«Βγαίνοντας από μια μεγάλη δοκιμασία… ίσως γίνεσαι πιο δυνατός, ίσως πιο σοφός, ίσως πιο ώριμος… Ποτέ, όμως, δεν θα είσαι ο ίδιος άνθρωπος που ήσουν πριν!» (Άγνωστος)
Ιούλιος 2021.
Περιγραφή, φωτογραφίες Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος
Συγκεντρωθήκαμε στο προκαθορισμένο σημείο συνάντησης, εμείς, οι λάτρεις της φύσης και της ορειβασίας.
Στο ημερολόγιο έγραφε: Κυριακή, 04-07-2021.
Ήμασταν όλοι στην ώρα μας και συνεπείς στο ραντεβού μας.
Έξω το απόλυτο ακόμη σκοτάδι.
Κάποια στιγμή άρχισαν να λαλούν τα κοκόρια, κάνοντας συναγωνισμό μεταξύ τους, και με την ένταση του ήχου τους να διακόπτουν τη σιωπή, που μέχρι εκείνη την ώρα επικρατούσε παντού.
Ετοιμαστήκαμε και ξεκινήσαμε όλοι μαζί για το άλλο ραντεβού μας, εκείνο με τη… Φύση.
Εκεί, που στην…αγκαλιά της, μάς περίμενε ένα ακόμη κυριακάτικο τόλμημα για να ξεδιπλώσουμε τα δικά μας «θέλω», τις δικές μας ικανότητες, ελεύθεροι από τα «μη» και απαλλαγμένοι από τα «πρέπει» της άχαρης καθημερινότητας.
Τα ρολόγια εκείνη τη στιγμή δείχνανε: 05.00΄ π.μ.
Η πόλη της Βέροιας ακόμη «κοιμόταν» και εμείς οδεύαμε για την κυριακάτικη προγραμματισμένη δραστηριότητά μας στον ορεινό όγκο του βουνού των θεών, που επιλέξαμε να δοκιμάσουμε τα όριά μας και τις αντοχές μας.
Ο οδικώς προορισμός μας η κωμόπολη Λιτόχωρο Πιερίας και στη συνέχεια τα ‘‘Πριόνια’’ Ολύμπου.
Από εκεί θα ξεκινούσαμε το ημερήσιο τόλμημά μας που περιελάμβανε: «Ανάβαση στο ‘‘Οροπέδιο των Μουσών’’ από το μονοπάτι ‘‘Γομαροστάλος’’ – σκαρφάλωμα στην κορυφή ‘‘Μύτικας’’ – και επιστροφή στα ‘‘Πριόνια’’ από το μονοπάτι ‘‘Ε4’’, περνώντας από το καταφύγιο ‘‘Σπ. Αγαπητός’’».
Κοντεύοντας στην Εθνική «Θεσσαλονίκη-Αθήνα», από τον επαρχιακό «Αλεξάνδρεια-Αιγίνιο» που ακολουθήσαμε, άρχισε να χαράζει.
Πέρα στον ορίζοντα και πάνω από τον ορεινό όγκο του ‘‘Χορτιάτη’’ σχηματιζόταν μία πορτοκαλί χρωματισμού λωρίδα που, όσο κυλούσαν τα λεπτά, όλο ένα διευρυνόταν σε πλάτος (φωτ. 1).
Η εικόνα που αντικρίζαμε όμορφη.
Η κορυφογραμμή του βουνού άρχιζε να ξεχωρίζει, να παίρνει σχήμα και κοιτάζοντας χαμηλά βλέπαμε μία άλλη φωτεινή λωρίδα, τα φώτα της πανέμορφης Θεσσαλονίκης, να απλώνεται στη βάση του σκουρόχρωμου ακόμη ορεινού όγκου, που ορθωνόταν πάνω από τον ‘‘Θερμαϊκό’’.
Συνεχίζαμε την οδική πορεία μας.
Κάποια στιγμή εγκαταλείψαμε την Εθνική Οδό και αρχίσαμε να ανηφορίζουμε τον ασφαλτόδρομο που οδηγούσε στο Λιτόχωρο, την κωμόπολη της Πιερίας που απλώνεται στους πρόποδες του βουνού των θεών.
Μπροστά μας, άρχιζε να ορθώνεται ένα άγριο, επιβλητικό γιγάντιο τοίχος…δείχνοντας το όλο μυστήριο μπόϊ του όσο το πλησιάζαμε (φωτ. 2).
Στο Λιτόχωρο δεν καθυστερήσαμε καθόλου.
Συνεχίσαμε.
Βγαίνοντας από την κωμόπολη ακολουθήσαμε τον ανηφορικό ασφαλτόδρομο με τα πολλά στροφηλίκια, που οδηγούσε στο τοπωνύμιο ‘‘Πριόνια’’.
Όσο ανηφορίζαμε για τον προορισμό μας, τόσο βλέπαμε το τοπίο να αρχίζει σιγά-σιγά να παίρνει χρώματα.
