“Κείμενο και αναγνωστικά σημαινόμενα”(1ο) / γράφει ο Αριστοτέλης Παπαγεωργίου
Η διδακτική πραγμάτωση του γλωσσικού γραμματισμού εστιάζεται πρωτευόντως στο κείμενο. Εννοιολογικά, το κάθε κείμενο συνιστά ένα μόρφωμα αφηρημένο με εκτεταμένες ορίζουσες τυπολογίας και περιεχομένου. Στις λειτουργικές του διαστρωματώσεις ανιχνεύονται τόσο οι πραγματολογικές όσο και οι επικοινωνιακές παράμετροι. Τα κείμενα υφίστανται ως διακριτά σύνολα σημείων, που διέπονται από οργανωτική κανονιστική. Συγκροτούν μία δομική ενότητα σημαινόντων, φέρουν καθορισμένο μέγεθος και κατατάσσονται διευθετημένα σε νοητική ακολουθία. Οι πολλαπλές αυτές σημάνσεις αντιστοιχίζονται με – και επανεγγράφονται σε – δομές σημαινομένων. Εμπεριέχουν την πληροφορία και παραπέμπουν στην εξωκειμενική πραγματικότητα. Σε αυτές τις συντεταγμένες οριοθετείται η αναφορική τους λειτουργία. Στο κειμενικό φάσμα συγκαταλέγονται και οι καταγεγραμμένες γλωσσικές ενότητες της προφορικής και της λαϊκής λογοτεχνίας. Παρά τις ενστάσεις και τις επιμέρους αντιρρήσεις αρκετών γραμματολόγων, περιλαμβάνονται ασφαλώς και τα μη κειμενικά σημειωτικά συστήματα.
Η συζήτηση για την ειδολογική ταυτότητα του κειμένου – από το αφήγημα και την περιγραφή έως το δοκίμιο, από την αρθρογραφία μίας εφημερίδας έως την έντυπη παρουσίαση ενός τηλεοπτικού προγράμματος – είναι πολυσχιδής. Εγείρονται καίρια ζητούμενα σχετικά με την εσωτερική οργάνωση, την πρόσληψη και τη γλωσσική του υπόσταση. Παράλληλα ανασημαίνεται η θεώρηση του λογοτεχνικού έργου ως μορφικά επεξεργασμένου και αισθητικά φορτισμένου (μετα)κειμένου[1].
Το κείμενο συνδέεται αναπόδραστα με την εκάστοτε πολιτισμική λειτουργία και τα επιγενόμενά της. Άλλωστε ο κάθε πολιτισμός συναιρεί τις κοινωνικές του εκφάνσεις και εμπεδώνεται στην πραγματικότητα αυθεντικά και συγχρονικά. Ενδεχομένως αποτυπώνει διαχρονικές σταθερές ή/και βραχύβια ιδεολογήματα. Στο κείμενο εξεικονίζονται ιστορικά κριτήρια και ανιχνεύονται πολιτικά αιτήματα και κοινωνικά συμφραζόμενα, με ομόλογες τις αισθητικές τους επιταγές. Καταγράφονται οι ιδεολογικές ζυμώσεις, οι πνευματικές αναζητήσεις και οι συνεπόμενες ανακατατάξεις σε κάθε ιστορική φάση. Η ιστορικότητά του – η ιστορική όσο και ιστορημένη οπτική στην ανάγνωση – έγκειται στις υποκείμενες, σιωπηρές πραγματικότητες, που το συγκροτούν και το ταυτοποιούν. Η σχηματική του διάρθρωση προβάλλει ως το αποτέλεσμα σύγκρουσης και ανασύνθεσης. Είναι το αμιγές απότοκο μίας διαλεκτικής διαδικασίας. Μέσα από ένα πλέγμα αλληλένδετων και συχνά ετερόκλητων γνωρισμάτων – με τις ιδιάζουσες συνδηλώσεις τους – διαμορφώνεται, τελικά, καθαυτή η κουλτούρα του κειμένου.
Το κείμενο διέπεται από εσωτερική οργάνωση[2]. Ως επικοινωνιακό προϊόν επιχειρεί να είναι ταυτόχρονα λειτουργικό και διαδραστικό. Τείνει να υπόκειται στη λογική της σημαντικής αυτοτέλειας. Υπάγεται σε σαφείς και διακριτούς κανόνες αναγνωσιμότητας· οι αναγνωστικοί νόμοι είναι περιπτωσιακά εναλλάξιμοι και διαφοροποιούνται αναλόγως στο χώρο και το χρόνο[3].
