Απόψεις Πολιτισμός

Αριστοτέλης Παπαγεωργίου: “Ανιχνεύοντας το λόγο των γυναικών: από τη Σαπφώ και την Άννα Κομνηνή στην Κική Δημουλά”(2)

Ασπασία Παπαθανασίου και Λυδία Κονιόρδου

Αριστοτέλης Παπαγεωργίου

         Στα περισσότερα από τα κείμενα που εξετάστηκαν η καταπίεση των γυναικών εξεικονίζεται ανάγλυφα. Η αντρική εξουσία παρουσιάζεται αδυσώπητη, ενώ η στερεότυπη αντίληψη για τον κυριαρχικό ρόλο του αρσενικού αναπαράγεται. Οι ίδιες καθηλώνονται άβουλες και ανεύθυνες, υποταγμένες μοιρολατρικά στο πεπρωμένο τους. Ίσως η πιο τραγικά οδυνηρή περίπτωση είναι αυτή της Κλυταιμνήστρας στην τραγωδία του Ευριπίδη. Ο γάμος της με τον Αγαμέμνονα υπήρξε βάναυσος και θεμελιώθηκε πάνω στη βία και τον καταναγκασμό. Η ρήση της είναι αποκαλυπτική: ο Ατρείδης την παντρεύτηκε με ικεσία προς τον πατέρα της, αφού προηγουμένως σκότωσε τον πρώτο σύζυγό της, τον Τάνταλο, και το παιδί της. Συμβιβάστηκε με τη μοίρα της, σύρθηκε στο γάμο με έναν άνθρωπο μισητό και αποτρόπαιο, υπήρξε υποδειγματική σύζυγος και μητέρα[1]. Τώρα συνειδητοποιεί ότι είναι το θύμα μίας φριχτής συμπαιγνίας, καθώς ο σύζυγός της έχει μεθοδεύσει τη θυσία της κόρης τους, Ιφιγένειας. Η πλεκτάνη αποκαλύπτεται και η Κλυταιμνήστρα ξεσπά σε έναν καταιγισμό δίκαιων αιτιάσεων. Ο τραγικός ποιητής απογυμνώνει ηθικά τον Αγαμέμνονα και τον γελοιοποιεί. Αποδεικνύεται η ανερμάτιστη φύση του, ο κίβδηλος συναισθηματισμός, ο αριβισμός και η αρχομανία του[2].

Αθηνά Μαξίμου – Κλυταιμνήστρα, Λένα Παπαληγούρα – Ιφιγένεια και Αιμίλιος Χειλάκης – Αγαμέμνων στην «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», Ηρώδειο, Σεπτέμβριος 2017

Η ηρωίδα μεταβαίνει από την τυφλή υποταγή στην εξέγερση[3]. Οι περισσότερες από τις γυναίκες στο λόγο τους είναι ειλικρινείς. Δε μετέρχονται νόθα τεχνάσματα, για να επιβεβαιωθούν.

Ιωάννης Β΄Κομνηνός και Αυτοκράτειρα Ειρήνη εκατέρωθεν της Παναγίας Βρεφοκρατούσας, Ψηφιδωτό από την Αγία Σοφία, Κωνσταντινούπολη περί το 1118

         Η Άννα Κομνηνή συνιστά αυτοτελώς μία άκρως ενδιαφέρουσα και διαφωτιστική περίπτωση. Η πορφυρογέννητη πριγκίπισσα, πρωτότοκη κόρη του αυτοκράτορα Αλέξιου Κομνηνού και της Ειρήνης Δούκαινας, γεννήθηκε εμποτισμένη με την ιδέα του αυτοκρατορικού ιδεώδους. Εγκολπώθηκε την ύψιστη αξία της κληρονομικής διαδοχής. Η απογοήτευσή της ήταν τεράστια, όταν το τρίτο παιδί του Αλέξιου και της Ειρήνης γεννήθηκε αγόρι (ο μετέπειτα αυτοκράτορας Ιωάννης Κομνηνός) και αυτοδίκαια εξασφάλισε το δικαίωμα της ανάρρησης στο θρόνο. Η Άννα επιχείρησε δύο φορές, με συνωμοτικές διεργασίες, να εκπαραθυρώσει τον αδελφό της. Στην τελευταία αποτυχημένη απόπειρα προσπάθησε να υφαρπάξει το θρόνο για το σύζυγό της, τον αφοσιωμένο πλην νωθρό Νικηφόρο Βρυέννιο. Έλπιζε ότι μετατρέποντας το Βρυέννιο σε υποχείριό της θα εξασφάλιζε, ουσιαστικά για την ίδια, την πολυπόθητη εξουσία του κράτους. Η δολοπλοκία όμως αποκαλύφθηκε και τα σχέδια της ματαιώθηκαν οριστικά. Η Άννα Κομνηνή – «η φίλαρχη γυναίκα, η αγέρωχη αυτή Γραικιά», όπως τη χαρακτηρίζει ο Καβάφης στο ομώνυμο ποίημά του – υπήρξε αθεράπευτα φιλόδοξη.

