Περιγραφή-φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος
Ξημέρωσε 02 Φλεβάρη του 2019. Στο ημερολόγιο έγραφε: «Σάββατο» και στο εορτολόγιο: «ΥΠΑΠΑΝΤΗ του ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ».
Γιόρταζε το εξωκλήσι της Υπαπαντής, που είναι κτισμένο στα 1.100 μέτρα υψόμετρο σε ένα φυσικό μπαλκόνι μιας πλαγιάς του ορεινού όγκου άγριας ομορφιάς…με πυκνή βλάστηση, με ρεματιές και με δεκάδες μυτερές βραχώδεις απολήξεις…που ορθώνεται πάνω από το πανέμορφο Άλσος του Αγίου Νικολάου Νάουσας με τα πολλά πηγαία τρεχούμενα νερά του.
Αυτός ήταν και ο λόγος που αποφασίσαμε, μέρες νωρίτερα, να εκδράμουμε στην περιοχή και να ανηφορίσουμε προς το εξωκλήσι αυτό, που δύσκολα διακρίνεται μέσα από τα πυκνά δάση οξιάς και έχει μια πανέμορφη θέα προς τον κάμπο της Ημαθίας και ακόμη πιο πέρα (φωτ. 1).
Το σημείο εκείνο, στο βουνό Βέρμιο, η Ευγενία Ράϊου (1844-1957), σύμφωνα με τη μαρμάρινη επιγραφή που υπάρχει πίσω από το ιερό της μικρής εκκλησίας: «Το έτος 1921 ονειρευθείσα τον τόπον της Μονής αφού ετέλεσεν αγιασμόν υπό του ιερέως Παπαγιώργη Λεμπενια εξεκίνησεν μαζί με άλλους κατοίκους της Ναούσης, περιοχής Μπατανιων. (Θ. Ράϊον, Μπαταντζήδες, Στεφανάδες, Ζιώταν, Μπαϊτσην, Γιαντσηδες κ.α.) ήρχισαν να καθαρίζουν τον τόπον. Η Μονή ευρέθη την 5ην Κυριακήν των εξερευνήσεων, βοηθεία θαύματος…..» (φωτ. 2).
Έτσι, στις 07.15’ το πρωϊ, φύγαμε, μια ομάδα ορειβατών και φίλων, από τη Βέροια για την προγραμματισμένη μας δραστηριότητα. Προορισμό μας ο Αγ. Νικόλαος Νάουσας. Ο ουρανός με λιγοστά συννεφάκια και η θερμοκρασία κοντά στους 10 βαθμούς Κελσίου. Η οδική πορεία μας χαλαρή, ήμασταν εμείς οι ρυθμιστές του χρόνου.
Οι «εντός έδρας» αποστάσεις δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλες και έτσι δεν καταλάβαμε για πότε βρεθήκαμε στην περιοχή με τον αξιόλογο αρχαιολογικό πλούτο, όπως: η Σχολή Αριστοτέλους, οι Μακεδονικοί τάφοι, η Αρχαία Μίεζα κ.α.
Φτάνοντας στα 330 μέτρα υψόμετρο, φάνηκαν τα πρώτα σπίτια της Ηρωϊκής πόλης της Νάουσας, που σε κερδίζει από το δρόμο ακόμη καθώς την πλησιάζεις. «Σκαρφαλωμένη» στην ανατολική πλευρά του Βερμίου, απλώνεται μέσα σε ένα καταπράσινο τοπίο και από κάτω να πέφτουν τα άφθονα πηγαία νερά της περιοχής, σχηματίζοντας μικρούς καταρράκτες.
Βρισκόμασταν στο κομμάτι εκείνο της Ημαθιώτικης γης που τη χαρακτηρίζουν τόσο το ιδιαίτερο φυσικό ανάγλυφό της, όσο και το ξεχωριστό φυσικό κάλος της Από το φυσικό «Μπαλκόνι» του Δημοτικού Πάρκου, το μικρό «παράδεισο» στην καρδιά της πόλης που από ψηλά έχει θέα προς τον έφορο κάμπο της περιοχής, αντικρίσαμε τον ανατέλλοντα ήλιο, που χρωμάτιζε, πέρα στο βάθος, με τις πρωινές του ακτίνες τον ουρανό (φωτ. 3).
Φωτογραφίες και συνεχίσαμε.
Το πέρασμά μας από τους δρόμους της Νάουσας, που άρχιζε δειλά-δειλά να μπαίνει στο ρυθμό της καθημερινότητας, ολιγόλεπτο. Κατευθυνθήκαμε προς την έξοδο της Ηρωϊκής πόλης. Πριν φτάσουμε στα τελευταία σπίτια, περάσαμε από την περιοχή με τις κτιριακές εγκαταστάσεις κλωστοϋφαντουργίας που ήταν έρημα από κόσμο.
