Ιστορία

Η προσωπική μαρτυρία του λιτοχωρινού λόγιου και Λυκειάρχη Αθανασίου Λασποπούλου για την επανάσταση του 1878 και το Λιτόχωρο

————

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ

Η προσωπική μαρτυρία και η κατάθεση ψυχής

του λιτοχωρινού λόγιου και Λυκειάρχη

Αθανασίου Λασποπούλου για την επανάσταση

του 1878 και το Λιτόχωρο

Επιμέλεια
Σωτηρίου Δ. Μασταγκά

 

 

ΟΛΥΜΠΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΤΟΙΚΟΙ ΑΥΤΟΥ

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΛΥΤΟΧΩΡΟΥ

ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ

Πικράν ελάβομεν πείραν και υπέστημεν τα βάρη τής από της γεννετείρας γης απομακρύνσεως μετά την ατυχή εν Ολύμπω τελευταίαν επανάστασιν˙ η 3η Μαρ­­­τίου του 1878 υπήρξε διά το Λυτόχωρον όσον με­­­γάλη και ιστορική, τοσούτον αποφράς και κακοδαί­­μων ημέρα˙ αντί ελυθερίας και αναστάσεως, ήν προ­­­­εκή­ρυξαν οι εξελθόντες τότε ελευθερωταί, δεν εβρά­­δυνε να ενθρονισθή και αύθις ζυγός βαρύς εκεί, έν­θα αείποτε ο βίος παρέμεινεν ελεύθερος, και να επ­ι­­κα­­­θήση κατάπτωσις και δυστυχία εκεί, ένθα η φιλο­πο­νία και το φιλοπρόοδον των κατοίκων απε­τέ­λουν εν τη σμικρότητι του πλούτου και τη εξασκήσει της εγ­χω­­ρίου βιομηχανίας τοιαύτην την κοινωνίαν, ώστε και οι ευτυχήσαντες τότε να επισκεφθώσι την μικράν αλλ’ ανθηροτάτην ταύτην κωμόπολιν, απεκάλεσαν αυ­τήν φυσικόν προμαχώνα και του Ολύμπου Νεά­πο­λιν.

Βράζων από θυμού από στιγμής εις στιγμήν ανέ­με­νε την κατάλληλον ημέραν εν Κατερίνη ο Ασσάφ Πασσάς, ίνα επιτεθή κατά του δυστυχούς Λυτοχώρου και μεταφέρη εκεί την πανωλεθρίαν και ενσπείρη τον φόβον, εν ώ οι της ελευθερίας πρόμαχοι και των κα­λών προστάται διεπληκτίζοντο περί την Τόχοβαν και πε­ρί όνου σκιάς εμάχοντο, αποχαιρετήσαντες το Λυ­τό­χωρον και εγκαταλείψαντες αυτό εις την τύχην του˙ καλοί τινες μόνον νέοι και οι εναπομείναντες εγχώ­ριοι οπλίται συνεσπειρώθησαν περί τα κατασκευ­ασθέντα προχώματα και μετά καρτερίας ανέ­μενον τον επικείμενον κίνδυνον˙ αλλ’ ο Ασσάφ Πασ­σάς μαθών παρά των κατασκόπων αυτού τα γενό­με­να και ηγούμενος εξακισχιλίων δεδοκιμασμένων μαχη­τών πεζών και ενός λόχου ιππικού φοβερών Κιρκα­σίων, οίτινες είχον καταστή μάστιξ και αληθής ερή­μω­σις εις τον τόπον από δεκαετίας περίπου, ήλαυνεν από Κατερίνης ως εις μάχην και φθάσας προ του σκιε­ρού δένδρου του Πετσάβα, εις ημισείας περίπου ώρας από Λυτοχώρου απόστασιν, έστη και διήρεσεν όλον τον στρατόν του εις τρεις μεγάλας πτέρυγας, χω­ρούσας καθ’ όλην την πεδιάδα του Ξηροκάμπου φα­λαγγηδόν˙ αυτός δε μετά των Κιρκασίων και του απο­­τελούντος το κέντρον στρατού εβάδισεν ευθύ προς το Λυτόχωρον, πέμψας προς τους εν τοις προ­μαχώσιν οπλίτας ιππέα σημαιοφόρον φέροντα εν τη λευκή σημαία προτάσεις υποχωρήσεως, εις ήν απή­ντησαν διά βολής ισχυράς πυροβόλου καταρρίψαντος νεκρόν τον κομιστήν της αισχράς εκείνης προτάσεως. Αι δύο πτέρυγες είχον ήδη καταλάβει τους υπερ­κει­μέ­νους λόφους και καταφθάσει εις το ωρισμένον αυταίς τέρμα. Η Στενούρα και η Τούμπα της γε­φύ­ρας Μίλιου κατελήφθησαν υπό της αγρίας του Ασσάφ στρατιάς˙ ολόκληρος κανονοστοιχία ετοποθε­τή­θη προ του μεγαλοπρεπούς πανοράματος της κω­μο­­­πόλεως και απέναντι της βορειοανατολικής πλευ­ράς κατά την θέσιν «Κατούνια», ως κατά την νοτίαν άκραν κατά την συνοικίαν Δεσπότη.

