“Tα τζόκεϊ καπέλα” (Η «εξαφάνιση» του Άλεξ) / Μια δυσδιάκριτη ισορροπία ανάμεσα στο ατύχημα και το έγκλημα, στο φως της αγάπης και της δικαιοσύνης
Παρουσίαση του βιβλίου του Μάριου Μαρκοβίτη στο φουαγιέ της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών του Δήμου Βέροιας
Με μεγάλη επιτυχία παρουσιάστηκε από τη Δημοτική βιβλιοθήκη «Θ. Ζωγιοπούλου» της ΚΕΠΑ Δήμου Βέροιας και το βιβλιοπωλείο «Ηλιοτρόπιο», το βιβλίο του Μάριου Μαρκοβίτη «Τα τζόκεϊ καπέλα: Η “εξαφάνιση” του Αλέξ» των εκδόσεων «Επίκεντρο», το απόγευμα της Τετάρτης 26 Απριλίου, στο πλαίσιο της διοργάνωσης «Λογοτεχνικές βραδιές στο φουαγιέ της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών».
Ένα διαφορετικό βιβλίο, που αποτελεί μια αλλιώτικη, από τις συνηθισμένες του λογοτεχνικού είδους, συγγραφική προσέγγιση, ως μια πραγματική «τομή» και «ενδοσκόπηση» στα «σπλάχνα» μιας αληθινής και εξαιρετικά αποτρόπαιης, δαιδαλώδους υπόθεσης της παιδικής εγκληματικότητας, όπως καταγράφηκε μέσα από τη δύσκολη και επίπονη έρευνα της πραγματογνωμοσύνης, στην οποία πρωταγωνίστησε και ο ίδιος ο Μάριος Μαρκοβίτης, ως γιατρός ψυχίατρος – τότε – παιδιών και εφήβων.
Ένα βιβλίο που αποτυπώνει γεγονότα, εντυπώνοντας ανάμεικτα και διφορούμενα συναισθήματα στη συνείδηση του αναγνώστη, ως αντανάκλαση μιας δυσδιάκριτης ισορροπίας της τραγωδίας, όπως εκτυλίχθηκε το 2006, ανάμεσα στο ατύχημα και στο έγκλημα. Ανάμεσα στην μαζική κατακραυγή που απαιτούσε απόδοση δικαιοσύνης, με δικαίωση της τραγικής μητέρας του Άλεξ, Νατέλας, και στο ανθρωπίνως θεμιτό ζητούμενο του κοινωνικού αποστιγματισμού των εφήβων δραστών, που τότε χαρακτηρίστηκαν από το «κατηγορητήριο» της κοινής γνώμης ως «συμμορία δολοφόνων». Μιας παρέας παιδιών, που έκρυψαν, συνειδητά ίσως, το πρόσωπο της ντροπής κάτω από τα σκιάδια των εφηβικών τζόκεϊ καπέλων τους.
Ταυτόχρονα ο ίδιος ο συγγραφέας, που έζησε στη Βέροια τα πρώτα παιδικά του χρόνια, τα πέτρινα , όπως τα χαρακτηρίζει, της κατοχής και του εμφυλίου, και καλούμενος να φωτίσει μέσα από την επιστήμη του τις πιο σκοτεινές και αδιόρατες πτυχές της υπόθεσης Άλεξ, πραγματοποιεί ένα προσωπικό flashback συνειρμών και αναμνήσεων, μέσα από μια άλλη… «πραγματογνωμοσύνη» της δικής του ψυχικής διαδρομής.
«Φιλτράρει» τα γεγονότα μιας ογκώδους δικογραφίας που τέθηκε στην αρμοδιότητά του, και την αιτιολογική τους συνάφεια με τις προϋποθέσεις που διαμόρφωσαν τις παιδικές ψυχές των 5 δραστών: Την οικογένεια, το σχολείο και τον κοινωνικό περίγυρό τους, ως συγκρινόμενα μεγέθη με εκείνα που διαμόρφωσαν την προσωπικότητα και τη μετέπειτα ζωή του ιδίου, ώστε να μπορέσει, χωρίς να αμνηστεύει αξιόποινες πράξεις, να δει με μια πιο καθαρή – δίκαιη ματιά την τραγική πραγματικότητα που καθιστά δραματικά θύματα, μαζί με την απαρηγόρητη μάνα του Άλεξ, και τους ίδιους τους νεαρούς θύτες.