Η εικόνα των πανύψηλων φουγάρων των εργοστασίων, άλλο ένα σήμα κατατεθέν της πόλης, που δεν καπνίζουν πια δεν ήταν και η καλύτερη. Φωνές εργατριών-εργατών δεν ακούγονταν. Έπαψαν να ακούγονται εδώ και πολλά χρόνια. Φορτηγά δεν κυκλοφορούσαν. Κρίμα (φωτ. 4)
Αφήσαμε πίσω μας την θλιβερή αυτή εικόνα της ερημιάς και συνεχίσαμε την οδική πορεία μας με κατεύθυνση προς τον Αγ. Νικόλαο, που απέχει από την Νάουσα 4 περίπου χιλιόμετρα (παλαιότερη φωτ. 5).
Δεν υπήρχε κανένας λόγος να μπούμε στον «επίγειο παράδεισο της περιοχής», στο Άλσος δηλαδή του Αγίου Νικολάου, με τα πανύψηλα υπεραιωνόβια πλατάνια του, τα πλακόστρωτα δρομάκια του, με τις ξύλινες γέφυρές του και τα ξύλινα παγκάκια του, με τις βρυσούλες και τη τεχνητή λίμνη ψαρέματος, με τους χώρους άθλησης και το εκκλησάκι του Αγ. Νικολάου, με τα πολλά μαγαζιά για φαγητό και χώρους για την απόλαυση της ηρεμίας του τοπίου.
Δεν ήταν ο εξ’ άλλου ο τελικός οδικός προορισμός μας. Έτσι, κοντεύοντας στο Στρατόπεδο των ΛΟΚ, που βρίσκεται κοντά στην είσοδο του Άλσους, αφήσαμε τον κεντρικό δρόμο και ακολουθήσαμε τον ασφαλτόδρομο που συναντήσαμε στα δεξιά μας.
Αρχίσαμε να ανηφορίζουμε, αφού πρώτα προσπεράσαμε τον δρόμο που οδηγούσε προς την περιοχή «Αγ. Τριάδα» με τις κατασκηνωτικές εγκαταστάσεις. Δεν αργήσαμε να βγούμε από τον ασφαλτόδρομο και να μπούμε σε ένα χωμάτινο δασικό δρόμο. Στο σημείο υπάρχει ένα ξύλινο βέλος με την ένδειξη «Υπαπαντή».
Ο δρόμος λασπώδης. Τον περιμέναμε σε πολύ χειρότερη κατάσταση, μετά το λιώσιμο του χιονιού και τις βροχές των τελευταίων ημερών. Ήταν βατός, ήθελε, όμως, προσοχή σε κάποια σημεία του. «Πατούσαμε» πάνω στις ροδιές των προπορευόμενων αυτοκινήτων. Φτάσαμε στο εξωκλήσι «Ταξιάρχες», που είναι περιτριγυρισμένο από πανύψηλα δένδρα οξιά και απέχει μόλις 5 χιλιόμετρα από τη Νάουσα (παλαιότερες φωτ. 6 και 7).
Στο σημείο υπήρχαν δεκάδες παρκαρισμένα αυτοκίνητα και εξακολουθούσαν να έρχονται και άλλα. Αφού παρκάραμε και τα δικά μας σε ασφαλή σημεία του λασπωμένου δρόμου, αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την ανηφορική πορεία μας.
Οι κινήσεις μας γρήγορες, δεν καθυστερήσαμε πολύ. Στα σακίδιά μας πέρα από τον απαιτούμενο ρουχισμό προσθέσαμε και τα απαραίτητα τρόφιμα-εφόδια για μια κρασοτσιπουρομεζεκλίδικη κατάσταση. Όταν ετοιμαστήκαμε, φορτωθήκαμε τα βαριά σακίδια και ξεκινήσαμε.
Μαζί μας και η Αναστασία, η 7χρονη μελλοντική ορειβάτισσα. Δεν ήταν η πρώτη της φορά που κάνει αυτή τη διαδρομή. Την είχε ξανακάνει άλλες δύο φορές !! Η μικρούλα ακολουθεί κάπου-κάπου τον ορειβάτη πατέρα της μαθαίνοντας τα μυστικά του βουνού. Μπήκαμε στο μονοπάτι, το μοναδικό τρόπο πρόσβασης στο εξωκλήσι της Υπαπαντής (φωτ. 8).