Στη δυναμική της ιστορικής του προοπτικής ο όρος χρησιμοποιήθηκε κατά τα μέσα του 19ου αιώνα για τη δήλωση και τη συνακόλουθη καταξίωση ενός λογοτεχνικού πονήματος. Σε αυτήν την περίοδο, ο ρομαντισμός εξακολουθεί να δεσπόζει στην ευρωπαϊκή κουλτούρα έχοντας ήδη διαγράψει μία πορεία θριαμβικής εξάπλωσης. Ως κίνημα φλογερό και ατέρμονο εναντιώνεται στο διανοητικό ιδεαλισμό του νεοκλασικισμού και αναζητά την πηγαία αισθαντικότητα των πραγμάτων στη φύση και την αχαλίνωτη φαντασία, στη θυμική διάχυση, στον ερωτικό παροξυσμό, ακόμη και στην πεισιθάνατη εμμονή. Εκκινεί από τη Γερμανία· το αισθητικό του προανάκρουσμα εντοπίζεται στο ιδεολόγημα “Sturm und Drang” («Θύελλα και Ορμή»), που είχε αναπτυχθεί κατά τον όψιμο 18ο αιώνα. Επιδιώκεται ύφος υψηλό και θαυμάσιο, ενώ ταυτόχρονα είναι ευδιάκριτη η ροπή προς τον οριενταλισμό και την εξωτικότητα.
Στα νοητικά σημαινόμενα του ρομαντισμού εγγράφονται ο εγωκεντρισμός και η υποκειμενικότητα ως επακόλουθα της ιδιοφυΐας ή και της μεγαλοφυΐας του καλλιτέχνη. Ενδεχομένως, με γνώμονα αυτήν ακριβώς τη θεώρηση, η έννοια του κειμένου ανασυντάσσεται και διευρύνεται σημασιολογικά. Καταφάσκεται δηλαδή ως το πλαίσιο, που προσδίδει στο πολιτισμικό προϊόν ταυτότητα αλλά και στο δημιουργό του κύρος και αναγνωρισιμότητα. Αναφέρεται χαρακτηριστικά η περίπτωση του Φραντς Λιστ, ο οποίος θέλησε μέσα από την κειμενική φόρμουλα να αναδείξει το μουσικό του έργο. Η πλαισιωμένη παρτιτούρα λειτουργούσε ως η ασφαλιστική δικλείδα για την επιδιωκόμενη καλλιτεχνική γνησιότητα. Παράλληλα, ο συνθέτης αποκτούσε ολκή ανάλογη με εκείνη, που περιέβαλλε έναν καθιερωμένο συγγραφέα!
Αναμφίβολα, στη μετάβαση από το ρομαντισμό προς το ρεαλισμό και τη νατουραλιστική εννοιολόγηση, η προσδοκώμενη αυτή συνθήκη κατέστη πλέον επιτακτική αναγκαιότητα. Για την πραγματιστική αντίληψη, η επωνυμία δεν τίθεται απλώς ως η προϋπόθεση του κειμένου· είναι πλέον το κείμενο καθαυτό που επωνυμεί και αναδεικνύει το δημιουργό του. Κατά συνέπεια χαρτογραφείται εμπρόθετα ένα σύνολο από πληροφορίες με λεκτική, αριθμητική, οπτική ή και ακουστική σήμανση. Μορφικά δύναται να υφίσταται ως επιγραφή, χειρόγραφη ή τυπωμένη σελίδα, παρτιτούρα, ηχητικό ή κινηματογραφικό αρχείο, ως ολόγραμμα (φασματική εξεικόνιση) και πληροφορικό δεδομένο. Είναι ταυτόχρονα το ντοκουμέντο και η συμβατή πλαισίωσή του – το κείμενο και το περικείμενο.
