑτῷ ζῆλον ἀνδραγαθίας προὔθετο, καινός τ’ ἀεὶ βουλόμενος εἶναι ταῖς πράξεσιν, ἀριστείαις ἀριστείας συνῆπτε καὶ λάφυρα λαφύροις ἐπέφερε, καὶ τοῖς προτέροις ἀεὶ τοὺς ὑστέρους ἡγεμόνας εἶχε [περὶ] τιμὰς τὰς ἐκείνου καὶ μαρτυρίας ἐρίζοντας ὑπερβαλέσθαι[21]» [= Γενικά η δημόσια προβολή και η τιμή στους νέους, καθώς έρχεται νωρίς, σβήνει την επιθυμία για δημιουργικότητα, όταν αυτή είναι επιπόλαιη, ικανοποιώντας γρήγορα τη δίψα και φέρνοντας εύκολο τον κορεσμό· αντίθετα, στους σοβαρούς και σταθερούς χαρακτήρες οι τιμές είναι παρακίνηση και κόσμημα, γιατί γίνονται ο άνεμος που αναρριπίζει το φρόνημά τους προς το καλό και το ανυψώνει. Οι άνθρωποι αυτοί με το να προσφέρουν τις τιμές ως ενέχυρο και να μην τις παίρνουν πίσω ως ανταμοιβή, ντρέπονται να προδώσουν την καλή γνώμη που έχουν οι άλλοι για αυτούς και να μην την ξεπεράσουν με νέα έργα. Αυτό έπαθε και ο Μάρκιος, που επέβαλε ο ίδιος στον εαυτό του ένα ζήλο ανδραγαθίας, και θέλοντας πάντα να ανανεώνεται πρόσθετε νέα κατορθώματα στα προηγούμενα και λάφυρα στα λάφυρα και νέοι κάθε φορά αρχηγοί συναγωνίζονταν τους προγενέστερους, ποιος θα ξεπεράσει τον άλλο στην επιβεβαίωση και την επιβράβευση της αρετής]. Η ψυχογραφική διεισδυτικότητα του Πλουτάρχου εδώ είναι αξιοσημείωτη. Υποβάλλει ως θεμελιώδες κίνητρο στη συμπεριφορά του βιογραφούμενου προσώπου το ζήλο (aemulatio) προς εαυτόν. Σημασία έχει βέβαια η ισόρροπη αντίστιξη, η σοφή αίσθηση του μέτρου. Ο πολιτισμός της ντροπής, που επενδύει θεωρητικά την κλασική σκέψη, επανέρχεται ως αξίωμα ευποιίας στον ιδιωτικό βίο – σε αντιδιαστολή προς το χριστιανική ηθική του πολιτισμού της ενοχής[22]. Η ομοιότητα του Κοριολανού με τον Αλκιβιάδη είναι ευανάγνωστη. Και οι δύο κάποια στιγμή θα μεθύσουν από την αλαζονεία, τη μεγαλομανία και τον εγωκεντρισμό[23]. Θα αντιληφθούν την εξουσία ως άθυρμα στα αδέξια χέρια τους, θα αυθαιρετήσουν και θα αντιμετωπίσουν το κράτος με ιδιοκτησιακή λογική. Αδυνατώντας να χειριστούν τα ιδιωτικά, θα καταλήξουν απειλητικοί και στη διαχείριση των δημόσιων πραγμάτων. Κατατρύχονται από το σύμπλεγμα της ύβρεως. Όντας και οι δύο αυτοκαταστροφικοί, θα είναι ολέθριοι και στην άσκηση της εξουσίας. Σε αυτό ακριβώς το σημείο η διαλεκτική για την προσωπικότητα του ηγέτη στην ιστορία οδηγεί το Θουκυδίδη και τον Πλούταρχο σε σύγκλιση ιδεασμού.

 Ο Κοριολανός θα χάσει αρκετές φορές τον έλεγχο φτάνοντας κάποτε στον παραλογισμό. Όταν ο Γέλων, τύραννος των Συρακουσών, έστειλε ως δώρο στη Ρώμη άφθονο σιτάρι, ο λαός πανηγύρισε με την ελπίδα ότι θα ανακουφιζόταν έστω και προσωρινά από την παρατεταμένη ένδεια. Οι πολίτες πίστευαν ότι θα είναι πλέον σε θέση να το αγοράσουν σε χαμηλότερη τιμή ικανοποιώντας μία βασική βιοτική τους ανάγκη. Όμως «ὁ μέντοι Μάρκιος ἀναστὰς σφόδρα καθήψατο τῶν χαριζομένων [τους Συγκλητικούς] τοῖς πολλοῖς, δημαγωγοὺς καὶ προδότας ἀποκαλῶν τῆς ἀριστοκρατίας καὶ σπέρματα πονηρὰ θρασύτητος καὶ ὕβρεως εἰς ὄχλον ἀφειμένα τρέφοντας καθ’ αὑτῶν, ἃ καλῶς μὲν εἶχε μὴ περιιδεῖν ἐν ἀρχῇ φυόμενα μηδ’ ἰσχυρὸν ἀρχῇ τηλικαύτῃ ποιῆσαι τὸν δῆμον, ἤδη δὲ καὶ φοβερὸν εἶναι τῷ πάντα βουλομένοις αὐτοῖς ὑπάρχειν καὶ μηδὲν ἄκοντας βιάζεσθαι, μηδὲ πείθεσθαι τοῖς ὑπάτοις, ἀλλ’ ἀναρχίας[24] ἔχοντας ἡγεμόνας ἰδίους ἄρχοντας προσαγορεύειν. «ἐπιδόσεις μὲν οὖν καὶ διανομάς, ὥσπερ Ἑλλήνων οἱ κράτιστα δημοκρατούμενοι, καθίζεσθαι ψηφιζομένους» ἔφη «παντελῶς ἐστιν εἰς κοινὸν ὄλεθρον τὴν ἀπείθειαν αὐτῶν ἐφοδιάζειν.[25]» [= Ο Μάρκιος σηκώθηκε και επιτέθηκε βίαια ενάντια σε εκείνους που κάνουν τα χατίρια του πλήθους και τους αποκαλούσε δημαγωγούς και προδότες της αριστοκρατίας, και τους μεμφόταν που έσπερναν βλαβερά ζιζάνια θρασύτητας και αναίδειας στον όχλο, που έπρεπε να μην τ’ αφήνουν να φυτρώνουν στην αρχή και να μην κάνουν με τέτοια άσκηση της εξουσίας δυνατό το λαό, που τώρα πια είναι επικίνδυνος γιατί έχει ό,τι θέλει και γιατί κανείς δεν μπορεί να του επιβάλει κάτι χωρίς τη θέλησή του· αλλά ότι συμμορφώνεται με την επιθυμία των υπάτων, γιατί έχοντας δικούς τους ηγέτες της αναρχίας, τους αποκαλεί άρχοντές του. «Το να καθίσουμε» και να ψηφίσουμε», έλεγε, «χορηγίες και διανομές, όπως κάνουν οι ολότελα δημοκρατούμενοι Έλληνες, σημαίνει ξεκάθαρα πως ενισχύουμε την απείθειά τους για τον κοινό όλεθρο»].  

Το πάθος και οι εμμονές θολώνουν την κρίση του Μάρκιου. Τον οδηγούν τελικά στην παράκρουση. Ουσιαστικά πρόκειται για έναν ηγεμονίσκο, που θα υφαρπάξει την ψήφο του λαού, ενώ στην πραγματικότητα τον περιφρονεί βαθύτατα. Το πολιτικό σύστημα νοσεί αθεράπευτα. Η «δημοκρατία» θα αργήσει πολύ να βρει το δρόμο της αλλά και έναν πιο στέρεο βηματισμό στη Ρώμη. Θα εξακολουθήσει να παραπαίει έως την εποχή των Γράκχων. Ο Κοριολανός επέδειξε σκληρότητα πρωτοφανή. Εκτός από την άρνησή του για δίκαιη διανομή του σικελικού σιταριού, θα αποπειραθεί να καταργήσει και το θεσμό των δημάρχων. Ο λαός, που λιμοκτονεί από τη σιτοδεία και τον άνισο καταμερισμό του πλούτου, θα τον μισήσει. Με plebiscitum (λαϊκό ψήφισμα) θα καταγγελθεί η συμπεριφορά του και θα καταδικαστεί σε εξορία. Ο Μάρκιος καταφεύγει στους Βόλσκους, τους συνασπίζει και αποφασίζει να επιτεθεί εναντίον της Ρώμης. Ο Θεμιστοκλής αυτομόλησε οικείᾳ βουλήσει στην αυλή του Πέρση βασιλιά. Ο οργισμένος Πολυνείκης καταφεύγοντας στο Άργος στράφηκε εναντίον της πατρίδας του και ηγήθηκε των «Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας». Ο Αλκιβιάδης αποστάτησε και κατέφυγε στο αντίπαλο στρατόπεδο των Λακεδαιμονίων. Ο Μάρκιος θα καταλήξει προδότης της Ρώμης[26].

