Βιβλιοκριτική / Πόπη Φιρτινίδου “Τηρούμενες αναλογίες” / γράφει ο Θανάσης Μαρκόπουλος
Έξι διηγήματα, τα δύο στα όρια της νουβέλας, συγκροτούν την τελευταία συλλογή διηγημάτων της Πόπης Φιρτινίδου (Βέροια, 1966).
Οι ανώνυμοι κατά κανόνα ήρωες, ανώνυμοι γιατί στη θέση τους θα μπορούσε να βρεθεί ο καθένας, είναι άνθρωποι του πόνου. Άστεγοι ή ασθενείς από προσωπική υπαιτιότητα ή ατυχίες της ζωής, βολοδέρνουν μονίμως μέσα στην αδυναμία και μέσα στη μοναξιά τους.
Παρότι δεν λείπουν οι φιλόστοργες κινήσεις κάποιων ανθρώπων και της πολιτείας (καταφύγια, συσσίτια), ωστόσο αυτές δεν είναι αρκετές, για να απαλύνουν την τραγική τους κατάσταση, μια και η απανθρωπιά φαίνεται να περισσεύει. Ίσως όλη η ουσία της συλλογής να βρίσκεται στη φράση «Χριστούγεννα παντού, Χριστός πουθενά».
Η πεζογράφος, που άλλοτε αναθέτει τη διήγηση στους ίδιους τους ήρωες κι άλλοτε στον απρόσωπο αφηγητή του τρίτου προσώπου, σε κάθε περίπτωση φαίνεται να γνωρίζει καλά τις καταστάσεις για τις οποίες μιλάει. Συνηγορεί ασφαλώς και η δυνατή της φαντασία.
Παρατηρητική, άνετη στην αφήγηση και διεισδυτική στην ψυχογράφηση, κατορθώνει να δημιουργήσει ζωντανούς χαρακτήρες, οι οποίοι πείθουν τόσο με τη συμπεριφορά όσο και με τα λεγόμενά τους.
Κι ενώ η ίδια συμπαθεί τους ήρωες, είναι ιδιαίτερα διακριτική, ώστε να μην καταφεύγει σε διδακτισμούς ή εύκολες καταγγελίες και να αφήνει τον αναγνώστη να κρίνει τα διαλαμβανόμενα με βάση τις δικές του προσλαμβάνουσες παραστάσεις.
Απόσπασμα
[O άστεγος του διηγήματος ονειρευόταν κάποτε να πετάξει στη ζωή του, αλλά τελικά θα πετάξει στον θάνατο.]
Κι όταν βγαίνει απ’ το συσσίτιο και περιπλανιέται στον δρόμο, πάντα κοιτάζει κάτω, τα παπούτσια του, τις πλάκες του πεζοδρομίου, τα σκυλιά, τα σκουλήκια, κάτι κέρματα κρυμμένα από δυο φυλλαράκια ξερά, ακόμα και τα σκουπίδια, τα μυρμήγκια, ή τις βρομιές που άφησαν οι κοπρίτες στο χώμα. Πάει τόσος καιρός, κι ακόμη φοβάται μη σηκώσει τα μάτια και δει να τον κοιτούν με λύπηση ή με φόβο, τα τρέμει και τα δύο. Και πιο πολύ τρέμει μην αναγνωρίσει κάναν άνθρωπο. Απ’ αυτούς με το κουστούμι, με ωραία μαλλιά κουρεμένα στο κουρείο, με κολόνια και με βέρα στο παράμεσο δάχτυλο, με καφέ στο χέρι και μ’ ένα τσιγάρο κανονικό ανάμεσα στα δάχτυλα. Μα ακόμα χειρότερα τρέμει μην αναγνωρίσει αυτόν κάποιος, αυτόν που κάποτε φόραγε τέτοια κουστούμια, σαν τα δικά τους και καλύτερα, και κάπνιζε τέτοια τσιγάρα, κι από πάνω κέρναγε και τους άλλους.
Από την άλλη, αν σηκώσει τα μάτια βλέπει, κι όταν βλέπει ζηλεύει. Σαν παιδί ζηλεύει. Στους φούρνους ζηλεύει τα κουλούρια που μοσχοβολάνε, άλλα κανέλα, άλλα πορτοκάλι, άλλα γλυκάνισο. Το ψωμί που τους δίνουν κάθε μέρα χορταίνει την κοιλιά, όχι το μυαλό. Αυτό το τρέφουν οι μυρωδιές. Κι όλο πεινάει το μυαλό, όλο παραπονιέται. Περνώντας από τις καφετέριες ζηλεύει τα γέλια αυτών που μοιράζονται στιγμές και τραπεζάκια, τον αρρωσταίνουν οι αγκώνες και τα γόνατα που ακουμπιούνται, του γρατζουνάνε τα σωθικά τα δάχτυλα των παιδιών που παίζουν με μπούκλες και χαϊδεύουν μάγουλα. Κι άμα κοιτάξει στα μπαλκόνια, πάλι ζηλεύει, τις μάνες που ταΐζουν τα μικρά τους φρούτα και αυγά και μετά βρέχουν μια πετσετούλα καθαρή και πλένουν το μπουκωμένο στόμα, και παραμέσα ζηλεύει τις τραβηγμένες κουρτίνες που μαρτυράνε ψίχουλα στο πάτωμα και μουσική κι εφημερίδες πεταμένες και τραπεζομάντηλα και σύρματα με ρούχα που στεγνώνουν και καβγάδες και κατοικίδια με κουδουνάκια στον λαιμό και όνειρα και χαλασμένες μηχανές για ξύρισμα.
Μα πιο πολύ, συνέχεια και παντού, ζηλεύει μπροστά στα μαγαζιά που πουλάνε γυναικεία. Όλα τα γυναικεία τον κάνουν να πεθαίνει από ζήλια, και τότε μισεί πότε όλο τον κόσμο και πότε τον εαυτό του, χειρότερος θάνατος αυτός. Τα κόκκινα κραγιόν, τα ψεύτικα τσίνορα, τα χρωματιστά νύχια με τις ζωγραφιές επάνω που είναι στη μόδα, εκείνα τα τακούνια που τα λένε στιλέτα και σημαδεύουν τα πεζοδρόμια και τις σιωπές τους, μεσημεριανές ή νυχτιάτικες. Ζηλεύει τα ρούχα που φοράνε οι κούκλες οι πλαστικές, φαντάζεται πώς θα ’ταν να είχαν μέσα σώματα, ζεστά σώματα, πραγματικά, που να μιλάνε, να δέχονται, να προσκαλούν, να τον προσκαλούν. Κλείνει τα μάτια και βλέπει ραγάδες από γέννες, σημάδια από πεσίματα, εγχειρήσεις και χαστούκια, πλευρά που χάνονται μέσα σε σακουλιασμένα δέρματα, κοιλιές και στήθη άλλοτε καμαρωτά κι άλλοτε μαραμένα και λυπημένα, μια περατζάδα όλο σάρκα και ζέστη. Και άλλοτε ντρέπεται, άλλοτε κλαίει που κατάντησε να φαντάζεται πως ζωντανεύει το πλαστικό κορμί και πιο πολύ πως ζωντανεύουν τα χέρια τα ψεύτικα, γιατί αυτά είναι που του λείπουν πιο πολύ έτσι όπως ζει χωρίς να νιώθει πια δέρμα πάνω στο δέρμα του, λες κι ένα γυαλόχαρτο έξυσε τα αποτυπώματά του και περνάει από παντού σαν να μην υπάρχει. Γιατί αυτή είναι η αλήθεια, δεν υπάρχει. Από πότε;
Θα ’ναι μια ζωή, δεν θα ’ναι;
Θα ’ναι.
(«Να πετάξω», σ. 69-70)
………………