Ο Ιωάννης δεν την θανάτωσε, ούτε καν την τιμώρησε. Της φέρθηκε με υποδειγματική μεγαλοψυχία. Ίσως πίσω από την επιείκειά του να ελάνθανε βαθιά περιφρόνηση. Πάντως η Άννα – σύμφωνα με μαρτυρία του Νικήτα Χωνιάτη Ακομινάτου – όταν συνελήφθη, αντέδρασε απέναντι στο δειλό σύζυγό της κατά τρόπο πρωτοφανή. Το υβρεολόγιό της ήταν αιχμηρό. Ανάμεσα στα άλλα κατηγόρησε εξοργισμένη τη φύση που αδίστακτα της στέρησε την εξουσία, επειδή σε αυτήν έδωσε ως γεννητικό όργανο μία τρύπα, ενώ το Βρυέννιο τον προίκισε με ένα μακρύ μόριο![4] Η παρατήρηση αυτή της Άννας είναι ένα έξοχο επιχείρημα της φροϋδικής ερμηνείας σχετικά με το «φθόνο του πέους» και το «σύμπλεγμα ευνουχισμού», που αισθάνεται μία γυναίκα εξαιτίας της σεξουαλικής υστέρησης, δηλαδή της «φυσικής» υπεροχής του ανδρικού οργάνου[5]. Αιώνες φαλλοκρατίας με εύλογα τα κοινωνικά τους συμφραζόμενα διαμορφώνουν τον κυρίαρχο κώδικα ηθικής.

Αποτραβηγμένη πλέον από τη δημόσια ζωή η Άννα Κομνηνή θα αφοσιωθεί στο σπουδαίο έργο της ζωής της, τη συγγραφή της «Αλεξιάδας». Με ευθυκρισία και πολιτικό αισθητήριο καταγράφει τη δράση και τους αγώνες του πατέρα της Αλέξιου για την ανασύσταση της βυζαντινής αυτοκρατορίας κατά το 12ο αιώνα. Είναι η μοναδική γυναίκα – ιστορικός στο μεσαιωνικό κόσμο. Το έργο της διέπεται από αναμφισβήτητα ιστορικά χαρίσματα και φιλολογικές αρετές.[6] Αξιοσημείωτη είναι επίσης η στάση της ιστορικού απέναντι στους «βάρβαρους» Νορμανδούς και τους δυτικούς Σταυροφόρους. Ως πορφυρογέννητη βυζαντινή αντιμετωπίζει υπεροπτικά τους ξένους – παρόλο που είναι εμφανής η ερωτική της προδιάθεση απέναντι στον ηγεμόνα των Νορμανδών Μποεμόν Ζισκάρ – και είναι αρκετά σκληρή στην όποια αποτίμηση της ετερότητας. Η γοητευτική αυτή γυναίκα με τον παράφορο ψυχισμό και τα ασίγαστα πάθη αποτελεί ενδιαφέρον πεδίο έρευνας για το σεξισμό και την κοινωνική ταυτότητα του φύλου.

Δυτική Θράκη – Παναγία η Κοσμοσώτειρα, Φέρες Έβρου

————————————–

Σημείωση Φαρέτρας: Το 3ο και τελευταίο μέρος της εργασίας θα αναρτηθεί την ερχόμενη Κυριακή, 31 Ιανουαρίου.