Αναπόσπαστο συστατικό του κειμένου στον ιστορικό και πολιτισμικό του προσδιορισμό αποτελεί η γραπτή μορφή. Η γεγραμμένη σελίδα καθίσταται προπάντων σημαίνουσα επιφάνεια. Συνεπώς, η όποια προφορικότητα ενυπάρχει ως – νοητικό και όχι οντολογικό – υπόστρωμα του κειμένου εκδιπλώνεται υποδόρια[4]. Εφόσον εδώ κατατάσσονται και οι πλείστες σύγχρονες τεχνικές καταγραφής – από το fax έως το cd και το dvd – η πολιτισμική του λειτουργία επεκτείνεται. Ομοίως και τα όρια του κειμένου είναι διευρυμένα· περιλαμβάνονται και συνεξετάζονται με τα αυτά ερμηνευτικά εργαλεία, τόσο το πολύτομο μυθιστόρημα, όσο και η ιστορική μαρτυρία, το δημοσιογραφικό άρθρο αλλά και το διαφημιστικό slogan ή το sms. Εν κατακλείδι, η θέαση των κειμένων στην ευρύτερή τους εννοιολόγηση παραπέμπει σε ευδιάκριτη σημειολογία με οργανωτική κανονιστική. Η φύση του σημαίνοντος υλικού εναλλάσσεται κατά το δοκούν και επαναπροσδιορίζεται κατά την περίπτωση[5].
Το δίπολο που αφορά τις κειμενικές λειτουργίες σε σχέση με τις προσλαμβάνουσες του αναγνώστη – ενεργοποιημένες ή μη, συνειδητές ή ασύνειδες – είναι πολλαπλά σημαντικό. Καταρχάς εκτιμάται ότι, ανεξάρτητα από την καθολικότητά του, το κείμενο αναφέρεται κυρίως στη γραμματεία. Αποτελεί το βασικό της αντικείμενο για διερεύνηση και ερμηνευτική αξιολόγηση. Το λογοτέχνημα επιχειρεί να είναι έργο τέχνης. Πρόκειται για λεκτική κατασκευή σε κειμενική φόρμα. Η καλλιτεχνική πρόθεση του δημιουργού είναι ευδιάκριτη, όσο και αιτούμενη. Επομένως, η έννοια έργο αναφέρεται πρωταρχικά στη λογοτεχνία.[6] Κάθε γραπτό λογοτεχνικό έργο νομοτελειακά είναι κείμενο. Κάθε κείμενο ασφαλώς δεν είναι – τουλάχιστον λογοτεχνικό – έργο. Υπό αυτό το πρίσμα το κείμενο εντάσσεται συμβατικά στο πεδίο έρευνας της κειμενολογίας (θεωρίας του κειμένου), ενώ κάθε έργο αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης για τη θεωρία της λογοτεχνίας.[7]
Τόσο στην ποιητική όσο και στην αφηγηματολογία η αναζήτηση της λογοτεχνικότητας (literacity, σε αντίστιξη προς την πολυσχιδία του γραμματισμού – literacy) προτάσσεται ως το επίμαχο ζητούμενο. Η σημειωτική συστημάτων, όπως ο κλασικός γαλλικός δομισμός αλλά και ο ρωσικός φορμαλισμός, ανέτρεψαν ριζικά τις κατεστημένες νόρμες στην κατανόηση της αναγνωστικής σημειωτικής. Την επαναπροσδιόρισαν αλλά και την αποκρυστάλλωσαν σε νέα δεδομένα, με επίκεντρο την εξωκειμενική σήμανση του λόγου[8].
“Κείμενο και αναγνωστικά σημαινόμενα”(2ο) / γράφει ο Αριστοτέλης Παπαγεωργίου
“Κείμενο και αναγνωστικά σημαινόμενα”(3ο,τελευταίο) / γράφει ο Αριστοτέλης Παπαγεωργίου
[1] Βλ. σχετικά Βελουδής (1997, 56 κε).
[2] Ακόμη και στις περιπτώσεις συνειδητής καταστρατήγησής του – πειραματικές φόρμουλες στην ανάγνωση ερήμην του κειμένου ή εκδοχές νομιμοποίησης του «μη κειμένου» – το κείμενο εκλαμβάνεται ωσεί παρόν. Καθίσταται το βασικό κριτήριο αναφοράς για την αυτοαναίρεσή του!