Η Φύση άρχιζε, από λεπτό σε λεπτό, να «ντύνεται» στα πολύχρωμά της.
Σε μια από τις πάμπολλες στροφές του δρόμου, καταφέραμε να αντικρίσουμε το όμορφο θέαμα της ανατολής του ήλου. Μια πολύχρωμη ζωγραφιά στον ουρανό.
Πάνω από το πρώτο πόδι της Χαλκιδικής ο λαμπερός λευκός δίσκος, με το κίτρινο στεφάνι γύρω του, έπαιρνε τον ανηφορικό του δρόμο για το ψηλότερο σημείο του ουρανού.
Χαμηλά ο ‘‘Θερμαϊκός’’ και η σχηματισμένη μακρουλή ακτογραμμή της Πιερίας (φωτ. 3).
Ανηφορίζαμε και εμείς το δικό μας δρόμο για να φτάσουμε στο ψηλότερο σημείο του προορισμού μας.
Τα 18 περίπου χλμ του ανηφορικού δρόμου, με τα πολλά στροφηλίκια, δεν μάς κούρασαν.
Τα τοπία που εναλλάσσονταν μεταξύ τους στο πέρασμά μας και οι εικόνες που διαδέχονταν η μία την άλλη μάς ξεκούραζαν στο αντίκρισμά τους.
Φτάσαμε στα 1.100 μέτρα υψόμετρο. Βρεθήκαμε στο τοπωνύμιο ‘‘Πριόνια’’.
Στο parking τα αυτοκίνητα αμέτρητα. Αλλά η ανθρώπινη παρουσία την ώρα που φτάσαμε σχεδόν απούσα.
Οι περισσότεροι από τους επισκέπτες θα βρίσκονταν, εκείνη τη στιγμή, στα καταφύγια και κάποιοι άλλοι…περιπλανώμενοι στα δεκάδες και πλέον μονοπάτια του βουνού (φωτ. 4).
Με αυτή την πρωινή εικόνα αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την κυριακάτικη πολύωρη δραστηριότητά μας.
Θα ακολουθούσαμε το απαιτητικό ανηφορικό μονοπάτι ‘‘Γομαροστάλος’’, με σκοπό να βρεθούμε στο ‘‘Οροπέδιο Μουσών’’ και στη συνέχεια να «σκαρφαλώσουμε» στην κορυφή ‘‘Μύτικας’’ (υψ. 2.918 μ.).
Για τους συνοδοιπόρους μου ήταν μία πρωτόγνωρη εμπειρία και για όλους μας μία ακόμη αναμέτρηση με το βουνό, με τον «εαυτό μας».
Ήταν η κατάλληλη ευκαιρία να ανακαλύψουμε τις κρυμμένες δυνατότητές μας και να μετρήσουμε τις αντοχές μας.
Στα σακίδιά μας τα πιο απαραίτητα για τις ανάγκες μιας πολύωρης και πολύ απαιτητικής πορείας.
Ο ουρανός καθαρός από σύννεφα και η μέρα έδειχνε πως θα ήτα ηλιόλουστη σε όλη τη διάρκειά της.
Η ψυχρούλα της ατμόσφαιρας στα 1.100 μέτρα υψόμετρο ανεκτή.
Ετοιμαστήκαμε.
Συντονίσαμε τους ασυρμάτους μας, «οπλίσαμε» τις φωτογραφικές μας μηχανές και ξεκινήσαμε.
«Πατήσαμε» το…κουμπί ‘‘αποφασιστικότητα’’ και μπήκαμε στο μονοπάτι με τη «μπλέ» σήμανση (φωτ. 5).
Ήταν το εναλλακτικό με ονομασία ‘‘Γομαροστάλος’’. Εκείνο δηλαδή με την απευθείας είσοδο στην απότομη και με πυκνή βλάστηση πλαγιά, που βρίσκεται στη δεξιά μεριά του parking, όπως το ενεβαίνουμε, και απέναντι ακριβώς από την είσοδο στο μονοπάτι: ‘‘Πριόνια’’-‘‘Ενιπέας’’-‘‘Λιτόχωρο’’ (φωτ. 6, 7).
Για να βρει κάποιος το μονοπάτι που ακολουθήσαμε θα πρέπει να ψάξει, μέσα στην πυκνή βλάστηση της πλαγιάς, το δένδρο με το καρφωμένο μεταλλικό βέλος και τη «μπλε» χρώματος κουκίδα στον κορμό του.
Το μεταλλικό αυτό βέλος έχει χαραγμένη την ένδειξη: «Γομαροστάλος» (φωτ. 8).
Ονομάστηκε έτσι, επειδή η διαδρομή του περνά από τα τρία ορεινά λιβάδια (παλιά γουμαροστάλια).
Το μονοπάτι, σύμφωνα από πληροφορίες, έχει δημιουργηθεί-διανοιχτεί από Θεσσαλονικείς ορειβάτες-αναρριχητές το 2007.
