Καμιά ιδιαίτερη λύπηση δεν αξίζουν, βέβαια, οι ηττημένοι της περασμένης Κυριακής. Αυτοί αποδέχθηκαν την εκλογή προέδρου από μια πλασματική «βάση» του δίευρου, που παραλίγο να χωρέσει ακόμη και τον ταμία του οικογενειακού Ιδρύματος Μητσοτάκη / Πώς το κόμμα της πληθυντικής Αριστεράς μεταλλάχθηκε σε μια δεύτερη ΝΔ
Τάσος Κωστόπουλος
Πρόκειται, δίχως άλλο, για τη ληξιαρχική πράξη θανάτου του ΣΥΡΙΖΑ. Όχι του πάλαι ποτέ κόμματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς που τροφοδότησε τα κοινωνικά κινήματα της δεκαετίας του 2000 και τροφοδοτήθηκε απ’ αυτά, παραλίγο να υποστεί έναν αιφνιδιαστικό (κι εν πολλοίς ακατανόητο) θάνατο το 2009-2010, αλλά εκτινάχθηκε τελικά στην κορυφή από την αντιμνημονιακή λαϊκή εξέγερση του 2010-2012· εκείνο το κόμμα έπαψε, ως γνωστόν, να υφίσταται το καλοκαίρι του 2015. Αυτό που πνέει τώρα τα λοίσθια είναι ο σοσιαλδημοκρατικός σχηματισμός που το διαδέχθηκε την τετραετία 2015-2019, παλεύοντας να διαχειριστεί «φιλολαϊκά» το Τρίτο Μνημόνιο που ψήφισε μαζί με τη Ν.Δ., το ΠΑΣΟΚ, τους ΑΝ.ΕΛΛ. και το «Ποτάμι».
Καμιά ιδιαίτερη λύπηση δεν αξίζουν, βέβαια, οι ηττημένοι της περασμένης Κυριακής. Αυτοί αποδέχθηκαν την εκλογή προέδρου από μια πλασματική «βάση» του δίευρου, που παραλίγο να χωρέσει ακόμη και τον ταμία του οικογενειακού Ιδρύματος Μητσοτάκη. Από τη στιγμή που, μ’ αυτό τον τρόπο, το κόμμα εκχώρησε στα «βοθροκάναλα της διαπλοκής» την αποφασιστική εξουσία να διαμορφώσουν το εκλογικό σώμα που θα καθόριζε το μέλλον του, δικαιούμαστε να μιλάμε για κανονική αυτοκτονία – σωρευτικό αποτέλεσμα ενός μίγματος απελπισίας, αυτοκαταστροφικού κυνισμού και πολιτικής ευήθειας.
Αντί ο ΣΥΡΙΖΑ να κάτσει και να συζητήσει σοβαρά τι είναι, πού θέλει να πάει τη χώρα και με ποιο τρόπο, και ύστερα να εκλέξει την ηγεσία που ανταποκρίνεται σ’ αυτό το πολιτικό και κοινωνικό σχέδιο, πόνταρε στο καθαρά επικοινωνιακό εφέ μιας δίωρης εικονικής κινητοποίησης ενός ασπόνδυλου πλήθους «οπαδών», που κανείς και τίποτα δεν εγγυάται πως θα είναι εκεί την επόμενη μέρα.
Η εγκατάλειψη της πολιτικής χάριν μιας επίπλαστης εντυπωσιοθηρίας λειτούργησε έτσι ως μπούμερανγκ, επιτρέποντας σε ορατούς κι αθέατους μηχανισμούς ένα colpo grosso αδιανόητο για κάθε πολιτικό σχηματισμό που σέβεται στοιχειωδώς την ταυτότητα και τον κόσμο του: την αυτοακύρωση και υποκατάσταση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης από ένα νέο συλλογικό υποκείμενο, η προεκλογική προπαγάνδα του οποίου εστιάστηκε στον χοντροκομμένο διασυρμό και την κατασυκοφάντηση κάθε στοιχείου της ιστορικής ταυτότητάς του.
Οι πολιτικές τομές δεν προκύπτουν, ωστόσο, από παρθενογένεση· φέρνουν, αντίθετα, στο φως το αποτέλεσμα υπόγειων διεργασιών που προηγήθηκαν, υποσκάπτοντας το επίσημο ιδεολογικό και θεσμικό περίβλημα των υφιστάμενων δομών. Ο Στέφανος Κασσελάκης δεν υπερψηφίστηκε την περασμένη Κυριακή μονάχα από έναν κόσμο συντριπτικά ηττημένο που αναζητά κάποιον από μηχανής θεό – κι έχει καταλήξει να πιστεύει πως ένας άνθρωπος που τα κονόμησε στο υπερατλαντικό χρηματιστήριο και τον εφοπλισμό, ως εύστροφος ή απλά τυχερός τζογαδόρος, είναι σε θέση να διαχειριστεί αποτελεσματικά τα δημόσια πράγματα μιας χώρας, για την πραγματικότητα της οποίας έχει εμφανώς μαύρα μεσάνυχτα.
Η επιτυχία του έρχεται να ολοκληρώσει τον αγώνα του Αλέξη Τσίπρα, την περασμένη τετραετία, για ένα αρχηγικό εικονικό κόμμα απλών χειροκροτητών, δίχως εσωκομματική δημοκρατία και παλιομοδίτικα «βαρίδια» που διεκδικούν να έχουν λόγο στη διαμόρφωση των στρατηγικών επιλογών και κατευθύνσεών του· εγχείρημα που συνέβαλε όσο τίποτα στη διπλή εκλογική πανωλεθρία της περασμένης άνοιξης, μέσω της αντικατάστασης του ζωντανού και πολυφωνικού συλλογικού οργανισμού του παρελθόντος από ένα εξατομικευμένο πλήθος, αυτοεγκλωβισμένο στον αυτιστικό κλωβό των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Για τους εκτός των τειχών, το κρίσιμο πρόβλημα δεν είναι βέβαια η τύχη ενός ακόμη γραφειοκρατικού κομματικού μηχανισμού: αφορά την ορατή διεύρυνση του (ήδη υφιστάμενου) κενού εκπροσώπησης των λαϊκών στρωμάτων και τους συνακόλουθους κινδύνους κατάκτησης αυτών των τελευταίων από την ανασυγκροτούμενη Ακροδεξιά. Τα 147.000 εικονικά μέλη του δεν είναι άλλωστε καθόλου δεδομένο πως θα συνδράμουν τον νέο αρχηγό και το «Δημοκρατικό Κόμμα» του περισσότερο από ό,τι οι 1.017.085 πλασματικοί «εσωκομματικοί» ψηφοφόροι του βοήθησαν το 2004 τον Γιώργο Παπανδρέου απέναντι στη Ν.Δ. του Κωστάκη Καραμανλή. Προσωπική εκτίμηση του γράφοντος είναι πως έναν τέτοιο τύπο η Ν.Δ. του Μητσοτάκη και του Βορίδη θα τον κάνει πιθανότατα μια χαψιά. Ακόμη όμως κι αν το επιτελικό κράτος του Κυριάκου καταρρεύσει από μόνο του, και ο τέως υπάλληλος της Goldman Sachs βρεθεί συμπτωματικά στο Μαξίμου, πάλι μια Νέα Δημοκρατία θα μας κυβερνήσει…
Ένας ακόμη “Δούρειος Ίππος” στην καθημαγμένη και τριτοκοσμική Ελλάδα / γράφει ο Τεύκρος