[3] Πρβλ και Lavoinne (2004, 86 κε), όπου, μεταξύ άλλων, συζητούνται και οι κατηγορικές κρίσεις του Bourdieu αναφορικά με την αναγνωστική σημειωτική και τη μεταγνωστική αξιολόγηση κάθε κειμένου. Η βάση αναφοράς σε αυτήν την αμφισημία είναι πρωτίστως ψυχολογική. Διαμορφώνεται μία πολυσχιδία κριτηρίων. Η κειμενική «οντογένεση» αλλά και οι συνακόλουθες λειτουργίες φαίνονται ποικιλώνυμες και κάποτε ετεροκατευθυνόμενες. Ένα κείμενο δεν το διαβάζουμε απλώς. Συνολικά, το διαχειριζόμαστε, επειδή ακριβώς το χρησιμοποιούμε ως αφορμή, για να αναπτύσσουμε μέσα παρατήρησης. Υποκαθίστανται δηλαδή σκοποί προδιαγεγραμμένοι, που εγγυώνται την ερμηνευτική σύμπτωση αναγνώστη και συγγραφέα. Η σχέση κειμένου και αναγνώστη, κατά τον Bourdieu, είναι προσωπική και άμεση. Προϋποθέτει την ειλικρινή πρόθεση, την έκπληξη, κάποτε την απογοήτευση και συχνά την απόλαυση. Όμως, με την πληθώρα των όποιων «προκαταρκτικών» διαδικασιών, το αναγνωστικό ενδιαφέρον μάλλον εξανεμίζεται και εν κατακλείδι τα θεμελιώδη κειμενικά προσδοκώμενα αυτοαναιρούνται. Το ζήτημα είναι πολυσήμαντο. Κυρίως αφορά την υλική πραγμάτωση και ερμηνεία εκάστου κειμένου εκάστοτε. Οι συγγραφείς καταρχάς εμπνέονται και δημιουργούν τα κείμενα. Οι λοιποί φορείς – από τον εκδότη και τον τυπογράφο έως τον εικονογράφο ή τον τεχνικό της σελιδοποίησης – παρεμβαίνοντας τα μεταμορφώνουν σε αντικείμενα, με χρηστική ή αισθητική υπόσταση. Τα εγχάρακτα, τα χειρόγραφα, τα τυπωμένα ή και τα ηλεκτρονικά κείμενα αποτυπώνουν την ιδέα. Συνεπώς, το κείμενο καθαυτό απαιτεί σημειολογική προσέγγιση σε αντιδιαστολή π.χ με το βιβλίο, που είναι αντικείμενο πραγματολογικής εντρύφησης. Το βιβλίο δύναται να εκλαμβάνεται και ως μία performance, μια εκτέλεση δηλαδή υλοποιημένη σε δύο χρόνους, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τις εφαρμοσμένες τέχνες. Τελικά, το δισυπόστατο στο όλον της κειμενικής διαδικασίας – πνευματική ενέργεια και υλική της πραγμάτωση – την καθιστά ταυτόχρονα εξελικτική και αμφίσημη. Πάντως, σε σχέση με τις σύγχρονες πρακτικές γραμματισμού στο Νηπιαγωγείο, ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι διαπιστώσεις από πρόσφατες έρευνες. Βλ. σχετικά το Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών αλλά και Χριστοδούλου & Γουργιώτου (2005, 19). Ένα μεγάλο ποσοστό νηπιαγωγών επιλέγει να διαβάζει το βιβλίο στρέφοντάς το προς τα παιδιά, ενώ παράλληλα επισημαίνει συστηματικά πριν την ανάγνωση τα στοιχεία της ταυτότητάς του. Η ανάδυση του γραμματισμού πηγάζει από τις άτυπες σχέσεις, που αναπτύσσει το νήπιο με πρακτικές και περιβάλλοντα γραπτού λόγου. Συνεπώς αυτός ο πρωτογενής τύπος ανάγνωσης θεωρείται σημαντικό γεγονός εγγραμματοσύνης.