Αντιγόνη και Ισμήνη από τους «Επτά επί Θήβας», Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, Επίδαυρος 2017

Η κατάσταση θα εκτραχυνθεί. Στη Ρώμη θα επικρατήσει απόλυτη αναρχία. Οι κάτοικοι με καταρρακωμένο το ηθικό έχουν αποκλειστεί εντός των τειχών της πολιορκημένης πόλης. Τα πράγματα βρίσκονται εκτός ελέγχου και δε διαφαίνεται καμία προοπτική σωτηρίας. Οι Βόλσκοι απειλούν το κράτος και τίθεται πλέον ζήτημα επιβίωσης. Τότε ακριβώς θα προσπαθήσει η μητέρα του Μάρκιου, η Βετουρία (ή Βολουμνία κατά το Σαίξπηρ) να συναντήσει το γιο της στα περίχωρα της Ρώμης, μπροστά στο εχθρικό στρατόπεδο.

Η συνάντηση Κοριολανού και Βολουμνίας αποτελεί μια από τις πιο σπαρακτικές σκηνές στην παράδοση της κλασικής γραμματείας. Η δραματική της ένταση είναι ανάλογη με εκείνη της τελευταίας συνομιλίας του Έκτορα με την Ανδρομάχη στην «Ἰλιάδα». Τη χαρακτηρίζει διανοητική συγκίνηση, συναισθηματική κορύφωση και ρητορεία υψηλής ποιότητας. Το πλέον καίριο χαρακτηριστικό της είναι η δραματικότητα που τη διέπει. Την ικεσία της τραγικής μητέρας προς τον αδίστακτο γιο θα αποτυπώσουν με εξαιρετική ενάργεια ο Πλούταρχος και ο Τίτος Λίβιος. Θα δοθεί επίσης η αφορμή στο Σαίξπηρ να συνθέσει ένα από τα πιο δυνατά του έργα.

«Κοριολανός» από το Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, Ωδείο Ηρώδου του Αττικού 2005

Σε αυτό το πεδίο αναφοράς τα τρία κείμενα συνδιαλέγονται. Καταρχάς ο Πλούταρχος θα προσδώσει στο μονόλογο της Βολουμνίας το σχήμα της ρητορικής αντίθεσης. Εστιάζει στην επιχειρηματολογία της μάνας. Καταγγέλλει τον παραλογισμό του Μάρκιου. Συγχρόνως εντυπωσιάζει η προσήλωση του βιογράφου προς τις σκηνοθετικές οδηγίες του δράματος: «Ἐκ τούτου τά τε παιδία καὶ τὴν Οὐεργιλίαν ἀναστήσασα, μετὰ τῶν ἄλλων γυναικῶν ἐβάδιζεν εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν Οὐολούσκων. ἡ δ’ ὄψις αὐτῶν τό τ’ οἰκτρὸν καὶ τοῖς πολεμίοις ἐνεποίησεν αἰδῶ καὶ σιωπήν. ἐδίκαζε δ’ ὁ Μάρκιος, ἐπὶ βήματος καθεζόμενος μετὰ τῶν ἡγεμονικῶν. ὡς οὖν εἶδε προσιούσας τὰς γυναῖκας, ἐθαύμασεν· ἐπιγνοὺς δὲ τὴν μητέρα πρώτην βαδίζουσαν, ἐβούλετο μὲν ἐμμένειν τοῖς ἀτρέπτοις ἐκείνοις καὶ ἀπαραιτήτοις λογισμοῖς, γενόμενος δὲ τοῦ πάθους ἐλάττων καὶ συνταραχθεὶς πρὸς τὴν ὄψιν, οὐκ ἔτλη καθεζομένῳ προσελθεῖν, ἀλλὰ καταβὰς θᾶττον ἢ βάδην καὶ ἀπαντήσας, πρώτην μὲν ἠσπάσατο τὴν μητέρα καὶ πλεῖστον χρόνον, εἶτα δὲ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ τέκνα, μήτε δακρύων ἔτι μήτε τοῦ φιλοφρονεῖσθαι φειδόμενος, ἀλλ’ ὥσπερ ὑπὸ ῥεύματος φέρεσθαι τοῦ πάθους ἑαυτὸν ἐνδεδωκώς.

Vicenzo Camuccini (1771 – 1844), Ικεσία των γυναικών της Ρώμης προς τη μητέρα και τη σύζυγο του Κοριολανού

   Ἐπεὶ δὲ τούτων ἄδην εἶχε καὶ τὴν μητέρα βουλομένην ἤδη λόγων ἄρχειν ᾔσθετο, τοὺς τῶν Οὐολούσκων προβούλους παραστησάμενος, ἤκουσε τῆς Οὐολουμνίας τοιαῦτα λεγούσης· «ὁρᾷς μὲν ὦ παῖ, κἂν αὐταὶ μὴ λέγωμεν, ἐσθῆτι καὶ μορφῇ τῶν ἀθλίων σωμάτων τεκμαιρόμενος, οἵαν οἰκουρίαν ἡμῖν ἡ σὴ φυγὴ περιεποίησε· λόγισαι δὲ νῦν, ὡς ἀτυχέσταται πασῶν ἀφίγμεθα γυναικῶν, αἷς τὸ ἥδιστον θέαμα φοβερώτατον ἡ τύχη πεποίηκεν, ἐμοὶ μὲν υἱόν, ταύτῃ δ’ ἄνδρα τοῖς τῆς πατρίδος τείχεσιν ἰδεῖν ἀντικαθήμενον. ὃ δ’ ἔστι τοῖς ἄλλοις ἀτυχίας πάσης καὶ κακοπραγίας παραμύθιον, εὔχεσθαι θεοῖς, ἡμῖν ἀπορώτατον γέγονεν. οὐ γὰρ οἷόν τε καὶ τῇ πατρίδι νίκην ἅμα καὶ σοὶ σωτηρίαν αἰτεῖσθαι παρὰ τῶν θεῶν, ἀλλ’ ἅ τις ἂν ἡμῖν καταράσαιτο τῶν ἐχθρῶν, ταῦτα ταῖς ἡμετέραις ἔνεστιν εὐχαῖς. ἀνάγκη γὰρ ἢ τῆς πατρίδος ἢ σοῦ στέρεσθαι καὶ γυναικὶ σῇ καὶ τέκνοις. ἐγὼ δ’ οὐ περιμενῶ ταύτην μοι διαιτῆσαι τὴν τύχην ζώσῃ τὸν πόλεμον, ἀλλ’ εἰ μή σε πείσαιμι φιλίαν καὶ ὁμόνοιαν <ἀντὶ> διαφορᾶς καὶ κακῶν θέμενον ἀμφοτέρων εὐεργέτην γενέσθαι μᾶλλον ἢ λυμεῶνα τῶν ἑτέρων, οὕτω διανοοῦ καὶ παρασκεύαζε σαυτὸν ὡς τῇ πατρίδι προσμεῖξαι μὴ δυνάμενος πρὶν ἢ νεκρὰν ὑπερβῆναι τὴν τεκοῦσαν. οὐ γὰρ ἐκείνην με δεῖ τὴν ἡμέραν ἀναμένειν, ἐν ᾗ τὸν υἱὸν ἐπόψομαι θριαμβευόμενον ὑπὸ τῶν πολιτῶν ἢ θριαμβεύοντα κατὰ τῆς πατρίδος. εἰ μὲν οὖν ἀξιῶ σε τὴν πατρίδα σῶσαι Οὐολούσκους ἀπολέσαντα, χαλεπή σοι καὶ δυσδιαίτητος ὦ παῖ πρόκειται σκέψις· οὔτε γὰρ διαφθεῖραι τοὺς πολίτας καλόν, οὔτε τοὺς πεπιστευκότας προδοῦναι δίκαιον·[…] ἄδηλος δ’ ὢν ὁ πόλεμος τοῦτ’ ἔχει πρόδηλον, ὅτι σοι νικῶντι μὲν ἀλάστορι τῆς πατρίδος εἶναι περίεστιν, ἡττώμενος δὲ δόξεις ὑπ’ ὀργῆς εὐεργέταις ἀνδράσι καὶ φίλοις τῶν μεγίστων αἴτιος γενέσθαι κακῶν[27] [= Κι αμέσως μετά σήκωσε τα παιδιά και τη Βεργιλία [τη σύζυγο του Κοριολανού] και βάδισε μαζί με τις άλλες γυναίκες προς το στρατόπεδο των Βόλσκων. Η όψη και η οικτρή τους εμφάνιση [ήταν ρακένδυτες και εξαθλιωμένες] έκανε ακόμη και τους εχθρούς να ντραπούν και να σωπαίνουν. Εκείνη την ώρα έτυχε ο Μάρκιος να βρίσκεται στο βήμα μαζί με τους αξιωματούχους του. Μόλις είδε τις γυναίκες να πλησιάζουν, απόρησε· αναγνώριζε τη μητέρα του, που βάδιζε μπροστά απ’ όλες. Ήθελε να παραμείνει ανένδοτος στις απαρέγκλιτες και άκαμπτες αποφάσεις του, αλλά τον λύγισε η συγκίνηση και τον συντάραξε το θέαμα· δεν μπορούσε να κάθεται και να περιμένει, κατέβηκε και πήγε προς το μέρος τους σχεδόν τρέχοντας. Πρώτη αγκάλιασε τη μητέρα του για πολλή ώρα κι ύστερα τη γυναίκα και τα παιδιά του, χωρίς να συγκρατεί τα δάκρυα και την τρυφερότητά του αλλά αφήνοντας το πάθος του να τον παρασύρει, όπως ένα ποτάμι.

