“Δουλεμπόριο: Η σκοτεινή ιστορία της Βρετανίας στοιχειώνει τον Στάρμερ και το Στέμμα” / γράφει η Ρούλα Μουτσέλου
Ο Τζορτζ Όργουελ κάποτε παρομοίασε τη Βρετανία με μια πλούσια οικογένεια που διατηρεί μια ένοχη σιωπή για τις πηγές του πλούτου της. Αν η Βρετανία καλούνταν σήμερα να πληρώσει αποζημιώσεις αυτές θα άγγιζαν το ποσό των 24 τρισεκατομμυρίων δολαρίων
Μπορεί η ιστορία της βρετανικής αποικιοκρατίας να μην απασχολεί ιδιαίτερα στη χώρα μας, παρότι κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η βρετανική κυβέρνηση συμπεριφέρθηκε στην Ελλάδα σαν να ήταν τσιφλίκι της, με όλες τις τραγικές συνέπειες που είχε αυτό, όπως τα Δεκεμβριανά και ο εμφύλιος που ακολούθησε.
Παρότι η Ελλάδα -παρά την αιώνια εξάρτηση του κράτους από τη Δύση υπό διάφορες, μορφές- δεν βρέθηκε ποτέ στην ιστορική της πορεία ξεκάθαρα αποικιοκρατούμενη, το φαινόμενο μπορεί, επίσης, να επιβιώνει με μια άλλη μορφή, καθώς η βρετανική κυβέρνηση υπερασπίζεται με πάθος τα συμβολικά προνόμιά της, μέσα από την επιμονή να κρατά «αιχμάλωτα» τα Γλυπτά του Παρθενώνα για περισσότερα από 200 χρόνια.
Μπορεί, επίσης, εδώ κοντά -και στη γεωγραφία και στην ιστορία- τα εγκλήματα της αποικιοκρατικής Βρετανίας κατά τη διάρκεια της κατοχής της μαρτυρικής Κύπρου, ως και το 1960, και η αιματηρή καταστολή του αιτήματος για ένωση με την Ελλάδα, οι μαζικές εκτελέσεις, η κρεμάλα που έκοψε τη ζωή των Μιχάλη Καραολή και Ανδρέα Δημητρίου το 1953, να προκάλεσαν μαζικές διαδηλώσεις στην Αθήνα που άφησαν πίσω τους και νεκρούς. Αλλά πλέον θυμόμαστε όλο και λιγότερο… όλο και λιγότερα…
Μπορεί, τέλος, το αίτημα των γερμανικών αποζημιώσεων να μην στοιχειώνει όσο θα ‘πρεπε, σήμερα, τον ύπνο της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά να επανέρχεται στην ατζέντα με αφορμή την επίσκεψη του Γερμανού προέδρου Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ αυτές τις ημέρες στην Ελλάδα και την μαρτυρική Κάνδανο, που ισοπέδωσαν οι Ναζί κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής.
Σε κάποιες άλλες όμως γωνιές του πλανήτη η ιστορία δεν ξεχνιέται τόσο αβασάνιστα.
Κάρολος και Κρις Στάρμερ αντιμέτωποι με αιτήματα αποζημιώσεων
Το αίτημα πρώην αποικιοκρατικές δυνάμεις όπως η Βρετανία να πληρώσουν αποζημιώσεις για το δουλεμπόριο, όπως και το αίτημα για πολιτική-ιστορική αναγνώριση των ευθυνών της πάλαι ποτέ αποικιοκρατικής δύναμης για τα εκατομμύρια ανθρώπων που μεταφέρθηκαν ως σκλάβοι, είναι ένα μακροχρόνιο αίτημα. Ωστόσο, σήμερα έχει αποκτήσει νέα δυναμική, ιδιαίτερα μεταξύ της CARICOM -ενός μπλοκ 21 χωρών της Καραϊβικής- και της Αφρικανικής Ένωσης. Κοινωνίες που η κακοδαιμονία τους οφείλεται στην αποικιοκρατία, το δουλεμπόριο και τη λεηλασία που υπέστησαν επί αιώνες από τη Δύση, πλέον απαιτούν με πιο ηχηρό τρόπο.