Το 1ο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε ΕΔΩ

και το 3ο ΕΔΩ

—————————-

[1]               Σε κείμενα της κλασικής περιόδου περιγράφονται οι παθογένειες της αθηναϊκής οικογένειας και ο συνεπόμενος εξαρτητικός ρόλο της συζύγου. Επί παραδείγματι ο Δημοσθένης στο λόγο του «Κατά Νεαίρας» (§ 122) του 342 πΧ, με κυνική ευκρίνεια υπογραμμίζει: «Τς μν γρ ταίρας δονς νεκ χομεν, τς δ παλλακς τς καθ μέραν θεραπείας το σώματος, τς δ γυνακας το παιδοποιεσθαι γνησίως κα τν νδον φύλακα πιστν χειν».

[2]               Εὐριπίδης «Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι», Στίχοι 1146 – 1208

Κλυταιμνήστρα

ἄκουε δή νυν: ἀνακαλύψω γὰρ λόγους, 
κοὐκέτι παρῳδοῖς χρησόμεσθ᾽ αἰνίγμασιν. 
πρῶτον μέν, ἵνα σοι πρῶτα τοῦτ᾽ ὀνειδίσω, 
ἔγημας ἄκουσάν με κἄλαβες βίᾳ, 
τὸν πρόσθεν ἄνδρα Τάνταλον κατακτανών: 
βρέφος τε τοὐμὸν σῷ προσούδισας πάλῳ, 
μαστῶν βιαίως τῶν ἐμῶν ἀποσπάσας.
καὶ τὼ Διός σε παῖδ᾽, ἐμὼ δὲ συγγόνω,
ἵπποισι μαρμαίροντ᾽ ἐπεστρατευσάτην:
πατὴρ δὲ πρέσβυς Τυνδάρεώς σ᾽ ἐρρύσατο 
ἱκέτην γενόμενον, τἀμὰ δ᾽ ἔσχες αὖ λέχη.
οὗ σοι καταλλαχθεῖσα περὶ σὲ καὶ δόμους 
συμμαρτυρήσεις ὡς ἄμεμπτος ἦ γυνή,
ἔς τ᾽ Ἀφροδίτην σωφρονοῦσα καὶ τὸ σὸν 
μέλαθρον αὔξουσ᾽, ὥστε σ᾽ εἰσιόντα τε 
χαίρειν θύραζέ τ᾽ ἐξιόντ᾽ εὐδαιμονεῖν.
σπάνιον δὲ θήρευμ᾽ ἀνδρὶ τοιαύτην λαβεῖν 
δάμαρτα: φλαύραν δ᾽ οὐ σπάνις γυναῖκ᾽ ἔχειν.
τίκτω δ᾽ ἐπὶ τρισὶ παρθένοισι παῖδά σοι 
τόνδ᾽, ὧν μιᾶς σὺ τλημόνως μ᾽ ἀποστερεῖς.
κἄν τίς σ᾽ ἔρηται τίνος ἕκατί νιν κτενεῖς,
λέξον, τί φήσεις; ἢ μὲ χρὴ λέγειν τὰ σά;
Ἑλένην Μενέλεως ἵνα λάβῃ. καλὸν † γένος †,
κακῆς γυναικὸς μισθὸν ἀποτεῖσαι τέκνα.
τἄχθιστα τοῖσι φιλτάτοις ὠνούμεθα.
ἄγ᾽, εἰ στρατεύσῃ καταλιπών μ᾽ ἐν δώμασιν,
κἀκεῖ γενήσῃ διὰ μακρᾶς ἀπουσίας,
τίν᾽ ἐν δόμοις με καρδίαν ἕξειν δοκεῖς;
ὅταν θρόνους τῆσδ᾽ εἰσίδω πάντας κενούς,
κενοὺς δὲ παρθενῶνας, ἐπὶ δὲ δακρύοις 
μόνη κάθωμαι, τήνδε θρηνῳδοῦσ᾽ ἀεί:
Ἀπώλεσέν σ᾽, ὦ τέκνον, ὁ φυτεύσας πατήρ,
αὐτὸς κτανών, οὐκ ἄλλος οὐδ᾽ ἄλλῃ χερί,
τοιόνδε νόστον καταλιπὼν πρὸς τοὺς δόμους.
ἐπεὶ βραχείας προφάσεως ἔδει μόνον,
ἐφ᾽ ᾗ σ᾽ ἐγὼ καὶ παῖδες αἱ λελειμμέναι

δεξόμεθα δέξιν ἥν σε δέξασθαι χρεών.
μὴ δῆτα πρὸς θεῶν μήτ᾽ ἀναγκάσῃς ἐμὲ 
κακὴν γενέσθαι περὶ σέ, μήτ᾽ αὐτὸς γένῃ. 