   Κι όταν χόρτασε η ψυχή του και κατάλαβε πως η μητέρα του ήθελε να του μιλήσει, άφησε τους Βόλσκους παραδίπλα και άκουσε τη μάνα του που του είπε: «Βλέπεις, παιδί μου, ακόμη κι αν εμείς οι ίδιες δε σου το λέμε όμως μπορείς να το καταλάβεις από τα ρούχα και την άθλια όψη μας, σε ποια ζωή μας έχει καταδικάσει η φυγή σου (από τη Ρώμη). Συλλογίσου πως έχουμε έρθει εδώ εμείς οι πιο δυστυχισμένες γυναίκες, που η τύχη μάς οδήγησε να δούμε το πιο γλυκό θέαμα σαν το πιο φοβερό: εγώ να δω το γιο μου κι αυτή τον άντρα της να έχει στρατοπεδεύσει έξω από τα τείχη της πατρίδας και να ετοιμάζεται να της επιτεθεί. Κι αυτό που για τους άλλους είναι παρηγοριά μέσα στην ατυχία και τη συμφορά, η δέηση δηλαδή στους θεούς, εμάς μας έχει φέρει σε τεράστια αμηχανία. Γιατί δεν μπορούμε να ζητάμε συγχρόνως νίκη για την πατρίδα και σωτηρία για σένα· για ό,τι θα μας καταριόταν ο εχθρός, για αυτό το ίδιο προσευχόμαστε, μιας και πρέπει η γυναίκα σου και τα παιδιά σου ή να στερηθούν την πατρίδα ή εσένα. Όσο για μένα δε θα ζήσω πια πολύ, για να αποφασίσει ο πόλεμος πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα. Αν δε σε πείσω να προτιμήσεις τη φιλία και την ομόνοια αντί για το μίσος και τα δεινά και να γίνεις ευεργέτης και των δύο λαών αντί να είσαι ολέθριος για τον έναν απ’  τους δύο, τότε σκέψου κι ετοιμάσου ψυχικά ότι δε θα μπορέσεις να μπεις στην πατρίδα παρά μόνο πατώντας πάνω στο κουφάρι μου. Γιατί βέβαια είναι ντροπή να περιμένω εκείνη την ημέρα που θα δω το γιο μου να σέρνεται σα λάφυρο στο θρίαμβο των πολιτών ή να μπαίνει ο ίδιος θριαμβευτής έχοντας συντρίψει την πατρίδα. Αν λοιπόν σου ζητώ, γιε μου, να σώσεις την πατρίδα και να εγκαταλείψεις τους Βόλσκους, αυτό είναι μια δύσκολη απόφαση για σένα, γιατί δεν είναι σωστό να εξοντώσεις τους συμπολίτες σου [Ρωμαίους], όμως ούτε είναι δίκαιο να προδώσεις εκείνους που σε πίστεψαν [Βόλσκους].[…] Και καθώς αυτός ο πόλεμος έχει άδηλη έκβαση, τούτο γίνεται μόνο φανερό, αν δηλαδή νικήσεις, θα επιζήσεις με το στίγμα του ανθρώπου που κατέστρεψε την πατρίδα, αν όμως ηττηθείς, θα σε ακολουθεί η άθλια φήμη ότι προξένησες μεγάλες συμφορές σε ανθρώπους που ήταν φίλοι σου και σε είχαν ευεργετήσει μόνο και μόνο, για να εκτονώσεις την οργή σου].

Ραλφ Φάινς και Βανέσσα Ρεντγκρέιβ, Συνάντηση μάνας και γιού στον «Κοριολανό» του 2011.
Λονδίνο & Νέα Υόρκη. Μια σπουδαία παράσταση!

Η Βολουμνία ανατέμνει στην επιχειρηματολογία της το ηρωικό ιδεώδες της υστεροφημίας με τη μορφή αναπότρεπτου ηθικού διλήμματος. Το εὖ ποιεῖν τίθεται ως προϋπόθεση του εὖ πράττειν στο βίο και του εὖ ἀκούειν για τις επερχόμενες γενιές ανά την αιωνιότητα. Το πάθος και η οίηση του Κοριολανού, ενδεχομένως και του Αλκιβιάδη, προσιδιάζουν στα γνωρίσματα του διπολικού ιδεοψυχαναγκασμού. Η υπερηφάνεια απονεκρώνει τη λογική και οδηγεί σε ακατάβλητη οργή. Πρόκειται για τη σήμανση της αλαζονείας ως του βαρύτερου από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα[28]. Τελικά θα αποχωρήσει κλονισμένος από το βάρος της μητρικής ικεσίας: «ὁ δὲ Μάρκιος ἀναβοήσας· «οἷον εἴργασαί μ’ ὦ μῆτερ», ἐξανίστησιν αὐτὴν καὶ τὴν δεξιὰν πιέσας σφόδρα· «νενίκηκας» εἶπεν «εὐτυχῆ μὲν τῇ πατρίδι νίκην, ἐμοὶ δ’ ὀλέθριον· ἄπειμι γὰρ ὑπὸ σοῦ μόνης ἡττημένος[29] [= Τότε ο Μάρκιος φώναξε δυνατά: «Μάνα, τι μου έχεις κάνει!» Τη σήκωσε ψηλά και σφίγγοντάς την δυνατά στο χέρι της είπε: «Κέρδισες μια νίκη ευτυχισμένη για την πατρίδα και καταστροφική για μένα τον ίδιο. Θα αποσυρθώ, έχοντας νικηθεί μονάχα από σένα].

Τη ρήση της Βετουρίας θα διασώσει και ο Τίτος Λίβιος. Ο σπουδαίος ιστορικός της «χρυσής περιόδου» των λατινικών γραμμάτων, ομοίως θα δώσει έμφαση στο ψυχικό μεγαλείο αυτής της γυναίκας, που αναδεικνύει την ηθική της ακεραιότητα της μέσα από το σπαραγμό. Η δραματικότητα παραμένει ανυπέρβλητη: «Tum matronae ad Veturiam matrem Coriolani Volumniamque uxorem frequentes coeunt. Id publicum consilium an muliebris timor fuerit, parum invenio: pervicere certe, ut et Veturia, magno natu mulier, et Volumnia duos parvos ex Marcio ferens filios secum in castra hostium irent et, quoniam armis viri defendere urbem non possent, mulieres precibus lacrimisque defenderent. Ubi ad castra ventum est nuntiatumque Coriolano est adesse ingens mulierum agmen, ut qui nec publica maiestate in legatis nec in sacerdotibus tanta offusa oculis animoque religione motus esset, multo obstinatior adversus lacrimas muliebres erat; dein familiarium quidam qui insignem maestitia inter ceteras cognoverat Veturiam, inter nurum nepotesque stantem, «nisi me frustrantur» inquit, «oculi, mater tibi coniunxque et liberi adsunt.» Coriolanus prope ut amens consternatus ab sede sua cum ferret matri obviae complexum, mulier in iram ex precibus versa «sine, priusquam complexum accipio, sciam» inquit, «ad hostem an ad filium venerim, captiva materne in castris tuis sim. In hoc me longa vita et infelix senecta traxit ut exsulem te deinde hostem viderem? Potuisti populari hanc terram quae te genuit atque aluit? Non tibi, quamvis infesto animo et minaci perveneras, ingredienti fines ira cecidit? Non, cum in conspectu Roma fuit, succurrit: intra illa moenia domus ac penates mei sunt, mater coniunx liberique? Ergo ego nisi peperissem, Roma non oppugnaretur; nisi filium haberem, libera in libera patria mortua essem. Sed ego mihi miserius nihil iam pati nec tibi turpius usquam possum, nec ut sum miserrima, diu futura sum: de his videris, quos, si pergis, aut immatura mors aut longa servitus manet.» Uxor deinde ac liberi amplexi, fletusque ob omni turba mulierum ortus et comploratio sui patriaeque fregere tandem virum. Complexus inde suos dimittit: ipse retro ab urbe castra movit. Abductis deinde legionibus ex agro Romano, invidia rei oppressum perisse tradunt, alii alio leto[30] [=  Τότε οι γυναίκες συσπειρώθηκαν γύρω από τη Βετουρία, τη μητέρα του Κοριολανού και τη Βολουμνία τη σύζυγό του. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν η πράξη αυτή ήταν απόφαση της Συγκλήτου ή απλώς συνέπεια του φόβου τους. Πάντως και παρά τις αντιξοότητες, κατάφεραν όλες τους – και μαζί μ’ αυτές η ηλικιωμένη Βετουρία και η Βολουμνία με τους δυο μικρούς γιους του Μάρκιου –  να πλησιάσουν το στρατόπεδο του εχθρού. Και καθώς οι άντρες αποδείχτηκαν ανίκανοι να προστατεύσουν τη Ρώμη, φάνηκε τελικά ότι οι γυναίκες τα κατάφεραν με τους θρήνους και τις ικεσίες τους. Μόλις έφτασαν, (οι φρουροί) ειδοποίησαν τον Κοριολανό ότι ένα μεγάλο σμάρι από γυναίκες είχε παρουσιαστεί μπροστά στο στρατόπεδο. Το μυαλό και τα μάτια του όμως παρέμεναν ασυγκίνητα παρά το μέγεθος της πομπής και τις εκκλήσεις τους. Φάνηκε ακόμη πιο ανάλγητος με τα δάκρυά τους. Τότε κάποιος φίλος του, που είχε αναγνωρίσει τη Βετουρία να στέκεται ανάμεσα στη νύφη και τα εγγόνια της και να θρηνεί σπαρακτικά, του είπε: «Αν δε με γελούν τα μάτια μου, η μάνα, η γυναίκα και τα παιδιά σου βρίσκονται εδώ». Τότε ο Κοριολανός πετάχτηκε μανιασμένα από το κάθισμά του κι έτρεξε να αγκαλιάσει τη μητέρα του. Εκείνη αμέσως άφησε το κλάμα και γεμάτη οργή του είπε: «Προτού σε αγκαλιάσω, άσε με να ξέρω μήπως είμαι εδώ αιχμάλωτη στο στρατόπεδο του εχθρού  ή ήρθα σα μάνα στο γιο μου. Σε τέτοιο σηµείο µε κατάντησε η µακροζωία και τα έρµα γερατειά µου, που να σε δω πρώτα εξόριστο και ύστερα εχθρό; Πώς µπόρεσες να ερηµώσεις αυτή τη χώρα που σε γέννησε και σε ανάθρεψε; Δε σου πέρασε η οργή τη στιγµή που πατούσες τα σύνορα της πατρίδας σου; Παρόλο που είχες φτάσει µε τόσο εχθρική και απειλητική διάθεση, γιατί, σαν είδες τη Ρώµη, δεν πέρασε αυτή η ιδέα από το µυαλό σου: «µέσα σε εκείνα εκεί τα τείχη βρίσκονται το σπίτι µου και οι θεοί µου, η µάνα, η γυναίκα και τα παιδιά µου»; Αν, λοιπόν, εγώ δε σε γένναγα, η Ρώµη δε θα βρισκόταν πολιορκηµένη· αν δεν είχα γιο, θα πέθαινα ελεύθερη σ’ ελεύθερη πατρίδα. Εγώ καμιά μεγαλύτερη ντροπή πια δεν µπορώ να πάθω κι ούτε θα είµαι τόσο δυστυχισµένη για πολύ ακόµα: αυτούς που βλέπεις όμως εδώ, αν συνεχίσεις, τους περιµένει ή πρόωρος θάνατος ή µακρόχρονη σκλαβιά». Ύστερα όταν σταμάτησε η Βετουρία, η γυναίκα και τα παιδιά του έπεσαν στην αγκαλιά του, ενώ θρήνοι και τα μοιρολόγια όλων των γυναικών για τη μαύρη μοίρα τη δική τους και της Ρώμης, τον έκαναν τελικά να αλλάξει γνώμη. Αγκάλιασε την οικογένειά του, τους έστειλε πίσω και απέσυρε τα στρατεύματα από την είσοδο της πόλης. Αφού μετακίνησε το στράτευμα των Βόλσκων έξω από τη ρωμαϊκή επικράτεια, λένε ότι ο Κοριολανός θανατώθηκε εξαιτίας της δυσαρέσκειας που προκάλεσε αυτή του η πράξη. Για τον τρόπο του θανάτου υπάρχουν διάφορες εκδοχές».

