Άρθρα Ιστορία

“Βασιλεία: Το επώδυνο «μόσχευμα»” / γράφει ο Γιώργος Μαργαρίτης

Οι ελληνικές βασιλικές δυναστείες, οι δύο από αυτές που γνώρισε η χώρα στους δύο αιώνες της ιστορίας της ως ανεξάρτητου κράτους, δεν προέρχονταν από εσωτερικές, στην ελληνική κοινωνία και πολιτική, διεργασίες. Δεν υπήρχε εδώ κάποια αριστοκρατία με ρίζες στα μεσαιωνικά χρόνια ή στους καιρούς έστω του παλαιού καθεστώτος, που να ανέδειξε από τα σπλάχνα της τη βασιλεία.

Γιώργος Μαργαρίτης / Lifο

Η τελευταία στην Ελλάδα ήταν προϊόν ευρύτερων συμβιβασμών και διαβουλεύσεων, διπλωματικών παιγνίων μεταξύ των μεγάλων, που επιβλήθηκε από τις κυβερνήσεις των ισχυρών κρατών στη μικρή χώρα. Για τον λόγο αυτό οι δυναστείες είχαν ξενική προέλευση, ήταν εισαγωγές από τη Βαυαρία η πρώτη, από τη Δανία η δεύτερη.

Ως εκ τούτου, οι Έλληνες μονάρχες συνδιαλέγονταν περισσότερο με τις ισχυρές μητροπόλεις στις οποίες όφειλαν τη θέση τους, παρά με τον ελληνικό λαό, ή, έστω, με την όποια ελληνική άρχουσα τάξη. Με την τελευταία τούς έδεναν κυρίως κοινοί φόβοι, φόβοι απέναντι στο λαϊκό στοιχείο, ειδικά.

Η βασιλεία εξάλλου υπήρξε πάντα εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο «μόχλευσης» εσωτερικών καταστάσεων για λογαριασμό και για τα συμφέροντα ξένων δυνάμεων. Οι ελληνικές οικονομικές, πολιτικές και όχι μόνο ελίτ όφειλαν να συνυπολογίζουν στην πολιτική τους έκφραση αυτή την παράμετρο.

Με λίγα λόγια, η βασιλεία ήταν ένα είδος «μοσχεύματος» στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό, με ρόλους και στόχους που ελάχιστες φορές συναντήθηκαν με το λεγόμενο εθνικό ή λαϊκό συμφέρον. Από τη φύση της δεν θα μπορούσε να είναι παρά ακραία συντηρητική, άμεσα συνδεδεμένη με τις πιο σκληρές εκδοχές της κοινωνικής και πολιτικής διαμάχης στη χώρα μας. Πάντοτε με την πλευρά των ισχυρών και κυρίαρχων, εννοείται.

Ειδικά στις ταραγμένες εποχές που πέρασε η χώρα μετά το 1936 –δικτατορία Μεταξά, πόλεμος, Κατοχή, εμφύλιος– η μοναρχία αναδείχθηκε σε λάβαρο της εσωτερικής κοινωνικής, ταξικής διαμάχης. Αναδείχθηκε, στον καιρό του Παπάγου, σε τοποτηρητή της πολιτικής και κοινωνικής «ευρυθμίας» όπως την ήθελε το μετεμφυλιακό καθεστώς.

Στα 1965, ο τελευταίος των βασιλέων της δυναστείας, ο Κωνσταντίνος Β’, δρομολόγησε την εκτροπή που οδήγησε στην επταετή δικτατορία, αρνούμενος στον τότε εκλεγμένο πρωθυπουργό το δικαίωμα να ορίζει αυτός τη σύνθεση της κυβέρνησής του. Το δε γεγονός ότι το βασιλικό πραξικόπημα του 1965 άνοιξε τον δρόμο σε άλλο πραξικόπημα, στα 1967 –μάλλον λόγω Κύπρου– δεν απαλλάσσει σε τίποτε τη μοναρχία από τις βαρύτατες ευθύνες της για ετούτη την «ανάπηρη» δημοκρατία με την οποία πορεύθηκε η χώρα για πολλές δεκαετίες.

Από την πλευρά της Ιστορίας είναι αμφίβολο αν η Ελλάδα οφείλει έστω και το ελάχιστο ψήγμα αναγνώρισης και ευγνωμοσύνης σε αυτό το θεσμικό απόστημα που τόσα δεινά προκάλεσε στη χώρα. Εξάλλου η ίδια η οικογένεια του τελευταίου μονάρχη προτίμησε να πληρωθεί τα «οφειλόμενα» μέσω «αποζημιώσεων», σε χρήμα. Έστω και από κονδύλια αντιμετώπισης «φυσικών καταστροφών».

(*) Γιώργος Μαργαρίτης, καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής και Κοινωνικής Ιστορίας του ΑΠΘ  

imerodromos.gr

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