εἶἑν: 
θύσεις † δὲ παῖδ᾽, ἔνθα † τίνας εὐχὰς ἐρεῖς; 
τί σοι κατεύξῃ τἀγαθόν, σφάζων τέκνον; 
νόστον πονηρόν, οἴκοθέν γ᾽ αἰσχρῶς ἰών; 
ἀλλ᾽ ἐμὲ δίκαιον ἀγαθὸν εὔχεσθαί τί σοι; 
οὔ τἄρ᾽ ἀσυνέτους τοὺς θεοὺς ἡγοίμεθ᾽ ἄν, 
εἰ τοῖσιν αὐθένταισιν εὖ φρονήσομεν; 
ἥκων δ᾽ ἂν Ἄργος προσπέσοις τέκνοισι σοῖς; 
ἀλλ᾽ οὐ θέμις σοι. τίς δὲ καὶ προσβλέψεται 
παίδων σ᾽, ἵν᾽ αὐτῶν προσέμενος κτάνῃς τινά;
ταῦτ᾽ ἦλθες ἤδη διὰ λόγων, ἢ σκῆπτρά σοι 
μόνον διαφέρειν καὶ στρατηλατεῖν μέλει;
ὃν χρῆν δίκαιον λόγον ἐν Ἀργείοις λέγειν:
Βούλεσθ᾽, Ἀχαιοί, πλεῖν Φρυγῶν ἐπὶ χθόνα;
κλῆρον τίθεσθε παῖδ᾽ ὅτου θανεῖν χρεών.
ἐν ἴσῳ γὰρ ἦν τόδ᾽, ἀλλὰ μὴ σὲ ἐξαίρετον 
σφάγιον παρασχεῖν Δαναΐδαισι παῖδα σήν,
ἢ Μενέλεων πρὸ μητρὸς Ἑρμιόνην κτανεῖν,
οὗπερ τὸ πρᾶγμ᾽ ἦν. νῦν δ᾽ ἐγὼ μὲν ἡ τὸ σὸν 
σῴζουσα λέκτρον παιδὸς ἐστερήσομαι,
ἡ δ᾽ ἐξαμαρτοῦσ᾽, ὑπότροφον νεάνιδα 
Σπάρτῃ κομίζουσ᾽, εὐτυχὴς γενήσεται.
τούτων ἄμειψαί μ᾽ εἴ τι μὴ καλῶς λέγω:
εἰ δ᾽ εὖ λέλεκται, † νῶι μὴ δή γε κτάνῃς †
τὴν σήν τε κἀμὴν παῖδα, καὶ σώφρων ἔσῃ. 

 

Κλυταιμνήστρα

 

Άκου με τώρα· ανοιχτά θα μιλήσω·

ούτε παραβολές θα πω ούτε και αινίγματα.

Πρώτα – για να πω την πρώτη βρωμιά σου –

με τη βία με πήρες και στανικά με παντρεύτηκες

σκοτώνοντας τον Τάνταλο, τον πρώτο μου άντρα –

στα λάφυρά σου πέταξες το μωράκι μου,

αφού μου τ’ άρπαξες απ’ το μαστό μου·

οι γιοι του Δία, τα δυο μου αδέλφια,

πάνω στ’ αστραφτερά τους άτια σε κυνήγησαν.

Ο γονιός μου ο γέρο Τυνδάρεος σ’ έσωσε,

σε λυπήθηκε και μπήκες πάλι στο κρεβάτι μου.

Φιλιώθηκα μαζί σου· μάρτυρας είσαι· στάθηκα

γυναίκα πεντακάθαρη στο σπιτικό σου

και στο κρεβάτι φρόνιμη· αυγάτισα το βιος σου·

να μπαίνεις στο σπίτι και να χαίρεσαι

να βγαίνεις στην αυλή να καμαρώνεις.

Σπάνια τέτοια γυναίκα θα πέσει στα δίχτυα

αντρός· οι πρόστυχες χιλιάδες.

Τ’ αγόρι τούτο σου γέννησα και κόρες τρεις

και τώρα εσύ τη μια μου την αρπάζεις άκαρδα.

