“Αρνητές της κλιματικής αλλαγής” / γράφει ο Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος
Σε συνδυασμό με την κοινωνική κρίση, έχει «παραχθεί» ένα κοινό που αρνείται να δεχθεί οτιδήποτε γράφεται και λέγεται «επισήμως» και είναι, αντίθετα, εξαιρετικά πρόθυμο να αποδεχθεί κάθε τι που εμφανίζεται ως «εναλλακτική αλήθεια», ακόμα και αν δεν είναι καθόλου αλήθεια
Σε προηγούμενο άρθρο μας αναφερθήκαμε στην επιδείνωση σειράς σοβαρών προβλημάτων καταστροφικής υποβάθμισης του φυσικού (και χημικού) περιβάλλοντός μας διεθνώς, μεταξύ των οποίων η κλιματική αλλαγή (ακριβέστερα: κρίση) και η μόλυνση της ατμόσφαιρας.
Τα προβλήματα αυτά είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπισθούν, η αντιμετώπισή τους όμως γίνεται ακόμα πιο δύσκολη λόγω της συστηματικής προσπάθειας των μεγάλων ρυπαντών να αρνηθούν και την κλιματική αλλαγή και τις συνέπειες της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, αλλά και της ευρείας διασποράς διαφόρων θεωριών συνωμοσίας, σύμφωνα με τις οποίες δεν υπάρχει κλιματική αλλαγή και, αν υπάρχει, δεν είναι ανθρωπογενής.
Η διασπορά διαφόρων «θεωριών συνωμοσίας», από επιστημονικοφανείς έως εντελώς παράλογες, που αποσκοπούν στο να αρνηθούν τα συντριπτικά στοιχεία της παγκόσμιας επιστημονικής έρευνας ενισχύεται συστηματικά από τις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες ορυκτών καυσίμων και διάφορα πολιτικά λόμπι.
Τέτοιες θεωρίες βρίσκουν ευεπίφορο έδαφος σε τμήμα της κοινής γνώμης που έχει χάσει την εμπιστοσύνη της στους «επίσημους», «κατεστημένους» κοινωνικούς, κρατικούς, πολιτικούς, δημοσιογραφικούς και επιστημονικούς θεσμούς και τους υποπτεύεται ότι δρουν υπό την πίεση μεγάλων οικονομικών συμφερόντων. Ο σκεπτικισμός αυτός έναντι του κάθε μορφής «κατεστημένου» δεν είναι αδικαιολόγητος. Για παράδειγμα, η εισβολή στο Ιράκ δικαιολογήθηκε από την ύπαρξη όπλων μαζικής καταστροφής σε αυτή τη χώρα, αλλά τώρα γνωρίζουμε ότι τέτοια όπλα δεν υπήρξαν ποτέ και δεν βρέθηκαν άλλωστε. Διάφορα τέτοια σοβαρά περιστατικά κλόνισαν την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης διεθνώς και ευθύνονται για την αποστροφή μερίδας της κοινής γνώμης προς τα κατεστημένα μέσα ενημέρωσης, τους πολιτικούς και τις αρχές.
Σε συνδυασμό με την κοινωνική κρίση, έχει «παραχθεί» ένα κοινό που αρνείται να δεχθεί οτιδήποτε γράφεται και λέγεται «επισήμως» και είναι, αντίθετα, εξαιρετικά πρόθυμο να αποδεχθεί κάθε τι που εμφανίζεται ως «εναλλακτική αλήθεια», ακόμα και αν δεν είναι καθόλου αλήθεια. Το κοινό αυτό χαρακτηρίζεται συνήθως από μεγάλη δυσπιστία ως προς τις επίσημες αλήθειες και τα διάφορα «αφηγήματα» του «κατεστημένου», δεν έχει όμως τη δυνατότητα, τις γνώσεις και τα εφόδια να τα υποβάλλει σε επιστημονικό έλεγχο, με αποτέλεσμα να γίνεται εύκολα θύμα διαφόρων μη ορθών (και σε ορισμένες περιπτώσεις εντελώς «παλαβών») θεωριών. Είναι συχνά πολύ «ριζοσπαστικό», χωρίς όμως να έχει μια μακρά παράδοση σε βάθος πολιτικοποίησης και «αμφισβήτησης».
Τριάντα χρόνια μετά την πρώτη υπογραφή στο Ρίο παγκόσμιας συμφωνίας για την κλιματική αλλαγή, υπάρχουν πολλοί αρθρογράφοι, απλοί άνθρωποι, ενίοτε ακόμα και επιστήμονες, που αμφισβητούν το αν ισχύει το ίδιο το φαινόμενο και αυτό παρά το ότι δεν περνάει πλέον ούτε μία εβδομάδα χωρίς να αναφερθεί από κάποιο μέρος του κόσμου ένα ακραίο καιρικό συμβάν, συχνά πολύνεκρο και με μεγάλες οικονομικές συνέπειες, αλλά και χωρίς να δημοσιευτεί μια νέα επιστημονική μελέτη ή να σπάσει ένα καινούριο ρεκόρ.
