Η θρησκευτική πολιτική του αυτοκράτορα Ιουστίνου Α΄ (518 – 527): Οι διωγμοί εναντίον των αιρετικών στη διάρκεια της βασιλείας του
Εισαγωγικές επισημάνσεις
Στη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστίνου Α΄ συντελούνται αξιοσημείωτες αλλαγές στην εσωτερική πολιτική του βυζαντινού κράτους, ιδίως σε σχέση με τα εκκλησιαστικά ζητήματα. Πρόκειται για μία σειρά εκκλησιαστικών διευθετήσεων που συνοδεύονται από ανάλογα νομοθετικά διατάγματα και ρυθμίσεις, προκειμένου να παγιωθεί το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα. Η διασφάλιση εξάλλου της θρησκευτικής και πολιτικής ενότητας του κράτους λειτουργεί ως αναγκαία προϋπόθεση για την πραγμάτωση του μεγαλεπήβολου οράματος της reconquista. Η ανασύσταση του ρωμαϊκού imperium εξακολουθεί να προτάσσεται. Ο Ιουστινιανός (527 – 565), ανιψιός του αυτοκράτορα Ιουστίνου και διάδοχός του, θα το υλοποιήσει. Έστω και με βραχύβια ανθεκτικότητα… Έστω και με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα…
Το χάσμα ανάμεσα στην ορθόδοξη κεντρική διοίκηση και τις ανατολικές μονοφυσιτικές επαρχίες της αυτοκρατορίας ευρύνεται. Συνεπώς εντείνεται η προϋπάρχουσα φυλετική, πολιτισμική και εθνική κρίση προδικάζοντας – ως ένα μέτρο – τις μελλοντικές εξελίξεις[1].
Η μελέτη αυτή χωρίζεται συμβατικά σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος παρουσιάζονται οι σημαντικότερες αιρέσεις του 4ου και του 5ου αιώνα, ενώ παράλληλα επισημαίνεται η επίδραση των χριστολογικών ερίδων στη διαμόρφωση της εσωτερικής εκκλησιαστικής πολιτικής, που τήρησε η αυτοκρατορία έως το 518.
Στο δεύτερο μέρος καταβάλλεται προσπάθεια να εξεταστεί η θρησκευτική πολιτική του αυτοκράτορα Ιουστίνου Α΄ (518 – 527). Αφού αναφερθούν συνοπτικά οι ενέργειες εκείνες που επέδρασαν και επέτρεψαν τελικά την εκκλησιαστική επανασύνδεση Κωνσταντινούπολης και Ρώμης, η διερεύνηση εστιάζεται στην τακτική των διωγμών, που υιοθέτησε ο Ιουστίνος κατά τα δύο πρώτα έτη της βασιλείας του, και στην αιτιολόγηση της σκοπιμότητάς της. Καθώς όμως η θρησκευτική νομοθεσία απηχεί τις επίσημες κυβερνητικές θέσεις πάνω στο επίμαχο ζήτημα των αιρέσεων, κρίθηκε αναγκαίο να παρουσιαστούν αναλυτικά τα δύο σημαντικότερα νομοθετικά διατάγματα που θεσπίστηκαν κατ’ αυτό το διάστημα.
Μέρος Α΄
Οι Χριστολογικές έριδες του 4ου και 5ου αιώνα. Η επίδραση των αιρέσεων στη διαμόρφωση της εκκλησιαστικής πολιτικής της αυτοκρατορίας έως την εποχή του Ιουστίνου Α΄
Η ελληνική θεωρητική σκέψη, η οποία πάντοτε έκλινε προς τη φιλοσοφική εμβάθυνση και την ορθολογιστική προσέγγιση των εννοιών, προσπάθησε ήδη από τους πρώτους μετά Χριστό αιώνες να επισημάνει και να διευκρινίσει τις αρχές εκείνες της χριστιανικής διδασκαλίας, που σχετίζονται με την ενανθρώπιση του Κυρίου.
Δύο από τα σημαντικότερα κέντρα της ρωμαϊκής ανατολής, υπήρξαν η Αλεξάνδρεια και η Αντιόχεια, πόλεις με λαμπρή παρουσία στην ανάπτυξη των φιλοσοφικών και θεολογικών σπουδών. Αυτό άλλωστε μαρτυρεί και η ανάδειξη επιφανών ερμηνευτών της Αγίας Γραφής, όπως ήταν ο Κλήμης Αλεξανδρεύς και ο Ωριγένης.
Κατά τον 4ο αιώνα αρχίζει να εδραιώνεται η δογματική διδασκαλία του μονοθεϊστή πρεσβυτέρου της Αλεξάνδρειας, του Άρειου, ο οποίος απέρριπτε την ισότητα μεταξύ Πατρός και Υιού και συνεπώς κατέληγε στην άρνηση της θεότητας του Χριστού. Η Α΄ οικουμενική σύνοδος, που συγκλήθηκε στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325, καταδίκασε τον Αρειανισμό διακηρύσσοντας ταυτόχρονα το ομοούσιο μεταξύ Πατρός και Υιού, το οποίο, ως γνωστό, διατυπώθηκε με σαφήνεια στο Σύμβολο της Πίστεως.
Εντούτοις η επίδραση της αρειανικής αίρεσης παρέμεινε σταθερή και άμεση, εφόσον είχε βρει θερμή και αμέριστη υποστήριξη των αυτοκρατόρων του ανατολικού τμήματος του κράτους Κωνστάντιου (337 – 361) και Βάλη (364 – 378). Η πτώση του Βάλεντα στο πεδίο της μάχης της Αδριανούπολης (9 Αυγούστου 378) σήμανε και την οριστική ήττα του Αρειανισμού.
Η Β΄ οικουμενική σύνοδος, που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη το 381, επικύρωσε το δόγμα της Νικαίας και το συμπλήρωσε καθοριστικά,
προσδίδοντας, με αυτόν τον τρόπο, στη χριστιανική πίστη την οριστική της διατύπωση. Το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα ανακηρύχθηκε επίσημη κρατική θρησκεία, ενώ καταδικάστηκαν και απαγορεύτηκαν τα άλλα δόγματα και οι ομολογίες πίστεως. Μάλιστα ο Θεοδόσιος Α΄, που υπήρξε ένθερμος οπαδός του Συμβόλου της Νικαίας, εξαπέλυσε τρομερούς διωγμούς εναντίον των εθνικών και των ετερόδοξων αιρετικών.
Συνεπώς οι δύο οικουμενικές σύνοδοι του 4ου αιώνα κατόρθωσαν να αποκαταστήσουν την εκκλησιαστική ενότητα, δίνοντας παράλληλα οριστική δογματική απάντηση στο επίμαχο ζήτημα της τέλειας ή μη θεότητας του Χριστού και της θέσης του Αγίου Πνεύματος στην Αγία Τριάδα.
Κατά τον 5ο αιώνα οι δογματικές συζητήσεις των θεολόγων στράφηκαν στο ζήτημα της δυαδικής υπόστασης του Χριστού, καθώς προέκυψε το πρόβλημα της σχέσης ανάμεσα στη θεία και την ανθρώπινη φύση στο πρόσωπο του Κυρίου. Υποστηρίχτηκαν δύο κυρίαρχες απόψεις, οι οποίες απηχούσαν ουσιαστικά δύο κυρίαρχες πνευματικές παραδόσεις. Σύμφωνα με τη διδασκαλία των θεολογικών κύκλων της Αντιόχειας στο πρόσωπο του Χριστού υφίσταντο δύο φύσεις, η θεία και η ανθρώπινη. Η θεότητα είχε επιλέξει τον άνθρωπο Χριστό, που γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία, ως σκεύος (δοχείο) και διάμεσο, στο οποίο θα ενοικούσε («ἳνα ἐνοικήσῃ ἐν αὐτῷ ») και μέσα από το οποίο θα αποκαλυπτόταν στην ανθρωπότητα. Οι οπαδοί της Αντιοχειανής διδασκαλίας πρέσβευαν ότι η ένωση του θείου με τον ανθρώπινο παράγοντα ήταν εξωτερική στην υπόσταση του Χριστού («ἔνωσις κατὰ συνάφειαν») και συνεπώς αποκαλούσαν την Παναγία Χριστοτόκο, δηλαδή μητέρα και γεννήτρια του Θεού[2]. Επρόκειτο για μία ορθολογιστική αντίληψη, που απέρρεε από τη λογική απορία πώς είναι δυνατό η Παναγία, όντας πεπερασμένος άνθρωπος, να γεννήσει τον απέραντο θεό.
