Άρθρα Βιβλίο Πολιτισμός

Γιώργης Έξαρχος – Βιβλιοφιλικά ταξίδια: “Σιμόνα Σόρα”

«ΣΙΜΟΝΑ ΣΟΡΑ»

Ως βιβλιόφιλος και… βιβλιοφάγος, στα μέτρο που μπορώ να κλέψω χρόνο από τις μελέτες και έρευνες για θέματα που αγγίζουν το βαθύτερο είναι μου και τα ενδιαφέροντά μου, έχω φτάσει στην… εκτίμηση ότι ενώ υπάρχει μια υπερπληθώρα σε παραγωγή «λογοτεχνικών προϊόντων», λείπουν τα «έργα της λογοτεχνίας», και για να είμαι πιο δίκαιος και ακριβής, λείπουν τα μεγάλα λογοτεχνικά έργα. Λες και οι μεγάλοι συγγραφείς σταμάτησαν να υπάρχουν κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, τόσο στη χώρα μας, όσο και παγκοσμίως.

     Δεν γνωρίζω πόσο «ακριβοδίκαιος» είμαι με αυτή μου τη διαπίστωση (μη με πάρουν φαλάγγι οι… κριτικοί, οι ειδικοί και οι επαγγελματίες και γνώστες αυτών των θεμάτων), αλλά να, τώρα με την «διδασκαλία της δημιουργικής γραφής» (μια προσοδοφόρα ενασχόληση, ντυμένη και με ακαδημαϊκή τήβεννο), έχει κατακλυστεί ο κόσμος και ο ντουνιάς από «λογοτέχνες» (πεζογράφους και ποιητές) και οι «βιβλιοπαρουσιάσεις» έχουν αναχθεί σε σύγχρονο κοσμικό γεγονός, ανταλλαγής φιλοφρονήσεων «κοινού» και «δημιουργών»!

     Αλήθεια, ποια έργα του καιρού μας της ελληνικής –αλλά και της παγκόσμιας– λογοτεχνίας, έχουν διασφαλήσει το… διαβατήριο για το μέλλον; Τι το νέο έχουν κομίσει, τι το διαφορετικό, ποιες αξίες έχουν αναδείξει που να έχουν αντοχή στον μέλλοντα χρόνο, τέτοιες που να αποτελούν ανθρώπινες ή πανανθρώπινες και οικουμενικές αξίες; Μήπως η ασημαντότητα πάει να επιβληθεί ως αξία, γιατί … όλοι έχουμε το δικαίωμα να εκφράσουμε την «υποκειμενική δημόσια άποψή» μας; Οπότε, η κυρίαρχη ανακύκληση «ιδεών» με γλυκανάλατες κουβέντες, που κάνουν το «λογοτεχνικό προϊόν» ελκυστικό, μας οδηγεί αυτάρεσκα στην παραγωγή προϊόντων … για αδηφάγους καταναλωτές, προϊόντων «ζηλευτών» που διακινούνται σε «συσκευασίες ευκαιρίας»; Και όσοι κινούνται με… έρευνα αγοράς για τα προϊόντα που ικανοποιούν τα «γαστρικά υγρά» τους, μήπως θα έπρεπε να κινηθούν σε… έρευνα αγοράς για το τι θα πρέπει να καταγράψουν στον φλοιό και τις πτυχώσεις του μυελού ή στο τι θα αποθηκεύσουν στους θαλάμους του εγκεφάλου τους για να ικανοποιηθούν και αυτά; 

     Τα πιο γοητευτικά ταξίδια που μπορεί να κάνει ο θνητός είναι τα ταξίδια … του μυαλού του. Τα άλλα για τα οποία… κομπάζει είναι ταξίδια των αισθήσεων και κυρίως των ματιών του, που ο χρόνος με το πέρασμα τα ξεφτίζει και τα κάνει νοσταλγία. Και, σαφώς, δεν παρέχουν την δυνατότητα ανακάλυψης πραγμάτων νέων, κάτι που συμβαίνει με την ανάγνωση των λογοτεχνικών αριστουργημάτων. Κάθε φορά που διαβάζει κάποιος τα Ομηρικά έπη ή τις τραγωδίες των κλασικών τργωδών μας, όλο και θα ανακαλύπτει πράγματα, που δεν τα είχε υποψιαστεί σε κάποια προηγούμενη ανάγνωση ή μελέτη τους. Το ίδιο ισχύει για όλα τα αθάνατα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, και δεν θα επεκταθώ σε ονόματα.