Αν κάποιος ρωτήσεις γιατί τη σκοτώνεις,

για πες μου τι θα του πεις; Να μιλήσω για λόγου σου;

Για να πάρει ο Μενέλαος την Ελένη· λαμπρά!

Το παιδί μου ξαγορά κακιάς γυναίκας

και με το σπλάχνο μου θα ξαγοράσουμε τη σιχαμένη.

Λέγε: αν πας στον πόλεμο και μ’ αφήσεις στο σπίτι

κι αν γίνει να λείψεις χρόνο πολύ,

τι θαρρείς, με τι καρδιά θα μένω στο σπίτι;

Όταν θα βλέπω τη θέση της πάντα κενή

κι ορφανό το κρεβάτι της, πνιγμένη στο δάκρυ

μονάχη θα κάθομαι και νύχτα μέρα θα τη θρηνώ!

Ο πατέρας σου σε σκότωσε, παιδί μου,

μονάχος του· άλλος κανείς· κανένα ξένο χέρι.

Άλλη μια τέτοια πρόφαση να βρεις

και θα σε υποδεχτώ, όπως σου ταιριάζει,

κι εγώ και τα κορίτσια που μ’ απόμειναν.

Για το θεό μη μ’ αναγκάζεις να γίνω μαζί σου

κακιά μήτε και συ κακός μαζί μου να γίνεις.

Αλλά έστω·

θα σφάξεις την κόρη σου· και ποιες ευχές θα πεις;

Τι καλό θα ζητήσεις αντίχαρη, σφάζοντας τέκνο;

Γυρισμό του χαμού για φευγιό της ντροπής;

Και ποιο μπορώ να ευχηθώ καλό κι εγώ για σένα;

Θαρρούμε τάχα τους θεούς ανόητους,

αν τους ζητάμε χάρη για τους φονιάδες.

Κι αν θα γυρίσεις στ’ Άργος θ’ αγκαλιάσεις τα τέκνα σου;

Άβολο θα ’ναι· ποιο θα γυρίσει να σε κοιτάξει ,

όταν μπορεί ν’ αρπάξεις ένα τους και να το σφάξεις;

Στοχάστηκες καλά ή γνοιάζεσαι μονάχα

τη στρατηγία και τα σκήπτρα σου;

Ένα μονάχα λόγο μπορούσες να πεις στους Αργείους·

Αχαιοί, ποθείτε να πάτε στη γη των Φρυγών;

Βάλτε στον κλήρο τίνος παιδί θα πεθάνει·

αυτό θα πει ισότητα κι όχι να δώσεις σφαχτό

στους Δαναούς την κόρη σου, ξεχωριστός και μόνος·

ή ο Μενέλαος να σκότωνε την Ερμιόνη,

παιδί για τη μάνα· αυτός έχει τ’ αγκάθι.

Εγώ που τίμησε το γάμο σου χάνω παιδί

κι η άτιμη θα χαίρεται σαν έρθει

την κόρη της μοσχοθρεμμένη μες στη Σπάρτη;

Βρες λόγια ν’ απαντήσεις, αν δε μιλώ καλά·

αν όμως σωστά μιλώ, το δικό μου παιδί, το παιδί σου,

να μη σκοτώσεις και θα κάνεις σοφά.

