“Κλώντ Ντεμπυσσύ. Ο άνθρωπος που συνέθεσε το soundtrack των ονείρων μας” γράφει η Σοφία Σαββαΐδου
Ο μεγάλος συνθέτης γεννιέται στις 22 Αυγούστου του 1862 σε ένα φτωχικό προάστιο του Παρισιού, το Σεν Ζερμέν αν Λε και είναι το πρώτο από τα πέντε παιδιά ενός καταστηματάρχη ειδών κεραμικής και μιας μοδίστρας. Φήμες λένε ότι οι πραγματικοί του γονείς είναι οι φιλόμουσοι θείοι και νονοί του, Κλεμεντίν ντε Μπυσύ ή αλλιώς “Οκταβί ντε λα Φερονιέρ” που ήταν το ψευδώνυμο της και Αχιλλέας Αρόζα, τραπεζίτης στο επάγγελμα. Αυτές οι φήμες στηρίζονται στο ότι αναλαμβάνουν εξ ολοκλήρου την ανατροφή του μικρού Κλώντ και αυτοί είναι που τον ωθούν στη μουσική, παρ’ όλα αυτά οι βιογράφοι του θεωρούν αυτές τις πληροφορίες αβάσιμες.
–
Σε μία από τις πολλές του επισκέψεις στις Κάννες μαζί με τους θείους του έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με το πιάνο και ξεκινά μαθήματα στην ηλικία των 7 χρόνων. Στα εννιά του χρόνια εντυπωσιάζει με το ταλέντο του την δασκάλα πιάνου και αριστοκράτισσα, Μαρί Μοτέ ντε λα Φλερβίλ η οποία ήταν μαθήτρια του Σοπέν και αναλαμβάνει να τον προετοιμάσει, ώστε να εισαχθεί στο Κονσερβατουάρ του Παρισιού. Πράγματι μετά από ένα χρόνο ο Κλώντ γίνεται δεκτός στο ωδείο, όπου φοιτά για 11 χρόνια με επιφανείς δασκάλους (Εμίλ Ντυράν, Καίσαρ Φράνκ, Ερνέστ Γκιρώ κ.α.), τους οποίους άλλοτε εκπλήσσει με την δημιουργικότητά του και άλλοτε απογοητεύει από την έλλειψη συνέπειας και πειθαρχίας που τον διακατέχει. Η επαναστατικότητά του ενάντια στους ωδειακούς κανόνες του στερούν το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό του ωδείου και αυτό τον κάνει να συνειδητοποιήσει ότι θέλει να γίνει συνθέτης κι όχι βιρτουόζος πιανίστας.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Κονσερβατουάρ γνωρίζει την πάμπλουτη χορηγό του Τσαϊκόφσκι, Ναντέζντα φον Μεκ, η οποία τον καθιστά υπό την προστασία της, με αντίτιμο να παίζει ντουέτα με την ίδια και τα παιδιά της. Μαζί της ταξιδεύει όλη την Ευρώπη, επισκέπτεται το Μπαϊρόιτ, επηρεάζεται από το έργο του Βάγκνερ και κατά το σύντομο πέρασμα του από τη Ρωσία γνωρίζει τη μουσική των συνθετών Μουσόργκσκι και Μποροντίν που αποτελούν πηγή έμπνευσης. Την ίδια περίοδο γνωρίζει τον πρώτο του έρωτα στο Παρίσι, μια όμορφη τραγουδίστρια, σύζυγο ενός αρχιτέκτονα, τη Μαρί – Μπλάνς Βανιέ, η οποία παίζει σημαντικό ρόλο στα πρώιμα έργα του.
Το 1883, ο Ντεμπυσσύ λαμβάνει μέρος στον ύψιστο διαγωνισμό για φιλόδοξους συνθέτες εκείνης της εποχής, τον “Prix de Rome” της γαλλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών, όπου το πρώτο βραβείο έχει σαν έπαθλο μία υποτροφία για 3ετή φοίτηση στη Βίλα των Μεδίκων στη Ρώμη. Εκείνη την χρονιά ο Κλώντ κερδίζει το 2ο βραβείο, όμως την επόμενη χρονιά λαμβάνει ξανά μέρος και αυτή τη φορά κερδίζει την υποτροφία με την καντάτα “L’ enfant prodigue”.