     Όλα τούτα, μη θεωρηθούν σαν κάποιο είδος εναντίωσής μου στην μεγάλη βιβλιοπαραγωγή του σήμερα. Να εκληφθούν μόνον ως αγωνία μου, γιατί οι νεότερες γενιές –τα παιδιά μας– έχουν χάσει την επαφή τους με το βιβλίο, και θαρρώ πως τη μεγάλη ευθύνη την έχουμε οι «ηλικιωμένοι» και το κρατικό εκπαισευτικό μας σύστημα, που λειτουργεί αποχαυνωτικά και ευνουχιστικά για τις νέες γενιές, τις γενιές των παιδιών μας, είναι σύστημα που δεν παρέχει γνώση.

     Με τούτες τις προοιμιακές «εκτιμήσεις», φρονώ ότι το έργο που έχουμε «δώσει» η Άντζελα Μπράτσου (βραχεία Λίστα Κρατικών Βραβείων Ελληνικού Υπουργείου Πολιτισμού 2024, για τη μετάφρασή της του έργου του Νίκου Θέμελη, Adevărurile Celorlalți [Οι αλήθειες των άλλων], εκδόσεις Ideea Europeana) και εγώ, στην τωρινή ελληνική μας, έργο της Ρουμάνας συγγραφέως Σιμόνα[ς] Σόρα, με τίτλο: «Συμβιβασμένη – Η ανάβαση στην Ορθοπεδική – Συμβιβασμένη Προσποιούμενη συναισθήματα, μυθιστόρημα, εκσόσεις  Ωκεανός, Αθήνα 2024, σχήμα 14×20, σελίδες 220 + 151 = 271», είναι ένα «λογοτεχνικό έργο» κι όχι απλά «λογοτεχνικό προϊόν», γεγονός που διαπιστώνει ο αναγνώστης από την ανάγνωση των πρώτων κιόλας σελίδων. Πρόκειται για καλή λογοτεχνία.

     Το βιβλίο διάβάζεται από τις δύο «μεριές», καθότι αποτελείται από δύο αυτόνομα μέρη, και που το ένα «κουμπώνει» με το άλλο, σαν τα δύο μέρη ενός προσώπου, που τελικά συνθέτουν την ανθρώπινη όψη, μία και ενιαία έκφραση. 

Κρίνω σκόπιμο να καταθέσω τo ένα από τα δύο «εισαγωγικά» σημειώματα, από το πρώτο μέρος του βιβλίου, συνυπογραφής μου με την Άντζελα, και εικάζω χρήσιμο για τον αναγνώστη, καθώς θα εισέρχεται στο κόσμο που η συγγραφέας με τόση μαεστρία και αλήθεια… εκθέτει γοητευτικά και καθηλωτικά.

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΩΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΩΝ

Η Simona Sora / Σιμόνα Σόρα, μια από τις καλύτερες συγγραφείς της νέας ρουμάνικης γενιάς, είναι δοκιμιογράφος, δημοσιογράφος και μυθιστοριογράφος. Η στέρεα γραφή της γίνεται σε διαδοχικές στρώσεις, είδος παλόμψιστου με λογοτεχνικές και ψυχαναλυτικές αναφορές. Το πρώτο της μυθιστόρημα μεταφρασμένο στα ελληνικά, εξαιρετικά, σοφιστικέ, δομημένο εξάλλου, κατά διττό τρόπο, μας παρουσιάζει δύο όψεις της ζωής της Μάγιας, το alter ego της Simona Sora. Ο «υπ[ογειος φόβος» και των δύο, της ηρωίδας αλλά και της συγγραφέως, είναι μάλλον ότι η προσωπική μας μοίρα διέπεται από συγκαβατικότητα.

     Είναι σύνθετο μυθιστόρημα, ιστορικό, κοινωνικό, ψυχολογικό και φιλοσοφικό, που βάζει μπροστά στον αναγνώστη, όπως κάνει πάντα η καλή λογοτεχνία, δύσκολα προβλήματα, χωρίς να επιχειρηματολογεί για συγκεκριμένες λύσεις. Πρόκειται για δύο ιστορίες τοποθετημένες tête- bêche[1] στον ίδιο τόμο και που παρουσιάζουν την περιπέτεια μιας νεαρής γυναίκας, μέχρι 20 ετών· δύο πιθανές όψεις μιας ζωής που υπόκεινται εξίσου στον συμβιβασμό, πρώτα, κάτω από το ετοιμοθάνατο καθεστώς του Τσαουσέσκου στη Ρουμανία, και μετά στην Ελβετία, πρότυπο μιας –κατά κοινή παραδοχή– σοφής και καλά οργανωμένης δημοκρατίας.