Η πρόσφατη επίσκεψη του βασιλιά Καρόλου στην Αυστραλία και η Σύνοδος των χωρών-μελών της Κοινοπολιτείας η οποία συγκεντρώνει κυρίως το Ηνωμένο Βασίλειο και τις πρώην βρετανικές αποικίες- έφερε ξανά στην επικαιρότητα το ζήτημα, με τον «ασθενή μονάρχη» να περιορίζεται να δηλώσει ότι, σήμερα, η Κοινοπολιτεία πρέπει να αναγνωρίσει την «οδυνηρή» ιστορία της. «Καταλαβαίνω, ακούγοντας ανθρώπους σε όλο το εύρος της Κοινοπολιτείας, πως συνεχίζουν να αντηχούν οι πιο οδυνηρές πτυχές του παρελθόντος μας», τόνισε κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στη Σύνοδο, και ζήτησε να γίνουν «σωστές επιλογές» για το μέλλον. «Κανένας από εμάς δεν μπορεί να αλλάξει τα λάθη του παρελθόντος, αλλά μπορούμε να δεσμευτούμε, με όλη μας την καρδιά, στο να πάρουμε μαθήματα από τα διδάγματα της Ιστορίας και στο να βρούμε δημιουργικούς τρόπους να διορθώσουμε της ανισότητες που παραμένουν ακόμα», συμπλήρωσε.
Είναι έτσι, που στη ζυγαριά μπαίνουν από την ίδια πλευρά τα θύματα και οι θύτες για να πάρουν από κοινού μαθήματα σαν να μην έχουν τίποτα πια να χωρίσουν και από την άλλη τα κέρδη. Γιατί αξίζει κανείς να θυμηθεί ότι ο Τζορτζ Όργουελ κάποτε παρομοίασε τη Βρετανία με μια πλούσια οικογένεια που διατηρεί μια ένοχη σιωπή για τις πηγές του πλούτου της.
Από την πλευρά του, φτάνοντας στη Σαμόα για τη Σύνοδο ο Βρετανός πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ -Εργατικός μεν αλλά τελικά αυτό δεν σημαίνει και πολλά- απέκλεισε το ενδεχόμενο οικονομικών αποζημιώσεων. «Από τη δική μου οπτική γωνία και προσέγγιση, θα προτιμούσα να σηκώσω τα μανίκια και να δουλέψουμε μαζί για τις τρέχουσες μελλοντικές προκλήσεις παρά να ξοδεύω πολύ χρόνο στο παρελθόν», τόνισε ο Βρετανός πρωθυπουργός μένοντας στην επίσημη ατζέντα της συνάντησης και κυρίως στο ζήτημα της κλιματικής αλλαγής και σβήνοντας μονοκοντυλιά κάθε απαίτηση.
Κατά τη διάρκεια της συνόδου κορυφής, η CARICOM πρότεινε ένα σχέδιο επανορθώσεων 10 σημείων, συμπεριλαμβανομένης μιας επίσημης συγγνώμης, της διαγραφής του χρέους, της μεταφοράς τεχνογνωσίας, της βοήθειας για την επίλυση της κρίσης δημόσιας υγείας και της εξάλειψης της αναλφαβητισμού. Ωστόσο, οι αξιωματούχοι του Ηνωμένου Βασιλείου πέτυχαν να αφαιρέσουν αυτό το ξεχωριστό τμήμα από το επίσημο ανακοινωθέν τις Συνόδου, που τελικά περιορίστηκε σε γενικόλογες αναφορές για πιθανές μελλοντικές συζητήσεις, πάνω στο ακανθώδες αυτό ζήτημα.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί πως, σύμφωνα με έκθεση που συντάχθηκε από ομάδα οικονομικών συμβούλων στη Βοστώνη προκειμένου να μελετήσει το κόστος της διατλαντικής δουλείας για τις τοπικές κοινωνίες, αν η Βρετανία καλούνταν σήμερα να πληρώσει αποζημιώσεις αυτές θα άγγιζαν το ποσό των 24 τρισεκατομμυρίων δολαρίων.