Η ικεσία της Βολουμνίας προς τον Κοριολανό, Τζούντι Ντεντς και Κένεθ Μπράνα, 1992

Η Βετουρία προβάλλεται ως πρότυπο ηθικής αρετής. Η γυναίκα αυτή υπήρξε το σύμβολο του υψηλού αισθήματος φιλοπατρίας. Ήταν μια γυναίκα ταγμένη στην υπηρεσία της Ρώμης. Μπροστά στο ιερό καθήκον για τη σωτηρία του κράτους αναγκάστηκε να συνθλίψει το μητρικό της ρόλο. Ήταν ωστόσο η μάνα που κατόρθωσε να φρονηματίσει το γιο, εκεί όπου οι εκκλήσεις των λοιπών πολιτών προς τον πατριωτισμό του είχαν αποτύχει[31].

William Shakespeare

Ο «Κοριολανός» ανέβηκε για πρώτη φορά στη σκηνή το 1607. Εντάσσεται στη δεύτερη δημιουργική περίοδο του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, τη «σκοτεινή», την «κατεξοχήν τραγική». Στη φάση αυτή συμπεριλαμβάνονται αριστουργήματα όπως ο «Άμλετ», ο «Βασιλιάς Ληρ», και ο «Μάκβεθ». Το έργο καταθέτει πολιτικό προβληματισμό, άρρηκτα συναρτημένο με το ιστορικό πλαίσιο της εποχής του. Πίσω από τη λυσσαλέα πάλη πατρικίων και πληβείων στη Ρώμη, ανιχνεύεται λανθάνων ο ανερχόμενος αστικός φιλελευθερισμός στην ελισαβετιανή Αγγλία του 16ου αιώνα και η διαμάχη του βρετανού μονάρχη με το κοινοβούλιο. Το έργο γράφεται σε μία περίοδο έντονων συγκρούσεων και πολιτικών ανακατατάξεων. Το αίτημα για εκσυγχρονισμό της βασιλείας και στροφή προς ένα πιο δίκαιο και αντιπροσωπευτικό σύστημα διακυβέρνησης υπερισχύει. Ο ποιητής ακολουθεί τον Πλούταρχο τονίζοντας κυρίως το ρευστό πολιτικό πλαίσιο που καθορίζει τις ανθρώπινες συμπεριφορές. Ο κεντρικός ήρωας δεν είναι μόνο έρμαιο των ασίγαστων παθών του, του εγωισμού, της αρχομανίας, της φιλοδοξίας του. Ο αριβισμός του υποδαυλίζεται από ένα πλήθος δόλιων συμβούλων και παρατρεχάμενων της εξουσίας. Αντιστοίχως ο λαός, όντας αμόρφωτος και ευήθης, παρασύρεται από κάθε δημαγωγό. Όπως εύστοχα έχει σημειωθεί «Οι αντιμαχόμενες δυνάμεις, ο λαός που αρχίζει να βάζει σε κίνηση τη δύναμή του και το αρχοντολόγι, φοβισμένο από το ανάστημα που υψώνει ο λαός σαν πολιτικός παράγων, φαίνεται καθαρά στο έργο… Έξω από τα κύρια πρόσωπα, που όλα είναι ζωγραφισμένα με τη σαιξπηρική μαεστρία είναι στο έργο τούτο κι ένα άλλο πρόσωπο απρόσωπο, όχι τραγικό, κατά το νόημα που η μόνη λύση της σύνθεσής του είναι ο θάνατος, αλλά θλιβερό, αξιολύπητο το ίδιο: το απρόσωπο αυτό πρόσωπο είναι ο λαός: ο λαός σαν σύνολο, σαν κατάσταση και σαν οντότητα, ο ωκεανός απ’ όπου πηγάζει η ζωή, το ποτάμι που ξεκόβεται απ’ αυτήν την πρώτη ύλη και πλάθει τις μορφές, τις ξέχωρες και ξεχωριστές, τις πάνω από το «μέτρο»[32].

Το σπίτι του ποιητή στη γενέτειρά του, το Stratford upon Avon. Σήμερα Μουσείο Σαίξπηρ.

Στο Σαίξπηρ η ρήση της Βετουρίας (εδώ αναγράφεται πάλι ως Βολουμνία) οργανώνεται υποδειγματικά. Ο γυναικείος πρωταγωνιστικός ρόλος είναι πολυδιάστατος, σχεδόν ολιστικός. Δραματουργικά συνιστά ένα αριστοτέχνημα του διεθνούς ρεπερτορίου. Ο ποιητής επιστρατεύοντας την ψυχογραφική του δύναμη αξιοποιεί την παλέτα όλων των συναισθηματικών αποχρώσεων. Διαδοχικά σημαίνονται στο ρόλο η απελπισία, η οργή, η σκληρότητα αλλά και η στοργή, η εκλογίκευση καθώς και τα ηθικά διλήμματα, οι μεταπτώσεις και οι καταναγκασμοί:

 

Βολουμνία   

Κι αν μέναμε βουβές κι αμίλητες, τα ενδύματά μας

κι οι όψεις μας, όπως έχουν γίνει, θα φανέρωναν

τι ζωή κάναμε από τότε που εξορίστηκες·

στοχάσου ο ίδιος πόσο δύστυχες, επάνω απ’ όλες

τις ζωντανές γυναίκες, έχουμ’  έρθει εδώ·

που αντί, που σε είδαμε, τα μάτια μας να τρέξουν

χαρούμενα, οι καρδιές μας να χορέψουν εύθυμες,

κλαίμε και τρέμουμε από φόβο και καημό·

που βλέπουμε η μητέρα, η σύζυγος, το τέκνο

το γιο, το σύζυγο και τον πατέρα να ξεσκίζει

τα σπλάχνα της πατρίδας του. Κι η έχθρα σου είναι

για μας τις δόλιες τραγικότατη: μας εμποδίζεις

την προσευχή στους θεούς, παρηγοριά ολονών,

έξω από μας · γιατί πώς, αχ πώς να προσευχηθούμε

για την πατρίδα μας, καθώς μας λέει το χρέος μας,

και για τη νίκης σου, καθώς μας λέει το χρέος μας;

