Έχει περάσει τουλάχιστον ένα τέταρτο του αιώνα αφότου το κινητό τηλέφωνο μπήκε στη ζωή μας, για να την αλλάξει ριζικά. Ακόμα και πριν αναβαθμιστεί σε «έξυπνο», το κρατούσαμε μεν στο χέρι μας, ήμασταν όμως του χεριού του. Και παντόφλα που ήταν, στα τέλη της δεύτερης χιλιετίας μ.Χ., ήταν ήδη status symbol. Ενα πειστήριο ότι τυγχάνεις στέλεχος· ότι ο χρόνος σου και χρήμα είναι και χρήμα μπορεί να γεννήσει, άρα πρέπει να έχεις τη δυνατότητα επαφής ανά πάσα στιγμή με τα «κέντρα» της εξουσίας, της οικονομίας, της δημοσιογραφίας.
Θυμάμαι είχα ανέβει στο Αγιον Ορος την εποχή εκείνη για τρεις-τέσσερις μέρες, καθ’ οδόν προς την αγαπημένη Σαμοθράκη, για οικογενειακές διακοπές στο θαυμάσιο ελεύθερο κάμπινγκ. Κινητό δεν είχα. Δεν ένιωθα την ανάγκη του. Την έβρισκα εν μέρει πλαστή. Στον Αθω, όμως, είχε ήδη διεισδύσει το νέο σύνεργο. Απόρησα και ρώτησα έναν άγιο γέροντα, μικρότερό μου, φανατικό των βιβλίων. Φρόντισαν οι ενδιαφερόμενοι, μου είπε, κι έστησαν γρήγορα γρήγορα κεραίες. Κατά το πρέπον, δίπλα σε κάθε κεραία χτίσαμε ένα εκκλησάκι της Παναγίας. Της Παναγίας της Παναφονήτριας, όπως την αποκαλούμε μεταξύ μας, προς τιμήν της δωρήτριας εταιρείας.
Για ένα κράμα αιτιών, πραγματικών και κατά φαντασίαν, το κινητό δεν άργησε να γίνει κοινό κτήμα. Προφανώς, ουδείς είχε λόγο να νοσταλγεί τον «ωραίο παλιό καιρό» που, αν βρισκόσουν σε νησί, στηνόσουν επί μισάωρο στην ουρά, στο μοναδικό περίπτερο που διέθετε τηλέφωνο για το κοινό, για να πεις μια καλημέρα στους δικούς σου. Και ουδείς θαμπώνεται πια, ουδείς φθονεί τον κινητούχο. Υπάρχει όμως ένα προβληματάκι: το κινητό έγινε τόσο smart που καταφέρνει και μας αποβλακώνει, ρουφώντας μας στον εικονικό κόσμο του ακόμα κι όταν είμαστε με παρέα. Δεν είναι πια ένα απλό μέσο επικοινωνίας. Είναι φορητό κομπιούτερ, που μας έπεισε ότι μόνο μέσα του είμαστε αυτάρκεις και αυτόνομοι.
Και καλά να απορροφά τους ενήλικους το «εξυπνόφωνο». Αυτοί υποτίθεται ότι το ελέγχουν – τέτοια αυτοπαρηγορητικά δεν λέμε; Τι γίνεται όμως με την πιτσιρικαρία, που για να μη νιώσει μειονεκτικά την εφοδιάζουμε με κινητό πολύ πριν κλείσει τα δέκα; Βλέπεις παιδιά –όχι όλα, πάντως αρκετά– σε κάθε λογής κοινωνική εκδήλωση, και στις παραλίες επίσης, και στις κερκίδες, να χτίζουν ένα αόρατο τειχαλάκι γύρω τους και να απομονώνονται. Μετατρέποντας το μέσο επικοινωνίας σε αντικοινωνικό μέσο. Σκύβουν στο κινητό «για να παίξουν», αντί να παίζουν με τα συνομήλικά τους, να κολυμπούν ή να βλέπουν το μπάσκετ που παίζεται μπροστά στα αδιάφορα μάτια τους. Το καθένα τους είναι δοσμένο στο δικό του παιχνίδι. Αφιερώνεται στη δική του ιερή και απαραβίαστη μοναξιά. «Καλύτερα έτσι, δεν θα μαλώσουν μεταξύ τους» σκέφτονται ορισμένοι γονείς. Μα αν δεν ψευτομαλώσουν, πώς θα κοινωνικοποιηθούν;
Στα πρώτα χρόνια της εισόδου του στον βίο μας, το κινητό διαφημίστηκε σαν αγχολυτικό: «Δεν θ’ ανησυχείς πια για τα παιδιά», «για τα γερόντια στο χωριό», «για τις εξελίξεις στο χρηματιστήριο»· θα τα έχεις όλα άντερ κοντρόλ. Γρήγορα όμως κατάντησε ισχυρό αγχογόνο: «Μα γιατί δεν με παίρνουν τόσην ώρα;», «μα ποιος παίρνει τέτοια ώρα;», «μα τίνος είν’ αυτός ο αριθμός;», «μα γιατί δεν απαντούν; πού πήγαν μεσημεριάτικα;» Ή βραδιάτικα, ή κυριακάτικα, ή καλοκαιριάτικα, ή χειμωνιάτικα, ή πασχαλιάτικα. Πάντα.
