Απόψεις Λογοτεχνία

“Λογοτεχνικές όψεις του μεγαλοαστισμού στη μεσοπολεμική Αθήνα” (6) γράφει ο Αριστοτέλης Παπαγεωργίου

Τo κομπλιμάν του κυρίου Γιούγκερμαν

στη μαντάμ Σουσού…

Λογοτεχνικές όψεις του μεγαλοαστισμού στη μεσοπολεμική Αθήνα

[6ο Μέρος]

Η Πελαγία τρέφει ερωτικά αισθήματα για το Γιούγκερμαν, που τα κρατά ανομολόγητα και δε θα ευοδωθούν. Ο Βάσιας δε θα την προσέξει καν, θαμπωμένος από την ακαταμάχητη γοητεία και τα ερωτικά θέλγητρα της Ντίνας. Τότε η κοπέλα, υπερήφανη και αξιοπρεπής, θα ενδώσει συνειδητά στο επίμονο φλερτ του Ιωακείμ Ιορδάνογλου. Θα αποφασίσει να τον παντρευτεί. Το γεγονός αυτό θα προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων στο οικογενειακό περιβάλλον των Σκλαβογιάννηδων:

«Ο Ιωακείμ είχε προσκληθεί [στην Ακράτα] από απλή συναδελφική φιλοφρόνηση· μα δεν τον χώνευε κανείς. Οι Σκλαβογιάννηδες έβλεπαν τους Ιορδάνογλου σαν επικίνδυνους συναγωνιστές και ανθώπους στερημένους από κοσμική αγωγή· τους σιχαινόντανε μ’  όλη την καρδιά τους. Μα ήσαν μερικές επαγγελματικές υποχρεώσεις…

Ο υποψήφιος γαμπρός είναι εύπορος και εκφράζει ειλικρινή αισθήματα συμπάθειας προς την κόρη του Αριστοτέλη. Όμως οι άλλοι τον περιφρονούν. Δεν θεωρούν «αυτόν τον Αούτη» τίποτε περισσότερο παρά έναν παρία, που σε καμία περίπτωση δεν είναι αντάξιος της κοινωνικής τους θέσης:

«Ο Αριστοτέλης αναστέναξε απ’ τα φυλλοκάρδια του».  Ήταν εξαγριωμένος με την κόρη του. Το εξομολογείται και στο Βάσια: «Δεν ακούει τίποτα! Δε συλλογιέται την ντροπή που θα ρίξει στην οικογένεια αυτή… αυτή…

–      Η mésalliance! (= ανισογαμία)

  Μάλιστα η mésalliance! «Βρε παιδί μου! Πώς θα πάρεις αυτόν τον αούτη, τον ογλού, τον πρόστυχο»; Ξέρεις τι μου απάντησε; «Γιατί δηλαδή; Κλωστοϋφαντουργός είναι κι αυτός όπως και εσείς· πιο πλούσιος από σας. Πού βρίσκετε το εμπόδιο;» «Μα δεν είναι της σειράς μας!» «Και ποια είναι η σειρά σας; Μήπως κρατάει η σκούφια μας από τους Μονμορανσύ; Ο παππούς μου χωριάτης ήταν, όπως κι ο δικός του!» Τι να της πεις;».