Η έκθεση Brattle αναφέρει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο οφείλει τις αποζημιώσεις σε 14 χώρες της Καραϊβικής. Αυτές περιλαμβάνουν την Αντίγκουα και Μπαρμπούντα, τις Μπαχάμες, τα Μπαρμπάντος, τις Βρετανικές Παρθένες Νήσους, την Κούβα, τη Δομινικανή Δημοκρατία, τη Γρενάδα, την Αϊτή, τη Τζαμάικα, το Πουέρτο Ρίκο και άλλες.
Άλλες χώρες που έπαιξαν ρόλο στο διατλαντικό δουλεμπόριο, συμπεριλαμβανομένης της Πορτογαλίας, της Ολλανδίας και της Γαλλίας, είτε αρνήθηκαν να συζητήσουν για αποζημιώσεις είτε έχουν αποφασίσει να μην τις πληρώσουν. Ορισμένες χώρες έχουν ζητήσει συγγνώμη, όπως η Ολλανδία το 2019. Ωστόσο, οι Κάτω Χώρες απέκλεισαν επίσης την καταβολή αποζημιώσεων και αντ’ αυτού δημιούργησαν ένα ταμείο ύψους περίπου 216 εκατομμυρίων δολαρίων (200 εκατομμύρια ευρώ) για την προώθηση κοινωνικών πρωτοβουλιών στην ολλανδική Καραϊβική και το Σουρινάμ.
Μια ιστορία 3 αιώνων που σβήστηκε έντεχνα από τη συλλογική μνήμη
Από το 1500 έως και τις αρχές του 19ου αιώνα -αλλά και αργότερα και ως τις ημέρες μας με διαφορετικούς τρόπους- οι δυτικές μητροπόλεις δεν άφησαν καμία γωνιά του πλανήτη να προκόψει, με το επιχείρημα της «εξαγωγής πολιτισμού στους αγρίους», ένα από τα μεγαλύτερα ψέματα που έχει χρησιμοποιήσει η Δύση για να δικαιολογήσει τα εγκλήματά της. Ένα κατασκευασμένο αφήγημα, συστατικό στοιχείο του ρατσισμού, της ανωτερότητας των κατακτητών και της κατωτερότητας των κατακτημένων, που καλλιεργήθηκε συστηματικά και επιβλήθηκε σαν αξίωμα.
Για περισσότερα από 300 χρόνια, από τον 15ο έως τον 19ο αιώνα, με επικεφαλής τις «πιο δημοκρατικές» χώρες της Ευρώπης, την Αγγλία, τη Γαλλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία, τη Γερμανία το Βέλγιο κ.ά., όλες οι χώρες που σήμερα βρίσκονται στον στενό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμμετείχαν σε κάποια φάση, περισσότερο ή λιγότερο, είτε στο δουλεμπόριο, είτε στην αποικιοκρατία είτε και στα δύο.
Καθ’ όλη αυτή την περίοδο τουλάχιστον 12,5 εκατομμύρια Αφρικανοί, άντρες γυναίκες και παιδιά, απήχθησαν και πωλήθηκαν πέρα από τον Ατλαντικό ως σκλάβοι. Τη μερίδα του λέοντος σ’ αυτό το ματωμένο εμπόριο κατείχε η Βρετανία που μαζί με την Πορτογαλία εκτιμάται πως αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 70% των πωλήσεων σκλάβων. Συγκεκριμένα, η Βρετανία μεταξύ 1640 και 1807 και εκτιμάται ότι μετέφερε 3,1 εκατομμύρια Αφρικανούς (από τους οποίους έφτασαν 2,7 εκατομμύρια) στις βρετανικές αποικίες στην Καραϊβική, για να εργαστούν σε φυτείες που ζαχαροκάλαμου, καπνού και καφέ. Ο αριθμός αυτός βασίζεται σε ελλιπή αρχεία και εκτιμήσεις και ο πραγματικός αριθμός των σκλαβωμένων Αφρικανών που μεταφέρθηκαν στην Καραϊβική από τους Βρετανούς είναι πιθανότατα υψηλότερος.