[3]               Αντιθέτως, η Ελένη – στην ευριπίδεια δραματουργία συνολικά – παρουσιάζεται ως το μόνο γυναικείο πρόσωπο που τολμά να σπάσει τα δεσμά της ανδροκρατίας. Η ηρωίδα αναγνωρίζει ως βασικό της δικαίωμα τη δυνατότητα να εγκαταλείψει ένα σύζυγο που ποτέ δεν αγάπησε και απλώς τον δέχτηκε υπό το κράτος της πατρικής εξουσίας (Μενέλαος), για να ακολουθήσει τον άντρα που ερωτεύτηκε (Πάρις). Δραπέτευσε από ένα γάμο συμβατικό και αδιάφορο, επειδή ακριβώς υπέκυψε στην ακατανίκητη δύναμη του έρωτα. Διεκδικεί αυτοβούλως την ελευθερία της επιλογής ή/και της απόρριψης. Η αξιοπρέπεια και ο αυτοσεβασμός δεν (πρέπει να) εξοβελίζονται από το όποιο συμφέρον. Η ενοχή της – αν δεχτούμε ότι υφίσταται – έγκειται, κατά τον ποιητή,  στο αχαλίνωτο πάθος και όχι στα δεινά που προξένησε στους Έλληνες και τους Τρώες. Ομοίως και ο Γοργίας, χρησιμοποιώντας την περίπτωση της Ελένης ως «εργαλείο» σοφιστικής εφαρμογής, προσπαθεί να αποδείξει την ηθικά άμεμπτη στάση της ηρωίδας. Στο έργο του «Ελένης εγκώμιον» επικαλείται τέσσερις λόγους, που δικαιολογούν την πράξη της: (1) επενέργησε η μοίρα αλλά και η θεία βούληση (2) την άρπαξαν με τη βία και τη μετέφεραν ακούσια στην Τροία (3) πείστηκε με το λόγο (4) κατακυριεύτηκε από τον έρωτα. Πάντως ο ρήτορας, στο τέλος του λόγου (§12 κε) μεταβαίνει από την έγκυρη πειθώ στην πειθαναγκαστική θεώρηση. Τέλος, ο Γκαίτε στην ομώνυμη τραγωδία του προσεγγίζει το πρόσωπο της Ελένης εντελώς συμβολικά. Η Ελένη, σημείο αναφοράς του κλασικισμού, παντρεύεται στον «Φάουστ», την κατεξοχήν ρομαντική τραγωδία. Η στέρεη απλότητα και η ψυχρή ομορφιά του κλασικισμού στην ένωσή της με το ρομαντικό πνεύμα συνδιαμορφώνουν το αναγεννησιακό πρότυπο.

[4]           Νικήτας Χωνιάτης Ἀκομινάτος (1155 – 1216)

Χρονική διήγησις του Χωνιάτου κυρ Νικήτα ἀρχομένη ἀπὸ τῆς βασιλείας Ἰωάννου τοῦ Κομνηνοῦ καὶ λήγουσα μέχρι τῆς ἀλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως

Βασιλεία κυρ Ιωάννου τοῦ Κομνηνοῦ , 2, 2

                Ἀλλ´ οὔπω ἐνιαυτὸς ἀκριβῶς τῷ βασιλεῖ διεγένετο, καὶ καττύεται τούτῳ παρὰ τῶν ἐκ γένους ἐπιβουλή, καθ´ ὃν οὐκ ἔχει τις τρόπον εἰπεῖν, κατ´ αὐτοῦ βαρυμηνιώντων καὶ ὄμμα οἱ ἐπιρριπτούντων βάσκανον. Ἀμέλει τοι καὶ σύστρεμμα τεκτήναντες πονηρὸν καὶ πίστεις δόντες ἀλλήλοις τῷ Βρυεννίῳ πάντες προστίθενται καὶ παραχωροῦσι τούτῳ τῆς βασιλείας ὡς λογικῶν ἐν μεθέξει ὄντι παιδεύσεων καὶ εἶδος τυραννικὸν προφαίνοντι καὶ κατὰ κῆδος προφερεστέρῳ βασιλικόν· ὡς γὰρ φθάσαντες εἴπομεν, τῇ τοῦ βασιλέως ἀδελφῇ τῇ καισαρίσσῃ Ἄννῃ συνέζευκτο, ἥτις δὴ τῆς τῶν ἐπιστημῶν πασῶν ἐπόχου φιλοσοφίας ἐδείκνυτο μέλημα καὶ πρὸς πᾶσαν ἐρρύθμιστο μάθησιν. Τάχα δ´ ἂν καὶ νυκτὸς ἐπέθεντο μεθ´ ὅπλων τῶν φονουργῶν αὐλιζομένῳ τῷ βασιλεῖ κατὰ τὸ μικρὸν ἄποθεν τῶν χερσαίων πυλῶν ἱππήλατον Φιλοπάτιον, δώροις προδιαφθείραντες ἁδροῖς τὸν ἐπὶ τῶν εἰσόδων τῆς πόλεως, εἰ μὴ τὸ εἰωθὸς ὑπόνωθρον καὶ χαλαρὸν πρὸς βασιλείας ἐπίθεσιν τῆς ἐγχειρήσεως ἔπαυσε τὸν Βρυέννιον, αὐτόν τε μένειν κατὰ χώραν παραβιάσαν τῶν ξυνθηκῶν λαθόμενον, καὶ κατασβέσαν τὸ θερμὸν τῶν συνελθόντων φρόνημα· ὅτε καὶ λέγεται τὴν καισάρισσαν Ἄνναν πρὸς τὸ χαῦνον τοῦ ταύτης ἀνδρὸς δυσχεραίνουσαν ὡς πάσχουσαν δεινὰ διαπρίεσθαι καὶ τῇ φύσει τὰ πολλὰ ἐπιμέμφεσθαι, ὑπ´ αἰτίαν τιθεῖσαν οὐχὶ μικρὰν ὡς αὐτῇ μὲν διασχοῦσαν τὸ ἄρθρον καὶ ἐγκοιλάνασαν, τῷ δὲ Βρυεννίῳ τὸ μόριον ἀποτείνασαν καὶ σφαιρώσασαν.