Για το βιβλίο μίλησαν, ο Νίκος Ζηλίκης, ομότιμος καθηγητής ψυχιατρικής παιδιού και εφήβου Α.Π.Θ., οι φιλόλογοι Δέσποινα Καρυπίδου και Αθηνά Παπαθανασίου, καθώς και ο συγγραφέας του βιβλίου και συνταξιούχος σήμερα γιατρός ψυχίατρος παιδιών και εφήβων, Μάριος Μαρκοβίτης, ενώ τη συζήτηση συντόνισε η Βούλα Κοτσάλου, βιβλιοθηκονόμος της Δημοτικής Βιβλιοθήκης «Θ. Ζωγιοπούλου».
Βούλα Κοτσάλου
Προλογίζοντας η Βούλα Κοτσάλου σημείωσε πως ο Μάριος Μαρκοβίτης, ο οποίος γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Βέροια τα χρόνια της κατοχής και μετέπειτα του εμφυλίου, κατέθεσε τις εμπειρίες του που είναι συνδεδεμένες με την κουλτούρα της γενιάς που κρατούσε το νοικοκυριό και της μητέρας που ήταν πολύ περισσότερο παρούσα στη ζωή των παιδιών από τον πατέρα. «…Το έργο δείχνει να βασίζεται σε μία αναλογία: Ο συγγραφέας ουσιαστικά θυμάται τη δική του παιδική ηλικία σαν να προσπαθεί να αναζητήσει τις αιτίες που αυτά τα 5 παιδιά βρέθηκαν τόσο νέα σε ένα δρόμο ακραίας παραβατικότητας και συνέδεσε τις μνήμες από τη δική του ζωή και τα σκληρά παιδικά του χρόνια σε αυτή την πόλη», είπε μεταξύ άλλων.
Δέσποινα Καρυπίδου
Παίρνοντας το λόγο η φιλόλογος Δέσποινα Καρυπίδου επεσήμανε ότι το βιβλίο του Μάριου Μαρκοβίτη ανήκει σε ένα υβριδικό συγγραφικό είδος και μαζί με τις λογοτεχνικές επιδιώξεις του συνιστά και μία κατάθεση ενός ειδικού για την βία της εφηβείας.
«…Ο συγγραφέας είναι ένας άνθρωπος που η επιστημονική του σκευή και η προσωπική του εμπειρία στην εν λόγω υπόθεση του εξασφαλίζουν τα εχέγγυα για να μιλήσει για ένα τόσο ευαίσθητο και τραυματικό γεγονός. Το εύρημα της παράλληλης αφήγησης των προσωπικών βιωμάτων με την υπόθεση της εξαφάνισης του Άλεξ, το 2006, για την οποία ορίστηκε πραγματογνώμων είναι κομβικό και ενδεικτικό των προθέσεων του συγγραφέα αλλά και των στάσεων του απέναντι στο ανθρώπινο βίο και τη σημασία της παιδικής ηλικίας και εφηβείας για αυτό τον βίο.