Είναι το πιο σύντομο, εάν αποφασίσει κανείς να φτάσει από τα ‘‘Πριόνια’’ στο ‘‘Οροπέδιο Μουσών’’ κάνοντας μικρότερη διαδρομή.
Είναι όμως το πιο απαιτητικό, αλλά και το πιο όμορφο.
Έχει ένα απότομο αναρριχητικό κομμάτι πριν την είσοδο στο ‘‘Οροπέδιο’’, που το «σκαρφάλωμά» του θα σε κάνει να νιώσεις, για κάποια λεπτά, αναρριχητής και η προσπάθειά σου αυτή, στο σημείο εκείνο, θα σε γεμίσει με δεκάδες απερίγραπτα συναισθήματα.
Το συγκεκριμένο μονοπάτι κάποιος ορειβάτης το χαρακτήρισε: «…‘‘ασανσέρ’’, που σε ‘‘ανεβάζει’’ σχεδόν κατακόρυφα από τα 1.100 στα 2.600 μέτρα υψόμετρο με τη μία.»
Δεν έχει άδικο.
Εάν το χρησιμοποιήσει κάποιος θα διαπιστώσει ότι όλη η πορεία γίνεται σε μια πολύ απαιτητική πλαγιά με συνεχή μεγάλη κλίση.
Τα δε οριζόντια, τα κάπως «ξεκούραστα», τμήματα αριθμούν μόλις δύο σε όλη τη διαδρομή και αυτά μικρού σχετικά μήκους.
Εγώ, επειδή το έχω ανηφορίσει δεκάδες φορές, θα συμπληρώσω τον εφευρετικό άγνωστο ορειβάτη: «Όταν χρησιμοποιεί κάποιος το παραπάνω ‘‘ασανσέρ’’ περνά από τα εξής επίπεδα, ξεκινώντας από το χαμηλότερο και φτάνοντας στο ψηλότερο: 1. ‘‘προσωπική αποφασιστικότητα’’, 2. ‘‘φυσική κατάσταση’’, 3. ‘‘σωματική αντοχή’’, 4. ‘‘επιμονή’’, 5. ‘‘κουράγιο’’, 6. ‘‘τόλμη’’ και τελευταίο, εκείνο της ‘‘ανταμοιβής του τολμήματος’’».
Λίγο πιο πάνω από το parking υπάρχει μία άλλη είσοδος…εκείνη που ονομάζεται «πρώτη» και είναι η παλιότερη.
Βρίσκεται πίσω ακριβώς από την καλύβα του αγωγιάτη, που φροντίζει για την τροφοδοσία του Καταφυγίου «Σπήλιος Αγαπητός».
Την καλύβα αυτή την συναντά κανείς μπαίνοντας στο Ευρωπαϊκό μονοπάτι «Ε4» με προορισμό τις κορυφές και πριν φτάσει στο ξύλινο γεφυράκι (φωτ. 9 παλαιότερη).
Την πρώτη φορά, πριν από πολλά χρόνια, που συμμετείχα σε παρόμοιο πρόγραμμα ανάβασης, η ομάδα μας ακολούθησε το μονοπάτι αυτό. Ήταν το πιο γνωστό τότε που περνούσε από τα γομαροστάλια.
Πάντως, όποια είσοδο και αν χρησιμοποιήσει κανείς, ανηφορίζοντας την πλαγιά, θα βρεθεί στο τελευταίο τμήμα του μονοπατιού «Γομαροστάλος». Εκείνο δηλαδή που βρίσκεται στη γυμνή από βλάστηση πετρώδη ράχη, με την πολύ μεγάλη κλίση, και πριν το απότομο αναρριχητικό βράχο.
Η χαρακτηριστική αυτή ράχη, που οδηγεί κατευθείαν στην…καρδιά του «Οροπεδίου των Μουσών», ξεχωρίσει εύκολα εάν κοιτάξουμε τον Όλυμπο από το Λιτόχωρο (φωτ. 10, παλαιότερη).
Εμείς, επιλέξαμε το εναλλακτικό μονοπάτι και το ακολουθήσαμε.
Ανηφορικό από την αρχή του και με μεγάλη σχετικά κλίση.
Απαιτεί φυσική κατάσταση και σωματική αντοχή.
Ευδιάκριτο όμως και με καλή σήμανση.
Περνά μέσα από πυκνή βλάστηση.
Το πέρασμά του αρχικά σε μεικτό δάσος, στη συνέχεια σε δάσος οξιάς και τέλος σε εκείνο με τα πανύψηλα μαυρόπευκα.
Τα μεγαλόκορμα δένδρα που ορθώνονταν γύρω μας σχημάτιζαν ένα δροσερό φυτικό τούνελ.
Όσο ανεβαίναμε, αντικρίζαμε εικόνες που η μία ανταγωνιζόταν την άλλη σε ομορφιά.
Εδώ δεν ήθελες να μιλάς, αλλά μόνο να κοιτάς.
Παντού η σιωπή και η πολυχρωμία της εποχής.