Μετά την αρχική περιοδική συμμετοχή στο δουλεμπόριο τον 16ο αιώνα, προμηθεύοντας τις υπερατλαντικές αποικίες άλλων ευρωπαϊκών δυνάμεων με σκλάβους από τη δυτική ακτή της Αφρικής, η Βρετανία εγκαινίασε ένα διαφορετικό σχέδιο με τη μεταφορά εκατομμυρίων σκλάβων σε δικές τις πλέον διατλαντικές αποικίες στην Καραϊβική -στην Τζαμάικα και τα Μπαρμπάντος, σε νησιά όπως το Σεν Κιτς, η Αντίγκουα, το Νεβις, το Τρινιντάντ, οι Μπαχάμες και αλλού, αντικαθιστώντας τους αυτόχθονες λαούς, κυρίως τη φυλή των Αραουάκ, που εξαφανίστηκαν σε μεγάλο βαθμό από τις ευρωπαϊκές ασθένειες, τη βία, την πείνα και την υποδούλωση.
Πολλοί από εμάς σήμερα είναι πιο πιθανό στο άκουσμα της λέξης «δουλεία» να ανακαλέσουμε εικόνες από βαμβακοχώραφα στην Αλαμπάμα, παρά από τις φυτείες ζαχαροκάλαμου στη Τζαμάικα τον 18ο αιώνα που στήθηκαν πάνω στην δουλειά εκατομμυρίων σκλάβων της βρετανικής αυτοκρατορίας. Κι αυτό γιατί, ενώ οι φυτείες βαμβακιού του αμερικανικού νότου ιδρύθηκαν στο έδαφος των ηπειρωτικών Ηνωμένων Πολιτειών, η βρετανική δουλεία έλαβε χώρα 3.000 μίλια μακριά από το Λονδίνο, σε μια γωνιά του πλανήτη λίγο πολύ ξεχασμένη σήμερα. Αυτή η γεωγραφική απόσταση κατέστησε δυνατό το να απαληφθεί αυτό το «βρόμικο» κομμάτι της βρετανικής ιστορίας, μετά τον νόμο περί κατάργησης της δουλείας το 1833.
Τα πλοία γέμιζαν τα αμπάρια τους από τα λιμάνια της Αγγλίας (κυρίως το Λίβερπουλ) με όπλα, υφάσματα, χάντρες και ψεύτικα κοσμήματα, με τα οποία πλήρωναν το ανθρώπινο εμπόρευμα της Αφρικής. Τοπικοί «αντιπρόσωποι» στη μαύρη ήπειρο, δέχονταν τα εμπορεύματα της βρετανικής βιομηχανίας και παραχωρούσαν τα φορτία των σκλάβων στους δουλεμπόρους, εξασφαλίζοντας τα όπλα για να οργανώνουν νέα ανθρωποκυνηγητά μέσα στα χωριά. Όσοι επιζούσαν από την πείνα, τις αρρώστιες και το τσουβάλιασμα της μεταφοράς, εκθέτονταν στην κεντρική πλατεία των αποικιών για να πωληθούν και τα πλοία ξαναγύριζαν στην Αγγλία φορτωμένα με τροπικά προϊόντα των φυτειών της Αμερικής: ζάχαρη, βαμβάκι, καφέ και κακάο.
Λίγες επιχειρήσεις συλλογικής λήθης ήταν τόσο εμπεριστατωμένες και αποτελεσματικές όσο η διαγραφή της δουλείας από την ιστορία του Ηνωμένου Βασιλείου. Η ιστορία της βρετανικής δουλείας έχει θαφτεί. Οι χιλιάδες βρετανικές οικογένειες που έγιναν πλούσιες από το δουλεμπόριο, ή από την πώληση ζάχαρης που παρήγαγαν σκλάβοι, τον 17ο και τον 18ο αιώνα, έσπρωξαν αυτές τις άβολες μνήμες κάτω από το χαλί.