Ο αφηγητής δεν αντιμετωπίζει αφ’ υψηλού το θέμα του και τα πρόσωπα του βιβλίου του και μιλάει πρωτίστως ως ένας άνθρωπος που έχει τη διάθεση για μία ενδοσκόπηση προσωπική για μία ανανοηματοδότηση του βίου του που θα αποκαλύψει τόσο στον ίδιο όσο και στους άλλους, τις συντεταγμένες της δικής του ύπαρξης αλλά και εν γένει της ανθρώπινης. Ασφαλώς έχει το γνωστικό και θεωρητικό υπόβαθρο που χρειάζεται για να μιλήσει για αυτά τα θέματα. Ο Μάριος Μαρκοβίτης εγκύπτει στην παιδική και την εφηβική του ηλικία κατά τη δύσκολη και κρίσιμη εποχή του εμφυλίου πολέμου και στην εποχή αμέσως μετά από αυτόν και ανασύρει μνήμες λανθάνουσες και επώδυνες, προσπαθώντας να εξηγήσει μέσα από τις προσωπικές του εμπειρίες τους εσωτερικούς και εξωτερικούς μηχανισμούς που διαμορφώνουν τον ψυχισμό», τόνισε.
Αθήνα Παπαθανασίου
Η φιλόλογος Αθήνα Παπαθανασίου, με τη σειρά της, προσέγγισε το έργο του Μάριου Μαρκοβίτη ως χρηστικό εργαλείο στην εκπαιδευτική διαδικασία, μέσα στη δική της διδακτική αίθουσα του σχολείου στο οποίο υπηρετεί, αναφορικά με την επώαση και εκδήλωση του παθογόνου φαινομένου του σχολικού εκφοβισμού.
Ανέφερε χαρακτηριστικά πως η ίδια διαβάζοντας στους μαθητές της αποσπάσματα από το βιβλίο τούς κίνησε ιδιαίτερα το ενδιαφέρον, καθώς ο συγγραφέας αναφέρεται σε γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην πόλη της Βέροιας σχετικά με αυτή την περίεργη και τραγική εξαφάνιση του Άλεξ.
«…Ήταν πολύ σημαντικό και για μένα και για τα παιδιά το γεγονός ότι σε δικά μου ερωτήματα υπήρχαν μέσα από το βιβλίο διαφορετικές απαντήσεις. Για παράδειγμα στη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην παραβατική συμπεριφορά και στη μαθητική επίδοση στο σχολείο. Δηλαδή πώς συνδέονται μεταξύ τους, ποιο από τα δύο οδηγεί το ένα στο άλλο κοκ. Επίσης τους προβλημάτισε πώς επηρεάζεται η ψυχή ενός παιδιού όχι μόνο από τη συμπεριφορά του πατέρα αλλά και της μητέρας στην οικογένεια. Τα παιδιά λοιπόν περίμεναν το επόμενο μάθημα της λογοτεχνίας για να μιλήσουμε για αυτά τα πράγματα, να διαβάσουμε μέσα από το βιβλίο αποσπάσματα και να συζητήσουμε, ώστε να πούνε και αυτά τη γνώμη τους…», ήταν κάποια από τα λόγια της και εν συνεχεία κατέθεσε και η ίδια τους προβληματισμούς της αναφορικά με το ρόλο του εκπαιδευτικού στο πώς να διαχειριστεί μία παραβατική συμπεριφορά ενός παιδιού και διάβασε κάποια σχετικά αποσπάσματα μέσα από το βιβλίο.
Νίκος Ζηλίκης
Ο Νίκος Ζηλίκης, ο οποίος υπήρξε και ο ίδιος πραγματογνώμων στην υπόθεση Άλεξ ως συνάδελφος του συγγραφέα, αφού ανέλυσε διεξοδικά το πνεύμα συγγραφής του κ. Μαρκοβίτη, όσον αφορά τη διττή προσέγγιση του απέναντι στα γεγονότα, έκανε λόγο για δύο πραγματογνωμοσύνες. Την κυριολεκτική που αφορούσε το δικογραφικό μέρος της υπόθεσης και την αυτό – ψυχαναλυτική του ιδίου, που αφορούσε το ερμηνευτικό φίλτρο του συγγραφέα μέσα από την ενδοσκόπηση της δικής του παιδικής και εφηβικής ζωής στην πόλη της Βέροιας.