Κάπου-κάπου, διακρίναμε και κάποιες φωτεινές πινελιές στους κορμούς των δένδρων. Ήταν εκείνες που άφηναν οι ακτίνες του ήλιου περνώντας, με δυσκολία, μέσα από τα πυκνά κλαδιά
και τα καταπράσινα φύλλα τους (φωτ. από 11 έως και 15).
Μπροστά μου τα «πρωτάκια» της διαδρομής και τελευταίος εγώ. Η «σκούπα», όπως λέμε, της ορειβατικής ομάδας (φωτ. 16).
Τους έβλεπα ορεξάτους και τους χαιρόμουν.
Η επαφή τους με το άγνωστο, η όρεξη για εξερεύνηση του καινούργιου και η διαφορετικότητα από τις προηγούμενες ορειβατικές τους εξορμήσεις, «γίνονταν» τα…φτερά…στα πόδια τους.
Μετά από 28 λεπτά πορείας κάναμε την πρώτη μας στάση για φωτογραφία (φωτ. 17).
Φωτογραφία και συνεχίσαμε.
Δεν αργήσαμε να συναντήσουμε το μονοπάτι, στα αριστερά μας, με την ονομασία ‘‘Κοφτό’’. Είναι σύντομο σε διαδρομή και κερδίζεις, εάν το ακολουθήσεις, χρόνο πορείας για να φτάσεις στο πρώτο ξέφωτο ( ‘‘γουμαροστάλι’’ ).
Χρειαστήκαμε 50 λεπτά συνεχούς ανηφορικής πορείας από την είσοδο του μονοπατιού για να φτάσουμε στο σημείο (φωτ. 18).
Μία ολιγόλεπτη σύσκεψη.
Μετά την ενημέρωση που τους έκανα, αποφασίσαμε χα χωριστούμε σε δύο υποομάδες.
Ο Ηλίας με τον Χρήστο θέλησαν να το ακολουθήσουν και ξεκίνησαν να ανηφορίζουν την χορταριασμένη απότομη πλαγιά με πορεία «ζιγκ-ζαγκ».
Εγώ με τον Περικλή συνεχίσαμε το κλασικό μονοπάτι που πήγαινε ακόμη δεξιότερα και ακολουθώντας την σχεδόν κυκλική πορεία του κάναμε κάπως μεγαλύτερη διαδρομή.
Έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία να υπολογίσω τη διαφορά χρόνου ανάβασης μεταξύ των δύο διαφορετικών αυτών διαδρομών.
Με τον συνοδοιπόρο μου δεν αργήσαμε να συναντήσουμε τη διασταύρωση μονοπατιών.
Εκείνου που ακολουθούσαμε δηλαδή και συνέχιζε με κλειστή στροφή στα αριστερά, και του άλλου, που οδηγούσε στο τοπωνύμιο ‘‘Στράγγος’’ και στη συνέχειά του στο καταφύγιο ‘‘Πετρόστρουγκας’’ (φωτ. 19).
Στη διασταύρωση άκουσα τον Ηλία να με ενημερώνει, μέσω ασυρμάτου, ότι φτάσανε στο 1ο ‘‘γουμαροστάλι’’ (λιβαδάκι).
Άρχισα την χρονομέτρηση.
Δεν χρειαστήκαμε παραπάνω από 8 λεπτά χαλαρής πορείας για να φτάσουμε και εμείς στο πρώτο ξέφωτο, εκεί που μας περίμεναν οι πρώτοι που ανηφόρισαν το ‘‘Κοφτό’’ (φωτ. 20).
Ο συνολικός χρόνος, από τα ‘‘Πριόνια’’ μέχρι το 1ο λιβαδάκι, της δικής μου υποομάδας ήταν μία ώρα και 20 λεπτά.
Στα 1.830 μέτρα υψόμετρο αποφασίσαμε να κάνουμε ολιγόλεπτη στάση για ανάσα, με θέα τις απέναντι κορυφές της κορυφογραμμής ‘‘Καλόγερος’’.
Ταξιδεύοντας τη ματιά από τα αριστερά μας προς τα δεξιά βλέπαμε τις κορυφές: ‘‘Σημαιοφόρος’’, ‘‘Πάγος’’, κύριος ‘‘Καλόγερος’’, ‘‘Β΄ Καλόγερος’’, ‘‘Μεταμόρφωση’’, ‘‘Αγ. Αντώνιος’’ κ.λ.π. Και κοιτάζοντας χαμηλά, βλέπαμε το Ρέμα ‘‘Μαυρόλογγος’’ (φωτ.21).
Πίσω μας και κοιτάζοντας ψηλά, διακρίναμε ένα τμήμα του ‘‘Μύτικα’’, της ψηλότερης δηλαδή κορυφής του ‘‘βουνού των θεών’’, και δεξιότερά του εκείνο της κορυφής ‘‘Στεφάνι’’ ή ‘‘Θρόνου του Δία’’. Το υπόλοιπο τμήμα των κορυφών αυτών το «έκρυβε» η βραχώδης ράχη που θα ανηφορίζαμε.