Φοβόμασταν το «Πανοπτικόν» όσοι διαβάσαμε κάποτε Μισέλ Φουκώ και να που μας προέκυψε και το Πανακουστικόν
Επίσης πάντα, όπως μάθαμε παθόντες, εξαιτίας του κινητού είμαστε παρακολουθήσιμοι κάθε στιγμή. Κι αν κριθούμε από τις αυθαίρετες εξουσίες και παρακολουθητέοι, φαλκιδεύεται η ίδια η ελευθερία μας. Γιατί και κλειστό αν έχουμε το κινητό, όσοι θέλουν να καταγράψουν και τις πιο προσωπικές μας στιγμές, δεν δυσκολεύονται καθόλου. Κι έπειτα κάνουν παιχνίδι: πολιτικό, κομματικό, οικονομικό, τζογαδόρικο κτλ.
Φοβόμασταν το «Πανοπτικόν» όσοι διαβάσαμε κάποτε το βιβλίο του Μισέλ Φουκώ «Επιτήρηση και τιμωρία: η γέννηση της φυλακής», όπου ελεγχόταν το κτίριο-φυλακή που σχεδίασε το 1775 ο Αγγλος φιλόσοφος Τζέρεμι Μπένθαμ, και να που μας προέκυψε και το Πανακουστικόν. Με τα κακόβουλα λογισμικά, όποιοι κι αν τα χρησιμοποιούν, κράτη, κυβερνήσεις, επιχειρηματίες, πράκτορες, η ιδιωτικότητα καταλύεται. Και το απόρρητο επίσης, που κατάντησε ένα κυνικό πρόσχημα για να μη γίνει γνωστό πώς έδρασαν οι τεχνολογικά και πολιτικά υπεύθυνοι των υποκλοπών.
Το κινητό πρωταγωνιστεί σε δύο εξαιρετικά ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις των τελευταίων ημερών. Στο Κρήτη TV, ο δημοσιογράφος Γιώργος Σαχίνης ζήτησε από την κ. Ντόρα Μπακογιάννη να σχολιάσει δημοσιεύματα σύμφωνα με τα οποία η ίδια και τα παιδιά της, ο Κώστας και η Αλεξία, έγιναν στόχος του κακόβουλου λογισμικού Predator. Η κ. Μπακογιάννη απάντησε ότι δεν έστειλε το κινητό της στο εξωτερικό για να ελεγχθεί, όπως είχε γραφτεί αρχικά: «Δεν το έστειλα. Για να είμαι τελείως ειλικρινής, άλλαξα τηλέφωνο». Αλλη μια φορά: «Διάβασα ότι με παρακολουθούν, καλού-κακού άλλαξα το τηλέφωνό μου και από εκεί και πέρα δεν απασχολήθηκα περαιτέρω. Θέλω όμως να μάθω αν πράγματι παρακολουθούμην. Και αν πράγματι παρακολουθούμην, εάν υπάρχει υπεύθυνος, όταν τον βρει η Δικαιοσύνη».
Από ποιον θα μάθει όμως; Αφού απέφυγε τον τεχνολογικό έλεγχο του τηλεφώνου της, και αφού η ίδια μερίμνησε αρκετά νωρίς, στις 7.9.2022, να στείλει το εκφοβιστικό μήνυμα πως «όποιος παραβεί το απόρρητο, θα εισπράξει δεκαετή φυλάκιση», απομένουν ως πληροφορητές ο αδελφός της (και πρωθυπουργός) Κυριάκος Μητσοτάκης και ο ανιψιός της (και προσωποποίηση του «επιτελικού κράτους») Γρηγόρης Δημητριάδης. Δεν τους ρώτησε άραγε, κρίνοντας ασήμαντο γεγονός την παρακολούθησή της, άρα και την παρακολούθηση κομματικών αρχηγών, δημοσιογράφων, οικονομικών παραγόντων, ακόμα και της στρατιωτικής ηγεσίας; Ή τους ρώτησε, έμαθε άσχημα πράγματα (τι άλλο θα μπορούσε να είναι;) και δεν τα ανακοινώνει, φοβούμενη μην πάει φυλακή λόγω παράβασης του απορρήτου;
Στη δική του συνέντευξη, στις 19.2, ο κ. Χρήστος Ράμμος, ο στοχοποιηθείς από την κυβέρνηση και τους μιντιακούς διακόνους της πρόεδρος της ΑΔΑΕ, μιλάει και με τις πράξεις του. Γράφει η δημοσιογράφος Δήμητρα Κρουστάλλη: «Πολλοί μίλησαν ώς τώρα για τον Χρήστο Ράμμο. “Το Βήμα της Κυριακής” απηύθυνε τις ερωτήσεις του στον ίδιο τον πρωταγωνιστή της κρίσης, ο οποίος έχει ισχυρές απόψεις και δεν δίστασε να τις υπερασπιστεί ούτε απέφυγε τις δύσκολες ερωτήσεις. Αποκαλυπτική του τρόπου σκέψης του ήταν η φράση όταν “φυγάδευσε” το κινητό τηλέφωνό του από τον χώρο της συνομιλίας. “Αυτό είναι μια ήττα της δημοκρατίας και μια νίκη του φόβου” είπε με φανερή δυσφορία».
Ήττα της δημοκρατίας και νίκη του φόβου, τίποτε λιγότερο. Υποτίθεται, ωστόσο, ότι «οι υποκλοπές δεν ενδιαφέρουν την κοινωνία», σύμφωνα με την κυβερνητική άμυνα. Μολαταύτα, σε έρευνα του Ινστιτούτoυ ΕΝΑ και της Prorata, το 13% χαρακτηρίζει τις υποκλοπές σοβαρό κίνδυνο για τη δημοκρατία. Ουφ; Μάλλον όχι, γιατί το 45% τις χαρακτηρίζει πολύ σοβαρό κίνδυνο. Ακούει κανείς;