Κανένας άνθρωπος, ούτε και μεμονωμένοι επιστήμονες, δεν μπορούν να μορφώσουν πρωτογενώς άποψη για ένα τέτοιο φαινόμενο, γιατί θα απαιτούσε τη σύνθεση των πορισμάτων ενός μεγάλου εύρους επιστημών, αν όχι και τη χρήση υπερυπολογιστών, ικανών να «μοντελοποιήσουν» ένα εξαιρετικά περίπλοκο «χαοτικό» σύστημα, όπως είναι η γήινη ατμόσφαιρα. Η λογική λέει ότι σε ένα τέτοιο ζήτημα, πρέπει να εμπιστευθούμε την επιστημονική κοινότητα. Υπάρχει το διακυβερνητικό πάνελ του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή, στο οποίο συμμετέχουν χιλιάδες επιστήμονες από όλες τις χώρες του κόσμου. Είναι δυνατόν κάποια «μυστική», «συνωμοτική» δύναμη να τους έχει χειραγωγήσει επιδέξια όλους αυτούς και μαζί και όλα τα κράτη του κόσμου, που έχουν αναγνωρίσει το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής και έχουν υπογράψει σειρά συμφωνιών για την αποτροπή της κλιματικής αλλαγής; Ποια δύναμη θα είχε ταυτόχρονα τη δυνατότητα να καθοδηγεί, προς την ίδια κατεύθυνση, χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Ρωσία, το Ισραήλ και το Ιράν, η Κίνα και η Ταϊβάν, χώρες δηλαδή που όχι μόνο δεν συνεργάζονται, αλλά είναι έτοιμες να πάνε σε πόλεμο η μία με την άλλη; Ούτε ο Θεός ο ίδιος…
Μερικοί από τους «αρνητές» της κλιματικής αλλαγής, που είναι αρκετά λογικοί για να αποφεύγουν να αποδώσουν την δυνατότητα μιας τέτοιας χειραγώγησης σε εξωγήινους ή άλλες «συνωμοτικές δυνάμεις», την αποδίδουν στη δράση των μεγάλων συμφερόντων στις ανανεώσιμες ενέργειες. Παραδόξως, ενώ αποδίδουν τέτοιες δυνατότητες χειραγώγησης στις εταιρείες που κατασκευάζουν ανεμογεννήτριες, δεν τους απασχολεί καθόλου η τεράστια και απολύτως τεκμηριωμένη επιρροή στην παγκόσμια οικονομία και πολιτική των μεγάλων πολυεθνικών των ορυκτών καυσίμων, που, ενώ γνώριζαν εδώ και δεκαετίες το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής, κατέβαλλαν κάθε προσπάθεια να το υποβαθμίσουν, ώστε να μην πληγούν τα δικά τους συμφέροντα, λέγοντας εν γνώσει τους ψέματα.
Για παράδειγμα η Exxon χρηματοδότησε με 20 εκατομμύρια δολάρια σε οργανώσεις που αμφισβητούν την κλιματική αλλαγή. Μια επιτροπή του αμερικανικού Κογκρέσου ζήτησε από τις εταιρείες, τον Οκτώβριο του 2021, να σταματήσουν τη χρηματοδότηση των αρνητών της κλιματικής αλλαγής, κάτι που αυτές αρνήθηκαν να κάνουν. Όταν φάνηκε ότι η αμφισβήτηση αυτής καθαυτής της κλιματικής αλλαγής δεν πιάνει, η δράση των πολυεθνικών συγκεντρώθηκε στην προσπάθεια εξασθένησης και καθυστέρησης των μέτρων αποτροπής της κλιματικής αλλαγής, σύμφωνα με μια μεγάλη μελέτη του Πανεπιστημίου Harvard. Μια άλλη μέθοδος που χρησιμοποιούν οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων είναι να χρηματοδοτούν οι ίδιες (και να επηρεάζουν) τις επιστημονικές μελέτες για την κλιματική αλλαγή, κάτι που εκτιμούν ως σκανδαλώδες οι Los Angeles Times και ζητούν να σταματήσει αυτή η πρακτική.