Αλίμονο ή αν χάσουμε ακριβή πατρίδα

που μας ανέθρεψε, ειδεμή εσένα, που είσαι

παρηγοριά μας μέσα στην πατρίδα. Θα μας βρει

σίγουρη συφορά κι αν πιάσει η δέησή μας

κι όποιο πλευρό κι αν κερδίσει· τι είτε θα σε σύρουν

σκλάβο ελεεινόν στα σίδερα μέσ’ απ’ τους δρόμους μας,

είτε θα σύρεις θριαμβευτής πατώντας πάνω

στα ερείπια της πατρίδας σου, δαφνοστεφανωμένος

γιατί έχυσες γενναία το αίμα της γυναίκας σου

και των παιδιών σου. Όσο για μένα, γιε μου, δε σκοπεύω

να καρτερώ να κρίνει η τύχη αυτόν τον πόλεμο:

αν δε σε πείσω μάλλον χάρη θα προσφέρεις

γενναία και στους δύο, παρά να επιδιώξεις

του ενός το τέλος, πριν πατήσεις την πατρίδα σου –

κι αυτό μην το αμφιβάλλεις, – θα περάσεις πάνω

από τον κόρφο της μητέρας σου που σ’ έφερε

στον κόσμο ετούτο. […]

Όχι, μη μας αφήνεις έτσι. Αν η χάρη

που σου ζητάμε ήταν να σώσεις τους Ρωμαίους,

με χαλασμό των Βόλσκων όπου υπηρετείς,

ε, τότε να καταδικάσεις πρέπει εμάς

που θέλουμε να σ’ ατιμάσουμε: όχι η αίτησή μας

είναι να τους φιλιώσεις: να μπορούν να ειπούν οι Βόλσκοι

«εμείς εδείξαμε έλεος» κι οι Ρωμαίοι «εμείς

δεχτήκαμε το έλεος». Κι απ’ τα δυο τα μέρη

να’ ναι για σένα δόξα και να σου φωνάξουν ζήτω

«ευλογημένος να’  σαι που ’καμες ειρήνη!».

Τρανέ μου γιε, το τέλος, ξέρεις, του πολέμου

αβέβαιο. Όμως βέβαιο τούτο: πως αν πάρεις

τη Ρώμη, θα’  χεις κέρδος σου ένα απαίσιο όνομα,

που όσες φορές το λένε θα το θάβουν

στ’ ανάθεμα: κι η ιστορία θα γράψει: «Ο άνθρωπος

ήταν γενναίος, μα τα’ σβησε στο τέλος όλα,

χάλασε την πατρίδα του, και τ’ όνομά του

με φρίκη το αναφέρουν οι κατοπινοί!»

Μίλα, παιδί μου, πάντα επόθησες ν’ ακούς

τους σπάνιους ήχους της τιμής, να μιμηθείς

τις χάρες των θεών· με κεραυνούς να σκίζεις

τα εχτεταμένα μάγουλα του αέρα, κι όμως

το βόλι της ριξιάς σου το πολύ να ξέσκιζε

καμιά βαλανιδιά. Γιατί δε μου μιλάς;

Θαρρείς είναι τιμή για έναν γενναίο άντρα

να μην ξεχνάει τ’ άδικο; Μίλησε κόρη μου:

δεν τον ενοιάζει αν κλαις. Εσύ παιδάκι, μίλησε:

μπορεί το παιδικό σου κλάμα να το συγκινήσει

περσότερο απ’ τη λογική μας. Δεν είναι άλλος

στον κόσμο πιο υποχρεωμένος στη μητέρα του·

κι όμως μ’ αφήνει εδώ να λέω σα φασουλής.

Δεν έδειξες ποτέ όσο ζεις στην ακριβή μητέρα

σου ούτε τόση καλοσύνη… […] Πες πως το αίτημά μου

δεν είναι δίκιο και σπιρούνισέ με πίσω:

μ’ αν είναι δίκιο, τότε εσύ δεν είσαι τίμιος

και θα σε τιμωρήσουν οι θεοί που αρνιέσαι

το χρέος σου σε μένα που’ ναι χρέος στη μάνα.

Γυρίζει αλλού. Γυναίκες, γονατίστε χάμω,

να τον ντροπιάσουμε. Το «Κοριολανός»

έχει περφάνια πιο πολύ, παρά συμπόνοια

στα παρακάλια μας. Στα γόνατα και τέλος·

τίποτα πια· και να γυρίσουμε στη Ρώμη

για να πεθάνουμε μαζί με τους γειτόνους μας.

Ε, όχι, κοίταξέ μας. Το παιδί που δεν μπορεί να ειπεί

κείνο που θα ’θελε, όπως γονατίζει και σηκώνει

τα χέρια του από συναδερφοσύνη, αυτό’ ναι

για το αίτημά μας δυνατότερο επιχείρημα

’πό τα δικά σου για ν’ αρνιέσαι. Ελάτε πάμε:

μητέρα του έχει Βόλσκα τούτος· η γυναίκα του είναι

στην Κοριόλη και τυχαία του μοιάζει ο γιος του.

Ε, διώξε μας: εγώ σωπαίνω ώσπου να ιδώ

τη Ρώμη μας στις φλόγες. Τότε θα μιλήσω,

κάτι να ειπώ. 

 

Κοριολανός (της πιάνει το χέρι χωρίς να μιλάει για λίγο)

Μητέρα μου, μητέρα! Τι έκανες; Για δες,

ανοίγει ο ουρανός, οι θεοί κοιτάζουν κάτω

και με την τερατώδη αυτή σκηνή γελάν.

Μητέρα μου, ω μητέρα! Κέρδισες μια νίκη

εύκολη για τη Ρώμη· μα για το παιδί σου,

ω πίστεψέ το, πίστεψέ το, αυτή σου η νίκη

θα’ ναι καταστροφή, ίσως κι ο θάνατός του…»[33].      

 

Η ρητορική της Βολουμνίας, αν και προϊόν απόγνωσης – ή ίσως ακριβώς γι’ αυτό – είναι απαστράπτουσα. Αντικατοπτρίζει την περιπέτεια αλλά και το μεγαλείο της ύπαρξης. Οι συλλογισμοί παρατίθενται οργανωμένοι. Οι προκείμενες οδηγούν κατά τρόπο επαγωγικό σε εύλογα ή και ευλογοφανή συμπεράσματα. Δε διστάζει να μετέλθει και τα σοφίσματα κατά περίπτωση («Αν η χάρη που σου ζητάμε…τότε να καταδικάσεις πρέπει εμάς»). Κατορθώνει να κεντρίσει τη φιλοτιμία και το αίσθημα ευθύνης του κεντρικού ήρωα. Ως μητέρα γνωρίζει άριστα την ψυχολογία του γιου της και τον χειραγωγεί ανάλογα. Διαισθάνεται ότι η ενοχή θα κάμψει τελικά την υπερτροφική του φιλοδοξία. Πράγματι ο Κοριολανός παραδίδεται αμαχητί, αν και γνωρίζει ότι το μέλλον του προδιαγράφεται δυσοίωνο. Ο Σαίξπηρ θα προσδώσει στο ρόλο του Κοριολανού τραγικό μεγαλείο. Η πτώση του ήρωα προμηνύεται παταγώδης. Η μεγαλαυχία και η ματαιοδοξία θα τιμωρηθούν. Το συλλογικό αίτημα υπερκερνά την όποια ατομική παθογένεια.

Ο Μάρκιος εν κατακλείδι ήταν ένας απλοϊκός και πρωτόγονος στρατιώτης, ένας ανεπιτήδευτα θυμοειδής χαρακτήρας. Ο Αλκιβιάδης, όντας καλλιεργημένος, υπήρξε συνειδητά κακοήθης και ανειλικρινής. Άλλωστε η θελκτική προσωπικότητα δεν εξοβελίζει  κατ’ ανάγκη τη φυσική πανουργία. Ο άνθρωπος αυτός είχε έμφυτο ναρκισσισμό, λάτρευε ανήκεστα την αυτοεικόνα του. Ο πρώτος καταδικάστηκε από τους συμπολίτες του ενώ ήταν παρών στη Ρώμη και κατόπιν εξοντώθηκε από τους Βόλσκους. Ο δεύτερος επέλεξε να φυγαδευτεί στο αντίπαλο στρατόπεδο και καταδικάστηκε ερήμην[34].

Μαριούπολη, Ουκρανία Μάρτιος 2022

Τα κλασικά κείμενα, καθώς «συνομιλούν» εν προκειμένῳ, καταθέτουν μία σπουδή πάνω στην ανθρώπινη νοοτροπία, όταν δοκιμάζεται στην άσκηση της εξουσίας. Καταγράφουν τη μικρονοϊκότητα, την εμπάθεια, τις ψυχικούς κραδασμούς. Στην αγυρτεία συχνά προσάπτεται η ανακολουθία και η φαυλότητα. Ο ηγέτης καταρχάς οφείλει να είναι αξιόπιστος· να έχει ηθική ακεραιότητα και να χαρακτηρίζεται από συνέπεια λόγων και έργων· να λαμβάνει πρωτοβουλίες και να πληρώνει το τίμημα άστοχων επιλογών· να διαθέτει αυτοπεποίθηση και υψηλή αυτοεκτίμηση, όχι όμως αλαζονεία· να διαθέτει κύρος και σοβαρότητα και να είναι σταθερός· να διαθέτει στιβαρότητα και αυτοπειθαρχία στην προσωπική του ζωή· να προτάσσεται τελικά ως αρχετυπικό μοντέλο. Στην παρούσα περίπτωση όμως σκιαγραφείται το ηγετικό αντιπρότυπο.  Τα βιογραφούμενα πρόσωπα χάνουν την αίσθηση του μέτρου, τυφλωμένα από τα πάθη και τις εμμονές τους. Η ισορροπία διαταράσσεται. Καταλήγουν δυστυχείς υπάρξεις, με άδοξο τέλος, επειδή ακριβώς δε διαθέτουν τον προσήκοντα αυτοσεβασμό.