     Τι εννοεί η συγγραφέας με τηλέξη  complezență, η μια έννοια της οποίας είναι, στα ελληνικά, ας πούμε, συμβιβασμός, λέξη που τη βρίσκουμε παντού στις δύο ιστορίες της, ακόμη και στον τίτλο των δύο ιστοριών της, που στα ρουμανικά είναι ή ίδια λέξη, αλλά, αναγκαστικά, εμείς την έχουμε αποδώσει στα ελληνικά ως Συμβιβασμένη; Σημαίνει, εκτός από ευγένεια και κάτι αρνητικό – μια πράξη υπερβολικής ανοχής από κάποιον που συναινεί στο πώς αναπνέει. Ο συμβιβασμός είναι αυτό που εμποδίζει τους ανθρώπους να παλέψουν τα πράγματα, να μιλούν, να κάνουν ή να γράφουν αυτό που πραγματικά πιστεύουν. Σημαίνει όμως και επιβίωση, αντίσταση και ανθεκτικότητα. Η διφορούμενη σημασία της ρουμανικής λέξης complezență λοιπόν δεν ήταν δυνατόν να αποδοθεί ανάλογα στα ελληνικά, με μόνο μια λέξη. Διο και η πρώτη απώλεια για εμάς τους μεταφραστές.

     Σε κάποιους αναγνώστες, για την πρώτη ιστορία, ο υπότιτλος Η Ανάβαση στην Ορθοπεδική μπορεί να φανεί θετικός, αφού είναι θέμα ανάτασης. Η διφορούμενη σημασία της, επίσης, ρουμάνικης λέξης înălțarea που χρησιμοποιείται στον υπότιτλο, μπορεί να είναι ανύψωση ή και ανάβαση. Εδώ, πρόκειται για την άνοδο της Μάγιας στην «βαθμίδα των «εκλεκτών»» στο Τμήμα Ορθοπεδικής ενός νοσοκομείου.

     Η άλλη ζωή της ηρωίδας, στην Ελβετία, φαίνεται πιο γαλήνια. Στην πρώτη περίπτωση, η κατανόηση του τι είναι συμβιβασμός και συγκαταβατικότητα έρχεται σιγά-σιγά και καταλήγει σε μια τυποποίηση-φόρμουλα: «Σκέψου μόνο ό,τι μπορείς να πεις», πράγμα που σε προστατεύει από το να αναγκαστείς να μείνεις σιωπηλός. Στη δεύτερη περίπτωση, η προσέγγιση είναι πιο ριζοσπαστική και άμεση. Βρίσκοντας Ρουμάνους στο ελβετικό καντόνι της, η Μάγια τρέπεται σε φυγή, συνειδητοποιώντας ότι έχει ενδώσει σε «αυτήν την ενοχλητική αναγκαστική συγκαταβατικότητα που την κυνηγούσε ακόμα και στα όνειρά της». Είναι λοιπόν μια άβολη κατάσταση που δίνει στη Σιμόνα Σόρα την ευκαιρία να μας παρουσιάζει χωρίς ψευδαισθήσεις μια εικόνα των σύγχρονων ευρωπαϊκώ κοινωνιών, τόσο στην Ανατολή, όσο και στη Δύση.

     Τι είναι αυτό που εντυπωσιάζει στο βιβλίο; Κάθε λέξη, κάθε παράγραφο, κάθε ιστορία-αφήγηση. Υπάρχουν όμως κάποια σημεία πολύ δυνατά, που ταράσσουν τον εσώτερο κόσμο μας.

     Οι λεπτομέρειες και η ειρωνεία των περιγραφών της μυθιστοριογράφου, μας βυθίζουν στον κόσμο της εργασίας, εδώ, το ιατρικό περιβάλλον, που σπάνια δίνει παρών στη λογοτεχνία, με τις ίντριγκες εξουσίας, τις παράλληλες ζωές των γιατρών, τους άγραφους αντικανονισμούς κυριαρχούντες στον χώρο. Στο νοσοκομείο που περιγράφεται στο πρώτο κείμενο, «όλα συνέβαιναν σαν σε ένα απέραντο εικονικό όργιο, με διαφορετικούς βαθμούς μύησης και όλοι –από ειδικούς, μέχρι νοσοκόμες– πληρούσαν τις προϋποθέσεις ειδίκευσης και την αυστηρή συμμόρφωση με τα τρία Σ (σέξ – συμμόρφωση – σιωπή)».