Στο λιβαδάκι που βρισκόμασταν υπάρχει μονοπάτι που κατηφορίζει στο ‘‘Μαυρόλογγο’’ και σε κάποιο σημείο, κοντά στο τοπωνύμιο ‘‘Μαγαλιάς’’ που απέχει 1,5 μόλις χλμ από το Καταφύγιο «Σπήλιος Αγαπητός», συναντά το Ευρωπαϊκό μονοπάτι «Ε4» (φωτ. 22).
Μετά την ολιγόλεπτη ξεκούραση αποφασίσαμε να συνεχίσουμε. Ακολουθήσαμε το ανηφορικό μονοπάτι, στα δεξιά μας, με κατεύθυνση προς το δεύτερο λιβαδάκι ( ‘‘γουμαροστάλι’’ ) [φωτ. 23].
Στη διαδρομή μας μέχρι το δεύτερο ξέφωτο συναντήσαμε διάφορους σχηματισμούς από κορμούς βιολογικά νεκρών κωνοφόρων δένδρων, που προκαλούσαν τον θαυμασμό μας στο αντίκρισμά τους (φωτ. 24, 25, 26).
Φτάσαμε στο δεύτερο λιβαδάκι που βρίσκεται στα 2.100 μέτρα υψόμετρο.
Η χρονική διάρκεια της ανηφορικής πορείας μας από το προηγούμενο μέχρι το 2ο αυτό παλιό ‘‘γουμαροστάλι’’ ήταν 35 μόλις λεπτά (φωτ. 27).
Η μέρα ηλιόλουστη.
Το γύρω τοπίο καταπληκτικό.
Ολιγόλεπτη στάση να απολαύσουμε την πανέμορφη γύρω θέα και να «αιχμαλωτίσουμε» στις φωτογραφικές μας κάποιες εικόνες για ανάμνηση (φωτ. 28, 29).
Μετά τη σύντομη «ηλιοθεραπεία» και αφού πασαλειφτήκαμε με αντηλιακές κρέμες, για προστασία από τις ακτίνες του καυτού ήλιου, αποφασίσαμε να συνεχίσουμε.
Όσο ανηφορίζαμε τα κωνοφόρα δένδρα άρχιζαν να αραιώνουν και τα βλέπαμε να χαμηλώνουν σε ύψος.
Φτάσαμε στο 3ο ορεινό λιβάδι.
Στο μεγαλύτερο από τα προηγούμενα ξέφωτο δεν καθυστερήσαμε καθόλου.
Συνεχίσαμε την απαιτητική ανηφορική πορεία μας με τον ήλιο να καίει από πάνω μας.
Κοντεύαμε στο τελευταίο κομμάτι του μονοπατιού «Γομαροστάλος», στην χαρακτηριστική δηλαδή βραχώδη ράχη με το αναρριχητικό κομμάτι της, που οδηγούσε κατευθείαν στο «Οροπέδιο των Μουσών» (φωτ. 30, 31).
Μετά τα τελευταία δένδρα ένα τοπίο…σεληνιακό.
Πήραμε βαθιές ανάσες, «πατήσαμε» το κουμπί «επιμονή» και μπήκαμε στο σαθρό τμήμα της διαδρομής.
Παντού βράχια και γιγάντιοι βραχώδεις όγκοι.
Το πέρασμά μας από την κόψη και σε σαθρό πεδίο.
Τα βήματά μας αργά και οι ανάσες βαθιές.
Ανεβαίναμε.
Από την κόψη της ράχης βλέπαμε εικόνες και από τις δύο μεριές.
Από τη μια, την αριστερή όπως ανηφορίζαμε, η κορυφογραμμή του ‘‘Καλόγερού’’ και ο ‘‘Μαυρόλογγος’’ χαμηλά.
Σε κάποιο σημείο της πλαγιάς διακρίναμε και το καταφύγιο ‘‘Σπήλιος Αγαπητός’’, περιτριγυρισμένο από πανύψηλα κωνοφόρα να «φωλιάζει» στα 2.100 μέτρα υψόμετρο.
Από την άλλη, στα δεξιά μας, το πέρασμα ‘‘Λαιμός’’, η κορυφή ‘‘Σκούρτα’’ και χαμηλά το ‘‘Ρέμα Γκαβού’’.
Κοιτάζοντας πίσω μας, βλέπαμε από τα ψηλά τον Θερμαϊκό, το Λιτόχωρο και κάποιες περιοχές της Πιερίας.
Μπροστά μας, πέρα στο βάθος, φάνηκαν ο ‘‘Μύτικας’’, η κορυφή του προορισμού μας, και δεξιότερά του το ‘’Στεφάνι’’ ( Φωτ. 32, 33, 34, 35 ).
Συνεχίζαμε την ανηφορική πορεία μας, βαδίζοντας στην κόψη του σεληνιακού τοπίου, μέχρι να φτάσουμε στη βάση της ορθοπλαγιάς, ύψους 100 περίπου μέτρων, που βρίσκεται στα 2.500 μέτρα υψόμετρο.
Κάποια στιγμή φτάσαμε στο πιο τεχνικό τμήμα της διαδρομής του τοπωνύμιου ‘‘Καλάγια’’.
Διαπίστωσα έκπληκτος ότι, στο σχεδόν κάθετο βράχο, έγινε πολύ καλή δουλειά από μέλη ενός από τους ορειβατικούς συλλόγους Θεσσαλονίκης.
Τα παλιά σχοινιά αντικαταστάθηκαν από σταθερά συρματόσχοινα και για «πατήματα» έχουν τοποθετηθεί μεταλλικά σκαλοπάτια.
Μπράβο στους ορειβάτες και πολλά συγχαρητήρια για τη δουλειά που κάνανε.
Η ορειβατική ομάδα Βέροιας «Τοτός», της οποίας είμαι ενεργό μέλος, την σχεδόν κάθετη αυτή ανάβαση την είχε κάνει 3 με 4 φορές χωρίς την ύπαρξη βοηθητικών μέσων.
Την «σκαρφαλώσαμε» γαντζωμένοι από σχισμές και πατώντας σε εσοχές που υπήρχαν στο βράχο.
Άλλες 2 με 3 φορές την αναρριχηθήκαμε με την βοήθεια των σχοινιών που είχαν τοποθετηθεί κάποτε.
Και τώρα, θα δοκίμαζα την πιο εύκολη και την πιο σίγουρη ανάβαση πιασμένος από το συρματόσχοινο και πατώντας στα σκαλοπάτια.
Στη βάση του βράχινου αυτού κομματιού, κάναμε την απαραίτητη στάση μας.
Μετά την υποχρεωτική ξεκούραση και πριν ξεκινήσουμε, ζήτησα από τους συνοδοιπόρους να συνεχίσουν χωρίς εμένα, γιατί αισθάνθηκα σωματική αδυναμία και θα έπρεπε να ξεκουραστώ περισσότερο.
«Πλήρωνα» εκείνη τη στιγμή την παράβαση των κανόνων ορειβασίας.
Τις τελευταίες δύο μέρες μου προέκυψαν κάποια γεγονότα που με «κράτησαν» σε συνεχή εγρήγορση και με ένα τρίωρο μόνο ξεκούρασης.
Γνώριζα για τη δυσκολία του εγχειρήματος, αλλά δεν μπορούσα να αθετήσω, την τελευταία στιγμή, την υπόσχεσή που είχα δώσει, μέρες πριν, στους συνοδοιπόρους μου της κυριακάτικης δραστηριότητας.
Μου ζητήθηκε και τους υποσχέθηκα ότι θα τους οδηγούσα στην πρωτόγνωρη γι αυτούς απαιτητική διαδρομή, που τόσο πολύ ήθελαν να την μάθουν.
Μετά την επιμονή μου να συνεχίσουν, αποφάσισαν να ξαναγίνουμε δύο υποομάδες.
Η πρώτη, Ηλίας και Χρήστος ξεκίνησαν την ανάβαση .
Ο Περικλής, αφού είχε κάνει τα πρώτα βήματα της ανάβασης ακολουθώντας του δύο φίλους του, επέστρεψε (φωτ. 36, 37, 38).
Προτίμησε να μείνει μαζί μου και να ακολουθήσει το ρυθμό μου.
Αφού ξεκουραστήκαμε, ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και προχωρήσαμε στην είσοδο του…«ασανσέρ» (για τον χαρακτηρισμό του μονοπατιού: «ασανσέρ» μίλησα σε κάποιο σημείο στην αρχή του κειμένου).
«Πατήσαμε» το κουμπί: «τόλμη» και ξεκινήσαμε για τον προορισμό μας, που ήταν το «Οροπέδιο των Μουσών».
Όσο ανεβαίναμε η αδρεναλίνη στο…φουλ.
Η ύπαρξη συρματόσχοινου και των σκαλοπατιών δεν σήμαινε χαλάρωση.
Ήθελε συνεχή προσοχή σε κάθε πάτημα, σε κάθε πιάσιμο από βράχο ή από σχοινί, γιατί ο κίνδυνος ανεπιθύμητου τραυματισμού παραμόνευε ανά πάσα στιγμή.
Για το τόλμημά μας αυτό θα «μιλήσουν» καλύτερα οι φωτογραφίες που ακολουθούν (φωτ. από 39 έως και 45).
Η σχεδόν κάθετη ανάβασή μας κράτησε 30 μόλις λεπτά (μεικτός χρόνος).
Και να το, αυτό ήταν !!!
Μετά από 5 ώρες, δικός μου χρόνος με τις καθυστερήσεις, απαιτητικής συνεχούς ανάβασης βρεθήκαμε στο «Οροπέδιο των Μουσών».
Βρεθήκαμε στα 2.600 μέτρα υψόμετρο (φωτ. 46).
Θαυμασμός, ικανοποίηση.
Οι πανέμορφες εικόνες που αντικρίσαμε ήταν η επιβράβευση της προσπάθειάς μας και της επιμονής μας να συνεχίσουμε, παρά τα μικροπροβληματάκια που μου παρουσιάστηκαν κοντεύοντας στα 2.500 μέτρα υψόμετρο.
Μπροστά μας ξεδιπλώθηκε ένα τοπίο που μάγευε.
Οι κορυφές: «Σκολιό», «Μύτικας», «Στεφάνι», «Τούμπα», «Πρ. Ηλίας» μαζί με τα «Ζωνάρια» και τα δύο καταφύγια: «Γ. Αποστολίδη», «Χ. Κάκαλου», συνέθεταν όλο το υπέροχο σκηνικό που βλέπαμε μπροστά μας (Φωτ. 47).
Λίγο πιο πέρα, η κορυφή «Αγ. Αντώνιος» μαζί με τις υπόλοιπες της ΝΑ πλευράς του Ολύμπου και αριστερότερά τους η κορυφογραμμή με τις κορυφές: «Καλόγερος», «Πάγος», «Σημαιοφόρος», να ξεχωρίζουν..
Πίσω μας, η «Σκούρτα» με το «Λαιμό» και κοιτάζοντας χαμηλότερα, πέρα στο βάθος, βλέπαμε ένα τμήμα του κάμπου της Κατερίνης.
Όλος ο ορεινός όγκος του βουνού των θεών «ξεδιπλώθηκε» γύρω μας.
Όπου και να ταξιδεύαμε το βλέμμα μας: θαυμασμός-θαυμασμός-θαυμασμός
Στα καταφύγια διακρίναμε κινούμενες πολύχρωμες κουκκίδες και λίγο πιο πέρα βλέπαμε δεκάδες στημένες σκηνές.
Είχε πολλή κόσμο.
«Απουσίαζε» όμως ο…Δίας, ο ‘‘Θρόνος του’’ ήταν άδειος. Μόνο η «αποτυπωμένη» στον βράχο επιβλητική μορφή του…«επόπτευε»…ολόκληρη την περιοχή.
Παράξενο, δεν συναντήσαμε ούτε ένα από τα χαριτωμένα αγριοκάτσικα του Ολύμπου, τις μεταμορφωμένες δηλαδή…‘‘Μούσες’’ (όπως τις ονομάζω εγώ)!!!
Προχωρήσαμε με τον Περικλή προς το καταφύγιο ‘‘Χρ. Κάκαλος’’ (Φωτ. 48).
Δεν αργήσαμε πολύ για να φτάσουμε.
Παντού ομάδες νεαρών ορειβατών και σε κάποια σημεία συγκεντρωμένα αμέτρητα σακίδια.
Είχε περισσότερους πριν φτάσουμε, αλλά είχαν σκορπίσει στις γύρω κορυφές (φωτ. 49, 50).
Μάθαμε ότι την προηγούμενη μέρα είχε γάμο και έτσι, είχε μαζευτεί αρκετός κόσμος.
Ένα ζευγάρι ορειβατών από Βόλο παντρεύτηκε στο μικρό πέτρινο εκκλησάκι της κορυφής ‘‘Πρ. Ηλίας’’ και είχε πάρτι στην περιοχή (φωτ. 51, 52).
Έτσι εξηγείται η «απουσία» του…Δία και των μεταμορφωμένων σε…αγριοκάτσικα… ‘‘Μουσών’’.
«Ξεκουράζονταν» μετά το…ξέφρενο…γαμήλιο γλέντι!!!
Μίλησα μέσω ασυρμάτου με τον Ηλία και πληροφορήθηκα ότι αυτός με τον Χρήστο ήδη «σκαρφάλωναν» το ‘‘Λούκι’’ για τον ‘‘Μύτικα’’.
Τον ενημέρωσα ότι εμείς θα τους περιμέναμε στο καταφύγιο.
Του είχα πει, εξ άλλου, όταν σχεδιάζαμε το κυριακάτικο πρόγραμμα ότι, εγώ δεν θα επιδίωκα να ανέβω στην κορυφή μέσα από το ‘‘Λούκι’’ εάν είχε πολλή νεαρόκοσμο.
Γατί τα παιδιά αυτά, χωρίς καμιά αίσθηση κινδύνου, σκαρφαλώνουν «άτσαλα» τους απότομους βράχους, σε ένα στένωμα, μόνο και μόνο να βρεθούν όσο γρήγορα μπορούν στην ψηλότερη κορυφή.
Δεν θα το έκανα για λόγους ασφάλεια και λόγω της τακτικής που ακολουθεί η ορειβατική ομάδα στην οποία συμμετέχω ενεργά.
Για να «δείξω» το…υπερτόλμημα…των συνοδοιπόρων μου, δημοσιεύω δύο παλαιότερες φωτογραφίες της ομάδας που συμμετέχω (φωτ. 53, 54).
Με τον Περικλή καθίσαμε να απολαύσουμε το κολατσιό μας με την φανταστική γύρω θέα από τα ψηλά, περιμένοντας τους υπόλοιπους να επιστρέψουν από την κορυφή.
