Βέροια Γράμματα & Τέχνες Θέατρο Πολιτισμός Συνεντευξεις Τοπικά

Καλλιόπη Σίμου, η νέα Καλλιτεχνική Διευθύντρια του ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας – Από γόνιμες αφετηρίες σε αισιόδοξους σχεδιασμούς / συνέντευξη στη Δήμητρα Σμυρνή

Ανέλαβε τη διεύθυνση του ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας τον περασμένο Ιούνιο και το ότι κατάγεται από την πόλη και τη συνοδεύει ένα δυνατό βιογραφικό ήταν οι πρώτες εγγυήσεις για την πορεία της.

Η πρώτη θεατρική παράσταση του ΔΗΠΕΘΕ για παιδιά, “Ένας ελέφαντας στο δωμάτιο”, που ανέβηκε μέσα στο Νοέμβρη, έδειξε πως οι προσδοκίες για το πρόσωπό της επιβεβαιώνονται. Το ταξίδι του ΔΗΠΕΘΕ με μια νέα, ταλαντούχα και πολλά υποσχόμενη διεύθυνση, είχε ξεκινήσει.

Η συνάντησή μας έγινε πριν λίγες μέρες σ’ ένα καφέ της πόλης, στην περιοχή της Ελιάς. Ο καιρός είναι ανοιξιάτικος μέσα στο χειμώνα. Η ίδια διακρίνεται από απλότητα, εξαιρετική επικοινωνιακή ικανότητα, λόγο ήρεμο και συγκροτημένο, γνώση του αντικειμένου, που πηγάζει από σπουδές αλλά και από εικοσάχρονη καλλιτεχνική εμπειρία.

Μιλά στη faretra για το ξεκίνημα, για τους ανθρώπους που την καθόρισαν, για κείνα που συγκροτούν τον καλλιτέχνη ως οντότητα στο χώρο της Τέχνης και ειδικά του Θεάτρου, για τα σχέδιά της σχετικά με την πορεία του ΔΗΠΕΘΕ. Είναι ολοφάνερο πως έχει άποψη και όρεξη για δουλειά. Πως ξέρει να προγραμματίζει, αλλά και να διεκδικεί όσα πιστεύει πως θα κάνουν την τοπική θεατρική σκηνή καλύτερη.

Αν χρησιμοποιούμε τον όρο “ήρεμη δύναμη” για κάποιες περιπτώσεις, η  νέα Καλλιτεχνική Διευθύντρια του ΔΗΠΕΘΕ πληροί απόλυτα τον όρο!

………………….

 Ένα εντυπωσιακό βιογραφικό, όταν συνδυάζεται με μια γοητευτική φυσιογνωμία και συνοδεύεται και από τη νιότη, είναι εγγύηση για όσα περιμένουμε από σας, στην πόλη σας τη Βέροια, όπου αναλάβατε την καλλιτεχνική διεύθυνση του ΔΗΠΕΘΕ της. Τι σας ωθεί σ’ ένα δρόμο που όλοι ξέρουμε πως δεν είναι εύκολος;

Αρχικά να πούμε ότι το πόσο δύσκολος είναι ο δρόμος κανείς δεν το ξέρει και δεν το φαντάζεται μέχρι να τον περπατήσει. Αν ήξερες πόσο δύσκολος είναι ο δρόμος, δεν ξέρεις αν θα έμπαινες στο μονοπάτι, αλλά δεν μετανιώνω στιγμή, νιώθω μεγάλη χαρά, ευγνωμοσύνη που είμαι σ’ αυτόν τον δρόμο.

Τώρα τι με ωθεί… Όταν έχεις σπουδάσει υποκριτική, θεατρολογία, έχεις ασχοληθεί με τη μουσική, τον χορό, τη χορογραφία και τη σκηνική σύνθεση εν γένει, κάποια στιγμή φτάνεις σε ένα σημείο που θέλεις να ασχοληθείς με όλες τις πλευρές του θεάτρου και δη τους μηχανισμούς μέσα από τους οποίους κτίζεις ένα θεατρικό project. Απολαμβάνω πολύ να είμαι ως performer, ηθοποιός πάνω στη σκηνή, αλλά με ενδιαφέρουν πολύ και οι μηχανισμοί, οι τεχνικές μέσα από τις οποίες δομείς μία θεατρική παράσταση και τη δημιουργείς, χωρίς να έχω βλέψεις στο να λέγομαι σκηνοθέτης. Είναι η αγάπη για την τέχνη αυτή που σε κάνει να θες να την εξερευνήσεις από όλες τις μεριές της.