                Δεν είχε περάσει ακόμη ούτε ένας χρόνος από τότε που (ο Ιωάννης Κομνηνός) ανέβηκε στο θρόνο, όταν η ζηλοφθονία και η βασκανία των συγγενών του προκάλεσε μια συνομωσία εναντίον του, πράγμα το οποίο δεν μπορεί κανείς με βεβαιότητα να εξηγήσει (γιατί και πώς συνέβη δηλαδή). Το μόνο που είναι βέβαιο είναι ότι οι συνωμότες είχαν δώσει όρκο μεταξύ τους να παραμείνουν αφοσιωμένοι στις εντολές του Βρυέννιου, επειδή εκτιμούσαν τη σπάνια ευρυμάθειά (μόρφωσή) του αλλά και γιατί θεωρούσαν ότι είναι καλό που είχε συγγένεια με τη βασιλική οικογένεια, καθώς είχε νυμφευτεί την καισάρισσα Άννα, την αδελφή του αυτοκράτορα, που είχε έφεση στη μελέτη της φιλοσοφίας και των άλλων επιστημών και γενικά ήταν πολύ μορφωμένη. Οι συνωμότες λοιπόν, έχοντας προηγουμένως δωροδοκήσει τους φρουρούς, θα είχαν δολοφονήσει τον αυτοκράτορα στον ύπνο του, καθώς αυτός κοιμόταν σε μία αίθουσα του Ιπποδρόμου, που λεγόταν Φιλοπάτιον, και που ήταν πολύ κοντά στις χερσαίες πύλες των τειχών της Κωνσταντινούπολης, εάν η εκ φύσεως νωθρότητα και δειλία του Βρυέννιου δεν έκαμπτε το φλογερό τους φρόνημα. Τότε λοιπόν λένε ότι η καισάρισσα Άννα, αγανακτισμένη από τη μαλθακότητα του άντρα της, εξοργίστηκε και κατηγόρησε τη φύση, επειδή σ’ αυτήν  έδωσε ως γεννητικό όργανο μια τρύπα, ενώ το Βρυέννιο τον προίκισε μ’ ένα μακρύ μόριο κολλημένο πάνω σε σφαιρικούς όρχεις.

[5]               Στο «Μάκβεθ» του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (πρώτη παράσταση του έργου το 1611) προβάλλεται εξίσου αναπάντεχη η αντίδραση της Λαίδης Μάκβεθ, όταν ζητά από τους δαίμονες που την κυριεύουν να την εξουδετερώσουν σεξουαλικά, μετατρέποντάς την σε ένα άφυλο ον. Αυτοί οι «Άγγελοι του Σκότους» είναι δραματουργικά ομόλογοι προς τις αρχαϊκές Ερινύες. Η περιβόητη φράση «unsex me here» (5η σκηνή της  1ης πράξης) παραμένει σκοτεινή και δυσερμήνευτη. Ενδεχομένως βρίσκεται στο πρώτο στάδιο της παράκρουσης. Η ηρωίδα επιχειρεί να υποδαυλίσει τη μωροδοξία του συζύγου της ποδηγετώντας τον προς τη δολοφονία του αντιπάλου του Ντάνκαν. Δεν επιθυμεί ωστόσο να χρησιμοποιήσει τα γυναικεία της θέλγητρα, για να τον παρασύρει. Προτιμά η πράξη του να είναι – και όχι μόνο να φαίνεται – «διαυγής» και ανεπηρέαστη. Υπό αυτήν την οπτική, η συνειδητή αποποίηση του φύλου της  στοχεύει στην υπονόμευση ενός καθιερωμένου σεξιστικού στερεοτύπου…