     Το σκηνικό αυτών των δύο ιστοριών είναι επομένως ο άγνωστος για εμάς και περίπλοκος ιατρικός κόσμος· στον οποίο όμως πρέπει να τηρούνται αυστηροί κανόνες, που περιγράφονται με υπομονή συναρπαστικά σε όλες τις σελίδες. Δύο γεγονότα θα ταράξουν την καλά οργανωμένη ζωή της ηρωίδας μας, της νεαρής νοσηλεύτριας εργαλειοδοσίας Μάγιας. Το πρώτο είναι η συνταρακτική συνάντησή της με τον μέγα γιατρό Νέγκρου και, συγκινημένη από το προνόμιο να την είχε προσέξει αυτός ο γιατρός, η «πιτσιρίκα» παίρνει την απόφαση να «το κάνει» και να χάσει έτσι την παρθενιά της. Σκεπτόμενη εκείνο το βράδυ, και μη μπορώντας να πει γιατί είχε επιλέξει να μείνει, η Μάγια νοιώθει ανακούφιση ότι «το είχε κάνει, πράγματι, τελικά το έκανε» και γιατί ήθελε να το κάνει εδώ και πολύ καιρό. Εδώ τίθεται ένα ερώτημα: από την μεριά του γιατρού, πρόκειται για κατάχρηση; Για βιασμός; Ο απολογισμός που κάνει η συγγραφέας είναι εσκεμμένα αιωρούμενος… Το δεύτερο γεγονός λαμβάνει χώρα το ίδιο βράδυ, όταν συγκρούεται, βγαίνοντας η νοσηλεύτρια από το ντους, με ένα νεκρό έμβρυο που έχει αποβληθεί. Σοκαρισμένη, το παίρνει, το πλένει και το τυλίγει όπως παλιά τις κούκλες της· δεν ξέρει τι να κάνει. Και δεν ξέρει φυσικά ότι το έμβρυο προοριζόταν για έναν αγωγό σκουπιδιών λίγο πιο μακριά… Είναι μια νέα ευκαιρία για τη συγγραφέα να μας μιλήσει για όλο το σύστημα που υπαγόρευε στην κοινωνία πως να ζει. Το συγκλονιστικό κομμάτι για εμάς – όταν μας μιλάει για τα διατάγματα που στην κομμουνιστική Ρουμανία απαγόρευαν τις αμβλώσεις· για την πάλη που έδιναν οι Ρουμάνες να διατηρούν, υπό εκείνες τις άγριες συνθήκες, την αξιοπρέπειά τους ως γυναίκες· για το κυνηγητό τους από τους δικαστικούς λειτουργούς. Και όταν όλα αυτά συμβαίνουν σε μια πόλη της επαρχίας, το μόνο που μπορεί κανείς να σκεφτεί ή να κάνι, όντας ευαίσθητος όπως η Μάγια, είναι να φύγει. Να φύγει από τη χώρα. Αλλά να πάει πού; Εκείνην την περίοδο, τα σύνορα της Ρουμανίας ήταν «σφραγισμένα» προς την Δύση… Η Μάγια όμως αρνείται να λυγίσει.

     Στη δεύτερη ιστορία βρίσκουμε τη Μάγια λίγα χρόνια αργότερα, μετά τη Ρουμανική επανάσταση του 1989 και τη γενικότερη κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ. Είχε περάσει στο πανεπιστήμιο και είχε φύγει από την επαρχεία…όχι για τη Γερμανία αλλά στην πρωτεύουσα. Πάντως, ήταν κι αυτό μια νίκη. Αφού γλύτωσε, σαν από θαύμα, μετά την συνάντησή της με τους ανθρακωρύχους –μια φευγαλέα μνεία ενός ιστορικού αλλά άγνωστου γεγονότος που έλαβε χώρα στην πρώτη μετεπαναστατική περίοδο–, τρομαγμένη μετανάστευσε στην Ελβετία με ένα συμπατριωτάκι αγόρι που γνώρισε τυχαία. Και πάλι, η συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία να σκιτσάρει την εικόνα του Βουκουρεστίου και των τραγικών και ξεφτισμένων στο υφάδι της μνήμης συμβάντων εκείνης της περιόδου.

