Δεν περίμενε τίποτα. Καθόταν στο παγκάκι. Στο ρημαγμένο πάρκο. Και δεν περίμενε τίποτα. Πια.
Μια τεράστια μαύρη μερσεντές σταμάτησε δίπλα του. Κάπως παλιά και ταλαιπωρημένη, αλλά τεράστια. Μερσεντές.
Κατέβηκε ένας μεσήλικας άντρας. Κάθησε δίπλα του.
“Παγωτό κεράσι;” τού είπε, χωρίς να τον κοιτάει.
“Λευτέρη;”, του απάντησε, κοιτώντας τον δύσπιστα, με τα μεγάλα, άδεια του μάτια.
“Εγώ είμαι, ναι, αφεντικό.”
“Είσαι καλά;
“Καλά, μώρε. Με τα λεφτά που κέρδισα στην Ελλάδα, έφτιαξα ένα μαγαζάκι στην Κορυτσά, καλά πήγε, παντρεύτηκα, έκανα και δύο παιδιά.
“Με παγωτά;”
“Ναι, παγωτά”
“Θυμάσαι;”
“Πώς δε θυμάμαι…. Εσύ; Καλά;”
“¨Οχι και τόσο…
Το μαγαζί έκλεισε… Χώρισα…
Κοιμάμαι εδώ, στο παγκάκι.”
“Αμάν, μώρε αφεντικό… Πώς να βοηθήσω; Έφαγα γλυκό ψωμί από σένα, και δεν το ξεχνάω. Πώς να ξεχάσω, που ήρθα ξυπόλητος, και με πήρες στη δουλειά, σαν παιδί σου… Περάσαμε καλά χρόνια…”
“Ναι…. Καλά χρόνια…”
“Τι να κάνω για σένα;”
“Κέρνα με ένα παγωτό”
“Τι παγωτό;”
“Κεράσει”
“Αν αυτό θέλεις”
“Αυτό θέλω, ναι… Ναι, αυτό.
Αύριο, κεράσει εγώ..”
Είπε, και χαμογέλασε.
Μετά από πολύ καιρό.
<μ<
…………………