Σε αντίθεση προς την ορθολογιστική άποψη της Αντιοχειανής Εκκλησίας ερχόταν η μυστικιστική διδασκαλία των θεολογικών κύκλων της Αλεξάνδρειας, οι οποίοι διακήρυτταν ότι στην υπόσταση του Χριστού ενυπάρχουν συνδεδεμένες η θεία και η ανθρώπινη φύση («δὺο γὰρ φύσεων ἔνωσις γέγονεν») και κατά συνέπεια ότι ο Χριστός είναι Θεάνθρωπος. Ενώ η Χριστολογία της Αντιόχειας δεχόταν ότι ο Χριστός είχε μαρτυρήσει στο σταυρό ως άνθρωπος, οι Αλεξανδρινοί πρέσβευαν ότι «Θεὸς ἐσταυρώθη».
Η άνοδος στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης του Σύρου ιερωμένου Νεστόριου, το 428, εγκαινίασε μία νέα περίοδο δογματικών αντιπαραθέσεων και εκκλησιαστικών συγκρούσεων. Καθώς ο Νεστόριος ήταν φανατικός οπαδός της σχολής της Αντιόχειας, άρχισε να προπαγανδίζει από την υψηλή του θέση την αντιοχειανή χριστολογία. Η στάση του αυτή καταθορύβησε την εκκλησία της Αλεξάνδρειας, ο πατριάρχης της οποίας Κύριλλος (412 – 444) σε συνεργασία με τον πάπα Κελαιστίνο Α΄, διατύπωσε τους περίφημους «αναθεματισμούς» του. Οι θεολόγοι της Αντιόχειας διαμαρτυρήθηκαν έντονα για την ενέργεια αυτή του ποιμενάρχη της Αλεξάνδρειας, επειδή κατά την κρίση τους οι κυρίλλειοι αναθεματισμοί απέδιδαν αιρετικές δοξασίες.
Πάντως είναι γεγονός, όπως υποστηρίζει και ο Γ. Καραγιαννόπουλος, ότι «οι δύο αυτές αντιλήψεις, η ορθολογιστική της Αντιόχειας και η μυστικιστική της Αλεξάνδρειας, παρόλη την κλίση των Βυζαντινών προς τις θεολογικές συζητήσεις και το φανατισμό που τις συνόδευε, δε θα ξέφευγαν ίσως από τα πλαίσια των αντιθέσεων των στενών θεολογικών κύκλων, αν δε συνέβαινε να βρίσκονται επικεφαλής και των δύο αντιθέτων παρατάξεων άνδρες με ισχυρή και αυταρχική προσωπικότητα, ενώ συγχρόνως επικεφαλής της κρατικής εξουσίας άνθρωπος αδύναμος και αναποφάσιστος, όπως ήταν ο Θεοδόσιος Β΄»[3]. Πράγματι, η γνώμη της κρατικής εξουσίας, που αποκτούσε ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα σε τέτοιες κρίσιμες περιστάσεις, ήταν διχασμένη, καθώς ο άβουλος Θεοδόσιος και η αυτοκράτειρα Ευδοκία υποστήριζαν τη νεστοριανική διδασκαλία, ενώ η δυναμική αδελφή του αυτοκράτορα, Πουλχερία, έκλινε προς την αλεξανδρινή χριστολογία.
Τον Ιούνιο του 431 ο Θεοδόσιος συγκάλεσε στην Έφεσο νέα Οικουμενική Σύνοδο, την τρίτη της χριστιανικής εκκλησίας, με σκοπό την εξέταση των αναθεματισμών και την επίλυση των δογματικών διαφορών. Παρόλη την υποστήριξη της κοσμικής εξουσίας, ο Νεστόριος αφορίστηκε τελικά και καθαιρέθηκε από το αξίωμα του, ενώ η διδασκαλία του καταδικάστηκε ως αιρετική.
Η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος, μολονότι δεν κατόρθωσε να εξομαλύνει τις εκκλησιαστικές αναταραχές[4], σήμανε ωστόσο τη συντριπτική νίκη του Πατριαρχείου της Αλεξάνδρειας. Ο Κύριλλος ανακηρύχθηκε ο ουσιαστικός και αδιαφιλονίκητος ηγέτης της ανατολικής εκκλησίας.