[4] Στους προφορικούς πολιτισμούς, η σκέψη και η έκφραση αναπτύσσονται σε βάση μνημοτεχνική και συχνά με την καθιέρωση λογοτυπικών σχημάτων. Η εφεύρεση και η διάδοση της τυπογραφίας επέβαλε νέες νοητικές συνεκδοχές, επειδή ακριβώς η «οπτική διατύπωση» επαναλαμβάνεται στο διηνεκές και η περιγραφή της φυσικής πραγματικότητας διέπεται από ακριβολογία. Ο Walter Ong (1997, 164 κε) πάντως διευκρινίζει ότι η μετάβαση από την προφορικότητα στην εγγραμματοσύνη υπήρξε αργή και συχνά ατελέσφορη. Το γραπτό κείμενο διαδραμάτιζε και σε αυτήν την περίπτωση αποφασιστικό ρόλο. Η επιχειρηματολογία του αντλείται κυρίως από την επίδραση που άσκησε στη δυτική μεσαιωνική κουλτούρα η λόγια λατινική γλώσσα. Επισημαίνει χαρακτηριστικά ότι «δίχως παιδική ομιλία (ενν. της μητρικής γλώσσας), απομονωμένη από τα πρώιμα χρόνια της ζωής, όπου η γλώσσα έχει τις βαθύτερες ψυχικές της ρίζες, δίχως να συνιστά πρώτη γλώσσα για κανέναν από τους χρήστες της, η λόγια λατινική, που προσφερόταν στην Ευρώπη με τρόπους συχνά ακατάληπτους στην αμοιβαιότητά της αλλά γραφόταν πάντα με τον ίδιο τρόπο, ήταν ένα εντυπωσιακό παράδειγμα της δύναμης της γραφής να απομονώνει το λόγο και της ασύγκριτης παραγωγικότητας, που επιφέρει μια τέτοια απομόνωση». Υπήρξε το βασικό όργανο εξουσιαστικού ελέγχου και πολιτικής ποδηγέτησης των αγραμμάτιστων πληθυσμών. Ταυτόχρονα διευκόλυνε την επέκταση της εκκλησιαστικής προπαγάνδας, υπηρετούσε το σχολαστικισμό και παρήγαγε γνώση προσχεδιασμένη και αντικειμενικοποιημένη. Προφανώς, το πρόβλημα εδώ είναι συνθετότερο σε σχέση με την ιστορική διάσταση ανάμεσα στο γραπτό και τον προφορικό λόγο στην ελληνική γλώσσα, δεδομένου ότι η διγλωσσία στην Ευρώπη – παρά τη λατινογενή προέλευση πολλών από τις μεταγενέστερες «εθνικές» γλώσσες – ήταν πραγματική και de iure κατοχυρωμένη.
Παράλληλα, επικρίνεται η σχεδόν φετιχιστική εμμονή του Jacques Derrida στο «γράμμα» και τη «γραφή». Πρόκειται για μονοσήμαντη θεώρηση, χωρίς να διευκολύνεται επί της ουσίας ο γραμματισμός. Παραγνωρίζεται η κοινωνική σύμβαση και η ιστορικότητα που διέπει τη σχέση ανάμεσα στην προφορικότητα και τη γραπτή εξεικόνιση στη γλώσσα του κειμένου.
[5] Ειδικότερα, σε σχέση με τη γλώσσα των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης στην τρέχουσα φάση του τεχνοπολιτισμού, το κείμενο και το περικείμενό του προσφέρονται για ανασυσχετισμένες κωδικοποιήσεις. Στην εφημερίδα, για παράδειγμα, ερχόμαστε αντιμέτωποι συχνά με μία προεπιλεγμένη τυπογραφική σημειολογία, σχεδόν εικονοκλαστική. Στην οπτική της διάρθρωση φαίνεται επιδέξια εκμεταλλεύσιμη η αντίθεση ανάμεσα στο ορατό και το ευανάγνωστο. Στην παρουσίαση της είδησης, με τον εκδοτικό αυτόν τεμαχισμό, συνυπάρχουν το εμφανές και το λανθάνον. Με αυτούς τους όρους η «αποκρυπτογράφησή» της απαιτεί εγρήγορση, συνειδητότητα και πρόσβαση σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης. Έχει δόκιμα τεκμηριωθεί – Lavoinne (2004, 95 κε) αλλά και Ρόμπινς & Ουέμπστερ (2002, 204 κε ) – ότι γλωσσικά απεικονίζεται το αληθές και το πληροφοριακό, ενώ τυπογραφικά αντανακλάται το ψευδές και το εκφραστικό!