«…Ο Μάριος δίνει μία επαρκή περιγραφή του οικογενειακού πλαισίου των πέντε παιδιών και μέσα από τη δική του αυτό – ανάλυση, μία παράλληλη αναφορά στη δική του οικογενειακή ιστορία. Και στις δύο περιπτώσεις ας δεχτούμε ότι τα παιδιά δέχονταν μία πίεση από το γενικότερο κοινωνικό πλαίσιο. Δεν υπάρχει όμως καμία σύγκριση ανάμεσα στις δύο πλευρές. Η παιδική και εφηβική ηλικία του Μάριου Μαρκοβίτη εκτυλίσσεται μέσα στο σκοτεινό κλίμα της κατοχής, του εμφυλίου πολέμου και της μετεμφυλιακής περιόδου, με επιπτώσεις στην οικογένεια λόγω των πολιτικών πεποιθήσεων του πατέρα ο οποίος έλειπε για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Η απουσία του πατέρα όμως στις οικογένειες των πέντε παιδιών είχε τη μορφή εγκατάλειψης. Οι αναφορές του Μάριου Μαρκοβίτη στη δική του οικογένεια χαρακτηρίζονται από μία τρυφερότητα, εν αντιθέσει με τις περιγραφές των οικογενειών των πέντε παιδιών, όπου κυριαρχεί η παραμέληση έως και κακοποίηση. Αντίθετα, παρά τις φοβερές δυσκολίες, η οικογένεια του Μάριου λειτούργησε ως προστατευτικό και υποστηρικτικό πλαίσιο για τον ίδιο. Στην περίπτωση των πέντε παιδιών αυτό που απουσιάζει είναι ο ρόλος του πατέρα…», ήταν κάποια από τα λόγια του.
Ο Νίκος Ζηλίκης δεν παρέλειψε να αναφερθεί εμφατικά στην ίδρυση του συλλόγου «Πρωτοβουλία για το παιδί», που ουσιαστικά ήρθε, όπως είπε, ως επακόλουθο της υπόθεσης Άλεξ, μέσα από την ευαισθητοποίηση και τον ανιδιοτελή ακτιβισμό του αείμνηστου Τέλη Σιδηροπούλου, ο οποίος έδειξε και πανελλαδικά έκτοτε το δρόμο για την προστασία του ανήλικου παιδιού και μάλιστα του παραβατικού.
Μάριος Μαρκοβίτης
Τέλος, παίρνοντας τον λόγο και ο ίδιος ο συγγραφέας, μίλησε πρωτίστως, τιμητικά εν είδει μνημοσύνου για τον αείμνηστο ιδρυτή της «Πρωτοβουλίας για το παιδί» Τέλη Σιδηρόπουλο και τον σπουδαίο ρόλο που διαδραμάτισε, ο οποίος, όπως είπε, έστω και μετά θάνατον, βραβεύτηκε πριν από ένα μήνα περίπου από την οργάνωση «Μαζί για το παιδί».
Ο κ.Μαρκοβίτης αναφέρθηκε ακολούθως σε κάποιες μνήμες από τα παιδικά του χρόνια στην Βέροια, που ξαναζωντανεύουν κάθε φορά που περπατά, και αυτός ήταν ένας λόγος για να γράψει το βιβλίο, ενώ ο δεύτερος λόγος που έγραψε το βιβλίο είχε να κάνει με το ρόλο του ως πραγματογνώμονα στην υπόθεση Άλεξ. «Εμείς οι 5 πραγματογνώμονες δεν εμφανιστήκαμε ως τώρα πουθενά σε κανένα κανάλι, σε καμιά εφημερίδα. Δε δώσαμε καμία συνέντευξη και τηρήσαμε απόλυτα τη δεοντολογία του απορρήτου. Αντίθετα με πολλούς άλλους ειδικούς που το μεσημέρι έβλεπαν τα παιδιά και το βράδυ τα έβγαζαν στα κανάλια…», αποκάλυψε.