Τοιαύτην προετοιμάσας την έφοδον διέταξε την πρό­οδον ο των Τούρκων αρχηγός˙ αλλά δεν επτοή­θη­σαν εναντίον τοσούτου όγκου να εξέλθωσιν οι ευά­ριθ­μοι, αλλ’ απέλπιδες πλέον αγωνισταί˙ εκένωσαν πά­ντες τα όπλα των και ηνάγκασαν τον Ασσάφ να σταματήση προ του οχυρού λόφου της Αγ. Μαρίνης, της Ασπρόης, και της εκτενούς σειράς των προμα­χώ­νων εν τη απέναντι αυτής τοποθεσία «αι Σκάλαι». Πολ­λούς είδε προ των ομμάτων του πεσόντας, ούς εθέ­ρισε το καρυοφύλλι και η καραβίνα των ολίγων σταυραετών. Εφαντάσθη προς στιγμήν, ότι είχε τους εν τη Πλεύνη, ως ελέγετο, και γενικήν διέταξε την έφοδον˙ η θέσις ήτο τω όντι οχυρά και στρατη­γι­κω­τάτη, απροσπέλαστος δε τοις εχθροίς, εάν η άμυνα εξη­σφαλίζετο ουχί εις τας χείρας και τα στήθη των υπερτριάκοντα μαχητών, αλλά εις την πατριωτικήν φρο­ντίδα και εργασίαν εκείνων, οίτινες συμβούλια επί συμ­βουλίοις μακράν του Λυτοχώρου ποιούντες, πε­ριέ­μειναν ουχί το σύνθημα της κατά Τοχόβης επι­θέ­σεως, αλλά την μεγάλην λαμπάδα της εκατόμβης του Λυ­τοχώρου, ήτις ουρανομήκης εν μέσαις νύκταις αυτούς μεν εφώτιζε ατίμως φεύγοντας, εις δε τα εν τω Βύθω και ανά τον Όλυμπον διεσπαρμένα γυναι­κό­παιδα προεδήλου την επελθούσαν καταστροφήν και την μέλλουσαν διασποράν και τον καταναγκα­στι­κόν των κατοίκων εκπατρισμόν.

Το Λυτόχωρον εκαίετο ήδη, οι ναοί εβεβηλούντο και διηρπάζοντο, αι οικίαι κατεκρημνίζοντο και απε­τε­φρούντο, το παν απερημούτο! Οι ελευθερωταί ώχο­ντο ήδη, αντί άλλων εαυτούς ελευθερώσαντες από των της μάχης και του πολέμου δεινών, και την προς τας Αθήνας τραπέντες διά του χειμερινού εκείνου πε­ρι­πάτου, του ευλογημένου και ενθουσιαστικού, του εξα­σφα­λίσαντος αυτοίς την άνεσιν και το περί­βλε­πτον και πολυπόθητον μέλλον˙ αλλ’ οι δυστυχείς Λυ­το­χωρίται μόνοι μείναντες, και αυτοί έτι οι αποτελέσαντες το μαχιμώτερον του ανταρτικού στρατού μέ­­ρος, ουδαμόθεν δ’ ελπίζοντες σωτηρίαν και μη δυ­νά­μενοι ν’ αντιστώσιν ούτε προς την δριμύτητα του χει­μώ­νος ούτε προς τας λοιπάς πολλαπλάς υστε­ρή­σεις και κακουχίας, άνευ τινος ελπίδος ηναγκάσθησαν να κατέλθωσιν υπό όρους εις τας εστίας˙ πλην φευ! Εις κοπετούς και εις θρήνους εξερρά­γη­σαν, ιδόντες την παρασπόνδησιν των υπό τον Ασσάφ Πασσά και την επισυμβάσαν πανωλεθρίαν˙ η Deva­station της εν Θεσσαλονίκη ορμούσης Αγγλικής μοί­ρας, Γαλλικόν τι θωρηκτόν, εις ά προσετέθη κατ’ ανάγκην και η οθωμανική φρεγάτα Adrienè μετε­βί­βασαν τας φευγούσας οικογενείας εις Θεσσαλονίκην, ένθα εγκατεστάθησαν μέχρι της εξομαλύνσεως των Ανα­τολικών πραγμάτων, μεθ’ ήν και πάλιν ήρξαντο επα­νακάμπτοντες και ανοικοδομούντες τας πυρποληθεί­σας οικίας των και τροποποιούντες διά της φιλο­πο­νίας και εργασίας τα αναγκαιούντα αυτοίς προς συντήρησιν και αυτοζωΐαν.

