Νίκος Κάρλος: «Όλες μου οι Κυριακές ήταν του πατέρα»
Νίκος Κάρλος
Έξι μέρες την εβδομάδα, δώδεκα ώρες την ημέρα.
Στο εργοστάσιο. Με το μηχανάκι.
Κάθε βράδυ γύριζε με ένα ψωμί και ένα γάλα, προσφορά της Βιοχάλκο. Και μια εφημερίδα. Ή ένα περιοδικό. Ή ένα βιβλίο. Από εκείνα που πουλούσαν τα περίπτερα. Τα Βίπερ. Μια φορά την εβδομάδα, ένα τεύχος κάποιας σειράς. Με υπομονή και επιμονή, κάποια στιγμή, τα τεύχη γίνονταν τόμοι. Ξεχείλιζαν την βιβλιοθήκη.
Τα σαββατόβραδα, πηγαίναμε μαζί στο περίπτερο. Μίκυ Μαους, Τεν Τεν, Μικρός Ήρωας…Τις Κυριακές, οι εφημερίδες ήταν αθλητικές.
Πότε το “Φως”, πότε η “Ηχώ”. Ολυμπιακός, μεν, αλλά με μέτρο.
Οι Κυριακές είχαν και βόλτες. Κολλημένος πάνω του, στο μηχανάκι, γυρνούσαμε την πόλη. Και μου έδειχνε. Την Αθήνα απ’ τον Λυκαβηττό. Το Μοναστηράκι. Την Αρχαία Αγορά. Το Πασαλιμάνι. Την οδό Αθηνάς. Το Ζάππειο… Τον “Γύρο του θανάτου” στα λούνα παρκ. Και τα θηρία σε κάποιο τσίρκο. Κλεφτές ματιές στις πρόβες των κλόουν, στις μισάνοιχτες τέντες.
Καταλήγαμε σε ένα καφενείο στον Κολωνό. Ένα καφεδάκι ή ένα ουζάκι, στα γρήγορα, με τον φίλο τον Θανάση ή τον ξάδερφο τον Δημοσθένη, και πίσω στο κυριακάτικο τραπέζι.
Τις Κυριακές που το οικογενειακό πρόγραμμα ήταν γεμάτο, οι βόλτες ήταν στην πλατεία Χαλανδρίου.
Στις βιτρίνες με τα βιβλία και τα παιχνίδια. Καθένας με τους κρυφούς του πόθους.
Γυάλισμα των παπουτσιών σε κάποιον απ’ τους λούστρους, πίσω από τον ναό. Παπούτσια γυαλισμένα, ήδη, από την μάνα.
Ένα δελτίο Προπο ή ένα Λαϊκό. Οι χίλιες δραχμές που κέρδισε μια φορά, έγιναν, επιτέλους, παράσταση στο μεγάλο τσίρκο στην Συγγρού. Με διευρυμένη οικογένεια. Όσους χώραγε το χιλιάρικο.
Και το καφενείο του Οδυσσέα. Μικρό και απόκεντρο.
Ο “Αφεντούλης” στην πλατεία, για τις οικογενειακές εξόδους.
Ο Οδυσσέας για τους δυο μας. Μέτριο ελαφρύ για εκείνον, σοκολάτα για μένα. Πηχτή, γλυκιά, σε ποτηράκι του κονιάκ. Μία γουλιά.
Τις Κυριακές το μεσημέρι, ξαπλώναμε μαζί στο μεγάλο κρεβάτι. Το ράδιο στο κομοδίνο. Γιούτσος, Δομάζος, Παπαϊωάννου…
Όλες μου οι Κυριακές ήταν του πατέρα.