Το πρόβλημα ξεπερνάει το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής, λόγω της προαναφερθείσας πτώσης του κύρους του «κατεστημένου» και εκτείνεται και σε πολλά άλλα θέματα, όπως πρόσφατα όσα είδαμε και ακούσαμε σχετικά με τον κορονοϊό. Παλιά οι άνθρωποι λέγανε «το διάβασα στην εφημερίδα» ή «το είπε η τηλεόραση», θεωρώντας ότι αυτό είναι επιχείρημα υπέρ της εγκυρότητας μιας πληροφορίας ή μιας άποψης. Τώρα, πολλοί είναι έτοιμοι να υιοθετήσουν ό,τι κυκλοφορεί αν τους φανεί αρκούντως «αντισυστημικό». Έχουν δημιουργηθεί δύο μεγάλα «στρατόπεδα» που δεν διαλέγονται με επιχειρήματα μεταξύ τους, αλλά ανταλλάσσουν ύβρεις και χαρακτηρισμούς, σε ένα περιβάλλον πρωτοφανούς, αντιδημοκρατικού και αντιεπιστημονικού φανατισμού.
Αυτή η κατάσταση σημειωτέον έχει σε μεγάλο βαθμό ως συνέπεια να εξουδετερώσει και τη σοβαρή αμφισβήτηση, αυτή που έχει ως επιδίωξη να αναδείξει κριτικά τα προβλήματα των ασκουμένων πολιτικών και που είναι απαραίτητη για να μπορεί μια κοινωνία να εντοπίσει τα προβλήματα, να αλλάξει ασκούμενες πολιτικές και να μην οδηγηθεί σε ολοκληρωτισμό. Να προσθέσουμε στο σημείο αυτό ότι η διασπορά ανοησιών με σκοπό την πρόκληση μεγάλης σύγχυσης και την «απαγωγή» της κοινωνικής αμφισβήτησης σε κατευθύνσεις που συμφέρουν και είναι ανώδυνες για το σύστημα, υπό την έννοια ότι δεν αμφισβητούν την κυριαρχία του μεγάλου διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου και των ΗΠΑ παγκοσμίως, ακολούθησε και ένα τμήμα της υπό τον Στηβ Μπάνον, τον στρατηγιστή του Τραμπ, αμερικανικής άκρας δεξιάς, που έφτασε να «συνοψίσει» το επικοινωνιακό του «δόγμα» στη φόρμουλα «να πλημμυρίσουμε με σκ… το διαδίκτυο». Άλλωστε και ο ίδιος ο Μπάνον, πριν γίνει δήθεν «αντάρτης κατά της παγκοσμιοποίησης», υπήρξε αξιωματικός και στέλεχος της Goldman Sachs.
Η εξουδετέρωση της «αμφισβήτησης» γίνεται και με ένα δεύτερο τρόπο. Ξεκινώντας από την όχι αβάσιμη διαπίστωση ότι κάποιες αόρατες δυνάμεις χειραγωγούν σε μεγάλο βαθμό την παγκόσμια δημόσια σφαίρα (που στην πραγματικότητα δεν είναι και τόσο αόρατες, είναι το Μεγάλο Κεφάλαιο), αντί οι «αμφισβητίες» να αναδεικνύουν τον ρόλο του και να αγωνίζονται πρακτικά εναντίον του, καταλήγουν να πιστεύουν ότι δεν μπορεί να γίνει τίποτα, να αποσύρονται στη δική τους προσωπική ζωή ή και να υποστηρίζουν διάφορους δημαγωγούς.
Ο Ντόναλντ Τραμπ χρησιμοποίησε την ίδια μέθοδο, συνδυάζοντας την άρνηση της κλιματικής αλλαγής με το μένος κατά των Κινέζων και ισχυριζόμενος ότι αυτοί έχουν συνωμοτήσει για να παράγουν τη θεωρία της κλιματικής αλλαγής (η οποία σημειωτέον γεννήθηκε στα δυτικά και όχι στα κινεζικά πανεπιστήμια, εδώ και δεκαετίες). Πίσω του μια ολόκληρη συμμαχία φανατικών οπαδών του «ελάχιστου κράτους», υπερσυντηρητικών και ακροδεξιών και προπαγανδιστών και εκπροσώπων των βιομηχανικών λόμπι. Σκοπός να υπονομεύσουν τη συναίνεση της παγκόσμιας επιστημονικής κοινότητας για το ότι η μαζική κατανάλωση ορυκτών καυσίμων προκαλεί παγκόσμια θέρμανση.
Μπαίνει κανείς μερικές φορές στον πειρασμό βλέποντας αυτές τις επικίνδυνες ανοησίες της ανθρωπότητας (που δεν είναι άλλωστε οι μόνες, κάθε άλλο) να πει «Μωραίνει ο Κύριος ον βούλεται απωλέσαι» ή να θυμηθεί την άποψη του μεγάλου ανθρωπολόγου και εθνολόγου Κλοντ Λεβί-Στρος, σύμφωνα με τον οποίο, ορισμένες φυλές, αντιμέτωπες με ανυπέρβλητους κινδύνους, επιλέγουν τη συλλογική αυτοκτονία…