«…Ποια ήταν αυτά τα παιδιά, τι ήταν, πώς μεγάλωσαν, ποια ήταν η ψυχική, η οικογενειακή τους κατάσταση, η σχολική τους κατάσταση; Όλα αυτά τα ερωτήματα μάς τέθηκαν όταν κληθήκαμε από την αστυνομία να κάνουμε την πραγματογνωμοσύνη. Το υλικό που υπάρχει στα χέρια μου είναι ογκωδέστατο, υπάρχει όμως ακόμα το απόρρητο και η εμπιστευτικότητα. Επομένως αυτά τα οποία αναφέρω στο βιβλίο είχαν γίνει ήδη γνωστά μέσα από πολλούς τρόπους, μέσα από τα ασύστολα κανάλια, τις κίτρινες φυλλάδες αλλά και από διαρροές της κοινωνίας της Βέροιας…», συμπλήρωσε.
«…Στα σοφά λόγια του Δικαστή, όταν ύστερα από τρία χρόνια τελείωσε η Δίκη και βγήκε η απόφαση, δίπλα στο σαράκι που ασταμάτητα κατατρώει την ψυχή της Μάνας μπαίνει και η γάγγραινα που βασανίζει τα παιδιά που δολοφόνησαν, η λύτρωση είναι το ζητούμενο και για τις δύο πλευρές. Ελάχιστοι στάθηκαν στην αλήθεια αυτής της Δικαιοσύνης. Όπου το βιβλίο αναφέρεται στη μητέρα του Άλεξ, το κάνει με πολύ μεγάλη ευαισθησία, με πολύ μεγάλη εκτίμηση και σεβασμό στον διαρκή πόνο της, στη διαρκή απώλεια, στην αδυναμία της να ολοκληρώσει το πένθος, μη έχοντας η ίδια ποτέ το σώμα του παιδιού της και για αυτό και την ονόμασα Μάνα της Βέροιας και πράγματι όλες οι μάνες που παρακολουθούσαν την ιστορία συνέπασχαν μαζί της.
Από την άλλη, χαρακτηρίστηκαν μέχρι και σήμερα τα 5 παιδιά ως εγκληματική συμμορία. Δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Το σκεπτικό της απόφασης του δικαστηρίου μίλησε για αποκλίνουσα παραβατική συμπεριφορά μιας παρέας, που τέτοιες παρέες υπήρχαν και υπάρχουν σε όλες τις πόλεις. Αυτό βέβαια δεν αθωώνει τα παιδιά αλλά δεν χαρακτηρίστηκαν με κανέναν τρόπο ως εγκληματίες. Η απόφαση έκανε λόγο για μη σκοπούμενη βαριά σωματική βλάβη, με εξέλιξη το θάνατο.
Ένας άλλος λόγος που με ώθησε να βγάλω το βιβλίο τώρα ήταν το γεγονός ότι πρώτη φορά τότε ακούστηκε η έκφραση bullying ή κατά κυριολεξία σχολικός εκφοβισμός. Το bullying σήμερα έχει αλλάξει μορφή, κάτι που προφητεύεται στο βιβλίο. Ότι θα γινόταν δηλαδή ένα φαινόμενο που σήμερα εμφανίζεται στις μεγάλες πόλεις και κυρίως στην Αθήνα όχι μόνο ενδοσχολικά αλλά και εξωσχολικά, στις γειτονιές, στους δρόμους, στα γήπεδα…
Σήμερα μιλούμε πραγματικά για συμμορίες ανηλίκων που δρουν με ωμότητα και σκληρότητα. Έχω την αίσθηση ότι το βιβλίο μου ατομικά και συλλογικά στη Βέροια άνοιξε ένα παραθυράκι, δίνοντας μία ευκαιρία να αρθεί εκείνο το μαύρο κλίμα των αρνητικών συναισθημάτων που είχαν συσσωρευτεί στην πόλη που χαρακτηρίζεται ως πόλη των εγκλημάτων. Ένα τέτοιο μίασμα με τίποτα δεν αξίζει ούτε στην πόλη, ούτε στους κατοίκους της…», κατέληξε ο συγγραφέας.
Φωτογραφίες: faretra.info