Εγώ και ο Λάζαρος, ο φίλος μου που ερχόταν μαζί μας για πρώτη φορά, ξεκινήσαμε πρώτοι. Το μονοπάτι ανηφορικό και λασπώδες στην αρχή του, μετά τις βροχές των τελευταίων ημερών. Καθαρό, πολυπερπατημένο και με πολύ καλή σήμανση. Περνά μέσα από τα πυκνά πανύψηλα δένδρα οξιάς.
Στο πέρασμά μας αντικρίζαμε ένα σκηνικό φθινοπωρινό, χιόνι δεν συναντήσαμε. Βλέπαμε παντού δένδρα γυμνά και όλο το γύρω τοπίο ήταν καλυμμένο από ένα στρώμα πεσμένων κιτρινοκαφετί χρωματισμού φύλλων (φωτ. 9).
Ανηφορίζαμε. Δεν κάναμε παραπάνω από 15 λεπτά πορείας και φτάσαμε στη βρυσούλα με το τρεχούμενο νερό, που τη συναντά κανείς ακριβώς δίπλα στο μονοπάτι. Μια φωτογραφία με έναν άγνωστο Ναουσαίο στο όμορφα διαμορφωμένο χώρο και συνεχίσαμε (φωτ. 10).
Κοντεύαμε στο εξωκλήσι του «Πρ. Ηλία». Χρειαστήκαμε 5 λεπτά πορείας, από τη βρύση, για να φτάσουμε σε ένα πανέμορφο χώρο αναψυχής. Στο σημείο υπάρχουν: ένα οίκημα (μικρό καταφύγιο), ξύλινα τραπέζια με παγκάκια, βρύσες, κιόσκια, ψησταριές κ.α. (φωτ. 11, 12, 13).
Ανάψαμε τα κεράκια μας στο εκκλησάκι του «Πρ. Ηλία» και συνεχίσαμε. Λάσπη πλέον δεν πατούσαμε. Βαδίζαμε πάνω σε ένα πολύχρωμο «χαλί» από πεσμένα φύλλα (φωτ. 14).
Λίγο πιο πάνω από τον χώρο αναψυχής το μονοπάτι άρχιζε να στενεύει. Στο σημείο εκείνο γίνεται πετρώδες και ακόμη πιο ανηφορικό, αλλά όχι ιδιαίτερα δύσκολο. Περνά μέσα από θάμνους και το πέρασμά του τέτοια εποχή θέλει πολύ προσοχή για την αποφυγή ανεπιθύμητων τραυματισμών, γιατί οι βράχου είναι υγροί και γλιστρούν (φωτ. 15).
Φτάσαμε στο εικονοστάσι της «Παναγίας Μεγαλόχαρης», που είναι κτισμένο στην άκρη του μονοπατιού και πάνω σε ένα βράχο. Από το σημείο βλέπαμε: το Στρατόπεδο των ΛΟΚ, τμήμα της περιοχής του Αγ. Νικολάου, την πόλη της Νάουσας και τον κάμπο της Ημαθίας, να απλώνονται κάτω από τα πόδια μας (φωτ. 16).
Φωτογραφίες και συνεχίσαμε. Κοντεύαμε να φτάσουμε στο εξωκλήσι. Από κάποιο σημείο του μονοπατιού…«νάτο, φάνηκε!!». Άσπρο-άσπρο, ξεχώριζε μέσα από τα γυμνά κλαδιά των πανύψηλων δένδρων (φωτ. 17, 18).
Φτάσαμε. Καπνός παντού. Βλέπαμε αναμμένες φωτιές για να ζεσταθεί ο κόσμος και παράλληλα να ετοιμαστούν τα απαραίτητα κάρβουνα για το μετέπειτα ψήσιμο των κρεατικών (φωτ. 19).
Λίγο πιο πέρα η εκκλησιαστική επιτροπή ετοίμαζε τη φασολάδα. Στον προαύλιο χώρο οι επισκέπτες πολλοί. Υπήρχαν και άλλοι που παρακολουθούσαν, μέσα στο εκκλησάκι, την πανηγυρική λειτουργία της μέρας. Χρειαστήκαμε μία ώρα ανηφορικής πορείας, από τους «Ταξιάρχες», για να φτάσουμε στο σημείο (φωτ. 20, 21 ).
Ξεφορτωθήκαμε τα βαριά σακίδια και κατευθυνθήκαμε προς το εκκλησάκι για να προσκυνήσουμε την εικόνα και να ανάψουμε κεριά (φωτ. 22).