     Βέβαια, το μονοπάτι της προς μια άλλη ζωή έχει μαιάνδρους. Και η Ελβετία δεν είναι η χώρα των ονείρων της, αλλά η μόνη λύση που έχει για να μην αναγκαστεί να γυρίσει στην πατρίδα της. Φαίνεται ίσως γνωστή, μέχρι εδώ, η ιστορία των όποιων αναγκαστών λύσεων των προβλημάτων του καθενός από μας; Η Σιμόνα Σόρα είναι μετρ στον τρόπο διήγησης…

     Στην Ελβετία, πάλι μετά από άλλες αλλόκοτες περιπέτειες, η Μάγια προσλήφθηκε σε γηριατρικό ίδρυμα του οποίου οι τρόφιμοι βρίσκονται στο τέλος της ζωής τους. Οι κανόνες εκεί είναι πολύ αυστηροί. Στο «La Chance» (δηλαδή Ευκαιρία, η τελευταία ευκαιρία, τι ειρωνεία!), πρέπει να περιθάλψει τους ετοιμοθάνατους με παρηγορητική φροντίδα· αυτούς που η ελβετική φαντασία αποκαλεί «διά βίου φιλοξενούμενους», και ποτέ «ασθενείς». Σημειώνει η νοσηλεύτρια ό,τι κάνει σε ένα πράσινο σημειωματάριο το οποίο ελέγχει ο κύριος Λεγκράν, κατά τη διάρκεια μακρών, ατελείωτων, ανακρίσεων. Που θυμίζουν σε όποιον έζησε στη Ρουμανία στην περίοδο του Τσαουσέσκου, εκείνα της Σεκουριτάτε, της πολιτικής αστυνομίας ή κυρίως τους «φάκελους» που πολλοί κουβαλούσαν σε όλη τους τη ζωή… Η Μάγια ξεκινά εδώ με συγκαταβατικότητα: «μυήθηκε βαθιά στη ρουτίνα, αφομοιωμένη πλέον συγκαταβατικότητα … Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή της που το αποδέχτηκε γιατί η αντίσταση, η αποστασιοποίηση, η ειρωνεία, φαινόταν να ισοδυναμούν με κάποιο είδος προδοσίας». Είναι ακόμη υπό την επιρροή της «επιτακτικής επιθυμίας της να φύγει», αφενός, την οποία επιθυμία είχε όταν η επανάσταση στο Βουκουρέστι πήγε στραβά με βίαιες συγκρούσεις, και αφετέρου της απρόσμενης ευφορίας της όταν εγκαταστάθηκε στην Ελβετία. Αποδέχεται λοιπόν τις απαιτήσεις των υπευθύνων του La Chance: τηρεί με σεβασμό τους κανόνες και την επιβεβλημένη ρουτίνα. Αναλαμβάνει υπεύθυνα τη θέση που της υποδεικνύεται. Όλα όμως θα μπερδευτούν ξανά για τη Μάγια…

     Στον οίκο ευγηρίας απαγορεύονται πολλά. Για παράδειγμα, να μιλάνε για το παρελθόν με έναν «διά βίου φιλοξενούμενο», επειδή η μνήμη, «μια δύναμη που μας ωθεί μπροστά», δεν συνιστάται για ανθρώπους που πρόκειται να πεθάνουν. Επειδή η «πιτσιρίκα» δένεται με έναν ασθενή στον οποίο διαβάζει ιστορίες και καταλήγουν να λένε ο ένας στον άλλο για το παρελθόν τους, η Μάγια, την ημέρα του θανάτου του, παραβιάζοντας τους αυστηρούς κανόνες προσπάθησε να τον αναστήσει. Όταν του μιλούσε για τη συγκαταβατικότητα, γιατί εκεί το έβλεπαν ως μια μορφή αγάπης, η Μάγια εκφράζει ουσιαστικά ένα άλλο «πιστεύω» της συγγραφέως. Του είπε λοιπόν ότι «για εκείνην, «η συγκαταβατικότητα ήταν παρά φύσιν συμβιβασμός και κόλαση: η μίμηση της καλοσύνης, η διαφάνεια, η αποδοχή όταν νιώθεις το εντελώς αντίθετο, το να μένεις σιωπηλός και να κάνεις ό,τι σου λένε, σου βγάζει τα εσωτερικά σου όργανα –τα σωθικά σου– το ένα μετά το άλλο· το να υποφέρεις και να περιμένεις πάντα συμβιβασμένος, μόνο και μόνο για να αποφύγεις τη σύγκρουση είναι κόλαση. Διότι είναι ακριβώς αυτή η σύγκρουση που μπορεί να σε απελευθερώσει». Αυτός ο τελευταίος ορισμός ανταποκρίνεται αναμφίβολα στο «πιστεύω» της Simona Sora, σε αυτό που της έλεγε η «δεύτερη μητέρα της». Εξάλλου, το μυθιστόρημα είναι αφιερωμένο σε αυτήν και στον Noel Ruffieux, ένας μυστικιστής του Φριμπούρου.

