Βασίλης Πατρίκας. Ο δασκιώτης λαϊκός αγωνιστής και τα “μακρυγιαννικά” του απομνημονεύματα (8)
Επιμέλεια Δημήτρης Βύζας*
«Εγώ θα γράψω τη δική μου ιστορία. Όλοι οι άνθρωποι στη ζωή έχουν την ιστορία τους. Ο καθένας ξέρει τους δικούς του πόνους, τις δικές του χαρές, λύπες και βάσανα και όταν πεθάνει, πεθαίνουν όλα. Μα εγώ είτε είμαι χαζός, είτε έξυπνος, θα γράψω τον πόνο του χωριού μου, την ιστορία που μου έλεγαν οι παππούδες. Πού θα ξέρουν, αυτοί που γεννιούνται τώρα, πώς ήταν τότε.» Βασίλης Πατρίκας (1912-2002)
Πριν από αρκετά χρόνια, μετά τον θάνατο του μπάρμπα Βασίλη Πατρίκα του Νικολάου, έφτασαν στα χέρια μου τα απομνημονεύματα του, (προσωπικά δεν ονοματίζει και ούτε χαρακτηρίζει τα γραπτά του), που αποτελούνται από 194 σελίδες.[…]
Από εκτίμηση που είχα στο πρόσωπο και σεβασμό στη μνήμη του Βασίλη Πατρίκα, διάβασα με ευχαρίστηση τα γραπτά τουλάχιστον δύο φορές. Από τις 158 σελίδες, πέρασα σε ηλεκτρονική μορφή τις πρώτες 58 που κοινοποιώ. Αυτές έγιναν αναγνώσιμες ή καλύτερα ευανάγνωστες. Στην αρχή άφησα τα κείμενα όπως είναι γραμμένα, χωρίς καμιά ορθογραφική διόρθωση. Προχωρώντας έκανα μεγαλύτερη σε βάθος διόρθωση λαθών, όχι όμως εκφραστικών. Αυτό σίγουρα θα το καταλάβει ο αναγνώστης.
Δεν είναι πρόθεση μου να δημοσιεύσω ολόκληρο το έργο του Βασίλη Πατρίκα παρά να κεντρίσω το ενδιαφέρον εκείνων που εκτιμούν τις προσπάθειες συνανθρώπων τους που αγαπούν την Τοπική Ιστορία.[…] (Απόσπασμα από τον πρόλογο του Δημήτρη Βύζα)
Βασίλης Πατρίκας (ανάγνωση και αντιγραφή Δημήτρης Βύζας)
Μέρος 8ο
Το σημερινό Δάσκιο λεγόταν Τριάτσικο και Δράτσικο. Το Τριάτσικο το πήρε από μια καλύβα που είχε φκιάσει ένας ξένος κεχαγιάς ο οποίος ήταν ηπειρώτης σαρακατσανοβλάχος που τους δικούς τους έλεγαν Κουπατσαραίους (ήταν βλάχοι που ξέχασαν τη γλώσσα τους).
Εδώ ήταν ένα μικρό μοναστήρι που λέγεται Αγία Φωτίδα. Σώζονται και φαίνονται τα χαλάσματα, αλλά υπάρχει και ένα εικονοστάσι. Υπήρχε ακόμα μια υπογραφή σε ένα κομμάτι μάρμαρου, που χρονολογούσε ότι η εκκλησία ήταν 700 χρονών περίπου. Θεωρούνταν σαν μια από τις πρώτες εκκλησίες που έγιναν τότε αλλά αυτά τα ήξεραν μόνο μερικοί παππούδες και τα λέγανε. Το μάρμαρο που είχε ημερομηνία ήρθαν και το πήραν. Ήταν μικρό κομμάτι, αλλά κανείς δεν τους εμπόδισε. Ύστερα από χρόνια ζητούσαν να το βρουν αλλά δεν βρέθηκε. Το μοναστήρι κάηκε από τούρκικο στρατό.
Εκτός από το μοναστήρι υπήρχε και η σημερινή εκκλησία, η Αγία Κοίμηση. Είναι καμένη τρείς φορές. Ήταν χαμηλή κτισμένη μέσα στο χώμα, χωρίς παράθυρο. Όταν έμπαινες μέσα έπρεπε να ανάψεις φως, για να δεις. Ήταν γύρω στα 15 μέτρα φάρδος και 28 φάρδος. Την μάζεψαν και τα πέντε μέτρα έγιναν Νάρθηκας. Είχαν και τζάκι που άναβαν φωτιά τον χειμώνα. Όταν την έκτισαν πρώτα, τα ντουβάρια ήταν από πέτρα και ασβέστη. Οι παππούδες μας το ονόμαζαν κορασάνι, αλλά ο ασβέστης πρέπει να ήταν το κορασάνι. Στο τελευταίο κόψιμο την μάζεψαν και την έχτισαν με λάσπη.