Ο Ντεμπυσσύ στη Βίλα των Μεδίκων
|
Η διαμονή του στη Βίλα των Μεδίκων δεν είναι όπως την περιμένει, οι συνθήκες διαβίωσης είναι άθλιες, τα μαθήματα πολύ απαιτητικά και ο Ντεμπυσσύ νιώθει καταπιεσμένος, αποκομμένος από την πραγματικότητα, ενώ συγχρόνως δεν τα βρίσκει με τους συμφοιτητές του και αυτή η κατάσταση τον αφήνει χωρίς καμία διάθεση για σύνθεση. Δυστυχισμένος διακόπτει την “εξορία” του χωρίς να αποφοιτήσει και επιστρέφει στην αγκαλιά της Βανιέ στο Παρίσι το 1886. Το γεγονός αυτό δεν επηρεάζει καθόλου την μετέπειτα πορεία του, εφόσον δεν έχουν τόση σημασία οι εγκύκλιες σπουδές όλων αυτών των χρόνων, αλλά οι γνωριμίες του με πρόσωπα της γνώσης και της τέχνης, όπως ο Μανέ, ο Ντεργκά, ο Όσκαρ Ουάιλντ, ο Έρικ Σατί, κ.α.
–
Μετά τη ρήξη του με την Ακαδημία ο Κλώντ Ντεμπυσσύ περνά στη μποέμικη φάση της ζωής του στο Παρίσι, βγάζοντας το ψωμί του ως συνοδός πιανίστας, ενορχηστρωτής και μουσικοκριτικός, ενώ παράλληλα συνθέτει αριστουργήματα ελεύθερος από τους μουσικούς κανόνες. Τον ίδιο καιρό αναπτύσσει μια δυνατή φιλία με τον συμβολιστή ποιητή Στεφάν Μαλαρμέ από το ποίημα του οποίου “L’ après-midi d’ un faune” εμπνέεται ένα από τα σημαντικότερα ορχηστρικά του έργα, το “Πρελούδιο στο απομεσήμερο ενός Φαύνου”. Το πρελούδιο αυτό αποσπά διθυραμβικές κριτικές λόγω της ασυνήθιστης για την εποχή αρμονίας του.
–
Η χρυσή εποχή του συνθέτη είναι η δεκαετία του 1890, καθώς γράφει τα πιο αξιομνημόνευτα έργα του και εγκαινιάζει μια νέα μουσική περίοδο καινοτομώντας όσον αφορά την αρμονία, τις κλίμακες και την ενορχήστρωση. Μερικά από αυτά είναι το “Nocturnes”, που χωρίζεται σε τρεις πράξεις και εμπνέεται από τους ιμπρεσιονιστικούς πίνακες του James Abbott McNeil Whistler. Το “La Mer”, το “Images” και οι δύο τόμοι με τα 24 Πρελούδια για πιάνο, που αποτελούν μια επιτομή των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της σύνθεσής του, καθώς συνεχίζει να αμφισβητεί τις δυτικές αρχές του παραδεδομένου μουσικού τονικού συστήματος.
Με την πρώτη του σύζυγο, Ροζαλί Τεξιέ |
Το κατατρεγμένο ζευγάρι καταφεύγει σε μια παραθαλάσσια πόλη της Αγγλίας και το 1905 παρουσιάζει το έργο – ορόσημο, το συμφωνικό ποίημα “La Mer” που είναι επηρεασμένο από του πίνακες του Γάλλου ζωγράφου Κλώντ Μονέ. Φαίνεται πως το σκάνδαλο δεν ξεχάστηκε, αφού το κοινό τον αποδοκιμάζει. Την ίδια χρονιά γεννιέται η κόρη του Κλωντ- Έμα, στην οποία είναι αφιερωμένη η σουίτα “Children’s Corner”.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο Κλώντ Ντεμπυσσύ θεωρείται ο συνθέτης με τη μεγαλύτερη επιρροή στη μουσική του 20ου αιώνα. Δεν ήθελε να ανήκει σε κάποιο κίνημα, είτε αυτό ήταν ο ιμπρεσιονισμός, είτε ο συμβολισμός. Ήθελε να αλλάξει το τοπίο στη μουσική με τις καινοτόμες ιδέες του, οι οποίες, παρ’ όλα αυτά, αμφισβητήθηκαν πολύ στην εποχή του και το κατάφερε. Ο ίδιος είχε πει ότι αγαπάει τη μουσική τόσο πολύ, ώστε να θέλει να την ελευθερώσει από τις εδραιωμένες παραδόσεις που την καταπνίγουν.