[6]           Ἄννα Κομνηνή  «’Αλεξιάς»

Προοίμιο

 

                Ῥέων ὁ χρόνος ἀκάθεκτα καὶ ἀεί τι κινούμενος παρασύρει καὶ παραφέρει πάντα τὰ ἐν γενέσει καὶ ἐς βυθὸν ἀφανείας καταποντοῖ ὅπου μὲν οὐκ ἄξια λόγου πράγματα, ὅπου δὲ μεγάλα τε καὶ ἄξια μνήμης, καὶ τά τε ἄδηλα φύων κατὰ τὴν τραγῳδίαν καὶ τὰ φανέντα ἀποκρυπτόμενος. Ἀλλ’ ὅ γε λόγος ὁ τῆς ἱστορίας ἔρυμα καρτερώτατον γίνεται τῷ τοῦ χρόνου ῥεύματι καὶ ἵστησι τρόπον τινὰ τὴν ἀκάθεκτον τούτου ῥοὴν καὶ τὰ ἐν αὐτῷ γινόμενα πάντα, ὁπόσα ὑπερείληφε, ξυνέχει καὶ περισφίγγει καὶ οὐκ ἐᾷ διολισθαίνειν εἰς λήθης βυθούς. Ταῦτα δὲ διεγνωκυῖα ἐγὼ Ἄννα, θυγάτηρ μὲν τῶν βασιλέων Ἀλεξίου καὶ Εἰρήνης, πορφύρας τιθήνημά τε καὶ γέννημα, οὐ γραμμάτων οὐκ ἄμοιρος, ἀλλὰ καὶ τὸ Ἑλληνίζειν ἐς ἄκρον ἐσπουδακυῖα… […]

                Ὅταν γάρ τις τό τῆς ἱστορίας ἦθος ἀναλαμβάνῃ, ἐπιλαθέσθαι χρή εὐνοίας καί μίσους καί πολλάκις κοσμεῖν τούς ἐχθρούς τοῖς μεγίστοις ἐπαίνοις, ὅταν αἱ πράξεις ἀπαιτῶσι τοῦτο, πολλάκις δέ ἐλέγχειν τούς ἀναγκαιοτάτους, ὅταν αἱ τῶν ἐπιτηδευμάτων ἁμαρτίαι τουθ’ ὑποδεικνύωσι. Διόπερ οὔτε τῶν φίλων καθάπτεσθαι οὔτε τούς ἐχθρούς ἐπαινεῖν ὀκνητέον.

                Ακάθεκτος κυλάει ο χρόνος και στην αέναη κίνησή του παρασύρει και παραλλάσσει τα πάντα και τα καταποντίζει στο βυθό της αφάνειας. Πότε πράγματα ασήμαντα και πότε μεγάλα και αξιομνημόνευτα και, όπως λέει ο τραγικός ποιητής, φέρνει στο φως τα άδηλα και κρύβει τα φανερά. Αλλά ο λόγος της ιστορίας γίνεται φράγμα πανίσχυρο για το ρεύμα του χρόνου και σταματάει κατά κάποιον τρόπο την ακάθεκτη ροή του κι απ’ όσα συμβαίνουν στο κύλισμά του, συγκρατεί και περισφίγγει όλα όσα επιπλέουν και δεν τ’ αφήνει να ξεγλιστρήσουν σε λήθης βυθούς. Αυτή τη διαπίστωση έχω κάμει εγώ, η Άννα, κόρη των βασιλέων Αλεξίου και Ειρήνης, πορφυρογέννητη και πορφυροθρεμμένη, όχι άμοιρη γραμμάτων, αλλά με σοβαρότατη σπουδή των ελληνικών. […]

                Όντως, όταν κανείς αναλαμβάνει το έργο του ιστοριογράφου, οφείλει να ξεχάσει την αγάπη και το μίσος: συχνά πρέπει να στολίζει τους εχθρούς του με τους μεγαλύτερους επαίνους, όταν τα γεγονότα το επιβάλλουν, κι επίσης να ελέγχει τους πιο αγαπητούς, όταν αυτό υποδεικνύουν οι λανθασμένες πράξεις τους. Γι’ αυτό ακριβώς δεν πρέπει να διστάζει ούτε τους φίλους να κατηγορεί ούτε και τους εχθρούς να εγκωμιάζει.

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