Βγαίνοντας, μέλη της εκκλησιαστικής επιτροπής μας κάλεσαν να κεραστούμε. Ένα ζεστό τσάϊ βουνού με τα απαραίτητα κουλουράκια ήταν ό,τι πρέπει εκείνη την ώρα δίπλα στη ζεστασιά των αναμμένων ξύλων (φωτ. 23, 24).
Άρχισε να κτυπά η καμπάνα ασταμάτητα. Ήταν η στιγμή που «έβγαινε» από το εκκλησάκι η εικόνα. Ξεκινούσε η λιτανεία της. Όλος ο κόσμος, ανεξαρτήτου ηλικίας και φύλου, σταμάτησε όποιες δραστηριότητες είχε και συμμετείχε στην περιφορά της που δεν κράτησε για πολύ (φωτ. 25, 26, 27).
Αμέσως μετά το πέρας της πανηγυρικής λειτουργίας, ο ιερέας άρχισε να προσφέρει το αντίδωρο σε όλους, αφού πρώτα το βουτούσε μέσα στο κόκκινο κρασί και η εκκλησιαστική επιτροπή μοίραζε μπισκοτολούκουμα-διάφορα πιτάκια-ελιές και ζεστή φασολάδα (φωτ. 28, 29, 30).
Λίγο πιο πέρα, τα τραπέζια ήταν ήδη στρωμένα και οι ψησταριές έτοιμες να «υποδεχτούν» τα κρεατικά. Το ίδιο κάναμε και εμείς. Στρώσαμε το δικό μας τραπέζι και περιμέναμε τα ψητά που έψηναν ο Γιώργος και ο Ηρακλής, οι ειδικοί στο ψήσιμο. Και αφού όλα ήταν έτοιμα, καθίσαμε όλοι μαζί να απολαύσουμε την κρασοτσιπουρομεζεκλικοκατάσταση (φωτ. 31, 32, 33).
Μουσική από το ασύρματο και το τσούγκρισμα «πήγαινε» το ένα πίσω από το άλλο. Όμορφες στιγμές. Οι ώρες περνούσαν. Κόντευε το απογευματάκι. Έπρεπε να τα μαζέψουμε, να καθαρίσουμε τον χώρο και να πάρουμε το δρόμο της επιστροφής. Αφού κάναμε όλα τα παραπάνω, φορτωθήκαμε τα ελαφριά, αυτή τη φορά, σακίδιά μας και ξεκινήσαμε.
Η επιστροφή μας με μια μικρή αλλαγή διαδρομής. Αποφασίσαμε να περάσουμε από τη «Σπηλιά της Υπαπαντής», που βρίσκεται λίγο χαμηλότερα από το σημείο που βρισκόμασταν, και στη συνέχεια να ξαναμπούμε στο μονοπάτι που περπατήσαμε το πρωί ανηφορίζοντας.
Η πορεία μας αρχικά κατηφορική. Το μονοπάτι όμορφο και με μεγάλη κλίση. Υπάρχουν, τόσο στην είσοδο στο μονοπάτι όσο και στην έξοδο από αυτό, βοηθητικά σχοινιά και ξύλινες κατασκευές για στήριγμα (φωτ. 34).
Φτάσαμε στη «Σπηλιά», στο σημείο που βρέθηκε η εικόνα. Χρειαστήκαμε ελάχιστα μόλις λεπτά από το εξωκλήσι της Υπαπαντής (φωτ. από 35 έως και 39).
Φωτογραφίες και ξεκινήσαμε. Το μονοπάτι ανηφορικό, μέχρι να συναντηθεί με το κλασικό: «Ταξιάρχες»-«Υπαπαντή».
Τα βοηθητικά στηρίγματα απαραίτητα (φωτ.40, 41).
Η ανηφορική πορεία σύντομη. Μπήκαμε στο κλασικό μονοπάτι και αρχίσαμε να κατηφορίζουμε για τους «Ταξιάρχες».
Τα περάσματα γνωστά: το μικρό μεταλλικό εικονοστάσι στην άκρη του απότομου βράχου – η σπηλιά στη βάση του κάθετου βράχου – το πετρόχτιστο εικονοστάσι «Παναγίας Μεγαλόχαρης» – ο χώρος αναψυχής με το εξωκλήσι «Πρ. Ηλία» – η βρύση με τρεχούμενο νερό – «Ταξιάρχες» (φωτ. από 42 έως και 46).
Φτάσαμε στα αυτοκίνητά μας και αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την επιστροφή μας στη Βέροια. Φύγαμε από τους «Ταξιάρχες» γεμάτοι από εικόνες, από εμπειρία, από δράση και ευχάριστη διάθεση.
Και του χρόνου…με υγεία.