Ο διάδοχος του Κυρίλλου όμως, Διόσκουρος (444-451), και ιδιαίτερα ο αρχιμανδρίτης Ευτυχής, που ήταν ο κυριότερος εκπρόσωπος της Αλεξανδρινής παράταξης στην Κωνσταντινούπολη, προχώρησαν πιο πέρα από τις αποφάσεις της Συνόδου, προβαίνοντας σε δογματικές ακρότητες. Στη διδασκαλία τους ισχυρίζονταν ότι μετά την ενσάρκωση η ανθρώπινη φύση του Χριστού απορροφήθηκε εντελώς από τη θεία. Κατά συνέπεια, όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο Ostrogorsky : «στην άμυνα εναντίον της νεστοριανικής κακοδοξίας, γεννήθηκε η μονοφυσιτική αίρεση[5]».
Η σύνοδος των ενδημούντων επισκόπων («ενδημούσα σύνοδος») που συνήλθε στην πρωτεύουσα το 448 υπό την προεδρία του πατριάρχη Φλαβιανού, καταδίκασε τον Ευτυχή ως αιρετικό[6]. Στην καταδικαστική απόφαση συνέβαλε ουσιαστικά και ο πάπας Λέων Α΄ (440-461), ο οποίος έσπευσε να αναθεματίσει το Διόσκουρο, τον Ευτυχή, τον Κύριλλο και όλη την Αλεξανδρινή Χριστολογία. Στην ογκώδη επιστολή του προς τη σύνοδο, τη γνωστή ως «Τόμο του Λέοντος», ο πάπας διετύπωνε την ερμηνεία του, σύμφωνα με την οποία οι δύο φύσεις του Χριστού παρέμεναν ασίγητες και αδιαίρετες, ακόμη και μετά την ενανθρώπισή Του.
Τον Αύγουστο του 449 ο Διόσκουρος με την υποστήριξη του αυτοκράτορα συγκάλεσε στην Έφεσο νέα, παράτυπη σύνοδο. Η σύνοδος αυτή, που ονομάστηκε «ληστρική», εξαιτίας των ταραχών και του κλίματος βίας και τρομοκρατίας που επικράτησαν κατά τη διάρκεια των εργασιών της, κατόρθωσε να απαλλάξει τον Ευτυχή από το ανάθεμα διακηρύσσοντας ταυτόχρονα μία μονοφυσιτική ομολογία πίστης. Η αυθαίρετη επιβολή ενός αιρετικού δόγματος ως επίσημης κρατικής θρησκείας σε συνδυασμό με την αντιφατική και ανακόλουθη, κυβερνητική πολιτική δημιούργησαν έκρυθμη κατάσταση και προκάλεσαν τις οξύτατες αντιδράσεις του ορθόδοξου κλήρου και του λαού.
———————————–
Σημείωση Φαρέτρας: Το 1ο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ
Το 2ο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ
Το 3ο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ
Το 4ο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ
Το 5ο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ
Το 7ο από τα δέκα μέρη της εργασίας θα αναρτηθεί την ερχόμενη Κυριακή 6 Ιουνίου.
————————
[1] Βλ. σχετικά το γενικό σχολιασμό που επιχειρεί ο Ζακυθηνός, σσ.65 – 66 : «Κατά τα τέλη του πέμπτου και τας αρχάς του έκτου αιώνος η ειρήνη της εκκλησίας είχε επικινδύνως διασαλευτεί. Ο φανατισμός των πολιτικών και των εκκλησιαστικών ηγετών, η ανάμειξις εις τας αντιθέσεις του ταραχώδους πλήθους των μοναχών της πρωτευούσης της Συρίας και της Αιγύπτου, ο ανταγωνισμός των μεγάλων αστικών και πολιτιστικών κέντρων της Ανατολής, τέλος αι επαναστάσεις αίτινες εξεμεταλλεύοντο τας δογματικάς διαμάχας, ως σύμβολα πολιτικών αγώνων, πάντα ταύτα εδημιούργουν εν τω κορμώ της αυτοκρατορίας βαθύτατα ρήγματα. Εν Συρία και εν Αιγύπτω τα σύμβολα των θρησκευτικών αγώνων μετεβάλλοντο εις εμβλήματα εθνικής αντιστάσεως, ούτω δε οι πληθυσμοί παρεσκευάζοντο, ίνα δεχθώσιν εις απαλλοτρίωσιν, την αλλαγήν κυριαρχίας».