[1]               Θουκυδίδης «στορίαι», Βιβλίο 6, Κεφ. 15, Έκδοση Οξφόρδης. Αξιοποιείται η υποδειγματική μετάφραση της Έλλης Λαμπρίδη.

[2]               Θουκυδίδης, ό.π, 6, 9–14.

[3]               Θουκυδίδης, ό.π, 6, 16–18.

[4]              Θουκυδίδης, ό.π, 6, 24.

[5]               Θουκυδίδης, ό.π, 6, 31, 2.

[6]              Θουκυδίδης, ό.π, 6, 31, 4.

[7]               Οι πεποιθήσεις αυτές του Θουκυδίδη (ό.π, 6, 31) παραπέμπουν άμεσα στα όσα ο ίδιος είχε επισημάνει στο προοίμιο του έργου του (ό.π, 1, 1): «τεκμαι­ρόμενος ὅτι ἀκμάζοντές τε ᾖσαν ἐς αὐτὸν ἀμφότεροι παρασκευῇ τῇ πάσῃ καὶ τὸ ἄλλο Ἑλληνικὸν ὁρῶν ξυνιστάμενον πρὸς ἑκατέρους, τὸ μὲν εὐθύς, τὸ δὲ καὶ διανοούμενον»[= Το συμπέρανα αυτό από το ότι και τα δύο μέρη (Αθηναίοι και Λακεδαιμόνιοι) μπήκαν στον πόλεμο εφοδιασμένοι με όλα τα υλικά μέσα, και βλέποντας πως όλες οι άλλες ελληνικές πολιτείες πήγαν με το ένα μέρος ή το άλλο, μερικές από μιας αρχής και οι άλλες το συλλογίζονταν και το είχαν σκοπό]. Ήδη από την περίοδο του Θεμιστοκλή η Αθήνα είχε αρχίσει να διαμορφώνει ένα είδος δυτικής πολιτικής (west politik). Η Σικελία, ακόμη και η ίδια η Καρχηδόνα, παρουσίαζαν εξαιρετικό ενδιαφέρον· συνιστούσαν μία ευοίωνη, αν και νεφελώδη, υπόσχεση. Ο σχεδιασμός και η υλοποίηση του πλάνου για αποικιακή επέκταση προς τη δύση συνάδει απόλυτα με τον αθηναϊκό ιμπεριαλισμό της ακμής. Ο τραγικός επίλογος της σικελικής εκστρατείας για τους Αθηναίους θα επισφραγίσει άδοξα αυτήν την επιδίωξη. Πάντως η θλιβερή κατάληξη θα αποδοθεί μεταξύ άλλων και με την προσφιλή για το ύφος του ιστορικού μέθοδο της αναλογικότητας: «Παραπλήσια ἐπεπόνθεσαν (ενν. οι Αθηναίοι στη Σικελία) καὶ ἔδρασαν ἐν Πύλῳ» [= οι Αθηναίοι είχαν πάθει παρόμοια με όσα οι ίδιοι έπραξαν στην Πύλο] (ό.π, 7, 71). Λεκτικά το σημασιολογικό βάρος εντοπίζεται εδώ στον παραβολικό σύνδεσμο κα.

[8]              Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν ο διάλογος Αθηναίων και Μηλίων (ό.π, 5, 84–116) καθώς και οι δημηγορίες του Ευφήμου και του Ερμοκράτη στην Καμάρινα της Σικελίας (ό.π 6, 75–88). Και στις δύο περιπτώσεις ο ιστορικός υιοθετεί τα δομικά στοιχεία και τα εκφραστικά μέσα τόσο της σοφιστικής ρητορείας όσο και του δράματος. Αφενός ο διάλογος των Μηλίων παραπέμπει στον αγώνα λόγων και στις συγκρουσιακές λαβές και αντιλαβές της τραγωδίας. Αφετέρου η δημηγορία του Ευφήμου αποτελεί ένα αυστηρά τεκμηριωμένο θεώρημα εφαρμογής των «δισσῶν λόγων» στην πολιτική επιχειρηματολογία. Πρβλ σχετικά Jacqueline de Romilly (1988) «Ιστορία και λόγος στο Θουκυδίδη», ΜΙΕΤ, Αθήνα, σ. 185, ιδίως σ. 215 κε, Βασική αρχή των αντιλογιών και προπάντων γ) Η αριθμητική των συλλογισμών στο Θουκυδίδη.

[9]              Ο ιστορικός εδώ αναφέρεται ειδικότερα στην ολοσχερή καταστροφή των Αθηναίων στη Σικελία το 413 και όχι ασφαλώς στο άδοξο τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου το 404 πΧ. Ο Θουκυδίδης υπαινίσσεται ότι ενδεχομένως η συμφορά θα είχε αποτραπεί για τους Αθηναίους, εάν ο Αλκιβιάδης δεν καταδικαζόταν ερήμην μετά την κοπή των ερμαϊκών στηλών αλλά παρέμενε στην Αθήνα και εξακολουθούσε να διευθύνει τη σικελική εκστρατεία. Το σχήμα λιτότητας (οὐχ ἥκιστα) υπογραμμίζει δραματικά το μέγεθος των δεινών που επακολούθησαν. Ακριβώς την ίδια εποχή, στα 415, ο Ευριπίδης θα παρουσιάσει τις «Τρωάδες». Ο σπαραγμός των αιχμάλωτων γυναικών της κατακτημένης Τροίας, ιδίως στο πρώτο στάσιμο της τραγωδίας, αναπαράγει το ταραγμένο πολιτικό κλίμα, που βίωναν τότε οι Αθηναίοι. Το έργο με ελεγειακό ύφος αποδίδει πιστά τη ρητορική του πένθους, της βίας και της προσφυγιάς.

[10]             Το μέσο ημερομίσθιο ενός εργαζομένου αυτήν την εποχή, στο τέλος δηλαδή του 5ου αιώνα, εκτιμάται ότι ανερχόταν στη μία ασημένια αττική δραχμή. Πρβλ. Α. Γεωργοπαπαδάκος (1982) «Θουκυδίδη Ιστορία – Τα κυριότερα μέρη από το έργο», Τόμος Δεύτερος, Μαλλιάρης – Παιδεία, Θεσσαλονίκη.

[11]              Ο Finley εκτιμά ορθά ότι «Σε αντίθεση με το Νικία που ήταν προϊόν της εποχής του Περικλή, ο Αλκιβιάδης ανήκε στη γενιά που είχε μεγαλώσει μες στον πόλεμο και οι ιδιαίτερες αδυναμίες του πρέπει εν μέρει να εξηγηθούν απ’ αυτό το γεγονός». Ο Θουκυδίδης θα αποδώσει πειστικά και ανάγλυφα το κλίμα της εποχής. Πρβλ. John Finley (1997) «Θουκυδίδης», Παπαδήμας, Αθήνα, σ. 226 κε. Η Jacqueline de Romilly (2007) «Αλκιβιάδης», Το Άστυ, Αθήνα θα αποφανθεί ότι τελικά όλη η ζωή του ήταν μια αδιάκοπη περιπέτεια, με απίθανες ενέργειες, χαοτικές εναλλαγές δόξας και αμαύρωσης, θάρρους και φαυλότητας, που την έκαναν σχεδόν μυθική.  Αυτός ο ωραίος και τολμηρός νέος, με κηδεμόνα τον Περικλή και δάσκαλο τον Σωκράτη, βρέθηκε στο επίκεντρο της αθηναϊκής ζωής στα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Γοήτευε τους πάντες σχεδόν με τα χαρίσματα, το θράσος, τα σκάνδαλά του. Όλοι τον θαύμαζαν και του συγχωρούσαν τα πάντα…

[12]              Το ς στην αιτιολογική μετοχή προσδίδει ευδιάκριτη υποκειμενικότητα. Προφανώς ο Θουκυδίδης στέκεται εφεκτικά απέναντι στο γεγονός που αναφέρει. Το ίδιο θα επισημάνει και ο Πλούταρχος (βλ. εν συνεχείᾳ «Βίος  Ἀλκιβιάδου», Κεφάλαιο 35): «Αὐτὸς μὲν οὖν ἐκεῖνος ἣν εἶχε διάνοιαν περὶ τῆς τυραννίδος ἄδηλόν ἐστιν» [= Ο ίδιος δε φανέρωνε σκέψεις για τυραννίδα…].

[13]              Πλούταρχος «Βίοι παράλληλοι: Γάιος Μάρκιος – Αλκιβιάδης», Μτφρ. Μιχάλης Μερακλής, Σειρά «Οι Έλληνες» 151, Εκδ. Κάκτος – Οδυσσέας Χατζόπουλος, Αθήνα 1993.