Ο κόσμος των προσφύγων λοιπόν είναι ανοίκειος μα και ανεπιθύμητος στο αθηναϊκό κατεστημένο της εποχής. Ακόμη περισσότερο ο κόσμος των αστών προσφύγων από την απέναντι όχθη του ελληνισμού καθίσταται δυνητικά εχθρικός. Η δημιουργικότητα και ο βιωμένος κοσμοπολιτισμός τους αντιμετωπίζονται ως απειλητικά ενδεχόμενα. Οι γηγενείς μεγαλοαστοί τούς απορρίπτουν συλλήβδην, αντιδρούν απέναντί τους με περιφρόνηση και ρατσισμό. Η υποκρισία πρυτανεύει. Συμπορεύεται με το συντηρητισμό και την πουριτανική ηθική. Αυτή την ιδεολογικοποιημένη όσμωση φαίνεται ότι αναπαράγει εδώ ο Καραγάτσης. Εκ των πραγμάτων η ενσωμάτωση των προσφύγων στο καθημαγμένο ελληνικό κράτος των δεκαετιών του ’20 και του ’30 υπήρξε προβληματική. Δημιούργησε τριβές και προκάλεσε διχογνωμίες. Ακόμη και ο κόσμος της διανόησης, σε ένα μέτρο, φαίνεται ότι συστρατεύτηκε σε αυτήν την πολεμική. Τον Ιούλιο του 1923 στην εφημερίδα «Ελεύθερος Λόγος» δημοσιεύτηκε το άρθρο του Κώστα Ουράνη με τίτλο «Οι γυναίκες της Αθήνας»[1]. Ο συγγραφέας αναφέρεται με λόγο καταγγελτικό στην παρουσία των γυναικών της Ανατολής που κατακλύζουν την Αθήνα μετά το 1922 . Η παρουσία τους είναι καταλυτική, καθώς «από την πλημμύρα των γυναικών της Ιωνίας και του Βοσπόρου» εξορίζεται «ο τύπος της νέας Αθηναίας, ο οποίος είχε αρχίσει να διαπλάθεται από το κλίμα της Αττικής». Στις Ελληνίδες της Ανατολής προσάπτεται η ελευθεριότητα στην έκφραση, η ακαλαισθησία του πληθωρικού, η απροκάλυπτη λαγνεία και ηδυπάθεια στο φέρεσθαι: «Οι γυναίκες αυτές, του είδους αυτού ή είναι ανούσια αισθηματικές ή τρομερά φιλήδονες, και σε οποιαδήποτε από τις δύο αυτές περιπτώσεις έχουν κάτι το κοινό και το χυδαίο. Αρέσκονται στα φανταχτερά κοσμήματα, σε μια πολυτέλεια νεοπλουτική, στα φαγητά με τις παχιές σάλτσες, στις επιδειχτικές ρόμπες, στις πολύ δυνατές μυρωδιές και στις διασκεδάσεις τις θορυβώδεις, τις γεμάτες σπατάλη και χυδαία χαρά. Τρελλαίνονται για τα γλυκίσματα, καπνίζουν με ηδονή και αγαπούν να είναι διαρκώς άνεργες και να φλυαρούν. Δεν έχουν απάνω τους καμιά αρχοντιά, καμιά ένστικτη λεπτότητα. Δεν είναι «κυρίες». Είναι θηλυκά. Το κλίμα της Ανατολής, τις έκανε μαλθακές, σαρκώδεις και φιλήδονες. Κι από την Ευρώπη έχουν πάρει την ελευθερία των ηθών – κι ίσως τίποτ’ άλλο. Μόλις αποκτήσετε κάποια οικειότητα μαζί τους, μπορείτε να τους διηγηθείτε τα πιο χοντρά ανέκδοτα, να πείτε τα πιο αλατισμένα αστεία, να κάνετε τους πιο τολμηρούς υπαινιγμούς. Θα τις δείτε να γελούν μ’ όλη τους την καρδιά και να βρίσκουν την πιο μεγάλη ευχαρίστηση. Δεν έχουν την ένστικτη αποστροφή των ευγενικών γυναικών προς το χυδαίο και το ταπεινό. Αντίθετα. Η λεπτότητα των τρόπων κι αυτό που οι Γάλλοι λένε tenue τις στενοχωρούν, όπως το χωρικό το τελάρο και είναι ευτυχισμένες, όταν μπορούν να τα βγάλουν από πάνω τους και να μείνουν όποιες είναι: οι γυναίκες που αγαπούν τα κουσκουσουριά, τις φράσεις με τις διπλές έννοιες, τ’ αλατισμένα αστεία και το σανφασονισμό.

   Ντύνονται με κίτρινα, με μαβιά, με ρόδινα χρώματα. Πολλές με το πρόσχημα της ζέστης, έχουν καταργήσει τα μεσοφόρια, κι όταν περπατούν μέσα στον ήλιο οι γραμμές του σώματός τους διαγράφονται καθαρά μέσα από τα φουστάνια. […] Στα σαλόνια παίζουν με πάθος χαρτιά, ή μαζεμένες σε παρέες, κακολογούν με ηδονή και γαργαλίζονται μόνες τους με την αφήγηση τσουχτερών ανεκδότων. Τις προμεσημβρινές ώρες τις βλέπει κανένας να πηγαινοέρχονται στους διαδρόμους αχτένιστες και ασυγύριστες, να μιλούν από πόρτα σε πόρτα θορυβώντας και γελώντας ή να κάνουν την τουαλέτα τους έχοντας μισάνοιχτη την πόρτα της κρεβατοκάμαράς τους. Μιλούν με οικειότητα στους υπηρέτες του ξενοδοχείου, επιδεικνύουν γυμνότητες με αδιαφορία και θεωρούν περιττό να υποκριθούν μια κάποια συστολή, όταν διασταυρώνονται στους διαδρόμους με άντρες που στυλώνουν επίμονα πάνω στην ακαταστασία τους το βλέμμα τους…»[2].  