Μία από αυτές τις πλευρές, λοιπόν , είναι και η παραγωγή και η οργάνωση που προηγείται και συνοδεύει τη διαδικασία των προβών και την παρουσίαση της παράστασης. Ένα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με αυτή την οργανωτική δουλειά που διέπει κάθε παράσταση.

Άρα, λοιπόν, δημιουργία.

Δημιουργία οπωσδήποτε. Αν ήταν μία καθαρά διοικητική θέση, δεν θα με ενδιέφερε.

Solo 6 Bach: του Robert Wilson. Φωτογραφία: Lucie Jansch

Το 2001 μπαίνετε στο Τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου και το 2003 στη  Δραματική Σχολή του ΚΘΒΕ Ελλάδος. Αποφοιτάτε και από τις δύο σχολές με Άριστα. Τι δίνει η κάθε μια σ’ εκείνον που θ’ αποφασίσει να ασχοληθεί με το Θέατρο;

Η σχολή του Τμήματος Θεάτρου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, τα χρόνια που το γνώρισα, όταν ακόμα ήταν διευθυντής ο Νικηφόρος Παπανδρέου, ο άνθρωπος που το ίδρυσε, ήταν μία σχολή που σου μετέδιδε τη γνώση και την αγάπη για το θέατρο. Καθηγητές με φοβερές γνώσεις, εξαιρετικό πρόγραμμα σπουδών. Κύκλωνες την τέχνη του θεάτρου από όλες τις μεριές, τη δραματολογία, την ιστορία του θεάτρου, την παγκόσμια και την νεοελληνική… Γενικά με βοήθησε να κτίσω κάποιες βάσεις για να πάω λίγο πιο ώριμη θεατρικά, όσο αυτό μπορεί να συμβεί σε δύο χρόνια, στο Κ.Θ.Β.Ε. Μετά από δύο χρόνια, λοιπόν, μπήκα γα να σπουδάσω υποκριτική στο Κ.Θ.Β.Ε., για να έρθω σε επαφή πολύ πιο έντονα με την πρακτική πλευρά του θεάτρου.

Θεωρία, επομένως, και πράξη. Και τα δύο τα ζητήσατε.

Ακριβώς. Βοηθάει πολύ ο διάλογος μεταξύ αυτών των δύο. Η θεωρία πάει πακέτο με τη μελέτη και η τελευταία με την προσήλωση. Προσήλωση, όμως , χρειάζεται και για να επιμείνεις στην πρακτική άσκηση, πώς να αρθρώσεις ένα κείμενο ή να κάνεις μία κίνηση. Η αγόγγυστη, επίμονη, επαναληπτική άσκηση του λόγου και της κίνησης είναι σημαντικό μέρος της δουλειάς του ερμηνευτή. Αυτά τα δύο μαζί, μελέτη και πρακτική άσκηση, γειώνουν το πνεύμα, το συγκεντρώνουν και μας βοηθούν να μη δείχνουμε πάνω στη σκηνή. Έτσι μας έλεγε μια αγαπημένη  μου δασκάλα, η Μαρία Κατσανδρή, «μη δείχνετε», μας έλεγε. Όταν ανεβαίνεις πάνω στην σκηνή πρέπει απλά να είσαι. Να μη δείχνεις τίποτα. Όλα αυτά, βέβαια, έχουν τις προεκτάσεις τους και στη ζωή. Η τέχνη της υποκριτικής είναι ένα ψάξιμο, μία ενδοσκόπηση ακατάπαυστη του εαυτού.

 Ήδη, όμως, πριν αποφοιτήσετε, πατάτε το θεατρικό σανίδι, αποκτώντας μια εικοσάχρονη εμπειρία, από το 2003 μέχρι και το 2023. Αν παρατηρήσει κανείς τις παραστάσεις στις οποίες έχετε συμμετάσχει, θα δει μια καταπληκτική ποικιλομορφία. Από τους  “Άγαμους Θύτες” μέχρι Αρχαία Τραγωδία και Λυρική Σκηνή. 47 παραστάσεις, αν τις μέτρησα καλά!! Πόσο ενδιαφέρον, αλλά και πόσο δύσκολο είναι να κινηθεί κανείς σ’ ένα τόσο ευρύ θεατρικό φάσμα;

Το φάσμα μέσα στο οποίο κινείται κανείς στις δουλειές του, κατ’ αρχήν δεν είναι αυτοσκοπός, δεν κυνηγάς την ποικιλομορφία, σε οδηγεί αυτό που είσαι. Προσεγγίζεις αυτούς που σε ενδιαφέρουν και αντίστοιχα σε προσεγγίζουν αυτοί που τους ενδιαφέρεις. Το φάσμα τυχαίνει να είναι ευρύ.

Για παράδειγμα η Λυρική Σκηνή αφορά σε μία συνεργασία με τη Δήμητρα Τρυπάνη, την οποία έχω ήδη καλέσει στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Το εργαστήρι διαθεματικής πολυφωνικής πράξης που ανακοινώσαμε και θα πραγματοποιηθεί 9-11 Φεβρουαρίου το οδηγεί η ίδια. Συγκέντρωσε, λοιπόν, η Δήμητρα μια ομάδα ετερόκλητη, αποτελούμενη από μουσικούς, ηθοποιούς, χορευτές που όλοι είχαμε κάποια σχέση με τη μουσική και παρουσιάσαμε το έργο Αντρέι στην κεντρική σκηνή της ΕΛΣ. Κάπως έτσι προκύπτουν τα πράγματα… Σαφώς έχει να κάνει με την αγάπη μου για τη μουσική. Πρέπει να σας πω ότι η συνεργασία μου με τη Δήμητρα Τρυπάνη με ώθησε στο να παρακολουθήσω αμέσως μετά ένα τρίμηνο εκπαιδευτικό πρόγραμμα του ΕΚΠΑ πάνω στη μουσικοθεραπεία και τις εφαρμογές της.

Sisyphus: του Δημήτρη Παπαϊωάννου στο Waltermill Center, New York. Φωτογραφία: Lovis Ostenrick Dengler

Η ευρύτητα του φάσματος ήταν κατά κάποιον τρόπο  τυχαία; Όχι…

Όχι, εντάξει, τίποτα δεν είναι τυχαίο. Έλκεις τους ανθρώπους που σου ταιριάζουν… your vibe your tribe λένε. Ό, τι δουλειά και να κάνεις κουβαλάς έναν τρόπο, που διαμορφώνεις μέσα στα χρόνια.

Και όχι μόνο ως ηθοποιός! Αλλά και ως σκηνοθέτης και ως χορογράφος, (μην ξεχνάμε και τις σπουδές στο πιάνο και τον κλασικό και σύγχρονο χορό). Τι απ’ όλα σας εκφράζει περισσότερο;

Είναι σύμφυτα… είναι άνθη του ίδιου δέντρου.

Και ασχολείστε πότε με τα ένα, πότε με το άλλο και τώρα ήρθατε να ασχοληθείτε με όλα μαζί.

Ναι, αλλά όχι ταυτόχρονα, δεν είναι δυνατόν αυτό. Υπάρχουν χρονικές περίοδοι που δίνεις έμφαση σε ένα κομμάτι, μετά σε ένα άλλο…

Και εδώ είστε ο μαέστρος μιας ορχήστρας, όπου όλα αυτά παίζουν… Απ’ όλες αυτές τις παραστάσεις, στις οποίες συμμετείχατε, ποιες θεωρείτε ότι σας καθόρισαν καλλιτεχνικά; Ή, ας το θέσουμε κι αλλιώς, ποιες ξεχωρίσατε ως κορυφαίες;

 Θα τις διαχωρίσω στις παραστάσεις, όπου πρωταγωνιστεί ο λόγος, και στις δουλειές που είναι πιο σωματικές και συνδιαλέγονται με σύγχρονες θεατρικές φόρμες. Από τις τελευταίες σαφώς ξεχωρίζω το Still Life του Δημήτρη Παπαϊωάννου, ή ακόμη και την πρώτη μας συνεργασία, το Πουθενά, όπου μεταξύ άλλων εμβαθύναμε σε ένα είδος περπατήματος. Ενώ από τις πρώτες θα ξεχωρίσω μια συνεργασία με την Κατερίνα Ευαγγελάτου. Είχαμε κάνει ένα πάρα πολύ ωραίο έργο του Ivan Vyrypaev, τις Ψευδαισθήσεις, το οποίο ήταν αρκετά απαιτητικό, είχε πολύ μεγάλες τιράντες και το θέμα ήταν κάτι που στα 29 μου χρόνια δεν μπορούσα να το αδράξω και να το κατανοήσω, πράγμα που  το καταλάβαινα τότε. Οπότε ήταν μια πολύ μεγάλη πρόκληση αυτή η συνεργασία.

Still Life: του Δημήτρη Παπαϊωάννου. Φωτογραφία: Julian Mommert

Και κάτι ακόμη που πηγάζει  ως ερώτημα από την πολύχρονη εμπειρία στο Θέατρο αλλά και από τις πανεπιστημιακές και πρακτικές σπουδές στο Αριστοτέλειο και στο Κρατικό αντίστοιχα: Ποια προσωπικότητα θεωρείτε πως σας καθόρισε;

Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου σαφώς βρίσκεται στην πρωτοκαθεδρία αυτών που με καθόρισαν…. Μετά θα είχα την επιθυμία να έχω συνεργαστεί με τον Λευτέρη Βογιατζή, που θεωρώ ότι έκανε με τον λόγο, αυτό που ο Δημήτρης κάνει με την κίνηση. Σίγουρα ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, γιατί με αυτόν έχω περάσει χρόνο πολύ μαζί! Ο χρόνος που μοιράζεσαι με κάποιον είναι αμετάκλητος. Δεν γυρίζει πίσω, κι έτσι κάπως κτίζεται και η αγάπη… την αγάπη δεν την λες, δεν την επικοινωνείς με λόγια, η αγάπη όπως λέει και ένας πολύ αγαπημένος φίλος είναι ο μοιρασμένος χρόνος, οπότε, ναι,  έχω μοιραστεί πολύ χρόνο με τον Δημήτρη.

Ενώ θα μπορούσατε να σταματήσετε να πλουτίζετε τη θεατρική σας εμπειρία, (ήταν ήδη πλούσια), προσθέτετε ήδη από το ξεκίνημά σας συμμετοχές σε πολλά σεμινάρια με κορυφαίους δασκάλους. Τι κερδίζει το καλλιτεχνικό προφίλ σας; Ένα επιπλέον χαρτί ή πραγματικό άνοιγμα οριζόντων;

Τα περισσότερα σεμινάρια τα έκανα στο ξεκίνημά μου. Στη συνέχεια, λόγω των επαγγελματικών υποχρεώσεων, έκανα όλο και λιγότερα. Η ίδια η δουλειά γίνεται κατά κάποιον τρόπο το πεδίο, στο οποίο ασκείσαι και εξελίσσεσαι. Θα ήθελα πολύ να έχω τον χρόνο και την ενέργεια να συνεχίσω να συμμετέχω σε επιλεγμένα σεμινάρια.

Γιατί, τι προσφέρουν; Τι είναι ειδικά για εσάς;

Τα σεμινάρια σού δίνουν επιπλέον εργαλεία, ακονίζεις τα εκφραστικά σου μέσα, αυτό προσπαθούμε να κάνουμε συνεχώς οι ηθοποιοί και δυστυχώς στην Ελλάδα δεν το συνηθίζουμε. Απλά πηγαίνουμε από τη μια δουλειά στην άλλη. Στην Αμερική, όμως, για παράδειγμα, στο Actors Studio πηγαίνουν οι ηθοποιοί και συνεχώς ασκούνται, ακόμα και οι πιο έμπειροι, όπως ο χορευτής θα κάνει τη  μπάρα του. Οπότε τα σεμινάρια λειτουργούν και προς αυτή την κατεύθυνση, ακονίζεις τα εκφραστικά σου μέσα, τα εξελίσσεις και από την άλλη έχεις την ευκαιρία να συναντήσεις νέους καλλιτέχνες και καινούριες γλώσσες.

Ψευδαισθήσεις: σκην. Κατερίνα Ευαγγελάτου. Φωτογραφία: Κική Παπαδοπούλου

Και μετά από μια πλούσια διαδρομή αναλαμβάνετε την καλλιτεχνική διεύθυνση του ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας. Τι σας ωθεί σ΄ αυτήν την απόφαση; Είχατε ήδη παρακολουθήσει την πορεία του από τη γέννησή του μέχρι τώρα;

Όχι, την πορεία του δεν την ήξερα ήδη. Αναγκαστικά, όταν αναλαμβάνεις κάτι, οφείλεις να μελετήσεις την ιστορία του. Επιχειρώ, επίσης, να συνομιλώ με τους ανθρώπους που εργάστηκαν ή εργάζονται ακόμα στο ΔΗΠΕΘΕ, ακούω τις ιστορίες και τις εμπειρίες τους με τεράστιο ενδιαφέρον. Πέρα από την μελέτη της ιστορίας του ΔΗΠΕΘΕ εκ των έσω, ξέρετε μιλάω και με άλλο κόσμο από το καλλιτεχνικό στερέωμα για το πώς βλέπουν απ’ έξω έναν οργανισμό…

Αυτό μετράει, γιατί το να είσαι εδώ, σε μία πόλη, και να έχεις εσύ μία εικόνα είναι ένα, και το τι εικόνα έχει ο άλλος στο άλλο μέρος της Ελλάδας έχει και αυτό τη σημασία του, για να καταλάβεις τι δουλειά έχεις να κάνεις και προς τα πού να ωθήσεις τα πράγματα. Υπάρχει ένα τεράστιο κομμάτι, το επικοινωνιακό, που συνοδευόμενο από εργασία και ουσιαστική καλλιτεχνική δημιουργία είναι ο ιδανικός συνδυασμός. Το πάντρεμα, πώς επικοινωνούμε τη δουλειά που κάνουμε. Αυτό προσπαθούμε να δομήσουμε και να εξελίξουμε.

Ποια είναι η άποψή σας γενικότερα για τα ΔΗΠΕΘΕ; Ποια είναι τα θετικά τους σημεία και ποια αρνητικά, που, αν υπάρχουν, χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης;

Ο ρόλος των ΔΗΠΕΘΕ είναι σημαντικότατος. Αναλαμβάνουν να συνδέσουν τους κατοίκους των μικρότερων πόλεων και της περιφέρειας με το καλλιτεχνικό γίγνεσθαι, που λαμβάνει χώρα εκτός των ορίων του νομού τους. Να συνδέσουν τον τόπο με παραστάσεις και προσωπικότητες που έχουν υπάρξει σημαντικές και προσφέρουν πολλά στον καλλιτεχνικό τομέα που υπηρετούν. Και με αυτόν τον τρόπο γονιμοποιείται και η ντόπια καλλιτεχνική παραγωγή και δημιουργία. Η ύπαρξη των ΔΗΠΕΘΕ είναι ένας σημαντικός καλλιτεχνικός πνεύμονας για τις πόλεις της επαρχίας, ωστόσο η χαμηλή χρηματοδότηση δυσχεραίνει την ουσιαστική λειτουργία τους. Επίσης, η τελευταία Κ.Υ.Α. και το ενιαίο μισθολόγιο, στο οποίο μας ενέταξε, ήρθε να προσθέσει άλλο ένα τεράστιο εμπόδιο στη λειτουργία μας. Θα έπρεπε, όπως εξαιρέθηκε το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Πάτρας, για να μπορέσει να λειτουργήσει η σχολή του, να εξαιρεθούμε και όλα τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.

Τώρα κάθε ΔΗΠΕΘΕ παρουσιάζει διαφοροποιήσεις σε σχέση με τα υπόλοιπα. Σχετικά με το ΔΗΠΕΘΕ μας θα σταθώ στην έλλειψη δικής μας στέγης/ σκηνής. Δεν ξέρω τι παραπάνω μπορεί να πει κανείς, τη στιγμή που ο προκάτοχός μου, Γιάννης Παρασκευόπουλος, τοποθετήθηκε με σαφήνεια και οξυδέρκεια επί του θέματος. Είναι μία κατάσταση τουλάχιστον υποτιμητική για οποιοδήποτε θέατρο. Αχνοφαίνεται στον ορίζοντα μία λύση… για να δούμε…

Ήδη με την παιδική παράσταση που ανέβασε το ΔΗΠΕΘΕ φέτος, “Ένας ελέφαντας στο δωμάτιο”, πιστεύω πως δώσατε το στίγμα σας. Παράσταση λαμπερή, με καλό κείμενο και πολύ καλή σκηνοθεσία, ερμηνείες και χορογραφία. Ποια απήχηση είχε στο παιδικό κοινό;

Εξαιρετική. Η απήχηση στο παιδικό κοινό ήταν και συνεχίζει να είναι εξαιρετική.

“Ένας ελέφαντας στο δωμάτιο”: Σκηνοθεσία Καλλιόπη Σίμου. Φωτογραφία: Τάσος Θώμογλου

Άρα, διαθέτει κριτήριο το παιδικό κοινό, αλλά και το μεγάλο κοινό… όσοι, βέβαια, γονείς παρακολούθησαν. Με τι συναισθήματα σάς γεμίζει κάτι τέτοιο;

Τεράστια χαρά, συγκίνηση, ικανοποίηση σε ομαδικό επίπεδο. Γιατί τα παιδιά, που είναι πάνω στη σκηνή, κρατάνε ζωντανό το έργο. Κάποια στιγμή και ο σκηνοθέτης είναι ανήμπορος, το έχει παραδώσει το έργο του. Ναι μεν, κρατάμε σημειώσεις και συζητάμε μετά την παράσταση, αλλά οι ηθοποιοί είναι που καταθέτουν την ψυχή τους και το σώμα πάνω στη σκηνή κάθε μέρα, επικοινωνούν με τα μικρά και τα μεγάλα παιδιά. Οπότε νιώθω τεράστια ευγνωμοσύνη κάθε φορά που τους βλέπω τόσο κουρδισμένους, τόσο δοτικούς απέναντι στο υλικό που έχουμε φτιάξει… δεν είναι δεδομένο. Η γενναιοδωρία δεν είναι δεδομένη. Γι’ αυτό η χαρά μου έχει να κάνει όχι μόνο με την αποδοχή από το κοινό, που είναι πολύ σημαντική, αλλά και με τη γενναιοδωρία των ηθοποιών, που είναι πολύ συγκινητική.

Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας για τις παραστάσεις του ΔΗΠΕΘΕ φέτος; Τι ετοιμάζετε;

Έχουμε πολύ μεράκι και επιθυμία να κάνουμε ωραία πράγματα, ουσιαστικά, που να εμπλέκουν και το ντόπιο δυναμικό. Γι’ αυτό η καλοκαιρινή παραγωγή που ετοιμάζουμε, Οι Διδυμάνες, είναι κάτι που θα προκύψει από τη συνεργασία του ντόπιου δυναμικού, που δεν είναι απαραίτητο να είναι επαγγελματίες, και συντελεστών που έχουν κατά τη γνώμη μου να προσφέρουν πολλά. Την σύλληψη και μουσική σύνθεση έχει αναλάβει η εξαιρετική Δήμητρα Τρυπάνη και περιμένω με μεγάλη χαρά την υλοποίηση αυτού του project, που θα παρουσιαστεί 5 και 6 Ιουλίου στο θέατρο Άλσος Μελίνα Μερκούρη.

Επομένως έχουμε μία παράσταση που θα συμμετάσχει ντόπιο δυναμικό το καλοκαίρι. Ενδιάμεσα; Από τώρα μέχρι το καλοκαίρι;

Ενδιάμεσα έχει αναλάβει η Βιβή η Νικοπούλου, μια γυναίκα που έχει συνεργαστεί πολλά χρόνια στο παρελθόν με το ΔΗΠΕΘΕ και ήρθαμε σε επαφή. Μιλήσαμε και μου πρότεινε το εξαιρετικό κείμενο του Μιχάλη Κοβανίδη, Όλγα. Τον ομώνυμο ρόλο θα ερμηνεύσει η Καλλιόπη Ψαλτίδου, μία ηθοποιός που έλειπε χρόνια στην Αθήνα και σχετικά πρόσφατα επέστρεψε. Θεώρησα πολύ ωραίο δύο γυναίκες, που λείπανε καιρό, γυρίζοντας στη Βέροια, να συνεργαστούν πάνω σε αυτό το έργο και να παρουσιαστεί στο ΔΗΠΕΘΕ.

Το βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρον.

Και ενδιάμεσα, βεβαίως, έχουμε όλες τις παρουσιάσεις των εργαστηρίων. Κάθε μήνα θα έχουμε μία με δύο παρουσιάσεις από τα τμήματα των θεατρικών εργαστηρίων. Και μετακλήσεις, φυσικά. Παραστάσεις δηλαδή κυρίως από τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα, που έρχονται εδώ και φιλοξενούνται είτε στη Στέγη, είτε στον Χώρο Τεχνών, πάντα σε συνεννόηση με την ΚΕΠΑ, καθώς, όπως προανέφερα, το ΔΗΠΕΘΕ μας δεν διαθέτει δική του σκηνή.

Από την παράσταση “Ένας ελέφαντας στο δωμάτιο”

Να εξαντλήσουμε το θέμα του ντόπιου δυναμικού. Σας έχουν στείλει δουλειές τους σε συγγραφικό επίπεδο;

Ναι, πολλές, αλλά είναι πολύ δύσκολο να διαλέξεις ένα κείμενο, που αρχικά πιστεύεις ότι θα έχει απήχηση και μπορεί από άποψη παραγωγής να υλοποιηθεί. Κι επίσης είναι μετρημένες οι παραγωγές, οι πρωτότυπες όπως λέω, που μπορεί να κάνει το ΔΗΠΕΘΕ. Φυσικά έχω λάβει κείμενα από συγγραφείς, όπως από τον Νίκο Μανούδη, την Πόπη Φιρτινίδου και τον Γιώργο Δουλγέρογλου και ελπίζω να δοθεί η ευκαιρία και να υπάρξει ο χώρος και ο χρόνος να ανεβεί κάποιο έργο τους.

Ένα ΔΗΠΕΘΕ τι ρόλο παίζει στη θεατρική παιδεία ενός τόπου;

Τεράστιο. Γι’ αυτό ιδρύθηκαν τα ΔΗΠΕΘΕ. Για να τονώσουν την καλλιτεχνική κίνηση και τα ερεθίσματα των ανθρώπων που ζουν σε πιο μικρές πόλεις. Είναι πολύ σημαντικός ο ρόλος τους. Και όχι μόνο να φέρνουν έτοιμες παραστάσεις, μετακλήσεις όπως λέμε, αλλά να δημιουργούν τις δικές τους. Να αρθρώνουν τον δικό τους λόγο με τη δική τους φωνή. Είναι πολύ σημαντικό οι πρόβες, για παράδειγμα, να γίνονται στην πόλη που ανήκει το ΔΗΠΕΘΕ, όχι να γίνονται στην Αθήνα ή στη Θεσσαλονίκη και να έρχεται η παράσταση εδώ. Η ζύμωση που συμβαίνει από την ίδια την πρόβα είναι πολύ σημαντική.

Έχετε ζήσει το κοινό της Θεσσαλονίκης, το κοινό της Αθήνας. Φτάνουμε τώρα στο κοινό της Βέροιας. Δεν μπορέσατε να το δείτε το κοινό ακόμη, δεν έχετε την εμπειρία αυτή, γιατί είδατε μόνο το παιδικό κοινό… αλλά τι πιστεύετε για ένα επαρχιακό κοινό; Θα μπορέσει να δεχτεί διάφορες καινοτομίες θεατρικής φύσεως;

Ναι, θα πω, αλλά προσπαθώ κι εγώ να καταλαβαίνω πού απευθύνομαι. Καλώ για παράδειγμα τη Δήμητρα Τρυπάνη. Συνεχώς μου έλεγε για διάφορα θέματα της παράστασης που ετοιμάζουμε, «θα μου πεις εσύ, που ξέρεις το κοινό». Όταν προσεγγίζω, επίσης, έναν καλλιτέχνη για να έρθει εδώ και να δημιουργήσει, μιλάμε πάρα πολύ για το πού απευθυνόμαστε. Θεωρώ ότι το κοινό της Βέροιας είναι ένα καλλιεργημένο κοινό. Είμαστε πολύ κοντά στη Θεσσαλονίκη. Η Βέροια είναι μια επαρχιακή πόλη που έχει στοιχεία μεγάλου αστικού κέντρου. Αυτό καταλαβαίνω.

To Βαρέλι του Αμοντιλλάδο: σκην. Καλλιόπη Σίμου. Φωτογραφία: Γιώργος Αδάμος

Και υπάρχει και μία παιδεία που οφείλεται ακριβώς στην ύπαρξη της Στέγης και στη συνέχεια στην ύπαρξη του Χώρου Τεχνών, σε ανθρώπους που είχανε μεράκι. Είναι σημαντικό, γαλουχήθηκε το κοινό…

Ναι, υπάρχουν, επίσης, χορωδίες , πολλοί αξιόλογοι μουσικοί… έρχονται ακόμη πολλές παραστάσεις στην πόλη που έχουν το κοινό τους. Άρα, αυτό δείχνει ότι ο κόσμος διψάει να δει πράγματα. Δεν έχω, τώρα, αποκρυσταλλωμένη εικόνα ποια είναι η σχέση του κοινού με την πρωτότυπη παραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ μας. Σε αυτό, πιστεύω, θα βοηθήσει αποφασιστικά η ύπαρξη δικής μας στέγης. Η ύπαρξη ενός σταθερού τόπου δημιουργίας και παρουσίασης του καλλιτεχνικού μας έργου. Το κοινό, πάντως, στο οποίο απευθυνόμαστε έχω την πεποίθηση ότι είναι ένα καλλιεργημένο κοινό.

Κι εγώ νομίζω ότι είναι έτσι. Θα μπορούσε να δεχτεί όμως το θέατρο έρευνας; Ο κος Παρασκευόπουλος είχε μεγάλη αδυναμία στο θέατρο έρευνας και έλεγε ότι το θέατρο έρευνας μπορεί να υπάρξει, εφόσον κι ο θεατής μπορεί να συμμετάσχει, να το στηρίξει, να το αισθανθεί. Εσείς τι άποψη έχετε για το θέατρο έρευνας;

Θα σας πω. Δεν ξέρω ακριβώς τι είναι το θέατρο έρευνας, μάλλον γιατί αντιλαμβάνομαι κάθε θεατρική δουλειά ως θέατρο έρευνας, καθώς η τελευταία είναι αναπόσπαστο κομμάτι της δημιουργικής διαδικασίας μιας παράστασης. Η ειδοποιός διαφορά του θεάτρου έρευνας, ενδεχομένως, έγκειται στον τρόπο επεξεργασίας των αποτελεσμάτων της έρευνας από τον σκηνοθέτη και την ομάδα και πώς αυτά παρουσιάζονται.

Το θέμα στο τέλος της μέρας, είτε κάνουμε πειραματικό θέατρο, είτε κλασικό, είτε θέατρο έρευνας, είναι σε ποιο σημείο θεωρεί ο σκηνοθέτης το υλικό έτοιμο να παρασταθεί. Και τι θα πει έτοιμο; Θα πει ότι εμπεριέχει το όραμά του, με όποιες ατέλειες μπορεί να έχει μέσα της η παράσταση, αυτές δεν μας πειράζουν, όσο η ιστορία και η πρόθεση είναι καθαρή.

Έχει πολύ ενδιαφέρον αν διαβάσει κανείς το Σμιλεύοντας τον Χρόνο, του Ταρκόφσκι, ένα εξαιρετικό βιβλίο, όπου σε κάποιο σημείο μιλάει για τον δημιουργό και αυτό που παραδίδει. Ο Ταρκόφσκι, λοιπόν, λέει ότι όταν παραδίδεις κάτι είναι η φωνή σου, είναι αυτό που βιώνεις εκείνη την στιγμή, είναι η ψυχή σου στην ολότητά της, το μετουσιώνεις σε τέχνη και το δίνεις. Δεν μπορεί να είναι ημιτελές, ή να είναι στον δρόμο για να… Η έρευνα είναι το Α και το Ω, στο στούντιο. Και όταν φτάσεις στο σημείο να επικοινωνήσεις κάτι με το κοινό πρέπει να είσαι καθαρός. Δεν μπορώ να έρθω εγώ εδώ και να σας μιλάω περίπου. Έχω την ευθύνη αυτού που λέω, ξέροντας ότι αύριο μπορεί να αλλάξω γνώμη, αλλά αυτή τη στιγμή που σας μιλάω είμαι ακριβής.

Τι πιστεύετε για το  ρόλο του κειμένου στο Θέατρο; Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε παραστάσεις με αδύναμο έως και ανύπαρκτο κείμενο…

Το κείμενο είναι από τα πιο σημαντικά στοιχεία μιας παράστασης και από τα πιο δύσκολα να βρεις σε υψηλό επίπεδο μορφής και περιεχομένου. Ένας μεγάλος Γάλλος σκηνοθέτης, ο Jean Vilar, αν δεν κάνω λάθος, έλεγε ότι δεν μπορώ να κάνω καλή παράσταση με καλούς ηθοποιούς και κακό κείμενο. Με καλό κείμενο και κακούς ηθοποιούς μπορώ.

 Ηθοποιός ή σκηνοθέτης μετά το κείμενο;

Σκηνοθέτης.

Τι θα ευχόσασταν για τη νέα χρονιά σχετικά με τον κόσμο που ζούμε,  την κοινωνία και την Τέχνη;

Ομόνοια και διάθεση για ένωση, γιατί αυτό μας φέρνει πιο κοντά τον έναν με τον άλλον, αλλά και πιο κοντά στη θεατρική πράξη, που είναι μια συνάντηση, για να ακούσουμε ιστορίες. Να πούμε, να ακούσουμε και να ενωθούμε. Κάπως έτσι ενώνεται η ανθρωπότητα αιώνες τώρα, μέσα από τις ιστορίες.

……………………..

Φωτογραφίες: faretra.info – Αρχείο Καλλιόπης Σίμου

……………………….

 

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