[14]             Αυτήν του την πρόθεση θα τη διευκρινίσει αιτιοκρατικά ο συγγραφέας ήδη από τα πρώτα κεφάλαια της βιογραφίας του Αθηναίου στρατηγού. Συγκεκριμένα θα τονίσει ότι «Τ δ θος ατο πολλς μν στερον, ς εκς ν πράγμασι μεγάλοις κα τύχαις πολυτρόποις, νομοιότητας πρς ατ κα μεταβολς πεδείξατο. φύσει δ πολλν ντων κα μεγάλων παθν ν ατ, τ φιλόνεικον σχυρότατον ν κα τ φιλόπρωτον, ς δλόν στι τος παιδικος πομνημονεύμασιν».(ό.π, κεφάλαιο 2) [= Ο χαρακτήρας του παρουσίασε αργότερα, όταν βρέθηκε σε μεγάλες περιπέτειες και πολύτροπες αντιξοότητες, πολλές ανισότητες και αντινομίες· και αυτό ήταν τότε ίσως επόμενο. Αλλά εκ φύσεως είχε μέσα του πολλά και μεγάλα πάθη. Πιο ισχυρό από όλα ήταν ωστόσο το πάθος της κυριαρχίας και της εξουσίας, όπως φαίνεται και από τα ανέκδοτα που διηγούνται για αυτόν από την παιδική του ηλικία]. Ο Αλκιβιάδης ήταν ιδιαίτερα φιλόδοξος και επιδίωκε πάντα τη διακεκριμένη καταξίωση.

[15]              Πλούταρχος, «Αλκιβιάδης», ό.π, κεφάλαιο 11.

[16]             Ο Πλούταρχος (50 έως 120 μΧ περίπου) ζει στην εποχή, όπου η humanitas και η pietas συνθέτουν το ιδεώδες για τη χρηστή διοίκηση της αυτοκρατορίας. Η επιείκεια, η μετριοπάθεια και ο ανθρωπισμός αντανακλούν ιδεολογικό μετείκασμα. Ασφαλώς εδώ πρόκειται για ειρωνεία. Η αναλγησία των Αθηναίων απέναντι στους Μήλιους αιχμαλώτους, εμπερικλείει με όρους δραματικούς, όλα τα συστατικά της ύβρεως.

[17]              Πλούταρχος, «Αλκιβιάδης», ό.π, κεφάλαιο 16.

[18]             Πλούταρχος, «Αλκιβιάδης», ό.π, κεφάλαιο 34.

[19]             Πλούταρχος, «Γάιος Μάρκιος» ό.π, κεφάλαιο 6.

[20]             Πλούταρχος, Γάιος Μάρκιος ό.π, κεφάλαιο 6. Στην κλασική γραμματεία η χρήση των μυθικών ιστοριών με παραβολικό χαρακτήρα είναι συνήθης. Πρβλ. επί παραδείγματι τον «Πρωταγόρα» ή την αλληγορία του σπηλαίου στον Πλάτωνα. Στην προκειμένη περίπτωση προκαλεί αίσθηση ένα απόσπασμα από τα «Ἀπομνημονεύματα» του Ξενοφώντα (2, 7, 13–14) με ομόσημη θεματική: «Φασὶν, ὅτε φωνήεντα ἦν τὰ ζῶα, τὴν οἶν πρὸς τὸν δεσπότην εἰπεῖν: «Θαυμαστὸν ποιεῖς, ὅς ἡμῖν μὲν ταῖς καὶ ἔριά σοι καὶ ἄρνας καὶ τυρὸν παρεχούσαις οὐδὲν δίδως, ὅ,τι ἄν μὴ ἐκ τῆς γῆς λάβωμεν∙ τῷ δὲ κυνὶ, ὅς οὐδὲν τοιοῦτόν σοι παρέχει, μεταδίδῳς οὗπερ αὐτὸς ἐχεις σίτου». Φασὶν τὸν κύνα οὖν ἀκούσαντα εἰπεῖν: «Ναὶ μα Δία∙ ἐγὼ γάρ εἰμι ὁ καὶ ὑμᾶς αὐτὰς σώζων, ὥστε μήτε ὑπ’ ἀνθρώπου κλέπτεσθαι, μήτε ὑπὸ λύκων ἁρπάζεσθαι∙ ἐπεὶ ὑμεῖς γε, εἰ μὴ ἐγὼ προφυλάττοιμι ὑμᾶς, οὐδ’ ἄν νέμεσθαι δύναισθε, φοβούμεναι μὴ ἀπόλησθε». Οὕτω δή λέγεται καὶ τὰ πρόβατα συγχωρῆσαι τὸν κύνα προτιμᾶσθαι» [=  Λένε πως,  όταν τα ζώα είχαν ανθρώπινη φωνή, είπε η προβατίνα στον τσομπάνο: Κάνεις κάτι παράδοξο, σ’ εμάς, αν και σου προσφέρουμε και μαλλί και αρνιά και τυρί, δε δίνεις τίποτε, (απ’) ό,τι κι αν κάθε φορά πάρουμε από τη γη. Με το σκύλο όμως, αν και τίποτε τέτοιο δε σου προσφέρει, μοιράζεσαι ακόμη και το ψωμί σου. Λένε, λοιπόν, ότι, όταν τα άκουσε αυτά ο σκύλος, τις είπε: Ναι, μα το Δία· γιατί εγώ είμαι αυτός που σας σώζει, ώστε να μη σας κλέβουν οι άνθρωποι και να μη  σας αρπάζουν οι λύκοι. Γιατί εσείς βέβαια, αν εγώ δε σας φυλάω, δε θα μπορείτε ούτε καν να βόσκετε, από το φόβο σας μη σας σκοτώσουν. Κι έτσι λένε ότι τα πρόβατα συμφώνησαν τελικά να έχει πλεονεκτικότερη θέση μέσα στο κοπάδι ο σκύλος].   

[21]              Διακειμενικά το χωρίο αυτό του Πλουτάρχου συσχετίζεται με όσα παρατηρεί ο Αριστοτέλης για τα ήθη των νέων («Ρητορική» 1389 a σε μετάφραση του Δ. Λυπουρλή): «Ομὲν οὖν νέοι τὰ ἤθη εἰσὶν ἐπιθυμητικοί, καὶ οἷοι ποιεῖν ὧν ἂν ἐπιθυμήσωσι. καὶ τῶν περὶ τὸ σῶμα ἐπιθυμιῶν μάλιστα ἀκολουθητικοί εἰσι τῇ περὶ τὰ ἀφροδίσια καὶ ἀκρατεῖς ταύτης, εὐμετάβολοι δὲ καὶ ἁψίκοροι πρὸς τὰς ἐπιθυμίας, καὶ σφόδρα μὲν ἐπιθυμοῦσι ταχέως δὲ παύονται (ὀξεῖαι γὰρ αἱ βουλήσεις καὶ οὐ μεγάλαι, ὥσπερ αἱ τῶν καμνόντων δίψαι καὶ πεῖναι), καὶ θυμικοὶ καὶ ὀξύθυμοι καὶ οἷοι ἀκολουθεῖν τῇ ὀργῇ. καὶ ἥττους εἰσὶ τοῦ θυμοῦ·» [= Οι νέοι λοιπόν – για να μιλήσουμε για τα επιμέρους στοιχεία του χαρακτήρα τους – έχουν έντονες επιθυμίες και είναι άξιοι να κάνουν αυτά που επιθυμούν. Από τις επιθυμίες που σχετίζονται με το σώμα κυνηγούν κατά κύριο λόγο την ερωτική, και δεν έχουν τη δύναμη να ελέγξουν τον εαυτό τους εν σχέσει με αυτήν. Αλλάζουν εύκολα επιθυμίες και τις χορταίνουν γρήγορα: οι επιθυμίες τους είναι σφοδρές, ξεθυμαίνουν όμως γρήγορα γιατί η όρεξή τους για κάτι είναι έντονη, διαρκεί όμως λίγο, όπως ακριβώς η δίψα και η πείνα ―κάθε λίγο και λιγάκι― των αρρώστων. Παραφέρονται εύκολα, είναι ευέξαπτοι και ρέπουν στο να αφήνονται να παρασυρθούν από το θυμό τους. Δεν έχουν τη δύναμη να αντισταθούν στις παρορμήσεις τους·]. 

[22]             Πρβλ. E.R.Dodds (1978) «Οι Έλληνες και το παράλογο», μτφρ. Γ. Γιατρομανωλάκη, Καρδαμίτσας, Αθήνα· ιδίως το κεφάλαιο «Από τον πολιτισμό ντροπής στον πολιτισμό ενοχής», σελ. 41 κε.