Ο Ουράνης, όπως και ο Καραγάτσης, λατρεύουν εξίσου το αττικό τοπίο. Εκστασιάζονται από τη λιτότητα των γραμμών του, την αιώνια λεπτόγεῳν χώρα, τη διαύγεια του φωτός. Όμως μέρος της υπόθεσης του «Γιούγκερμαν», καθοριστικό για τις εξελίξεις, εκτυλίσσεται στη Θεσσαλονίκη. Ο συγγραφέας μοιραία καταφεύγει στο διπολισμό: Αθήνα – Θεσσαλονίκη. «Διαβάζει» συγκριτικά τις δύο πόλεις ως προς τη γεωγραφία και τις κλιματολογικές τους συνθήκες. Κοινωνιολογικά η εστίαση είναι μονοσήμαντη: αφορά πάντα το μεγαλοαστικό στρώμα και το ανάπτυγμά του στα δύο κέντρα. Η ανθρωπογεωγραφική ανάγνωση της Θεσσαλονίκης γίνεται αποκλειστικά υπό το πρίσμα αυτής της οπτικής[3]. Η συμπρωτεύουσα έχει ενταχθεί στο νεοελληνικό κράτος εδώ και μόλις 20 – 25 χρόνια. Συνεπώς υπάγεται σε ένα νέο εθνικό πλαίσιο, σε ένα κρατικό μοντέλο αστικού βίου, στο οποίο οφείλει να προσαρμόζεται με αυστηρότητα αδιάλειπτη.

Καταρχάς είναι το – σχετικώς άγνωστο για τον Αθηναίο του μεσοπολέμου – τοπίο της Μακεδονίας. Ο Κώστας Ουράνης παρατηρεί με διεισδυτική ματιά: «Η Ελλάδα αυτή είναι λιγότερο πλαστική και περισσότερο ζωγραφική· λιγότερο «αιώνια» και περισσότερο ανθρώπινη. Το φως της δεν ανυψώνει την ψυχή και τη σκέψη προς τη θεία εκείνη αταραξία, όπου ανυψώνει τον άνθρωπο το μεσογειακό ελληνικό φως· αλλά έχει περισσότερη γλυκύτητα. Η χαρά που μου πρόσφερνε δεν ήταν η αγνή «πνευματική» χαρά που μας δίνει ένα τοπίο, της Αττικής, της Ολυμπίας ή των Δελφών, αλλά μια πηγαία χαρά επαφής με τη Γη. Η γη αυτή, που είδε την παλίρροια και την άμπωτη τόσων κατακτήσεων, έχει παραμείνει τόσο παρθενική, τόσο κοντά στη νεότητα του κόσμου, όσο και οι τόποι που έμειναν στο περιθώριο της ανθρώπινης ιστορίας».   Κατόπιν γίνεται παραινετικός προς τον αναγνώστη του: «Ε, λοιπόν, τη Μακεδονία αυτή, την άγνωστη – και την παραγνωρισμένη – αξίζει τον κόπο να πάει κανείς να τη δει…»[4]. Στον Καραγάτση, αντιθέτως, εγκαταλείπεται η ευφρόσυνη διάθεση, η υπερβατικότητα στην περιγραφή. Επανέρχεται ο ρεαλισμός και η αδρότητά του. Σχεδόν ιμπρεσσιονιστικά καταγράφει τον κόσμο των αισθητικών εντυπώσεων. Δε λείπει ασφαλώς και η προκατάληψη: «Μια παχιά ομίχλη – ομίχλη πραγματική, σταχτιά, ψυχρή, άσχετη με τις ψευτοκαταχνιές της Αττικής – φτώχαινε στο απόλυτο το λιγοστό φως της αυγής. Πλάι στη γραμμή [του τρένου, με το οποίο ταξίδευε μέσα στο χειμώνα ο Γιούγκερμαν] ένα χαντάκι με στεκάμενα νερά και βούρλα. Πιο πέρα κάτι το ασαφές, σαν ισόπεδη έκταση.

   Απόμειν’  εκεί, στο παράθυρο, με ανήσυχη ψυχή, ωσάν οι μολυβένιοι αχνοί να τον μαγνήτιζαν. Σα να ξυπνούσαν εντός του ξεχασμένες εικόνες [από τη Φινλανδία;]: ο γυμνός κάμπος· το μαύρο άπετρο χώμα· το χαντάκι με τα βούρλα· κι η ομίχλη…

   Ο σταθμός της Θεσσαλονίκης ήταν πνιγμένος στην υγρασία. Όσο μεγάλωνε η μέρα, το πούσι αναλυόταν σε διαπεραστικές σταγόνες. Οι άνθρωποι που τρέχαν δίπλα στο σταματημένο τρένο είχαν σηκωμένους γιακάδες, καμπουριαστές πλάτες κι αχνούς στα ρουθούνια.