Το 1939 ο Χρήστος Κατσουγιαννόπουλος, ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερος μου, έγινε παπάς. Σπούδασε στη Θεσσαλονίκη σαν ιεροκήρυκας και διορίστηκε στη Νάουσα. Το 1942 κάτι είπε στην εκκλησία ως κήρυκας. Του είπα αν το μάθουν οι δικοί μας γκεσταπίτες(;) θα σε σκοτώσουν. Ήρθε στο χωριό. Είχε χρόνια φευγάτος και δεν του άρεσε να πάει ανταρτόπαπας μαζί με τον τότε Δεσπότη (Κοζάνης) Ιωακείμ.
Τον πήγα εγώ και τον αντάμωσα με τον Ιωακείμ, που του πρότεινε, αν θέλει, να καθίσει μαζί του. Σ’ αυτόν δεν άρεσε το αλευροτέντομα (αντάρτικο κουρκούτι). Έκατσε καμιά δεκαριά μέρες και ήρθε πάλι στο χωριό. Κρύβονταν τη μέρα και τη νύχτα τού πήγαινε ψωμί ο γαμπρός του Γεώργιος Βουλγαρόπουλος.
Αυτό κράτησε γύρω στους τρείς μήνες. Τότε δόθηκε μια διαταγή από τους Γερμανούς, όσοι θέλουν να παραδοθούν, να παραδώσουν το όπλο τους και χωρίς να τους πειράξει κανένας, θα πάνε στα σπίτια τους και στη δουλειά τους. Αυτός ήρθε και με βρήκε. Μου είπε πως δεν θέλει να καθίσει. Ζήτησε να τον βοηθήσω, να μην πέσει σε ομάδα ανταρτών και τον καθαρίσουν.
Εγώ ήμουν αντάρτης αλλά ήμουν ταμειακός. Βρισκόμουν πάντοτε στα χωριά Λαφίνα, Χαράδρα, Πολυδένδρι, Σφηκιά και Ριζώματα. Ανεξάρτητος και εξουσιοδοτημένος από το Αρχηγείο Πιερίων –Ολύμπου εν λευκώ. Του έδωσα έναν γκρα, που για να ανάψει η σφαίρα έπρεπε να τραβήξεις την σκανδάλη δέκα φορές και καμιά φορά δεν άναβε και καθόλου. Τον έστειλα κατ’ ευθείαν στη Νάουσα. Παρέδωσε το όπλο στον γερμανό. Το κοίταζαν, γελούσαν και έλεγαν: μ’ αυτό το όπλο πολεμούσες; Αυτός είπε δεν έχουν όπλα και υπάρχουν και με χωρίς όπλα. Δεν τον πείραξαν οι Γερμανοί.
Πέρασαν χρόνια και καιροί. Αυτός ήταν παπάς στη Θεσσαλονίκη και εγώ δεν σταμάτησα τον αγώνα. Πίστεψα και πιστεύω πως υπάρχει τρόπος στα 80-90 χρόνια του να ζήσει καλά, αλλά δυστυχώς η διδασκαλία του Χριστού, έγινε διδασκαλία χριστιανική, όπως τη θέλει ο πλούσιος και ο ισχυρός. Γι’ αυτό λέμε: Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός. Φτωχός άγιος δεν υπάρχει. Και ο Χριστός είπε: με είδατε διψώντα και πεινώντα εν τη φυλακή και δεν μου δώσατε ούτε νερό.
Εγώ πέρασα Στρατοδικείο στη Θεσσαλονίκη το 1951. Δικάστηκα εκεί με την κατηγορία ‘’πιστός εις το αισχρόν και βουλγαρικόν κόμμα’’, ζητώ την ποινή του θανάτου, είπε ο βασιλικός επίτροπος. Επειδή δικαζόμουν στη Θεσσαλονίκη έστειλα τον πατέρα μου να έρθει να με βοηθήσει στο στρατοδικείο. Έδωσα και ένα σημείωμα που έγραψα μόνον αυτές τις λέξεις: Παπαχρήστο αν θέλεις να έρθεις να πεις πως ξέρεις. Εσύ μην ξεχνάς στο Πιστεύω εις ένα θεόν… λέει: Και πάλιν ερχόμενος μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς και της βασιλείας του, ουκ έστιν τέλος. Και είπε στον πατέρα μου: θα έρθω.
Είχα τρείς εβδομηνταπεντάρηδες παππούδες από το χωριό που είπαν: Ήταν ο καλύτερος άνθρωπος στο χωριό μας, βοήθησε και δεν σκοτώθηκε άνθρωπος στο Δάσκιο.
Ο παπάς από την άλλη μεργιά φοβούνταν να μην τον πουν: εσύ παπάς και να βοήθησες κομμουνιστή; Αλλά φοβούνταν μήπως ξαναγίνει (αντάρτικο) και τότε τι θα πω αν δεν τον σκοτώσουν. Τορα αυτά τα λέγαμε όταν ξανανταμόσαμη.
Εγώ δικάστηκα κε με πήγαν στις Νέες Φιλακές κε στο Εφταπύργιο. Στις Νέες φιλακές τη δεύτερη μέρα του Πάσχα ήρθε και μας έκαμε τη Δεύτερη Ανάσταση κε αφού τέλειωσε τα ψέματα, μας έκλισαν πάλι στα κελιά, στους θαλάμους.
