Απόψεις Κοινωνία

“Η δροσιά της αυλής” γράφει η Τζωρζίνα Αθανασίου

Τζωρτζίνα Αθανασίου

Κατοικώντας σε ένα μέρος οι ομορφιές του μας φαντάζουν συνηθισμένες. Τις εκτιμούμε μα δεν μας εντυπωσιάζουν ίσως όπως παλιά ή όσο θα ‘πρεπε. Η συνήθεια και η οικειότητα είναι συνάμα πολυτέλεια και παγίδα. Τα μάτια άλλων ανθρώπων σου υποδεικνύουν αυτά που πρέπει όχι μόνο να αγαπάς, αλλά και να εκτιμάς. Το ένα δεν εμπεριέχει δυστυχώς το άλλο.

Η ευφορία της συντροφιάς μπορεί να σε οδηγήσει σε μέρη όπου δεν θα πήγαινες μόνος σου ή ακόμα και σε μέρη που απέφευγες να βρεθείς. Ίσως να λέγεται δύναμη, ίσως και ισορροπία. Αυτά κρύβουν όμως η καλή παρέα και αυτούς τους κινδύνους ενέχει να είσαι ο εαυτός σου: κινδυνεύεις άμεσα να σε εκτιμήσουν για αυτό, και κινδυνεύεις πάραυτα να σε αντιπαθήσουν για τον ίδιο λόγο. Τουλάχιστον όμως είναι ο σωστός.

Το Σάββατο βρέθηκα στο Γιαννακοχώρι. Έχω πάει αρκετές φορές για διαφόρους λόγους, κυρίως όμως κατόπιν παρότρυνσης του Ηλία Τσέχου για επίσκεψη στην Κράστα…σχεδόν ηχεί μέσα στα αφτιά μου η μελωδία της φωνής του όταν απαριθμεί τις στάσεις με τις Βάθρες και τα Λιμάνια, όταν ρωτά για τα απαραίτητα του σωστού εξερευνητή και σε προειδοποιεί για το έγκλημα καθοσιώσεως να πατήσεις μια παιώνια. Βρέθηκα πρόσφατα στα μέρη του, και θυμήθηκα το δικό μου πατρικό χωριό, όπου δεν τηλεφωνείς …πας απλά στην πόρτα και σκούζεις το όνομα. Βέβαια, από την χαρά μου, φώναζα «Ηλίαααα» σε λάθος πόρτα, αλλά ευτυχώς χωριό είναι…βγαίνει κάποιος και σου λέει να πας στον διπλανό αυλόγυρο γιατί εκεί είναι το σπίτι του και μπορεί να σταθείς πιο τυχερή.

Γρήγορα επέστρεψα στην φιλόξενη αυλή που μας φιλοξένησε εμένα και την παρέα μου το Σάββατο το απόγευμα… με δροσερό αεράκι, κι ας ήταν νωρίς και με ζεστασιά της καρδιάς από κείνες που δεν χορταίνεις και νομίζεις πως είσαι σπίτι σου. Με χρυσοχέρα οικοδέσποινα που όλα από τα χεράκια της περάσαν για να χουν περίσσια νοστιμάδα, με γάργαρο νερό από την βρύση της αυλής που μας ξεδίψασε μόλις το ακούσαμε να τρέχει. Όλες οι αισθήσεις ευχαριστημένες ήταν, και τη ακοή μαζί με τα πουλιά ήρθε να χαϊδέψει ο ήχος της λύρας. Ο οικοδεσπότης στην αυλή και ‘μεις τριγύρω να βλέπουμε το δοξάρι να χορεύει. Η λύρα ήταν η παλιά, του παππού…είμαι σίγουρη πως έβγαζε καλύτερο ήχο από κάθε καινούργια, αλλά τα μουσικά όργανα έχουν κάτι μαγικό.

Αν δεν τα αγγίξεις με σεβασμό και ψυχή ήχο δεν βγάζουν… όπως και οι άνθρωποι.

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας