Νάξος
Ήτανε όμορφο το μεγάλο νησί όταν φτάσαμε,
ανασαίνοντας ήσυχα τον απογευματινό του ύπνο.
Εδώ έγινε το θάμα.
Η Αριάδνη ξανάσμιξε με το Θησέα
σ’ έναν έρωτα πανάρχαιο.
Και ξαναχώρισαν.
Αυτή τη φορά έφυγε η Αριάδνη–
κι ο Διόνυσος πάντοτε δίπλα της
μ’ ένα φλασκί μπρούσκο κρασί στο χέρι.
Την ώρα του αποχωρισμού
το λυπημένο χαμόγελο του Θησέα
σκέπασε όλο το νησί.
Η Αριάδνη το πήρε μαζί της
μαζί με το στραφτάλισμα απ’ τις ρόγες των αμπελιών
κάτω απ’ τον ήλιο…
Ψηλά το κάστρο συνέχιζε τη δική του σιωπηλή ζωή.
Σαν έπεφτε το βράδυ
ο Μάρκος Σανούδος ανέβαινε
στον πιο ψηλό πύργο στο Καστέλι
κι ανασαίνοντας άγρια το θαλασσινό αέρα
μούγκριζε μ’ ανοιχτά τα δυο του χέρια:
«Τα νησιά μας, τα νησιά μας.»
«Τα νησιά μας, τα νησιά μας»
φωνάζουμε κι εμείς,
που βλέπουμε τους απλούς ανθρώπους
να παλεύουν μ’ ένα χώμα δύσκολο.
Καθώς τους αφήνουν να γερνούν άσκοπα.
Καθώς τους αφήνουν να πεθαίνουν απορημένοι κι αβοήθητοι.
Καθώς τους αφήνουν να ξεπουλάνε τη γη τους.
«Τα νησιά μας, τα νησιά μας»
αγωνιούμε κι εμείς.
Τούτο το καλοκαίρι
βάλαμε στ’ αυτί μας την κοχύλα και δεν ακούσαμε τη θάλασσα∙
μονάχα κάτι υπόκωφο
σα λυγμό.
………………
*Ο πίνακας είναι του Κωνσταντίνου Μαλέα