Οι μόνοι που αποζημιώθηκαν ήταν οι δουλοκτήτες
Οι μόνοι που αποζημιώθηκαν για αυτή τη μακρόχρονη αιματηρή εκμετάλλευση ανθρώπων ήταν… οι ιδιοκτήτες των σκλάβων, καθώς το 1833, η βρετανική κυβέρνηση συμφώνησε να τους αποζημιώσει με 20 εκατομμύρια λίρες (περίπου 2,6 δισ. δολάρια σε σημερινές αξίες), μετά την ψήφιση νομοθεσίας για την κατάργηση της δουλείας στη Βρετανική Αυτοκρατορία.
Ο νόμος περί κατάργησης της δουλείας του 1833 απελευθέρωσε επίσημα 800.000 Αφρικανούς που αποτελούσαν τότε νόμιμη ιδιοκτησία των ιδιοκτητών σκλάβων της Βρετανίας.
Η αποζημίωση των 46.000 ιδιοκτητών σκλάβων της Βρετανίας ήταν το μεγαλύτερο πακέτο διάσωσης στη βρετανική ιστορία μέχρι τη διάσωση των τραπεζών το 2009. Και μάλιστα, όχι μόνο οι σκλάβοι δεν έλαβαν τίποτα, αλλά, σύμφωνα με μια άλλη ρήτρα της πράξης, υποχρεώθηκαν να παρέχουν 45 ώρες απλήρωτη εργασία κάθε εβδομάδα στους πρώην αφέντες τους, για άλλα τέσσερα χρόνια μετά την υποτιθέμενη απελευθέρωσή τους, χρηματοδοτώντας οι ίδιοι τη χειραφέτησή τους.
Βαριά έως και σήμερα η κληρονομιά
Ακόμη και μετά την κατάργηση της δουλείας τον 19ο αιώνα, η κληρονομιά της δουλείας συνέχισε να πέφτει βαριά πάνω στις τοπικές κοινωνίες των νησιών της Καραϊβικής. Οι πρώην σκλάβοι, τυπικά πλέον ελεύθεροι, βρέθηκαν αντιμέτωποι με μεγάλες κοινωνικές και οικονομικές προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένης της φτώχειας, των διακρίσεων και της περιορισμένης πρόσβασης στην εκπαίδευση και την υγειονομική περίθαλψη. Πολλοί συνέχισαν να εργάζονται με τη μορφή της εργολαβίας, υπό σκληρές συνθήκες και χαμηλούς μισθούς, γεγονός που διαιώνιζε την οικονομική τους αδυναμία και εμπόδιζε την όποια χειραφέτησή τους.
Η Βρετανία συνέχισε να κυβερνά στην Καραϊβική μέχρι και τη δεκαετία του ’60, όταν η Τζαμάικα και το Τρινιντάντ και Τομπάγκο πρωτοστάτησαν σε ένα εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα. Η συνέχεια της ιστορίας της δουλοκτησίας και της αποικιοκρατίας ήταν η φτώχεια και η άνιση πρόοδος.
Ακόμα και σήμερα, η κληρονομιά της βρετανικής αποικιοκρατίας, εξακολουθεί να διατρέχει την Καραϊβική που συνεχίζει να παλεύει με τις κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες αυτής της περιόδου, αναζητώντας το μέλλον της σε μια διαφοροποιημένη οικονομία από αυτήν του προβαλλόμενου «τουριστικού παραδείσου» και με ένα δυσθεώρητο χρέος να βαρύνει τις οικονομίες των χωρών της περιοχής.
Όμως στο τέλος, ακόμα κι αν πολλές κυβερνήσεις της Καραϊβικής παραμένουν στενά εξαρτημένες από την παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία, γεγονός που τις εμποδίζει να ασκήσουν πιέσεις για την καταβολή αποζημιώσεων, οι μνήμες μέσα στις κοινωνίες περνούν από γενιά σε γενιά και το αίτημα επιβιώνει και επανέρχεται.