     Τελικά, η Σιμόνα Σόρα μας προσφέρει ένα πολύ παράξενο και μαγικό βιβλίο, λεπτό και διακριτικό, όπου ο πειρασμός του θανάτου και η έντονη επιθυμία για τη ζωή συνυπάρχουν συνυφασμένα στους χαρακτήρες της. Δεν πρόκειται μόνο για γνώση της δομής, για σμιλεμένη λογοτεχνία, αλλά και για το κάλλος της ιστόρησης, για τη μουσικότητα της φράσης, για τη γεύση της γλώσσας, δηλαδή για ταλέντο. Ελπίζουμε μόνο εμείς να μην τα έχουμε «προδώσει» όλα αυτά. Παρουσιάζοντας τον κόσμο του νοσοκομείου με «μια ατμόσφαιρα υπερερωτισμού –ή άκρατου ερωτισμού– στην ανατριχιαστική γειτνίαση με τον θάνατο.», η συγγραφέας μας παρουσιάζει ουσιαστικά την εικόνα του αιώνα μας, διχασμένου ανάμεσα στις αυτοκαταστροφικές παρορμήσεις και στο φθαρμένο όνειρο της ευτυχίας και της ελευθερίας.

     Δεν θέλουμε να λησμονήσουμε να αναφέρουμε και την καταπληκτική παραμυθένια ιστορία της πόλης Ντέβα, με τους νάνους, τους γίγαντες, το κάστρο, τους βατράχους… Ντέβα σημαίνει στα σανσκριτικά ”φύλακας άγγελος”. Άρα, «Ντέβα είναι μια μαγική λέξη που πυροδοτεί ατελείωτους αβυσσαλέους συγχρονισμούς»… Δεν είναι μόνο αγάπη και έρως προς τον γενέθλιο τόπο.

     Και κλείνουμε με τα λόγια της ίδιας της συγγραφέως, τα οποία αντιπροσωπεύουν κι εμένα: «Στην πραγματικότητα, είχα πάντα αυτό το πρόβλημα με την εξουσία κάθε είδους: οργανικά δεν αντέχω να μου λένε τι να κάνω, πώς να το κάνω και κυρίως πώς να συμφιλιωθώ με την πραγματικότητα που συνεπάγεται η αντανακλαστική άρνησή μου. Θεωρώ απαραίτητο να μπορώ να λέω όταν διαφωνώ με ορισμένα πράγματα. Γιατί από κάθε είδους τέρψεις (θεσμικές, πολιτικές κ.λπ.) γεννιούνται τέρατα που απλώς ετοιμάζονται να μας κατασπαράξουν ξανά.»

Άντζελα Μπράτσου και Γιώργης Έξαρχος.

  • Να μου επιτραπεί να πω δυο λόγια για τον γενέθλιο τόπο της συγγραφέως, την πόλη ΝΤΕΒΑ, στην οποία υπήρχε συνοικία «Γραικών εμπόρων», απαρτιζόμενη κυρίως από «Γραικοβλάχους» και «Μακεδονοβλάχους», γνωστούς ως «Greci» (Γραικοί) κατά τις γραπτές πηγές, εγκαταστημένους εκεί από τα τέλη του 17ου με αρχές του 18ου αιώνα, και τους οποίους σήμερα η «ρουμανική βιβλιογραφία» τους παρουσιάζει σαν… Βούλγαρους! Συμβαίνει αυτό που έχει γράψει ο μεγάλος διανοούμενος Νικολάε Γιόργκα στην «Αυτοβιογραφία» του, ότι συνέβαινε και με την οικογένειά του στη Μολδαβία, που, αν και εκ πατρός Πίνδιος Αρμάνος Βλάχος,και εκ μητρός Γραικόε γιος Γραικής Φαναριώτισσας, ονόμαζαν… την οικογένειά του Βουλγάρικη και αυτούς Βούλγαρους!

