Χιουμοριστικά

«Ααχ! Πόσου του ιπιθυμώ να γένου Βίκτουρας Ουγκώ!» γράφει η γκουστιρίτσα

………………..

 

«Ααχ! Πόσου του ιπιθυμώ να γένου Βίκτουρας Ουγκώ!»

 

Όλνοι σ’ αυτήν τν χώρα
κο, γίνκαν  συγγραφείς!
Γράφν ιδώ, γράφν  ικεί
γέμσεν ου τόπους συγγραφείς!

Ιδιαίτιρα, κο, έφκιασα
μαθήματ’  ίένα σουρό!
Τ’ γλώσσα τν κατέχου
ποιήτρια θα γινώ!

Μάνα μ’, μάνα μ’, μάνα μ’
μι διακατέχ’ μια ουρμή!
Ιμπνιφσθείσα, κο, ισθάνουμι
μι διαπιρνάει τς ποιήσιους η φουνή!

Να, τώρα, κο, ιγω νιώθου
πουλύ πιφουτισμέν’!
Η έμπνευσ’ ήρθι παναθιό μ’
στου κιφάλι μ’ είντιν σφηνουμέν’.

Παίρνου χαρτί κι πένα
απού τ’ φώτισ’ νιώθου αντράλα
είνι αψλά, κο, βλεπς
κι τς ποιήσιους η σκάλα…

Ιγώ θε να τν ανιέβου
κι να ντρασκαλουθώ*
ποιήτρια θα γίνου,
μη γίνου, κο, Σαμπφώ!!

Πόσου μι καμαρώνου!
Ποια μοίρα μι ουρίζ’
που μπόρισα κι πάτσα
σ’ αυτό το μιτιρίζ!

Σκώθκα απ’ τα χαράματα
να δγιω τν ανατουλή
ίσους καμιά ιδέα
καλή μι κατιβεί.

Αχ! Πόσου μι θαυμάζου
κι πόσου φουσκών’ του στήθους!
Είμι ποιήτρια τρανή
μι ταλαντούχους στίχους!

Ω! Νιαι! Του παραδέχουμι
δεν είν αλλαζουνεία.
Η έμπνιφσ’ μι τν έστησι
στην παρακάτ’ γουνία.

Κι ξαμουλνώ στρουφές
άρδην κι ανυπιρθέτους
κο, δεν έχου σταματημό
είμ έτοιμ’ για του έπους!

Σάματ, καλιέ, τι θέλ’
ένας ποιητής τρανός;
Άστρα κο, να γλιέπ’!
Σάμπους λίγα έχ’ ου ουρανός;

Αϊά! Ιγώ, κο, γιατί γλιέπου
άστρα ουλουνυχτίς;
Γιατί, κο, ινώ χασμουριούμι
δεν πέφτου καταής;

Μι απαντώ ιφθέους
χουρίς ενδοιασμό
κο, μι παρουμοιάζου
μι τουν Βίκτουρα  Ουγκώ!

Πωπωπωπω! Πωπωπω!
Κι του μυαλού μ’ είνι λουλό
ιδέις μ’ έρχουντι σουρό!
Πωπωπωπω! Πωπωπω!

Κο, τι να φκιάσου πείτι μι
που ‘μι πουλύ πηγαία
η φαντασία μ’ ουργιάζ’
κ είντιν πολύ ραγδαία!

Γιατί; Γιατί; Γιατί; Γιατί;
Έχου μυαλό σαν αστραπή
Ιδέις μ’ έρχουντι βρουχή
Γιατί; Γιατί; Γιατί; Γιατί;

Μοίρα, γιατί μι έθισις
στουν ιδιών τουν άνθιουν
μοίρα, γιατί μι έταξις
στουν ποιητών του πάνθιον;

Κουράσκα, κο, να ρουτώ
κιρός για να συγγράψου
μι τς στίχους που θα σκαρφιστώ
τν κοινουνία θα αλλάξου!

Κο, τώρα δα μι ήρθαν
κάτ’ στίχ’ φουβιροί
σι σας τς αφιερώνου
καλιέ, είστι τυχιροί!

«Μέσα στου δείλ’ του μαβί
κατέβασα μια τσανάκα!
Σι λιέου μι παλάβουσις
απού μι είπις βλάκα!»

 

  

Μ’ αγάπ’ κι ικτίμησ’ πιρισσί

 εις πάσαν ποιήτρια κι ποιητή!

 

    η  γκουστιρίτσα

 

*να ντρασκαλουθώ*: να πιαστώ

banner-article

Ροη ειδήσεων

Ο Λόμπο