“Ποινικοί Κώδικες: επιστροφή στο πνεύμα του 1950” / γράφει ο Χαράλαμπος Σεβαστίδης
Μετά από 4 έτη συστηματικής κατασυκοφάντησης των νέων Ποινικών Κωδίκων ήρθε η ώρα της επαναφοράς του Ποινικού Δικαίου στη λογική και στο πνεύμα του 1950. Από το 2019 επιχειρείται να συνδεθεί με κόμματα και κυβερνήσεις ένα αμιγώς επιστημονικό έργο, για το οποίο εργάστηκαν μεθοδικά από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 πολλές νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, υπό την προεδρία ακαδημαϊκών διεθνούς κύρους, όπως ο Ιωάννης Μανωλεδάκης και ο Νικόλαος Ανδρουλάκης, με συμμετοχή κορυφαίων καθηγητών και ανώτατων δικαστικών λειτουργών. Γίνεται λόγος για αίσθημα ατιμωρησίας και για ποινές-χάδι, όταν εδώ και 10 χρόνια το Συμβούλιο της Ευρώπης διαπιστώνει σε επίσημη έκθεσή του ότι το ποσοστό των ποινών πάνω από 10 έτη και των ισόβιων καθείρξεων στην Ελλάδα είναι 5 φορές μεγαλύτερο από τον μέσο όρο των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κρατών, καλλιεργείται κλίμα φόβου για αύξηση της εγκληματικότητας, ενώ τα επίσημα στατιστικά της ΕΛ.ΑΣ. δεν επιβεβαιώνουν αυτή την εκτίμηση, προτείνεται η αυστηροποίηση των ποινών ως λύση στο πρόβλημα της εγκληματικότητας, την ίδια στιγμή που διαμορφώνεται ένα ευνοϊκό πλαίσιο για την αποφυγή της ποινικής ευθύνης τραπεζικών στελεχών και τελευταία εντοπίζεται το πρόβλημα της κακής νομοθέτησης στη συγκρότηση νομοπαρασκευαστικών επιτροπών, με συμμετοχή δικηγόρων που νομοθετούν για τους πελάτες τους, αν και οι νομοπαρασκευαστικές επιτροπές που λειτούργησαν εδώ και περίπου 30 έτη και ασχολήθηκαν με τον εκσυγχρονισμό του Ποινικού Δικαίου αποτελούνταν από κορυφαίες νομικές προσωπικότητες που στην πλειονότητά τους δεν ασκούσαν δικηγορία.
Διαμορφώθηκε έτσι ένα κατάλληλο περιβάλλον, έτοιμο να υποδεχτεί ως λύση την αυστηροποίηση των ποινών, τη συρρίκνωση των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων και τελικά τον δραστικό περιορισμό των ελευθεριών των πολιτών. Και παράλληλα παρουσιάζεται ως κανονικότητα ο παραμερισμός της επιστήμης από τη διαμόρφωση των βασικών νομοθετικών κειμένων. Με την τελευταία πρωτοβουλία του υπουργείου Δικαιοσύνης για «παρεμβάσεις» στους Ποινικούς Κώδικες επιχειρείται να αλλάξει η φυσιογνωμία της ποινικής δίκης, με δραστικό περιορισμό των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων, με απομάκρυνση από τις θεμελιώδεις αρχές και τις εγγυήσεις μιας δίκαιης δίκης. Γι’ αυτό και το σύνολο της επιστημονικής κοινότητας και τα μέλη ΔΕΠ των Νομικών Σχολών της χώρας μας απορρίπτουν στο σύνολό του το σχέδιο αυτό, επισημαίνοντας τα προβλήματα συμβατότητας των διατάξεών του με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ.
Όταν φτάσει η ώρα του ακροατηρίου οι σοβαρές ποινικές υποθέσεις δικάζονται κατά κανόνα από πολυμελείς συνθέσεις και ενώπιον του δικαστηρίου παρουσιάζεται το σύνολο του αποδεικτικού υλικού. Οι μάρτυρες εξετάζονται στο ακροατήριο και ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα και την ευκαιρία να υποβάλει ερωτήσεις για να ελέγξει το περιεχόμενο των καταθέσεων και να αντιπαρατεθεί με όλους τους μάρτυρες. Και επειδή πάντοτε μια δικαστική κρίση μπορεί να είναι εσφαλμένη, αναγνωρίζεται το δικαίωμα έφεσης, ώστε η υπόθεση να δικαστεί στο σύνολό της από ανώτερο δικαστήριο.
Στις κακουργηματικές υποθέσεις, μετά την ολοκλήρωση της κύριας ανάκρισης οι υποθέσεις θα παραπέμπονται στο ακροατήριο με κλητήριο θέσπισμα, καθώς παρακάμπτεται η εγγυητική παρέμβαση του δικαστικού συμβουλίου. Αυτό θα οδηγήσει σε ασφυξία τα ποινικά δικαστήρια, αλλά κυρίως θα υποβάλει τους πολίτες σε άδικη ταλαιπωρία, αφού, όπως αναφέρθηκε, οι μισές από τις υποθέσεις αυτές θα έπρεπε να τερματιστούν σε προηγούμενο στάδιο με απαλλακτική κρίση.
Τα ποινικά δικαστήρια, ακόμα και για την εκδίκαση των σοβαρών κακουργηματικών πράξεων, θα λειτουργούν κατά κανόνα πλέον υπό μονομελή σύνθεση. Δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσει κανείς ιδιαίτερα για τα αυξημένα εχέγγυα ορθοκρισίας των πολυμελών συνθέσεων, ούτε για τους κινδύνους που κρύβει η εκδίκαση τόσο σοβαρών υποθέσεων από έναν μόνο δικαστή. Περιορίζομαι μόνο να αναφέρω ότι η λειτουργία μονομελών δικαστηρίων για την εκδίκαση κακουργημάτων αποτελεί πανευρωπαϊκή πρωτοτυπία του ελληνικού συστήματος.
Στη διαδικασία του ακροατηρίου εισάγεται ένας ουσιαστικός περιορισμός του δικαιώματος του κατηγορουμένου να εξετάζει τους μάρτυρες και να ελέγχει την αξιοπιστία τους. Η ζωντανή διαδικασία του ακροατηρίου μετατρέπεται σταδιακά σε μια τυποποιημένη διαδικασία ανάγνωσης μαρτυρικών καταθέσεων, που ο κατηγορούμενος σε κανένα προηγούμενο στάδιο δεν είχε τη δυνατότητα να ελέγξει. Κάτι τέτοιο, βέβαια, είναι αντίθετο στις απαιτήσεις του ΕΔΔΑ για ελεγξιμότητα των μαρτυρικών καταθέσεων, εκθέτοντας τη χώρα μας σε νέες καταδίκες. Τέλος, ο δεύτερος βαθμός δικαιοδοσίας διαμορφώνεται με τρόπο μη συμβατό με τις απαιτήσεις της ΕΣΔΑ, αφού σε ορισμένες περιπτώσεις το δευτεροβάθμιο δικαστήριο θα συγκροτείται από μικρότερο αριθμό δικαστών και σε άλλες από ομοιόβαθμους και σε ίσο αριθμό δικαστές.
Η ποινική δίκη μετατρέπεται σε μια αυτοματοποιημένη διαδικασία και οι θεμελιώδεις αρχές και τα δικαιώματα του κατηγορουμένου αντιμετωπίζονται ως πολυτέλεια, απομακρύνοντας το εθνικό μας Δίκαιο από τις κοινές αρχές που υποτίθεται ότι μοιράζεται με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη.
Ο Εφέτης