–   Κακόμοιρε Καραμάνο, συλλογίστηκε. Δεν πρέπει να είναι διόλου ευχάριστη η Θεσσαλονίκη. Μια πολιτεία που’ χει το κλίμα του Βορρά και τη βιοτική οργάνωση της Ελλάδας… Εδώ η σκόνη θα είναι λάσπη, η βροχή θάνατος, τα σπίτια ψυγεία, τα καφενεία χωρίς κομφόρ, τα θέατρα δίχως θέρμανση κι οι άνθρωποι χωρίς μάλλινα εσώρουχα»[5].

Η Θεσσαλονίκη του Γιούγκερμαν είναι η Θεσσαλονίκη του Καραγάτση. Λογοτεχνικός ήρωας και συγγραφέας συμπίπτουν στις εντυπώσεις τους. Πρόκειται για την οπτική του επισκέπτη, αλλοδαπού ή ημεδαπού, στην πρώτη του επαφή με την πόλη. Η συστοιχία Αθήνας – Θεσσαλονίκης εν προκειμένῳ υπηρετεί σαφώς τις προθέσεις του Καραγάτση στην επεξεργασία του υλικού του. Υπάγεται εξολοκλήρου στη γεωγραφία της κοσμικότητας. Οι τόνοι είναι μόνο κατηγορηματικοί και το ύφος υπεροπτικό. Πάντως ό,τι απεικονίζεται ή επιλέγεται να απεικονιστεί δείχνει αυθόρμητο και πηγαίο. Όντως αντανακλώνται οι εξωτερικές εντυπώσεις, οι οποίες όμως μέσα από συνειδητές παραμορφώσεις στοχεύουν απευθείας στις προσλαμβάνουσες του αναγνώστη.

Αυτό που υπερισχύει στην περιγραφή της πόλης είναι το αίσθημα της πνιγηρότητας. Η υγρασία του Θερμαϊκού, κολλώδης και ανυπόφορη, διαπερνά τα πάντα: «Εκείνη τη νύχτα κανείς δεν είχε κέφι για κουβέντες. Έκανε πολλή ζέστη· το νερό της θάλασσας έβραζε ύπουλα. Μια θάλασσα βιομηχανικής παραλίας, οχετών και ψοφιμιών, θολή, παχύρρευστη και δυσώδης. Πάνω στο νερό σέρνονταν οι χαμηλές υγρασίες της κουφόβρασης, κάτι σαν απροσδιόριστη διαθλαστική τρεμούλα». Η Αθηνά Σκλαβογιάννη απευθυνόμενη στο Βάσια παρατηρεί: «Δίχως άλλο, δεν κοιμηθήκατε καλά. Είναι αυτό το κλίμα της Θεσσαλονίκης! Ώσπου να συνηθίσει κανείς. Δε βλέπω την ώρα να πάρω την Ντίνα, να πάμε στην Κηφισιά». Έπειτα είναι η νωθρότητα της επαρχιακής μεγαλούπολης:

«Ω! Στη Θεσσαλονίκη καμιά δουλειά δεν πιάνει το εικοσιτετράωρο του ανθρώπου. Όσο και να δουλέψεις, θα σου μείνουν άφθονες ώρες ανίας…

   – Η επαρχία, μουρμούρησε μ’ ένα χασμουρητό ο Καραμάνος[6]».     Σχολιάζονται τα ήθη των ανθρώπων: «Δεν είναι σαν τους Πειραιώτες, εδώ. Μαλακοί άνθρωποι· δουλικοί μπορώ να πω…»[7]. Περιγράφεται η εξοχή της πόλης, η παράλια ζώνη της σημερινής δυτικής Θεσσαλονίκης, προάγγελος της κατοπινής οικοδομικής αναρχίας: «Μπήκαν στο Σταθμό στο αυτοκίνητο και τράβηξαν για το εργοστάσιο. Πήραν τους βρώμικους εμπορικούς δρόμους, που σφίγγουν το λιμάνι, προσπέρασαν το Σταθμό και τράβηξαν κατά το Μπεξινάρ. Εκεί απλώνεται μια παραλία γυμνή κι αρκετά βρώμικη, γεμάτη ακαθόριστα οικόπεδα, μπαξέδες που γίνονται σιγά – σιγά οικόπεδα, κι εργοστάσια πάνω στα οικόπεδα. Κάτι το άσχημο, το ξερό, το ακάθαρτο κάτω από το φωτεινό ήλιο του Ιουνίου». Τέλος, η διαδρομή προς το κέντρο της Θεσσαλονίκης αποδίδεται από το συγγραφέα με την αισθητική του σινεμά. Καταγράφεται, όπως ακριβώς θα το επέτρεπε η λήψη από μία κινηματογραφική κάμερα πάνω σε τροχήλατο όχημα.