Κάποια στιγμή, ο Ηλίας με ενημέρωσε ότι φτάσανε στην κορυφή.
Βρέθηκαν στον ‘‘Μύτικα’’ και μας «βλέπανε», όπως είπε, από 2.918 μέτρα υψόμετρο (φωτ. 55).
Μπράβο στα παιδιά. Πολλά συγχαρητήρια!!!
Τους περιμέναμε.
Κάποια στιγμή εμφανίστηκαν.
Δεν ήθελαν να ξεκουραστούν.
Μετά από μία ολιγόλεπτη σύσκεψη, αποφασίσαμε να τους «κατεβάσω» από το ‘‘Κοφτό’’, μια διαδρομή που δεν την έχουν κάνει ποτέ.
Το μονοπάτι αυτό, από το ‘‘Οροπέδιο’’ μέχρι το καταφύγιο ‘‘Σπ. Αγαπητός’’, είναι το πιο σύντομο αλλά και αρκετά απαιτητικό.
Ομαδική φωτογραφία και ξεκινήσαμε (φωτ. 56).
Η διαδρομή της επιστροφής που αποφασίσαμε ήταν: ‘‘Οροπέδιο’’ (υψ. 2.600μ) – ‘‘Κοφτό’’ – Καταφύγιο ‘‘Σπήλιος Αγαπητός’’ – ‘‘Ε4’’ – ‘‘Πηγαδούλι’’ – ‘‘Πριόνια’’ (υψ. 1.100 μ.)
Μερικές από τις εικόνες που αντικρίσαμε κατηφορίζοντας μέχρι το καταφύγιο ‘‘Σπ. Αγαπητός’’ είναι οι παρακάτω (Φωτ. από 57 έως και 65).
Φτάσαμε στο καταφύγιο.
Στα 2.100 μέτρα υψόμετρο βρεθήκαμε μετά από πορεία μιάς ώρας και 5 λεπτών (μεικτός χρόνος) (φωτ. 66, 67).
Καθίσαμε κάτω από τη παχιά σκιά ενός μεγαλόσωμου δένδρου και κολατσίσαμε.
Αφού ξεκουραστήκαμε, ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και ξεκινήσαμε την κατηφορική πορεία μας για τα ‘‘Πριόνια’’ ακολουθώντας το Ευρωπαϊκό μονοπάτι ‘‘Ε4’’.
Μπήκαμε στο κλασικό δηλαδή μονοπάτι και το πιο πολύπερπατημένο.
Συναντήσαμε πολλή κόσμο, που κατηφόριζε για τα «Πριόνια» και ελάχιστους που ανηφόριζαν για το καταφύγιο.
Παραθέτω κάποιες φωτογραφίες από τη διαδρομή (Φωτ. 68, 69, 70, 71).
Φτάνοντας στο parking, έφτανε στο τέλος της η πολύωρη και η πολύ απαιτητική κυριακάτικη δραστηριότητά μας.
Όλα πήγαν καλά και οι συνοδοιπόροι μου κάνανε ένα μεγάλο κατόρθωμα.
Το προγραμμάτισαν, το αποφάσισαν, το τόλμησαν, ανακάλυψαν κάποιες κρυμμένες δυνατότητές τους, παραβγήκαν με τον «εαυτό τους» και νίκησαν.
Στο «ορειβατικό βιογραφικό» τους θα συγκαταλέγεται πλέον και μια από τις δυσκολότερες διαδρομές καθώς και η ομορφότερη εμπειρία που βίωσαν σε όλη τη διάρκεια της πολύωρης κυριακάτικης δραστηριότητάς τους.
Χαρούμενοι για το κατόρθωμα, γεμάτοι εμπειρίες και με αμέτρητες εικόνες να «φωλιάζουν» στην άκρη του μυαλού μας, αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την επιστροφή μας στην Βέροια.
«Κατόρθωμα στη ζωή σου δεν είναι μόνο τι πέτυχες…αλλά, και τι ξεπέρασες.» (Άγνωστος)
Απολογισμός :
Διαδρομή: «Πριόνια» (υψ. 1.100 μ.) – μονοπάτι «Γομαροστάλος» – «Οροπέδιο των Μουσών»
(υψ. 2.600 μ.) – Καταφύγιο «Χρ. Κάκαλος» – κορυφή «Μύτικας» (υψ. 2.918 μ.)
[η μία υποομάδα] – «Οροπέδιο» – μονοπάτι «Κοφτό» – καταφύγιο «Σπ. Αγαπητός»
(υψ. 2.100 μ.) – «Πηγαδούλι» – «Πριόνια» (υψ. 1.100 μ.)
Υψομετρική διαφορά : Β’ υποομάδας 1.500 μέτρα (μέχρι το «Οροπέδιο»)
Α’ υποομάδας 1.818 μέτρα (μέχρι το «Μύτικα» )
Χρόνος : 10 ώρες και 35 λεπτά (συνολικός χρόνος και για τις δύο υποομάδες)