     Λόγω του ότι τα επώνυμα Σόρας και Σόρος τα συναντούμε σε Μοσχοπολίτες μετανάστες – παροίκους στις χώρες της πάλαι ποτέ Αυστρο-Ουγγαρίας (μεταξύ των οποίων η Τρανσυλβανία/Αρντεάλ και το Μπανάτ κ.ά.), να εικάσω μη τυχόν η συγγραφέας έχει κάποια μακρινή καταγωγή από την ιστορική «Αθήνα της Τουρκοκρατίας», την φημισμένη Μοσχόπολη; Αναρωτιέμαι…

◾ Η Ντέβα (Deva) είναι πόλη της δυτικής Ρουμανίας, της πάλαι Τρανσυλβανίας ή του Αρντεάλ, πρωτεύουσα της επαρχίας Χουνεντοάρα. Είναι χτισμένη κοντά στην αριστερή όχθη του ποταμού Μούρες, 400 χλμ. ΒΔ του Βουκουρεστίου, με πληθυσμό το 2011, 61.123 κάτοικοι. Πάνω από την πόλη κυριαρχεί ο λόφος του κάστρου (370 μ.), σε σχήμα κόλουρου κώνου, με επιβλητική θέα της κοιλάδας του Μούρες. Στην κορυφή του λόφου βρίσκονται τα ερείπια της ακρόπολης, που χτίστηκε τον 13ο αιώνα, κατά τη διάρκεια των επιδρομών των Μογγόλων. Η πόλη αναπτύχθηκε υπό την σκιά της ακρόπολης στη διάρκεια του 13ου και 14ου αιώνα, αλλά μια έκρηξη σε πυριτιδαποθήκη στις αρχές του 19ου αιώνα κατέστρεψε μεγάλο μέρος της.

     Το όνομά της είναι καταγεγραμμένο για πρώτη φορά το 1269 ως κάστρουμ Ντέβα. Την ονομασία μερικοί τη θεωρούν παλαιοτουρκικής καταγωγής από το όνομα Gyeücsa. Άλλοι ότι είναι πιθανώς σλαβικής προέλευσης καθότι Deva ή Devín σημαίνει «κορίτσι» ή «παρθένος». Στα Σλοβακία υπάρχει το Κάστρο Ντεβίν, στη συμβολή του Δούναβη και του Μεγάλου Μοράβα, και η πρώην πόλη Ντεβίν (νυν προάστιο της Μπρατισλάβας). Θεωρείται επίσης ότι το όνομα προέρχεται από την Δακική λέξη ντάβα, που σημαίνει «φρούριο» (όπως στα Πελεντάβα, Πιρομποριντάβα ή Ζαριγκντάβα). Άλλες θεωρίες θεωρούν ότι η ονομασία οφείλεται στην Ρωμαϊκή Λεγεώνα, τη Legio II Augusta, που μεταφέρθηκει στην Ντέβα από το Castrum Deva, νυν Τσέστερ (Deva Victrix) στην Βρετανία. Ακόμη, η λ. *ντάβα* ‘πόλη’ μπορεί να προέρχεται από το αναδομημένο πρωτοϊνδοευρωπαϊκό *dhewa* ‘οικισμός’.

     Σε μεσαιωνικούς χάρτες η Ντέβα εμφανίζεται ως: Dewan (πρώτη αναφορά), Deva ή αργότερα Diemrich.

     Έγγραφα αποδεικνύουν την ύπαρξη της πόλης για πρώτη φορά το 1269, όταν ο Στέφανος Ε΄, Βασιλιάς της Ουγγαρίας και Δούκας της Τρανσυλβανίας, ανέφερε “το βασιλικό κάστρο της Deva” σε μια παραχώρηση προνομίων προς τον Κόμη Κυλ του Kέλιγκ (Ρουμανικά: comitele Chyl din Câlnic). Υπό το Βοεβόδα Ιωάννη Ουνιάδη, η Ντέβα έγινε σημαντικό στρατιωτικό και διοικητικό κέντρο. Εν μέρει καταστράφηκε από τους Οθωμανούς το 1550, κι αργότερα ανοικοδομήθηκε και το φρούριο επεκτάθηκε. Το 1621 ο πρίγκιπας Γαβριήλ Μπέτλεν αναδιαμόρφωσε και επέκτεινε το αναγεννησιακού ρυθμού Μέγαρο Μάγκνα Κούρια (γνωστό και ως Κάστρο Μπέτλεν).