Αυτός ήξερε πως ήμαν εκεί φυλακή, αλλά δεν άδγιαζε (ευκαιρούσε) κάποια μέρα να έρθη. Και ήρθε το Πάσχα κε εγώ (βρέθηκα) έξω στο προαύλιο που μας διάβαζε. Πήγα μπροστά του, με βλέπει και τον έβλεπα. Και αφού ήθελε να φύγη είπε το διευθυντή της φυλακής: εδώ είναι ένας χοργιανός μου να τον ανίξει να τον ιδώ. Ο διευθυντής με άνιξε κε εκεί με ήπε χρόνια πολλά και Καλή Ανάσταση. Να δόση ο θεός γρήγορα να πας στα πεδιά σου Βασίλη κε σε χερετώ. Δεν είχε 2 δραχμές να με δόσει ή ένα πακέτο τσιγάρα. Εγώ δεν τραβούσα (κάπνιζα) αλλά να δόσου στους άλλους που ίμασταν μαζί στο κελί της φυλακής. Αυτό δεν το είπα να μην το μάθει όταν ζούσε. Κε το γράφω στο ημερολόγιο μου.
Ύστερα όταν ησύχασαν τα πράγματα εγώ κάθισα φυλακή πέντε χρόνια. Και όσοι δεν επιβαρύνονταν με εγκλήματα κε δεν τους κατηγορούσαν οι μεγαλοεθνικόφρονες περνούσαν τα χαρτιά και μας απολνούσαν (άφηναν ελεύθερους) με αναστολή 5 πέντε 10 χρόνια και απολύθηκα και πίγα στο χωριό το 1959. Στο χωριό κάνανε πανιγίρη στην εκλησία της Αγίας Κοίμησης.
Και ήρθε και ο Παπαχρύσος στο πανηγύρι σαν χωριανός και ανταμώσαμε έξω από την εκκλησία. Και (είπα) εγώ ξέρω μάστορας, κτίστης. Της εκκλησίας τα ντουβάρια ήταν σε πολλές μεριές ανοιγμένα. Το σκέπασμα ήταν με πλάκες πέτρινες. Τότε όλες οι σκεπές ήταν με πλάκες. Και με είπε ο Παπαχρίστος: θα σε δώσω πέντε χιλιάδες (δραχμές), να κατεβάσεις την πλάκα και στα ίδια τα ντουβάρια να σηκώσεις και να βάλεις παράθυρα. Να τη διορθώσεις χωρίς κανένα άλλο υλικό. Τα ντουβάρια πάλι με λάσπη και τα ξύλα όσα είναι σάπια θα σε πάω εγώ στο δασάρχη και θα αφήσουν να κόψεις. Θα σε βοηθήσουν αυτοί που ξέρουν από ξυλεία. Και μείναμε σύμφωνοι με τις πέντε χιλιάδες.
Πήρα το παιδί και κατέβασα την πλάκα διότι με την ίδια πλάκα την ξανασκέπασα. Έβαλα καινούργιες γρεντέδες, τσιμπίδια. Όλα στρογγύλια πελεκητά με το τσεκούρι. Με 13 δραχμές μεροκάματο και δικό μου ψωμί. Αλλά είχα δύο μεγαλύτερα παιδιά που δεν φοβούνταν τη δουλειά. Από το πρωί, τη χαραυγή μέχρι τη νύχτα. Όταν την άνοιξα και την ξεσκέπασα, είχε τρεις τοιχοποιίες. Η πρώτη τοιχοποιία μόλις την σκαλνούσες (σκάλιζες), έπεφτε. Η δεύτερη ήταν μέρες καλή. Και η πρώτη (Τρίτη;)ήταν πάνω στις πέτρες χωρίς να είναι (υπάρχει) σοβάς. Φαίνεται δεν ήταν σοβατισμένη. (Ύστερα) την σοβατίσαμε με τσιμέντο και ασβέστη και σταθεροποιήθηκε. Η εκκλησιαστικές επιτροπές, μάζεψαν λεφτά και πήραν κεραμίδια και έφυγε το βάρος της πλάκας. Και συνεχίζεται και τώρα να γιορτάζεται το πανηγύρι, το Δεκαπενταύγουστο.
Σημείωση Φαρέτρας: *Ο Δημήτρης Βύζας κατάγεται από τη Φυτειά, είναι Ηλεκτρονικός Μηχανικός και συγγραφέας του βιβλίου “Τσόρνοβο – Φυτειά Ημαθίας”
Το φωτογραφικό υλικό που συνοδεύει τα κείμενα είναι από τα αρχεία των Δημήτρη Βύζα και Αντώνη Στεφανόπουλου. Αναφέρεται στον Βασίλη Πατρίκα, το χωριό και τους συγχωριανούς του.
Το 9ο μέρος του κειμένου θα δημοσιευτεί την επόμενη Κυριακή 12 Αυγούστου
Μπορείτε να διαβάσετε: μέρος 1ο – 2ο – 3ο – 4ο – 5ο – 6ο – 7ο – 8ο 9ο – 10ο (Κάντε κλικ πάνω στους αριθμούς)