Αλλά ξένοι και εν ξένη ζώντες, ως εκ της δυ­στυ­χίας δε οι πολλοί μη δυνάμενοι ν’ αναπτύξωσι τας σχέ­σεις των και να ανακουφισθώσιν, εις μόνην την θέαν του χιονοσκεπούς Ολύμπου επανεπαύοντο, ευρίσκο­ντες ποιάν τινα παρηγορίαν. Ο Όλυμπος, υπε­ρη­φάνως αντιμετωπίζων τον Άθω και την Χαλκιδικήν, συγκοινωνεί διά τετραώρου περίπου πλου μετά της Θεσσαλονίκης, όταν εξ ουρίου τα του Θερμαϊκού Κόλπου διαπερώντα πλοία πλέωσιν. Το πλείστον των κατοίκων περί την ναυτιλίαν ασχολούμενον, πολλάκις ηναγκάζετο να παραλαμβάνη πολλάς των οικογενειών και μεταφέρη εις Λυτόχωρον προς επίσκεψιν του φιλ­τάτου της πατρίδος εδάφους, εν ή εγεννήθησαν και έζησαν˙ αλλά βραχεία ήτο η εν τοις ερειπίοις διαμονή αυτών και επανήρχοντο διά της αυτής οδού εις Θεσσαλονίκην, ένθα οι μεν άνδρες κατεγίνοντο εις τα ίδια αυτών έργα, αι δε γυναίκες ασχολούμεναι εκ των ενόντων εις κατασκευήν των απολύτως ανα­γκαίων επίπλων και ενδυμάτων, συνήρχοντο κατά την πα­ραλίαν, ήν έτι μάλλον επίκραινον διά των δα­κρύων, προερχομένων εκ της μεγάλης αυτών νο­σταλ­γίας, ένεκα της οποίας πολλοί προώρως επεσκέ­φθη­σαν τα νεκροταφεία της Θεσσαλονίκης, ως τελευ­ταίαν κατοικίαν των, και προσεπάθουν να αλληλοπαραμυθώνται ψάλλουσαι ομού και εν τάξει τα εγχώρια άσματα, εν οίς εμφαίνεται η εις τα πάτρια εμμονή, η των ηθών αγνότης και η προς την γεννέτειραν χώραν αφοσίωσις, ως δείκνυται και εκ των επομένων˙

 ——————–

(Της ξενιτιάς)

Βουλιούμαι μια, βουλιούμαι δυο, βουλιούμαι

                                                   τρεις και πέντε.
Βουλιούμαι να ξενιτευθώ, στα ξένα να πααίνω.

                                             

Όσα βουνά κι αν πέρασα, όλα τα παραγγέλω
Βουνά μ’ να μη χιονίσητε, κάμποι μην παχνισθήτε.
Ωσού να πάνω και ναρθώ και πίσω να γυρίσω,
βρίσκω τα χιόνια στα βουνά, τα κρούσταλλα
στους κάμπους.

                                      

Μ’ εγέλασεν η ξενιχτιά, με γέλασαν τα ξένα,

και πιάσα ξέναις αδερφαίς, ξέναις και παραμάναις.

Ξένοι μου πλέν’ τα ρούχα μου, ξένοι και τα

                                                   σκουτχιά μου.

Τα πλένουν μια, τα πλένουν δυο, τα πλένουν

                                                   τρεις και πέντε.

Κι΄από της πέντε κ’ εμπροστά τα ρίχνουν στο σοκάκι.

                                     

Πάρε, ξένε μ’, τα ρούχα σου, πάρε και τα

                                                   σκουτχιά σου,

σύρε πίσω στον τόπο σου και πίσω στη δουλειά σου.

Έχεις μάνα π’ σε καρτερεί, ‘δερφαίς που παντυχαίνουν.

                                      

Ανάθεμά σε ξενιτχιά, με το ζακόνι πώχεις,

πλειότερα είνε τα ντέρτχια σου, πέρι τα διάφορά σου.

Τα παλλικάρια τα καλά, παράκαιρα γυρίζουν,

τα τρώγ’ η λέρα το κορμί και τα φλωριά τη μέση.

Γιατ΄ αγαπούν ταις έμορφαις κι’ αυταίς

                                            ταις μαυρομάταις.

 

(Της αγάπης)

Η αγάπη θέλει φρόνησι, θέλει ταπεινωσύνη.