     Στην Ελληνοβλάχικη (αρμάνικη) Ντέβâ = Ενθάδε, εδώ, και Ντέβρâ ή Ντέβâ = κυκλικός, περιτριγυρισμένος, εκ του οποίου το Ντεβαρλίγκαλουϊ = γύρωθεν, πέριξ.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ:

H Σιμόνα Σόρα / Simona Sora, γεννημένη το 1967 στην Ντέβα της Τρανσυλβανίας, ζει σήμερα στο Βουκουρέστι όπου εργάζεται στον Εκδοτικό Οίκο του Ρουμανικού Πολιτιστικού Ινστιτούτου. Ανήκει στη νέα γενιά λογοτεχνών της χώρας της, είναι δημοσιογράφος, δοκιμιογράφος, μεταφράστρια και έχει διδάξει κατά την περίοδο 2005 – 2007 ρουμανική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Βουκουρεστίου. Το το πρώτο μυθιστόρημά της Hôtel Universal (Belfond, 2016), έγινε μπεστ σέλερ στα ρουμανικά, μεταξύ των πέντε φιναλίστ για το λογοτεχνικό βραβείο Augustin Fratila για το καλύτερο μυθιστόρημα. Ανακηρύχθηκε και ως το «βιβλίο της χρονιάς» από τον Paul Cernat, Ρουμάνο δοκιμιογράφο και κριτικό λογοτεχνίας, στο εξαιρετικά ενδιαφέρον περιοδικό Romania Literara. Η Συμβιβασμένη (τίτλος της ελληνικής έκδοσης) αφορά στη Ρουμανία, κατά την δικτατορία Τσαουσέσκου: Η νεαρή νοσοκόμα Μάγια εμπλέκεται σε μια έρευνα για παράνομη άμβλωση. Ήταν αυτή που βρήκε το μικρό αδρανές σώμα (νεογνό) στα ντους του νοσοκομείου, η ίδια που κινήθηκε ανάμεσα στο σεξ και στον θάνατο, στον χώρο εργασίας της σαν ένας ονειροπόλος οργανοπαίκτης που ενώ ζει και βιώνει τραγικές καταστάσει, ονειρεύεται να βρεθεί και να πάει κάπου αλλού, πέρα από την άλλη πλευρά του τοίχου. Σε δεύτερο «»στάδιο», η Μάγια, εξόριστη πλέον, εργάζεται σε ελβετικό ιατρικό κέντρο καθολικών, σε κάποιο καντόνι, στο οποίο οι αυστηροί και αδιαπέραστοι κανόνες την οδηγούν και πάλι σε αδιέξοδο… Ουσιαστικά Η Συμβιβασμένη αντικατοπτρίζει δύο όψεις-υποθέσεις ζωής του ίδιου χαρακτήρα και φέρνει αντιμέτωπους δύο διαφορετικούς κόσμους, αυτόν της Ανατολής και αυτόν της Δύσης. Με άκρατο ρεαλισμό, πολύ χιούμορ και διανοητική οξύνοια, η Simona Sora σκιαγραφεί το απογοητευτικό πορτρέτο δύο κοινωνιών που ενώ αντιτίθενται σε όλα, τελικά φαίνεται ότι μοιάζουν αρκετά, κι η υποκρισία αφήνει λίγα περιθώρια γι’αλήθεια.

Η συγγραφέας συμμετέχει και στις 27 Ιστορίες για την Ειρήνη»  Εκδόσεις Βακχικόν,, που κυκλοφόρησε το 2023.

[1] Συνθέτουν ένα βιβλίο στο οποίο δύο κείμενα είναι δεμένα μαζί, συμπλεκόμενα, με το ένα κείμενο να περιστρέφεται κατά 180° σε σχέση με το άλλο, έτσι ώστε το ένα είναι γραμμένο από την κεφαλή προς την ουρά, το δε άλλο είναι γραμμένο από την ουρά προς το κεφάλι.

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας