Απόψεις Άρθρα Λογοτεχνία Περισσότερο διαβασμένα

“Η σάκα” γράφει η Γλυκερία Γκρέκου

———-

Γλυκερία Γκρέκου

Εκείνα τα χρόνια, δεκαετία 60’, 70, ήταν χρόνια δύσκολα για τους μεγάλους.

Όμως τα παιδιά σήκωναν παλάτια με τη φαντασία τους και έτσι από τις χαραμάδες έμπαινε λίγο φως, η χαρά έκανε παιχνίδι, με μπάλες  πλαστικές- που με το πρώτο χτύπημα σε καρφί πάθαιναν ‘’ φουιτ ’’ – και τα αγόρια έριχναν ο ένας στον άλλο το φταίξιμο.

Στην πρώτη δημοτικού το πρώτο μέλημα των γονιών ήταν η ποδιά και η σάκα.

Από βιβλιοχαρτοπωλεία αγορασμένη, η σάκα μάς έβαζε επίσημα στην μαθητική ζωή. Ήταν δερμάτινη, ή κάτι που έμοιαζε με δέρμα, με δύο θήκες – μια για τα βιβλία μια για τα τετράδια – και μια θήκη μπροστά που έμπαιναν η κασετίνα και οι ξυλομπογιές.

Έκλεινε με δύο λουράκια αριστερά δεξιά  και μερικές κλείδωναν και με ένα μικρό κλειδάκι, που το φυλάγαμε για να κλειδώνουμε τα διαγωνίσματα ή τις ορθογραφίες που κοκκίνιζαν από τα λάθη.

Κάποιες σάκες ήταν αισθητικά τουλάχιστον ποιοτικά καλύτερες, κάτι που μόνο ένα μάτι ενήλικα μπορούσε να αξιολογήσει. Εν πάση περιπτώσει, η σάκα σε έκανε επίσημα  μαθητή, καλό ή κακό αλλουνού παπά ευαγγέλιο.

Τις ακουμπούσαμε στο πλάι των θρανίων, τις πρώτες μέρες ανοιγοκλείναμε χωρίς λόγο  το κουμπάκι με την κλειδαριά, για να ακούσουμε εκείνο το ΄΄τσακ΄΄ που έκανε το μέταλλο. « Θα χαλάσει η σάκα και δεν έχει άλλη , μ’ αυτή θα βγάλεις το σχολείο!» έλεγε η μάνα και εγώ συμμαζευόμουν για λίγο.

Μια  χρονιά, δεν θυμάμαι πότε ακριβώς, το υπουργείο Παιδείας έδωσε εντολή να αγοραστούν σάκες με λουριά, για να τις μεταφέρουμε στην πλάτη. Κάτι για σκολίωση έλεγαν, εγώ μετά κατάλαβα πως αυτή η λέξη αφορούσε την πλάτη μας και όχι το σκολείο.

Οπότε όλες οι σάκες βρέθηκαν στα χέρια ενός εξαιρετικού υποδηματοποιού της κώμης, εκείνος με τέχνη έραψε δερμάτινα λουριά και όλα καλά, ήμασταν νομοταγείς μαθητές.

Αλλά, θυμάμαι έναν συμμαθητή μου ο οποίος δεν είχε σάκα, δεν μπορούσε προφανώς να αγοράσει σάκα, οπότε τη λύση την έδωσε η μάνα του, ράβοντάς του μια πάνινη, γκρι, υφασμάτινη τσάντα με ένα πάνινο λουρί. Έμπαινε στην τάξη σοβαρός, αγέλαστος, με τα μάτια χαμηλά, ήταν φανερό πως ντρεπόταν για την τσάντα του.

Θυμάμαι πως ο δάσκαλος, ένας δάσκαλος που ενώ γνώριζε από φτώχεια, αγνοούσε την ύπαρξη του μαθητή με την πάνινη τσάντα, ίσως στο πρόσωπό του έβλεπε τον εαυτό του μαθητή. Κι αντί να δείξει την δέουσα κατανόηση, τουναντίον με την αδιαφορία του ‘’ενίσχυε’’ και όλους εμάς να γελάμε με την πάνινη τσάντα.

Το παιδί γνωρίζοντας το ‘’έλλειμμά’’ του σπάνια ύψωνε το βλέμμα γύρω του, μόνο τον πίνακα κοιτούσε και το βιβλίο του.

Τα χρόνια πέρασαν, αφήσαμε το βουνό, κατεβήκαμε σε μεγάλες πολιτείες, σπουδάσαμε ή όχι, μια μέρα συνάντησα εκείνον τον συμμαθητή- επιστήμονα πια- κρατούσε μια δερμάτινη τσάντα, πιάσαμε κουβέντα. Πού και πού σήκωνε το βλέμμα του, η πάνινη τσάντα είχε τσαλακώσει την περηφάνια του, μια σάκα δερμάτινη, που ποτέ δεν κράτησε στην σχολική του ζωή –  με ό,τι σημαίνει αυτό για ένα παιδί- κατάφερε να τον κάνει να μην στυλώνει με ευκολία τα μάτια του. Εκείνη τη μέρα είδα το χρώμα τους.

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