
Χώρα που τάχα «προχωρά» χωρίς καμιά πυξίδα
είναι αυτή που κατοικώ και τηνε λέω πατρίδα
που η φύση τηνε προίκισε με ομορφιές και χάρες
αλλά αυτή στο «διάβα» της ζει μόνο με λαχτάρες
με σύστημα πολιτικό της σήψης και απάτης
χωρίς Εστία, ανέστια, στους δρόμους της Εκάτης
μ’ όλο που «πάει κι έρχεται» σαν μια κοπή …αγέλης
το «δέρας το χρυσόμαλλο»… του Φρίξου και της Έλλης
ν’ αναζητά παντοειδώς, μήπως –σου λέει– «της κάτσει»
δεν πάει ο κόσμος να χαθεί … την γούνα της κι ας κάψει!…
*
–Γερνώ και γέρνω σαν ιτιά, σαν λυγαριάς κλωνάρι
σαν το παχύ –για βόσκηση– του λιβαδιού χορτάρι
και χάνομαι στης μνήμης μου τα γκρίζα μονοπάτια
τότε που τα Οράματα τρέχαν σαν άγρια άτια
για κοινωνία δίκαιη, για κόσμο με ελπίδα
για μι’ αλλαγή που θέλαμε κι έμοιαζε καταιγίδα
και ήταν τα χαμόγελα τριαντάφυλλα στα χείλη
και οι καρδιές μας σίφουνες στης μάθησης τη δίνη
τον κόσμο να αλλάξουμε μ’ έναν καινούριο κόσμο
να ’ναι λειμώνας η ζωή με μόσχο και με δυόσμο!…
*
–Τώρα στην άκρη της οδού μπρος στον σηματοδότη
κρίνω με μάτι αυστηρό τον χρόνο τον προδότη
που αναβοσβήνει κόκκινο, πράσινο να περάσω
χαρίζοντάς μου ανώφελα τα έτη να γεράσω
νομίζοντας πως η ζωή μετρά ενιαυσίους
κι ας μου τσακίζει κόκαλα σε μύλος ακουσίους
στο παρελθόν χαρίζοντας τ’ αβέβαιό μου μέλλον
που έρχεται, βουβό, μουντό κι εξωτικό «καπέλον»
να μου καλύψει της εντός και έξω μου φοβίες:
«Της Ουτοπίας πίστεψες ψεύδη κι ανοησίες!»…
*
–Κι έτσι του χρόνου το ραβδί ποδάρι είναι του χάους
πέφτει στην πλάτη μου γερά και ξεφωνίζει… ράους!…
Και μια φωνή ακούγεται: «Προσβάλλεις τους θεσμούς»
μ’ ευνουχισμένους πίσω της κάθε λογής… εσμούς…
Γιώργης Έξαρχος
………………