Η περιγραφή συμπλέκεται με το διάλογο εκούσια: «Το αυτοκίνητο, προσπερνώντας τη Γεωργική Σχολή, έστριψε δεξιά και πήρε το μεγάλο δρόμο. Ολόγυρα ξερά χωράφια κι ανάρια σπίτια της περιχωρικής ζώνης· αριστερά λίγο θάλασσα.

–   Το τοπίο δε μου φαίνεται πολύ τρελό, μουρμούρισε ο Βάσιας.

–   Άσε να δεις και την πόλη…

Έφτασαν στο Ντεπώ κι άρχισαν να χορεύουν στο καλντερίμι της κεντρικής αρτηρίας. Από τις δυο μεριές του δρόμου ορθώνονταν παλαιικά σπίτια μέσα σε κήπους, είδος βίλες ρυθμού fin de siècle [η υβριδική αισθητική του αρχιτεκτονικού εκλεκτικισμού, όπως είναι π.χ η Βίλλα Αλλατίνη, το Ορφανοτροφείο «Μέλισσα» κά], αρκετά άσχημες και παραμελημένες. Που και που μίζερα μαγαζιά και κανένα σπάνιο καινούργιο σπίτι, πάντοτε κακόγουστο. Ο Μιχάλης εξήγησε πως περνούσαν την προπολεμική αριστοκρατική συνοικία, που γλύτωσε από την πυρκαγιά του 1917.

–   Τώρα φτάνουμε στην παλιά πυρίκαυστη ζώνη, όπου χτίστηκε η καινούργια, μοντέρνα πόλη, που αποτελεί το κέντρο, σα να λέμε το Σίτυ…

–   Να ιδούμε και το Σίτυ.

   Ξεμπούκαραν σε μια παραλιακή πλατεία στολισμένη με το Λευκό Πύργο. Ο δρόμος ακολουθούσε τώρα τη θάλασσα. Από τη μεριά της στεριάς ήταν πλαισιωμένος με ψηλά, καινούργια σπίτια, σπάνιας ασχήμιας. Αυτοί πήραν ένα λοξό δρόμο, την οδό Τσιμισκή, πλατύ, με καλή προοπτική, τριγυρισμένο κι αυτόν από παρόμοια αηδιαστικά οικοδομήματα.

–   Δεν έχει αρχιτέκτονες εδώ; ρώτησε ο Βάσιας.

–   Ό,τι θέλεις έχει· και καλλιτεχνική κίνηση ακόμα. Μόνο γούστο δεν έχει…

   Έκοψαν μια στενή πάροδο αριστερά, ξαναβγήκαν στον παραλιακό δρόμο και σταμάτησαν μπροστά σ’  ένα περίεργο οικοδόμημα ακαθόριστου ρυθμού, αλλά με φανερές μεγάλες αξιώσεις. Ήταν το ξενοδοχείο «Μεντιτερράνιαν».

«Mediterranean Palace», Θεσσαλονίκη

Ανέβηκαν στο δωμάτιο που είχε κρατήσει ο Καραμάνος για το Βάσια. Ευρύχωρη κάμαρα, επιπλωμένη με μια τουαλέτα με λουτρό· μπροστά μια μεγαλούτσικη βεράντα, που έβλεπε στη θάλασσα. Ο Γιούγκερμαν έμεινε ικανοποιημένος.

–   Ωραία είν’  εδώ. Ιδίως έχει φως, αέρα και θέα…

–   Η δύση είναι όμορφη στο Θερμαϊκό. Θα ιδείς απ’ το μπαλκόνι σου φεγγαράδες αξέχαστες. Εξάλλου, το μόνο πράγμα που αξίζει εδώ είναι η νύχτα[8]».

[συνεχίζεται]

[1]               Συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο του Κώστα Ουράνη (19988) «Ταξίδια – Ελλάδα», Εκδόσεις Εστίας, Αθήνα.

[2]               Πάντως η Ελένη Ουράνη (Άλκης Θρύλος) διευκρινίζει ότι η δημοσίευση αυτού του άρθρου προκάλεσε στον προσφυγικό κόσμο αναστάτωση: «Άπειρες διαμαρτυρίες δημοσιεύθηκαν στον Τύπο και μερικοί θερμόαιμοι έφθασαν σε τέτοιο σημείο οργής, ώστε λιθοβόλησαν τον «Ελεύθερο Λόγο». Για όλ’ αυτά πολύ είχε απορήσει ο Ουράνης, ο οποίος καθόλου δεν είχε φανταστεί ότι μια απλή γνώμη για τη γυναικεία καλλονή μπορούσε να έχει τέτοια αντίδραση. Ας ξαναδιαβαστεί τώρα [εννοεί το 1955] ψύχραιμα. Πρβλ. σχετικά και Βασίλης Τζανακάρης, (2009) «Στο όνομα της προσφυγιάς. Από τα δακρυσμένα Χριστούγεννα του 1922 στην αβασίλευτη δημοκρατία του 1924», Μεταίχμιο, Αθήνα.

[3]               Το επίκεντρο της κοσμικής ζωής στη Θεσσαλονίκη το 1930 είναι το ιστορικό ξενοδοχείο «Mediterranean» με το περίφημο restaurant «Όλυμπος–Νάουσα» στο ισόγειο δίπλα του. Εκεί διαμένει ο Βάσιας στη διάρκεια ενός επαγγελματικού του ταξιδιού. Στο ακόλουθο στιγμιότυπο μαζί με το φίλο του Μιχάλη Καραμάνο συμμετέχουν στην κοσμική ζωή της πόλης: «Βγήκαν στο διάδρομο και πήραν τη σκάλα της ταράτσας, όπου δινόταν κάποιος φιλανθρωπικός χορός – ένας από τους πιο κοσμικούς χορούς της Θεσσαλονίκης. Το ασανσέρ ανέβαινε διαρκώς γεμάτο φράκα, σμόκιν, ανοιχτές τουαλέτες, διαμαντικά. Όσο προχωρούσαν ο θόρυβος της γιορτής αντηχούσε καθαρότερος: οι ομλίες του κόσμου, οι φωνές των γκαρσονιών κι οι ρυθμοί της τζαζ, που έδινε τις τελευταίες συγχορδίες του «Stormy weather» σ’ ένα φορτίσιμο μιμητικού μπουρινιού.

Το άσπρο κοντό σμόκιν του Γιούγκερμαν έκαν’ εντύπωση· εκείνο τον καιρό δεν είχε φανεί τίποτα το παρόμοιο στη Θεσσαλονίκη. Κι ήταν φορεμένο με αέρα και chic, συμπληρωμένο από μαλακό πικέ πουκάμισο, χαμηλό κολάρο και στενή γραβάτα, σε τρόπο άμεμπτο. Εξάλλου, ο Γιούγκερμαν άρχισε να γίνεται λιγάκι θρυλικό πρόσωπο στη μια βδομάδα της σαλονικιάς ζωής του. Η πολιτεία αυτή, παρόλη την έκτασή της, είναι στο βάθος μια επαρχία, σ’ ότι μάλιστα αφορά το μεγαλοαστικό κόσμο της – δυσανάλογα ολιγάριθμο με τον πληθυσμό της». Εδώ ακριβώς ο Καραγάτσης ακολουθεί το σχηματικό δίπολο: η Αθήνα των πατρικίων και η Θεσσαλονίκη των πληβείων, οι πόλεις δηλαδή της αστικής και της εργατικής τάξης αντίστοιχα. Πρβλ. για αυτό το θέμα το πολύ ενδιαφέρον άρθρο του νεοελληνιστή καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Λουβέν Gunnar De Boel (2001) «Athènes la patricienne et Thessalonique la plébéienne dans les années 20 chez Karagatsis» στο συλλογικό έργο «The Greek city from antiquity to the present: historical reality, ideological construction, literary representation», επιμ. K. Demoen, VA: Peeters, Louvain, Paris and Sterling. Η Θεσσαλονίκη βέβαια, όντας μεταπρατικό και πολυπολιτισμικό κέντρο, διέθετε πάντα αστική τάξη και ανάλογη κουλτούρα. Οι πλέον ευκατάστατοι ανήκαν στο εβραϊκό στοιχείο. Ο Γιώργος Ιωάννου αναφέρει σχετικά: «Βέβαια οι μεγάλες οικογένειές τους είχαν αμύθητους θησαυρούς, αλλά τους ανθρώπους αυτούς, εμείς δεν τους βλέπαμε. Ήταν μόνο ονόματα, σε μεγάλες ταμπέλες, που προκαλούσαν το δέος. Λείπαν, άλλωστε συνεχώς, όχι στην Αθήνα, βέβαια, που τη σνόμπαραν αγρίως, μα στην Ευρώπη, στα Παρίσια συνήθως, όπου είχε δημιουργηθεί ισχυρή παροικία των Εβραίων της Σαλονίκης. Όλοι αυτοί πηγαινοέρχονταν με το Σεμπλόν Οριάν [το Οριάν Εξπρές] και θεωρούνταν από τους καλύτερους πελάτες του». Βλ. στη συλλογή πεζογραφημάτων του Γιώργου Ιωάννου (1980) «Το δικό μας αίμα», Κέδρος, Αθήνα το διήγημα «Το ξεκλήρισμα των Εβραίων». Ανάλογο κλίμα για πιο πρόσφατες εποχές της πόλης μεταφέρει και η Κατερίνα Βελλίδη στην αυτοβιογραφία της: «Ήταν βαρύς ο χειμώνας που γεννήθηκα» (2010), Λιβάνης, Αθήνα.

Αριστοτέλης Παπαγεωργίου    

Φιλόλογος – Θεατρολόγος

Σημείωση Φαρέτρας: «Το 7ο  και τελευταίο μέρος της εργασίας θα αναρτηθεί το ερχόμενο Σάββατο 28  Ιανουαρίου»     

————————————————————————-

[4]              Βλ. ό.π Ουράνης (19988) : «Η άγνωστη Μακεδονία».

[5]               Ο Δημοσθένης Κούρτοβικ θα μεταφέρει μία ανάλογη – υποκειμενική ασφαλώς όσο και εκλεκτικιστική – εντύπωση για την εικόνα της μακεδονικής υπαίθρου με χρονικές ορίζουσες τις αρχές και το τέλος του 20ου αιώνα: «Η φτώχεια. Πουθενά δεν έχεις δει τόσο άσχημη φτώχεια όσο τότε στη Μακεδονία. Στην άλλη, την «κάτω από τ’  αυλάκι» Ελλάδα, η φτώχεια ήταν μια εξοργιστική αδικία της τύχης, μια αρρώστια που έπρεπε να θεραπευτεί ή μια κατάσταση που έπρεπε να βρεις τρόπους να μη σε στενεύει υπερβολικά. Η φτώχεια εκεί ήθελε καλοπέραση. Ενώ στη φτώχεια της Μακεδονίας υπήρχε κάτι το μίζερο. Οι άνθρωποι τη δέχονταν παθητικά μάλλον παρά καρτερικά, χωρίς κάποια εφευρετικότητα, που θα της έδινε μια μορφή αν όχι συμπαθητική, τουλάχιστον υποφερτή. Κι αυτό έκανε τις λεπτομέρειες της φτώχειας εδώ αποκρουστικές. Τώρα βλέπεις ολόγυρα πλούτο. Πληθωρικές, περιποιημένες καλλιέργειες. Ακριβά αυτοκίνητα. Πολυτελείς κατοικίες, κιτσάτες βέβαια όσο δεν πάει άλλο, στις πλαγιές των βουνών και των λόφων. Αλλά μήπως και οι βαυαρικές επαύλεις στην καρδιά των Βαλκανίων, με τις δίρριχτες στέγες, τα μπαρόκ ξυλόγλυπτα κάγκελα στα μπαλκόνια και το γκαζόν με τα φαναράκια που παριστάνουν μανιτάρια, μιζέρια δε δείχνουν κι αυτές; Το κόμπλεξ του γκασταρμπάιτερ. Η κακομοιριά του αρχοντοχωριάτη, η αθλιότητα της ντεμέκ συμπεριφοράς, που ασχημίζει την ξένη ομορφιά με το να την πιθηκίζει, και απαρνιέται ό,τι δικό της θα μπορούσε να είναι ωραίο. Ωραίο; Ναι, υπήρχε και ομορφιά στη Μακεδονία. Μια ομορφιά που πιο πολύ την ένιωθες, με τις άναρχες αισθήσεις του παιδιού, παρά την έβλεπες. Κάτι στο ύφος της ζωής των ανθρώπων, στις συμπαγείς, στοχαστικά αργές κινήσεις τους, στις πολυσήμαντες σιωπές τους, σε πράγματα που υπαινίσσονταν μια άλλη, μυστική ζωή, μια ανεκδήλωτη οικειότητα με αόρατες δυνάμεις». Ο λόγος του συγγραφέα είναι απαλλαγμένος από εξαργυρώσιμα πατριωτικά ιδεολογήματα. Όμως με τη στυλιζαρισμένη εμμονή στην παρατήρηση και την κριτική επιτήδευση καταλήγει ιδεοληπτικός. Πρβλ. Δημοσθένης Κούρτοβικ (2012) «Τι ζητούν οι βάρβαροι;», Εκδ. Εστίας, Αθήνα.

[6]              Ο Μιχάλη Καραμάνος, φίλος και συνάδελφος του Βάσια είναι διακεκριμένος συγγραφέας.  Πάσχει από μείζονα κατάθλιψη και στο τέλος της ζωής του θα οδηγηθεί σε ψυχοθεραπευτήριο. Το μυθιστόρημα του Καραγάτση διανοίγει προοπτικές διερεύνησης και σε αυτό το πεδίο μελέτης.

[7]               Η Στέλλα Βογιατζόγλου, η πρόωρα χαμένη πεζογράφος από τη Θεσσαλονίκη, θα υπογραμμίσει αυτή τη θεμελιώδη διάσταση νοοτροπίας. Στη νουβελα της «Το τσιφτετέλι», η κεντρική ηρωίδα, με καταγωγή από την Πελοπόννησο, επιχειρεί να απαλλαγεί από ένα επονείδιστο παρελθόν. Θέλοντας λοιπόν να αλλάξει άρδην την ευτελή ζωή της, καταφθάνει άγνωστη μεταξύ αγνώστων στη Θεσσαλονίκη, όπου και παντρεύεται έναν ευκατάστατο Μικρασιάτη. Η δράση εκτυλίσσεται στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Η συγγραφέας τοποθετεί την πρωταγωνίστρια να εξομολογείται σε έμμεσο ευθύ λόγο, μεταξύ άλλων: «Ώσπου άρχισε να τον βαριέται [το σύζυγό της] όσο και τις αμαρτίες της, τόσο καλόβολος που ήταν. Και η Σμυρνιά [η πεθερά της] πάντα από κοντά. Να παραφυλά ακόμα και πόσα βρακιά άλλαζε. Πόσες φορές μπανιαρίζεται και πόσων λογιών κολόνιες βάζει. Και το σπίτι πάντα γεμάτο από συγγενείς και φίλους. Και αυτή  «να το παίζει κυρία». Άνθρωποι τόσο διαφορετικοί οι Μακεδόνες από αυτήν, σκέτες αρκούδες… δήθεν ντόμπροι, οι ωμοί δεν ’ξέραν από αβρότητες. Άλλες συνήθειες, άλλα ήθη, θαρρείς και μιλούσαν ξένη γλώσσα…

   Τα ίδια και τα ίδια… κάθε μέρα. Αρμένικες ατέλειωτες βίζιτες στο σπίτι τους. «Ο καιρός δε λέει ν’  ανοίξει, δε λέει να δροσίσει. Τι Βαρδάρης κι αυτός σήμερα… Τον φάγαν και τον Πλαστήρα, το παλάτι και οι ραδιουργίες του. Γέμισε η γειτονιά ασφάλεια. Βάζεις για δε βάζεις φερμουάρ στα φρονήματά σου; Θα βουλιάξουν τα ξερονήσια απ’ το συνωστισμό… Λογαριάζουν το πόσες φορές κατούρησες ίσια και πόσες κόντρα στον άνεμο…». Έπεσε σε δημοκράτες, βλέπεις. Μωρέ, καλά το ’λεγε τότε στην Πελοπόννησο ο μοίραρχος. «Όλοι οι πρόσφυγες κομμουνιστές. Που δε βούλιαζαν τα καράβια που τους έφεραν και φέραν μαζί τους και το σπόρο τον κομματικό;» Και να δαγκώνει τη γλώσσα της μην τους χιμήξει… και τους τα πει χύμα και τσουβαλάτα. Να τους πει: «Βρε αυτό έλειπε, ν’  άφηναν οι μπάστακες της Ελλάδος να γίνει η χώρα ξέφραγο αμπέλι». Και όχι «τίποτις» άλλο, στ’  αυτό της για τα κόμματα, μα να κρατικοποιούσαν τα λεφτουδάκια της ύστερα από κόπους τόσων χρόνων; Και σιωπηλά παρηγοριόταν. Ευτυχώς που έχουν γνώση οι φύλακες, ευτυχώς, και τα λεφτουδάκια μου δεν κινδυνεύουν.

   Οι γυναίκες τους αν πεις, ακόμα πιο βαρετές. Ατέλειωτες συνταγές για φαγητά και για γλυκά. «Για να πετύχει το κέικ χτυπάς το βούτυρο με τη ζάχαρη, μέχρι ν’  ασπρίσουν…» Για τα καινούργια σχέδια στα πλεκτά και τα κεντήματα. Ώρες να τα περιγράφουν και ντουρ ντουρ, όλο για τους άντρες τους και τα παιδιά τους… «Ο δικός μου έτσι, ο δικός σου αλλιώς. Τα μάτια μας τέσσερα μην τους ξεμυαλίσει καμιά παρδαλή, και ύστερα τι κάνουμε; Τα παιδιά μας… καλέ» και να μαλλιάζει η γλώσσα τους για τα χαζοπούλια τους. Και κείνη δώστου να καπνίζει το’ να άφιλτρο πάνω στο άλλο προσπαθώντας να τις ανεχτεί…» Βλ. Στέλλα Βογιατζόγλου (1984) «Το τσιφτετέλι», Λιβάνης, Αθήνα, σ. 21 – 22.

[8]              Αμφισημία υπαινικτική του Καραμάνου. Έχει συνάψει ερωτικό δεσμό με την Ντάινα εδώ και καιρό εν αγνοίᾳ του Γιούγκερμαν. Έκτοτε θα επέλθει οριστική ρήξη στις σχέσεις των δύο αντρών.

 

 

banner-article

Ροη ειδήσεων