Γράμματα & Τέχνες Λογοτεχνία

Δημήτρη Γ. Παπαστεργίου “Όλα στο μαύρο” – Ποιήματα του έρωτα, της μοναξιάς και της απόγνωσης / γράφει η Δήμητρα Σμυρνή

 

……………….

                                                               

                                      …πελέκια και σφυριά ηχούν στης μοναξιάς τ’ αμόνι…  

Δήμητρα Σμυρνή 

Έβδομη ποιητική συλλογή για τον Δημήτρη Γ. Παπαστεργίου το ” Όλα στο μαύρο“, εκδόσεις Ρώμη, που, πολυγραφότατος, αναζητά πάντα καινούριους δρόμους, για να ξεφύγει από την αυτοεπανάληψη.

Ακριβώς δέκα χρόνια από την έκδοση της πρώτης του συλλογής “Η τράπουλα του καλοκαιριού”, ο ποιητής περιπλανιέται στα μονοπάτια της ποίησης αθροίζοντας στις σελίδες του στιγμές ερωτικές, διαμαρτυρίες κοινωνικές, φιλοσοφικούς στοχασμούς με την ματιά ενός αθώου παιδιού, παλεύοντας με τις λέξεις και δαμάζοντας τις αντιστάσεις τους μέχρι να γίνουν στίχοι. Πορεία καθόλου εύκολη για όσους δοκίμασαν να την ακολουθήσουν.

Στην τελευταία του συλλογή, καλαίσθητη και προσεγμένη όσο καμιά από τις προηγούμενες,  ήδη ο τίτλος “Όλα στο μαύρο”, αλλά και το εντυπωσιακό εξώφυλλο “Γκαμαγιούν, το προφητικό πουλί” – πίνακας του Ρώσου Βίκτορ Βασνετσόφ, προδιαθέτουν για το περιεχόμενο, που ο αναγνώστης το φαντάζεται ενδιαφέρον. Καμιά φορά τίτλος και εξώφυλλο αποτελούν την πιο ελκυστική πόρτα για την είσοδο στον κόσμο του ποιητή.

Κίνηση δεύτερη από τη μεριά του το πρώτο ποίημα της συλλογής, που ουσιαστικά συνοψίζει και το περιεχόμενό της:

Κάποιες φορές νομίζω πως τρελαίνομαι.
Είναι κι αυτές οι ευωδιές
που απλώνονται ανεξήγητα μέρες γιορτών, στο σπίτι
σαν της αγάπης τ’ άρωμα, που μια ζωή την καρτεράς
όμως δεν πρόκειται ποτέ να συναντήσεις.

Ή, είναι τότε, που χτυπάει το τηλέφωνο.
Νιώθεις και πάλι όμορφα που ακούς
μια φωνή αγαπημένη απ’ τα παλιά
και ακατάπαυστα μιλάς τέσσερις ώρες.
Κάποτε κλείνοντας με ευχές,
συνειδητοποιείς
πως το τηλέφωνο που μίλαγες
έχει πολύ καιρό που είναι χαλασμένο.

                            _ 

 Δεν έχω βρει ακόμα μούσα, να το ξέρεις
όλα μου τα ποιήματα , απ’ τον καιρό που έφυγες,
φοράνε τ’ αποφόρια σου κι αχτένιστα γυρίζουν.

‘Ερωτας, μοναξιά, απόγνωση. Το τρίπτυχο, το οποίο χαρακτηρίζει ολόκληρη την ποιητική συλλογή, ορίζεται σ’ αυτό το πρώτο ποίημα.

Και επομένως; Ποιο είναι το ενδιαφέρον, αφού αποκάλυψε ήδη ο ποιητής τα χαρτιά του;

Το ενδιαφέρον είναι οι πολλαπλοί ορισμοί του έρωτα, με την προσωπική του ματιά, η ατμοσφαιρική εικονοπλασία του, και η πρωτοτυπία του να συνδυάζει τον μαγικό κόσμο του έρωτα με την ισοπεδωτικά  ρεαλιστική εποχή μέσα στην οποία προσπαθεί να τον βιώσει.

Να μερικά δείγματα αυτής της προσέγγισης:

Έρωτας είναι μια αρχαία κάμαρη με δαίμονες.

Αν δεν καταφέρεις να τους γητέψεις,
σε τρώνε ζωντανό.

ή

Στην ακτογραμμή της ομορφιάς σου
τραβούν τις βάρκες τους
Σαρακηνοί και Νορμανδοί.

Εσύ λείπεις χρόνια.

Αυτό το σώμα είναι πλασμένο
για υπερπόντιους έρωτες.

Το σώμα σου η πατρίδα μου
του πρόσφυγα η πατρίδα.

Ξέρει να χτίζει γοητευτικές αντιθέσεις, όπως αυτή ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, ανάμεσα στην αθωότητα και την αμαρτία:

Για το κοριτσάκι που γονάτιζε να προσευχηθεί,
για την κίτρινη την τσάντα και το πείσμα του,
τη φτώχεια και τ’ αγαπημένα του βιβλία
γι’ αυτά, και για άλλα τόσα, σ’ αγάπησα.

Τώρα, με τους πολλούς εραστές,
τα ακριβά γυαλιά,
τα πλουμιστά φορέματα,
τα βίτσια, τα ταξίδια,

Μαγδαληνή μού μοιάζεις
που γνώμη άλλαξε
την τελευταία στιγμή

το μύρο έκρυψε ξανοίγοντας το βήμα
και τράβηξε το δρόμο της
μήτε το βλέμμα στρέφοντας στου Σίμωνα το σπίτι.

Μια ακόμη πικρή διαπίστωση, η αντίθεση ανάμεσα στην πραγματική χυμώδη ζωή, που ζει η μούσα του, και στη δική του προσπάθεια να την αγγίξει, έστω φευγαλέα με τους στίχους του, είναι σπαρακτική. Ο πραγματικός κόσμος από τη μια, ο χάρτινος κόσμος της ποίησης από την άλλη. Γράφει:

Σε δεκατρία χρόνια γνώρισες τον κόσμο.
με δάφνες σε στεφάνωνε ο έρωτας κάθε βράδυ.
Εγώ μονάχα αυτά τα ακέφαλα ποιήματα
κατάφερα να κάμω. Μια πράξη αλχημείας
τη μαυροδάφνη μετατρέποντας σε πικροδάφνη. […]

Σε κάποιο σημείο δραπετεύει από το πληγωμένο του εγώ και ζωγραφίζει κι  άλλες φιγούρες που ποθούν όσα στερούνται, λέγοντας:

Κάθε απόγευμα κάθονται κουρασμένοι
γύρω απ’ το τραπέζι, και περιμένουν να φανείς,
ο εργάτης που ένα πιάτο λαχταρά ζεστό φαΐ
τ’ αγόρι που πεθύμησε την πρώτη του αγάπη,
ο γέρος με τα πελώρια μάτια του
                                             για μια γλυκιά κουβέντα
κι ο ποιητής με ένα ποίημα ολοκαίνουργιο για σένα.

Όταν πια οι ελπίδες κοκαλώνουν
και πείνα, άγρια κι ανελέητη, τους ζώσει,
βάζουν στη μέση ένα κρύο παραμύθι και το τρώνε.

Στο τρίτο μέρος της συλλογής του, που το τιτλοφορεί “Το εγκόλπιο του καταραμένου ποιητή”, πρέπει κανείς να γνωρίζει τον όρο “καταραμένοι ποιητές”, για να καταλάβει τη θέση του. Και, βέβαια, όσοι διαβάζουν ποίηση είναι μυημένοι.

Εδώ ο Παπαστεργίου γίνεται σε κάποιες στιγμές οικουμενικός και καταγγελτικός:

[…] Στον νέο Μεσαίωνά σας.
μια καταιγίδα ζω και παραδέρνω για λιμάνι. […]

και παρακάτω:

Κι είδα
την άβυσσο στης Καλυψώς το Φρέαρ,
της Στύγας τα νερά.
Και μια Μεσόγειο είδα
γεμάτη ναυαγούς
κι απομεινάρια πλοίων […]

Και παίζοντας για άλλη μια φορά με τις αντιθέσεις κλείνει τη συλλογή του γράφοντας:

Μέσ΄στην καρδιά της Ομορφιάς
όλα στο μαύρο είναι […]

Ποίηση που ερευνά το μέσα και το έξω του καιρού μας, μέσα από την ευαίσθητη προσωπική ματιά, άλλοτε πετυχαίνοντας την επιζητούμενη εσωτερική μουσικότητα, άλλοτε όχι, πάντοτε όμως με τον βασανιστικό στόχο να κάνει λόγο το συναίσθημα και τη σκέψη.

banner-article

Ροη ειδήσεων