Όταν διαβαίνης με πολλοί, κάμε πως δεν με βλέπεις,

κι όταν διαβαίνης μοναχός, στάσου κουβέντιασέ με.

Πώς είσ’ αγάπη μ’, πώς περνάς; Στέκα και φίλησέ με.

Βαλαντωμένη μου καρδιά και πικραμένο χείλι

βολαίς με κάμεις και γελώ, βολαίς με κάμεις και κλαίγω

βολαίς με κάμεις και τραγουδώ, βολαίς με βαλαντώνεις.

Κι όποιος ακούε’ πως τραγουδώ, θαρρεί πίκρα δεν έχω.

Μα ‘γω έχω πίκρα στην καρδιά, φαρμάκι έχω στα χείλη.

                                    

Σε ποιον να ‘πω τον πόνο μου, το ντέρτι της

                                                           καρδιάς μου;

Για να το ‘πω τη μάνα, εγώ μάνα δεν έχω.

Για να το ‘πω τον κύρη μου, εγώ κύρην δεν έχω.

Για να το ‘πω τα’ αδέρφχιά μου, εγώ ‘δέρφχια δεν έχω.

Να ‘πω το Γέρο Έλυμπο, χορτάρ’ δεν θα φυτρώση.

Και το χορτάρι που θα ‘βγη, θα εύγη μαραμένο.

                                   

Όσαις μανάδες θα το φαν, ποτέ παιδιά δεν κάμουν.

Να τό τρωγε κι η μάνα μου, μην είχε κάμ’ κ’ εμένα.

Κι αν μέ ‘καμε, τί μ’ ήθελε, κι αν μ’ έχη τί με θέλει;

Μάνα μου, όταν με γέννησες, ένα καλό δεν είδα.

Πικρά με καταράσθηκες, πικρά φαρμακωμένα.

                                      

Ολήμερα στα βάσανα, ολήμερα στα ντέρτχια.

Και την αγάπη π’ αγαπώ, κι’ αυτή με παρατάει.

Δεν έχω στάνη να σταθώ, μέρος για ν’ ακουμπήσω.

 Ήδη μετά τον καθορισμόν του ελληνοτουρκικού ζητή­ματος, οι κάτοικοι ήρξαντο και αύθις να εγκαθίστανται εις την πάτριον χώραν, ανοι­κο­δο­μού­ντες τας εστίας των και επαναφέροντες την προ­τέραν λα­μπρότητα εις την κατερειπωθείσαν και από αν­θηράς εις νεκρόπολιν μεταβληθείσαν κωμόπολιν Λυ­τοχώρου.

                   Α. Λασπόπουλος

 ————————————————–

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Το ανωτέρω κείμενο είναι αρχικά δημοσιευμένο στο εβδομαδιαίο περιοδικό “ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ”, Αριθμός 4/19-12-1882, έτος Β’, τό­­μος τέταρτος, «Εκδιδόμενον υπό Αλεξάνδρου Ι. Ολυ­­­μπίου. Εκ του τυπογραφείου της Ενώσεως, εν Αθήναις». Κάθε τεύχος του περιοδικού είχε 16 σελίδες, διαστάσεων 29 X 21 εκατοστά και το παρόν κείμενο είναι δημοσιευμένο στις σελίδες 59 – 61.

Συγγραφέας είναι μια αξιόλογη φυσιογνωμία, μια μεγάλη προσωπικότητα του Λιτοχώρου, ο λόγιος και Λυ­κειάρχης Αθανάσιος Λασπόπουλος (1858 – 1945). Μεγάλο το εθνικό και πνευματικό ανάστημά του, με ξεχωριστή συμμετοχή στους αγώνες για τη Μακεδονία. Στο παρόν μικρό πόνημα δεν μπορεί να γίνει αναφορά στη ζωή και τη δράση του και στο πλούσιο συγγραφικό και λογοτεχνικό έργο του.

Ο Αθανάσιος Λασπόπουλος ήταν εκ των πρωτα­γω­νιστών της επανάστασης του Ολύμπου και της Μα­κεδονίας το 1878. Έλαβε ενεργό μέρος στην εξέγερση, εκ του σύνεγγυς παρακολούθησε τα γεγονότα και συ­νεπώς το άρθρο του έχει ιστορική αξία λόγω της αυθε­ντικότητας και της βιωματικής μαρτυρίας. Καταγρά­φοντας ο Λασπόπουλος το 1882 τη συνεισφορά του Λι­τοχώρου στην επανάσταση του 1878, ποτίζει με την πένα του το δένδρο της ελευθερίας για να ανθίσει στη χώρα των Μακεδόνων.

Αξιοπρόσεκτη είναι η μικρή ανθολογία δημοτικών τραγουδιών του Λιτοχώρου.

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας