«Τότε νομίζαμε ότι παίρναμε μερίδιο στον παράδεισο, τώρα είναι μια πόλη που έχει εκφασιστεί, που κυριαρχούν οι χουλιγκάνοι άντρακλες»
Κώστας Μπομπός
Στα 1999 ήρθα στο Βόλο, ήμουν νέος και ορεξάτος, το Τμήμα Αρχιτεκτόνων ξεκινούσε το ταξίδι του σε δανεικό κτίριο, αλλά το πλάνο έλεγε ότι θα αποκτήσει νέο δικό του 10.000τμ. Δεν έγινε ποτέ! Το δανεικό έγινε δικό, αλλά τα 2500τμ έμειναν τόσα, τα οποία παρεμπιπτόντως πλημμύρισαν 3 φορές από τότε.
Το ταξίδι όμως συναρπαστικό! από εκεί μέσα μίλησα για τέχνη σε πάνω από 2000 νέους αρχιτέκτονες, συνομίλησα με σπουδαίους συναδέλφους, συνεργάστηκα με φωτισμένους ανθρώπους σε δημοτικές και κοινοτικές αρχές, με στελέχη του πολιτισμού, σε κάποια πρότζεκτς, και συνέβαλα πιστεύω σε μια καλή και δημιουργική ατμόσφαιρα στην πόλη.
Νοίκιασα διαμέρισμα πάνω από το πάρκο, κι οι τιμές ήταν καλές, ρετιρέ, δεν ήξερα πουύνα πρωτοκοιτάξω, στη θάλασσα ή στο βουνό! Η πόλη ήταν φρέσκια, ή έτσι τουλάχιστον φαίνονταν στα μάτια μου, είχε για χρόνια καλή διοίκηση και κατακτημένες συγκροτήσεις, που θα ζήλευε κι η Αθήνα. Δημοτικές σκηνές, πολιτιστικούς χώρους, ωδεία, βιβλιοθήκες, μπαράκια, τσιπουράδικα, αγορά που θύμιζε το παλιό εμπορικό τρίγωνο της Αθήνας, ψαράδες στην παραλία, παραθαλάσσια πάρκα με παιδικές χαρές για βόλτες, (σπουδαίο πράγμα για τους γονείς μικρών παιδιών), καλές αθλητικές εγκαταστάσεις… Δεν έλειπε τίποτα, τα είχε όλα από λίγο, αλλά είχε και το Πήλιο σαν αυλή. Αχ, αυτό το Πήλιο τότε!
Κάθε μέρα ανέβαινα να πάρω νερό από τις βρύσες του, (το νερό του Βόλου ποτέ δεν πινόταν), να συναντήσω την αύρα του Θεόφιλου, τα καλντερίμια…Τα βράδια του χειμώνα στο πάρκο μύριζαν όμορφα τα ξύλα από τις λίγες τότε ξυλόσομπες, πού και που χιόνιζε, τα καλοκαίρια κολυμπούσαμε ακόμη και μέσα στην πόλη. Τις γύρω παραλίες τις έφτανα σε 10-30 λεπτά, κι αν είχα όρεξη καβαλούσα το βουνό και σε μια ώρα βρισκόμουν στο Αιγαίο.
Το πιο θαυμαστό από όλα όμως ήταν “η ώρα του Ντε Κίρικο”, τα ανοιξιάτικα απομεσήμερα του Σαββάτου όπου, (θες το τσίπουρο, θες το πλάγιο φως, θες η λιγοστή κίνηση εκείνη την ώρα), η πλατεία του Αγίου Νικολάου μετασχηματιζόταν σε έργο του, κι αν μισόκλεινες τα μάτια μπορούσες να τον δεις να τριγυρίζει. “Να, κοίτα, έλεγα στην παρέα, εκεί, σε εκείνη την σκιά μέσα θα εμφανιστεί!”
Τα σαββατοκύριακα με 0,70 την βενζίνη και χωρίς διόδια δεν το πολυσκεφτόμουν για Αθήνα, ή με το τραίνο κατευθείαν για Πειραιά, η Θεσσαλονίκη ακόμα πιο κοντά, η Λάρισα στη γειτονιά, μικρές αποστάσεις και χαλαρός ρυθμός. Τέλειωνες δέκα δουλειές σε ένα πρωινό, που σε έκανε να παραβλέπεις ότι δεν είχε καλή δημόσια συγκοινωνία. Μπορούσα να πηγαίνω παντού με ποδήλατο, ή εξιδεικευμένες ιατρικές υπηρεσίες, να παραβλέπω κάτι περίεργες εμμονές που κόλλαγαν κατά καιρούς στους ντόπιους, να φτιάξουν την Αργώ, να βάζουν παντού αγάλματα Κενταύρων και ταυτοχρόνως να λατρεύουν τον Χριστόδουλο.
Παραβλέπαμε, ήμασταν ακόμη νέοι, είχε όμως θαυμάσια σχολεία, παιδικούς σταθμούς και κέντρα δημιουργικής απασχόλησης για όλα τα παιδιά. Γοητεύτηκα, έγινα διαφημιστής του, προσκαλούσα φίλους και συγγενείς από την Αθήνα, βρήκα αξιόλογους ανθρώπους, έκανα νέους φίλους, συντρόφους σε αναζητήσεις και διαβάσματα. Στα πέριξ βρήκα την ιστορία της Θεσσαλίας, τους ληστές μου, την μεταβατική κτηνοτροφία, τον Ταχρά Μπέη, σιγά σιγά έφτιαχνα έναν κόσμο εδώ που με χώραγε.
Βρήκα οικόπεδο οικονομικό, μεγάλωσε η οικογένεια, χρεωθήκαμε και χτίσαμε ένα σπίτι, όνειρο για τα δεδομένα μου, μεγάλωναν όμορφα τα παιδιά εδώ, η Αγριά ήταν ακόμα καλύτερη, κι επενδύσαμε τις ζωές μας εδώ, αφελώς, αλλά τότε νομίζαμε ότι παίρναμε μερίδιο στον παράδεισο. Αραίωσα τα ταξίδια στην Αθήνα, τα πράγματα είχαν πάρει το δρόμο τους, κι εγώ απλώς ακολουθούσα, έκανα ρίζες. Δούλεψα, ζωγράφισα πολύ, όχι όσο θα ήθελα αλλά από το εργαστήριο μου βγήκαν δέκα εκθέσεις, εδώ, στην Αθήνα στην Θεσσαλονίκη, στο ευρωκοινοβούλιο, άλλες τόσες προτάσεις. Επιμελήθηκα, συνεργασίες με φοιτητές μου, για το πάρκο γλυπτικής του Αναύρου, για τον ελαιώνα της Αγριάς, για τους δημόσιους χώρους της Μακρινίτσας, για τα αρχοντικά του Πηλίου, για τις πλατείες των Τρικάλων και της Λαμίας, για το Καστράκι στην Δραπετσώνα…
Ώσπου ήρθε η κρίση, στην αρχή ήταν μόνο η οικονομική στενότητα το πρόβλημα, σύντομα όμως φάνηκε ότι ήταν σαν κάποιο καπάκι να τινάχτηκε και από τα έγκατα ξεχύθηκαν άσχημα κι άγρια απωθημένα πάνω σε όσα νομίζαμε για ανθεκτικά, ένας εσμός από παραχριστιανικές παραπολιτικές φασίζουσες και παραποδοσφαιρικές πεποιθήσεις απλώθηκε στην πόλη, μια φανατισμένη προ-πολιτισμική φρενίτιδα την κατέλαβε κι έσβησε την μνήμη της.
Ήρθαν τα άγρια κι έδιωξαν τα ήμερα, όπως λέει ο λαός, σαν να μην είχαν μεγαλώσει οι Βολιώτες μέσα σε τόσες συλλογικές φροντίδες, και γρήγορα βρήκαν τον εκφραστή τους! Ο νευρωτικός Αχιλλέας Μπέος ήταν όσα θα ήθελε να είναι κάθε Βολιώτης που ένοιωθε καταπιεσμένος από την προηγούμενη εξημερωτική κατάσταση που κυριαρχούσε επί δεκαετίες στην πόλη. Μπρούτος, μισογύνης, ομοφοβικός, βρομόστομος, πατερναλιστής, λαμόγιο, λειτουργικά αναλφάβητος, λεχρίτης, αλλά νικητής!
Άρχοντά τους τον ονομάτισαν, τους έκανε όλα τα γούστα, τους στόλισε το κέντρο, φτηνιάρικα αλλά έτσι είναι το γούστο εδώ, να βγάζουν σέλφις με μόνιμη λεζάντα “Βολάρα, η ομορφότερη πόλη”. Ο Βόλος όμως από τότε κάθε μέρα για δέκα χρόνια έχανε και κάτι από όσα τον έκαναν όμορφη πόλη.
Αξιόλογα κτίρια ή πράγματα δεν είχε να χάσει, η ομορφιά του δεν ήταν υλική, ήταν στην θέση του, στην ατμόσφαιρα, στους ανθρώπους και στις σχέσεις τους… Έχανε πολιτισμό…
Στον ορίζοντα των Βολιωτών την ορχήστρα υπό την διεύθυνση του Συμεών Κόγκαν την αντικαθιστούσε η Πάολα, την θέση του Μαύρου Θέατρου της Πράγας την έπαιρνε ο Ρουβάς ή ο Καρράς, αντί με τον Μέμο Γκονζάλες ροκάρουν πια με τον …Σταν.
Δεν έδινα μεγάλη σημασία, απλώς δεν μοιραζόμουν την ίδια παιδική χαρά με τους Βολιώτες για τα λαμπάκια των Χριστουγέννων. Άλλωστε εγώ είχα να καμαρώνω για την προσπάθεια του Δημήτρη στο πόλο, που μαζί με λίγα ακόμα ενδιαφέροντα έγιναν ο κόσμος μου τα τελευταία 10 χρόνια.