[2] Βλ. Χριστοφιλοπούλου σ. 208, όπου αναφέρεται ότι «ο επικεφαλής της σχολής της Αντιοχείας Θεόδωρος, επίσκοπος της Κιλικικής Μοψουεστίας, εθεώρει την Παναγίαν “Χριστοτόκον τῇ φύσει, Θεοτόκον τῇ ἀναφορᾷ” , ένας άλλος δε πρεσβύτερος εξ Αντιοχείας Αναστάσιος ονόματι “καὶ ποτ’ ἐπ’ ἐκκλησίας διδάσκων ἔφη Θεοτόκον τὴν Μαρίαν καλείτω μηδείς. Μαρία γὰρ ἄνθρωπος ἦν. Ἀπὸ ἀνθρώπου δὲ τεχθῆναι θεὸν ἀδύνατον».
[3] Καραγιαννόπουλος, σσ 34 – 35
[4] Η αναπότρεπτη ήττα και καταδίκη του Νεστοριανισμού από τη Γ΄ οικουμενική σύνοδο δε σήμανε παράλληλα και την οριστική του εξάλειψη. Στη Συρία, που υπήρξε το κέντρο ανάπτυξης και διάδοσης της νεστοριανικής διδασκαλίας, ήταν επόμενο να ασκηθούν οι μεγαλύτερες πιέσεις και να εφαρμοστούν τα σκληρότερα μέτρα της κυβερνητικής, εκκλησιαστικής πολιτικής. Οι οπαδοί της νέας αίρεσης, κληρικοί και λαϊκοί, κάτω από το βάρος των αμείλικτων διωγμών, που είχαν εξαπολυθεί εναντίον τους, κατέφυγαν προς τα ανατολικά, σε περιοχές απόμακρες από το ορθόδοξο διοικητικό κέντρο. Μερικοί μάλιστα ζήτησαν άσυλο στο Περσικό βασίλειο, όπου ίδρυσαν αργότερα και θεολογική σχολή στη Νίσιβη. Σύμφωνα με τη Χριστοφιλοπούλου, σελ. 211 : «Η ενέργεια αύτη των Σύρων νεστοριανών εθεωρήθη εχθρική προς το Βυζάντιο και δια τούτο ούτοι επέτυχον την ανοχήν, αν μη την υποστήριξιν των Περσών». Πρβλ και την αντίστοιχη άποψη, που διατυπώνεται στην Cambridge MV, τ.1, σσ 518-519 : «Christians in Persia enjoyed peace and patronage with intermittent persecutions, under the great kings of the Sassanid empire…». Επίσης όσον αφορά στην ανάπτυξη της σχολής της Νίσιβης : «In this city a very flourishing school was founded, in which the works of the great Antiochene doctors, Diodorus of Tarsus and Theodore of Mopsuestia, might be studied in peace and where even the memory of Nestorius himself was honoured». Τέλος, παρουσιάζει ενδιαφέρον και πληροφορία ότι, εκτός από τη σχολή της Νίσιβης, είχε ιδρυθεί ακόμη μία νεστοριανική σχολή στη Σελεύκεια, η εντυπωσιακή δραστηριότητα της οποίας είχε εκταθεί ως την Ινδία και είχε γίνει αισθητή ακόμη και στην Κίνα!
[5] Ostrogorsky, τ. Α, σ. 121.
[6] Η ενδημούσα σύνοδος του 448 καταδίκασε απερίφραστα τον Ευτυχή, επειδή θεωρήθηκε ότι ο αντινεστοριανικός του ζήλος, προσέγγιζε επικίνδυνα τη μονοφυσιτική αίρεση του Απολλινάριου. Σχετικά με το δόγμα αυτής της αίρεσης βλ. Bury, σ.189 «Apollinaris explained the nature on this wise: The nature of a human individual, he said, consists of body, soul and spirit; the nature of the divine man consists of body, soul and logos. Logos not spirit implies free will and thereby the possibility of change».