[6] Η παραδοσιακή διαίρεση της γραπτής παραγωγής σε «κείμενα» (εν γένει και εν όλω) και σε «έργα» (εν είδει) ακολουθεί μορφολογικά κριτήρια κατάταξης. Είναι μία θεμελιώδης σύμβαση, που εφορμάται από την προθετικότητα του συγγραφέα και φέρει τα αντίστοιχα προσληπτικά σημαινόμενα για τον αναγνώστη. Ο Βελουδής (1997, 65 κε) συζητά εμπεριστατωμένα αυτήν τη διάκριση. Το κείμενο, επειδή ακριβώς είναι γραπτό δημιούργημα, αποδεσμεύεται από το δημιουργό του, μόλις ολοκληρωθεί. Υπόκειται πλέον σε μία νέα σημαντική – ειδικά για το λογοτεχνικό έργο πρόκειται για την αισθητική του λειτουργία – η οποία πραγματώνεται δυνάμει του αναγνώστη. Μετασχηματίζεται σε διαδραστικό commitement με εναλλασσόμενες συνιστώσες. Πρβλ και Τζιόβας (1993, 226 αλλά και 1987, 242 κε), όπου επισημαίνεται η παραπληρωματική σχέση αλληλεξάρτησης ανάμεσα στη λογοτεχνία και την ερμηνεία της. Η διαδικασία της ανάγνωσης προβάλλεται ως μία διαρκής αλληλενέργεια ανάμεσα σε προσδοκίες που τροποποιούνται και σε μνήμες που συνεχώς μεταμορφώνονται. Με γνώμονα το νοηματικό διαχωρισμό των κειμένων σε «ανοιχτά», «πολύσημα» και «ερμητικά» ή «ελλειπτικά», εκτιμάται ότι αυτή η διττότητα (περιεχόμενο του κειμένου και ερμηνευτική προαίρεση) διασφαλίζει την αναγκαία συνθήκη επικοινωνιακής λειτουργίας. Συνολικά η αξιολόγηση αυτή εμπίπτει στα δεδομένα της θεωρίας της διαλογικότητας, όπως την εισηγήθηκε ο Μιχαήλ Μπαχτίν. Κατ’ ουσίαν πρόκειται για συνεπή διακειμενικότητα, εφόσον η κουλτούρα είναι ένα σύνθεμα λόγων. Το λεκτικό εκφώνημα λαμβάνεται ως η θεμελιώδης, η αφετηριακή μονάδα έρευνας. Το κείμενο ενδιαφέρει και εξετάζεται ως προς τα επικοινωνιακά του συμφραζόμενα, καθώς βρίσκεται σε συνεχή διάλογο με το κοινωνικό πλαίσιο διαμόρφωσής του. Η αρχή της διαλογικότητας βασίζεται στην πρωταρχικότητα της κοινωνικής συνισταμένης. Ο περίγυρός μας είναι το πεδίο μίας αέναης πάλης ανάμεσα στο χάος των γεγονότων και τη διατακτική – κανονιστική ικανότητα της γλώσσας.
[7] Κομβικό σημείο στη θεωρία της λογοτεχνίας συνιστά αναμφίβολα η αφηγηματολογία. Ενδεχομένως πρόκειται για μία μεταγλώσσα, εφόσον πραγματεύεται και ανασημαίνει την αφήγηση. Είναι τελικά και η ίδια μία αφήγηση. Ανακύπτει εδώ και η έννοια του αφηγηματικού παλίμψηστου, η οποία εδράζεται κατεξοχήν στη θεωρία του Gérard Genette για την υπερκειμενικότητα (hypertextualité). Το παρόν κείμενο υφίσταται ως υπερκείμενο σε σχέση με το προγενέστερό του σχεδίασμα – το υποκείμενο – από το οποίο προέρχεται. Συνεπώς, η αποκωδικοποίηση του αρχικού κειμένου συντελεί αποφασιστικά στη νοητική εξομάλυνση και την ορθή ανάγνωση του παραγώγου. Το λογοτεχνικό παλίμψηστο, συναφές με την εκτυλισσόμενη διαλογικότητα του κειμένου, μελετά διαστρωματικά την αφήγηση, αποκηρύσσει την αρραγή μονοσημαντότητα και αναπροσανατολίζει τη χρονικότητα στα ιστορικά της realia. Σε αυτήν την οπτική η αφήγηση τείνει να προσλάβει διαστάσεις οικουμενικές και να καταστεί μείζων διεπιστημονική έννοια. Πρβλ και Τζιόβας (1993, 13 κε).
[8] Βλ. σχετικά και Βελουδής (1997, 72 κε).