Με συνοπτικές διαδικασίες, όμως, ο δημιουργικός Βόλος που αγάπησα μεταβλήθηκε σε έναν μεγάλο Ορχομενό που κοιτάζει μόνο το ταμείο, η κίνηση έγινε άναρχη, η ήσυχη πόλη χαοτική, αυτοκίνητα σταθμεύουν πλέον σε όλα τα πεζοδρόμια που χωράνε, τα παλιά τσιπουράδικα χάθηκαν δια της ανακαινίσεως, τα μεγάλα δέντρα που χαιρόμουν τα πήρε ο διάολος, οι παιδικοί σταθμοί δεν επαρκούν, το πανεπιστήμιο και το νοσοκομείο μαραζώνουν από την υποχρηματοδότηση, οι απόφοιτοί μας εγκαταλείπουν χωρίς δεύτερη σκέψη την πόλη που δεν τους δίνει την παραμικρή ευκαιρία, κι αυτή ίσως είναι η μεγαλύτερη από τις φτώχειες που την μαστίζουν, οι υποδομές εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους, η οικοδομική δραστηριότητα σταμάτησε ή επιβραδύνθηκε…
Τον χειμώνα δεν μπορείς να αναπνεύσεις από τα τζάκια που καίνε μέσα στην πόλη, όλο τον χρόνο από τα σκουπίδια που καίει η ΑΓΕΤ, ο Παγασητικός έγινε ακατάλληλος και απειλείται περαιτέρω με το υγροποιημένο αέριο, στο Πήλιο πια ανεβαίνω σπανίως. Μόνο τα άβολα καφέ για το χέρι και οι ποδοσφαιρικές ομάδες πολλαπλασιάστηκαν. Η Αγριά ως προάστιο του Βόλου ξανάγινε χωριό αλλά μη αυτοδύναμο πλέον, δεν την αναγνωρίζω, έφυγαν όλες οι υπηρεσίες που είχε.
Έχω να κάνω έκθεση σε δημοτικό εκθεσιακό χώρο τα εννέα χρόνια του Μπέου, συνειδητά, κι έχω κρυώσει και με τους συναδέλφους μου γι΄ αυτό, δεν σκοπεύω να του χαραμίσω άλλα πέντε. Όποιος μιλούσε για αυτά ήταν παραφωνία στην επιδημία θετικής ενέργειας…
Και μετά ήρθαν οι πλημμύρες που έδωσαν την χαριστική βολή στις ανεπαρκείς υποδομές, μας γέμισαν λάσπη, αλλά φανέρωσαν το νέο πραγματικό πρόσωπο του Βόλου, μια πόλη που έχει εκφασιστεί, που την κατοικούν απολίτιστα ανθρώπινα όντα που δεν δίνουν δεκάρα για τους άλλους, τους πιο αδύναμους τους πιο φτωχούς, καλά για τους ξένους δεν συζητάμε, που χωρίς καν να σκεφτεί τι πρέπει να γίνει σπεύδει να κλείσει για ένα τουλάχιστον χρόνο τα κολυμβητήρια του ΕΑΚ επειδή έπαθαν κάποιες ζημιές!
Μια πόλη που κυριαρχούν οι χουλιγκάνοι άντρακλες με παντελόνια και οι πάτρωνες τους, δηλαδή οι πολιτευτές της τοπικής ακροδεξιάς, οι μουλωχτοί ιεράρχες και οι καλόγεροι της παραθρησκευτικής εξουσίας, οι επιχειρηματίες των παζαριών, οι στοιχηματζήδες, οι ραντιέρηδες του κάμπου, κι οι αυτο-ανακηρυγμένοι εργολάβοι, που λυμαίνονται τις αναθέσεις των δημόσιων έργων.
Το χειρότερο από όλα όμως, το πιο δυσεπίλυτο, είναι η αντίθετη αντίληψη, ότι για όλα αυτά που πάνε κατά διαόλου, οι Βολιώτες, η πλειοψηφία τους, πιστεύουν ότι πάνε καλύτερα! Πιστεύουν ότι ο Βόλος αναπτύσσεται, παρά τα στοιχεία, παρότι είναι η μοναδική θεσσαλική πόλη που είδε τον πληθυσμό της να μειώνεται μέσα στη δεκαετία!
Πέρασαν σχεδόν 25 χρόνια, τα παιδιά μου μεγάλωσαν και πέταξαν μακριά, μεγάλωσα κι εγώ. Δεν ξέρω αν έχω δύναμη να παλεύω με τον βόθρο που ξεχύθηκε στον Βόλο ή να αφεθώ κι εγώ όπως τόσοι συντοπίτες. Νοιώθω ότι ο κύκλος μου εδώ ολοκληρώνεται, καθώς αποκλείεται να συμβιβαστώ ή έστω να συνηθίσω το τέρας.