[23]          Η ατέρμονη φιλοδοξία προσιδιάζει σε προσωπικότητες με οριακή συμπεριφορά. Σε πλείστες περιπτώσεις, όμως, οδηγεί σε ατοπήματα και εκτροπές ανεξέλεγκτες. Καθώς χάνεται το μέτρο, καταλήγει ίδιον της ύβρεως. Είναι γνωστό, επί παραδείγματι, το περιστατικό που διασώζει ο Πλούταρχος για το διάλογο ανάμεσα στον Αλέξανδρο και τον αβδηρίτη στοχαστή Ανάξαρχο, τον εταίρο του στις στρατιωτικές επιχειρήσεις της ανατολής. Παραδίδεται λοιπόν ότι, σε συζήτησή τους, ο μεγάλος στρατηλάτης αναλύθηκε σε λυγμούς, όταν διαπίστωσε πως ενώ υπάρχουν πολλοί κόσμοι, αυτός δεν κατόρθωσε να κατακτήσει συνολικά ούτε έναν!… Πρβλ Πλούταρχος «’Ηθικά – Περί εθυμίας», 466D: «Τοιαύτην ὁ λογισμὸς εὐκολίαν καὶ μεταβολὴν ἐγγενόμενος ποιεῖ πρὸς ἕκαστον βίον. Ἀλέξανδρος Ἀναξάρχου περὶ κόσμων ἀπειρίας ἀκούων ἐδάκρυε, καὶ τῶν φίλων ἐρωτώντων ὅ τι πέπονθεν, «Οὐκ ἄξιον » ἔφη «δακρύειν, εἰ κόσμων ὄντων ἀπείρων ἑνὸς οὐδέπω κύριοι γεγόναμεν;» Αλλά και για την περίπτωση του Ιούλιου Καίσαρα μαρτυρείται κάτι ανάλογο. Ο ρωμαίος βιογράφος Σουητώνιος αναφέρει πως, όταν κάποτε ο Καίσαρας βρέθηκε στα Γάδειρα της Ισπανίας (το Κάδιθ, τη σημερινή πρωτεύουσα της Ανδαλουσίας), βλέποντας έναν ανδριάντα του Μεγάλου Αλεξάνδρου αναστέναξε απογοητευμένος. Στην αντίστοιχη ηλικία ο Αλέξανδρος είχε κατακτήσει όλον τον κόσμο, ενώ ο ίδιος δεν είχε κάνει μέχρι τότε τίποτε το αξιόλογο… Βλ. σχετικά Suhetonius De vita CaesarumDivus Iulius” § 7. Πρβλ. εν προκειμένω και το εξαιρετικό άρθρο του Alexei J. Zadorojnyi “Stabbed with large pens – Trajectories of literacy in Plutarch’s lives” στο The statesman in Plutarch works , Vol. II, Proceedings of the Sixth International Conference of the international Plutarch society, Nijmegen/Castle Hernen, May 1 – 5, 2002, Brill, Leiden – Boston, 2005. Πιθανόν να πρόκειται για μυθεύματα ή και παραφιλολογία. Πάντα η μυθοποίηση περιβάλλει τους εξέχοντες. Είναι ο στρατηγικός νους, η πολιτική βούληση, το κύρος και η παγκόσμια αναγνώριση, η λάμψη της ηγετικής φυσιογνωμίας. Άλλωστε – και μόνο υπό αυτό το πρίσμα οπτικής – Μέγας Αλέξανδρος ή Ιούλιος Καίσαρας δε θα υπάρξουν ξανά!

[24]             Ο Μερακλής επισημαίνει ότι «ίσως για πρώτη φορά στην πολιτική ιστορία μνημονεύεται ο όρος «αναρχία» με τόση προσέγγιση προς το περιεχόμενο που έλαβε στη νεότερη ιστορία…Στο ίδιο πλέγμα των συλλογισμών του ο Μάρκιος  μνημονεύει, ως παράδειγμα για αποφυγή, τους «κράτιστα δημοκρατουμένους» Έλληνες πιστεύοντας πως η συνύπαρξη και εναρμόνιση αντίρροπων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων είναι αδύνατη. Η πολιτική σωφροσύνη απαιτεί την εξόντωση του ενός από τους δύο ταξικούς αντιπάλους». Πρβλ. Μ. Γ. Μερακλή (1966) «Πλούταρχος ο Χαιρωνεύς. Η ζωή και το έργο του», Παιδαγωγικόν Ινστιτούτον, Επιστημονική Βιβλιοθήκη, 3, Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων, Αθήναι.

[25]             Πλούταρχος, Γάιος Μάρκιος ό.π, κεφάλαιο 16. Το φραστικό παραλήρημα του Μάρκιου με την οργή που εκπέμπει θυμίζει τη φλογερή ρητορεία του Δημοσθένη. Και εκείνος στον επίλογο του λόγου του «Κατὰ ριστογείτονος», § 95 προτρέπει τους πολίτες «δεῖ δὴ πάντας, ὥσπερ οἱ ἱατροί, ὅταν καρκίνον ἤ φαγέδαιναν ἤ τῶν ἀνιάτων τι κακῶν ἴδωσιν, ἀπέκαυσαν ἤ ὅλως ἀπέκοψαν, οὕτω τοῦτο τὸ θηρίον ὑμᾶς ἐξορίσαι, ρῖψαι ἐκ τῆς πόλεως, ἀνελεῖν, μὴ τι παθεῖν, ὅ μητ’ ἰδίᾳ μήτε δημοσίᾳ γένοιτο, ἀλλὰ προευλαβηθέντας» [= πρέπει, λοιπόν όλοι σας, όπως ακριβώς οι γιατροί, όταν δουν καρκίνο ή γάγγραινα ή κάποιο άλλο αθεράπευτο νόσημα, το καυτηριάζουν ή το ακρωτηριάζουν, έτσι και εσείς να εξορίσετε αυτό το θηρίο, να το πετάξετε έξω από την πόλη, να τον σκοτώσετε και να προσέξετε να μην πάθετε κανένα κακό, που θα απευχόσασταν να σας συμβεί είτε στην προσωπική σας ζωή είτε στο δημόσιο βίο].

[26]             Ο Βασίλης Ρώτας αναφερόμενος στην ομώνυμη τραγωδία του Σαίξπηρ θα υπογραμμίσει τη νοσηρή φιλαυτία του Μάρκιου. Τονίζει χαρακτηριστικά: «Είναι τόσο γεμάτος από τον εαυτό του, που ούτε του περνάει καν από το νου πως προσβάλλει όχι μόνο το λαό, που κατάφωρα τον περιφρονεί και τον βρίζει και του κλέβει την ψήφο του, παρά και τους άλλους όλους, ακόμη και τη μητέρα του. Και – το χειρότερο – πεθαίνει αμετανόητος». Βλ. Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (1997) «Κοριολανός», Μτφρ. Βασίλη Ρώτα, Επικαιρότητα, Αθήνα. Πάντως, πέρα από τον Αλκιβιάδη, η περίπτωση του Μάρκιου συνάπτεται ηθικά και με το Θεμιστοκλή. Και εκείνος είχε επιδείξει την αυτή αλαζονική συμπεριφορά.

[27]             Πλούταρχος, «Γάιος Μάρκιος» ό.π, κεφάλαια 34 – 35.

[28]             Ο πάπας Γρηγόριος Α΄ εισήγαγε αυτήν την ταξινόμηση των επτά θανάσιμων ανομημάτων (οκνηρία, αλαζονεία, λαιμαργία, λαγνεία, απληστία, οργή, ζηλοφθονία) τον 6ο αιώνα στο έργο του «Magna Moralia» [Μεγάλα Ηθικά]. Θεωρεί μάλιστα την αλαζονεία ως τη μητέρα όλων των αμαρτιών. Έκτοτε διαπέρασε τη θρησκευτική κουλτούρα του καθολικισμού, με την επικουρία της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Πρβλ τα ομώνυμα εικαστικά έργα του Hieronymus Boss (15ος αιώνας).

[29]             Πλούταρχος, «Γάιος, Μάρκιος» ό.π, κεφάλαιο 36.

[30]             Τίτος Λίβιος «Ab urbe condita» 2, 40. Το απόσπασμα «…ad hostem an ad filium venerimlonga servitus manet» με ελάχιστες τροποποιήσεις και υπό τον τίτλο «Η οργή της μάνας» (Lectio 43) συμπεριλαμβάνεται στο διδακτικό εγχειρίδιο «Λατινικά Λυκείου» (1983) των Μ. Πασχάλη και Γ. Σαββαντίδη, εκδ. ΟΕΔΒ, Αθήνα.

[31]              Βλ. σχετικά και J.P.V.D Baldson (1982) «Ρωμαίες γυναίκες – Η ιστορία και τα έθιμά τους», Μτφρ. Νίκος Πετρόχειλος, ΜΙΕΤ, Αθήνα, σ. 33 κε. Η Σύγκλητος αναγνωρίζοντας την προσφορά των γυναικών στην πατρίδα αποφάσισε έκτοτε την ανέγερση στη Via Latina ενός ναού αφιερωμένου στη Fortuna Muliebris (στη Θεά Τύχη των Γυναικών).

[32]             Σαίξπηρ, Κοριολανός ό.π, σ. 12.

[33]             Σαίξπηρ, Κοριολανός ό.π, Πράξη πέμπτη, Σκηνή τρίτη. Η μετάφραση του Βασίλη Ρώτα, πιστή στο πνεύμα και το γράμμα του πρωτοτύπου, είναι πραγματική αναδημιουργία. Ο σπουδαίος θεατράνθρωπος μετρικά τηρεί το ρυθμό της σαιξπήρειου στίχου.

[34]             Πρβλ. τη σύγκριση ανάμεσα στους δύο άντρες που επιχειρεί ο Πλούταρχος στο τέλος των «Παράλληλων Βίων» του (Κεφάλαια 40–44).

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