Απόψεις Περιβάλλον

“Των μαστόρων οι κοινότητες” γράφει ο Θοδωρής Αθανασιάδης

………………………….
.
Σε μια εποχή όπου η φύση κυριαρχούσε και καθόριζε τις τύχες των ανθρώπων, οι παλιοί μαστόροι, με πείσμα και μεράκι, με εφευρετικότητα και σεβασμό, έδιναν σχήμα στην πέτρα και στο ξύλο, σήκωναν γερά με αντοχή σπίτια, έχτιζαν στιβαρά γεφύρια, σχολεία και εκκλησίες και τα παρέδιδαν στη μάχη με τον χρόνο.

Η εφεύρεση του τσιμέντου ως υλικού για την κατασκευή σκυροδέματος άλλαξε τον κλασικό τρόπο οικοδόμησης και κυριολεκτικά μεταμόρφωσε ολοκληρωτικά το τοπίο από τα τέλη του 19ου αιώνα.

Από την εποχή της εφεύρεσής του δεν έχουν περάσει ακόμη ούτε 200 χρόνια, αφού το 1824 κατατέθηκε επίσημα το αίτημα για την κατοχύρωση της πατέντας. Κι όμως μέσα σε αυτά τα χρόνια ο κόσμος άλλαξε για πάντα.

Πριν από την εποχή του τσιμέντου και των συγχρόνων κατασκευών της βιομηχανικής εποχής, οι άνθρωποι σε όλον τον πλανήτη, από τους πιο φτωχούς τόπους έως τις πλέον αναπτυγμένες πλούσιες χώρες, εφεύρισκαν διαφορές τεχνικές για να ορθώσουν τις οικοδομές τους και να τις κάνουν γερές ώστε να αντέχουν στον χρόνο και στα στοιχεία της φύσης.

Το μυστικό ήταν στο κουρασάνι

.

Εκείνες τις εποχές το κόστος των κοινοχρήστων κατασκευών ήταν πολύ υψηλό και δεν μπορούσε να το αντέξει ο προϋπολογισμός μιας φτωχής κοινότητας ή το πενιχρό εισόδημα του αγρότη. Για τα δημόσια έργα δημιουργούνταν κοινοπραξίες, όπου οι άρχοντες, η Εκκλησία ή μερικές φορές κάποιος πλούσιος τοπάρχης ή πασάς έβαζαν τα κεφάλαια.

Με τα υλικά της εποχής ήταν πραγματικό επίτευγμα να χτιστεί ένα γεφύρι, μια πολυώροφη οικία, μια μεγαλόπρεπη εκκλησιά, ένα όμορφο τζαμί. Ενα μεγάλο μέρος μιας επιτυχημένης και γερής κατασκευής ήταν το μυστικό της συνδετικής ύλης που θα στερέωνε την πέτρα με την πέτρα.

Το κονίαμα -ή το «κουρασάνι», όπως το έλεγαν οι παλιοί μαστόροι- ήταν ένα πολύπλοκο μίγμα διαφόρων υλικών. Τα πιο κοινά από αυτά ήταν τριμμένο κεραμίδι, άχυρα, νερό, ασβέστης, ελαφρόπετρα, μαλλί, αυγά. Οι αυτοδίδακτοι τεχνίτες κρατούσαν τις διάφορες μεθόδους, που χρησιμοποιούσαν για να δένουν την πέτρα με το κονίαμα και το σίδερο, ως επτασφράγιστο μυστικό. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που πειραματίζονταν με νέα υλικά ή εφεύρισκαν καινούργιες τεχνικές που τις ενσωμάτωναν στην ήδη γνωστή μεθοδολογία.

Οι τεχνικές αυτές δεν αφορούσαν βέβαια μόνο το χτίσιμο, αλλά και την εσωτερική διακόσμηση, τη ζωγραφική των τοίχων και των ταβανιών, την ξυλογλυπτική, την κατασκευή επίπλων και υφασμάτινων ειδών. Οι γνώσεις αυτές μεταφέρονταν προφορικά στις επόμενες γενιές των μαστόρων ως σπάνια και πολύτιμη πληροφορία.

«Κουδαρίτικα», μια άλλη γλώσσα

Η ανάγκη προστασίας της τέχνης τους δημιούργησε και μια νέα συνθηματική γλώσσα, την οποίαν κατείχαν και μιλούσαν μόνο οι μαστόροι, μια γλώσσα που έγινε γνωστή ως «κουδαρίτικα». Ετσι στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα γεννήθηκαν οι συντεχνίες (σινάφια ή ισνάφια) των μαστόρων, ενώ το ίδιο συνέβη λιγότερο ή περισσότερο και σε όλη την προβιομηχανική Ευρώπη. Τα μπουλούκια αυτά απαρτίζονταν από όλες τις τεχνικές ειδικότητες.

Σε αυτά υπήρχαν κιοπρουλήδες, δηλαδή κατασκευαστές γεφυριών, πετράδες και πελεκάνοι (επεξεργαστές της πέτρας), νταμαρτζήδες, ασβεστάδες, πατωματζήδες, επίσης ζωγράφοι και αγιογράφοι, ταλιαδούροι (σκαλιστάδες), μαραγκοί, καλφάδες (το δεξί χέρι του πρωτομάστορα) κι ένα πλήθος από υποψήφια μαστορόπουλα και βοηθούς.

.

Το απόλυτο πρόσταγμα το είχε ο πρωτομάστορας που ήταν και εργολάβος (μόνο αυτός έκλεινε συμφωνίες), εργοδότης (υπεύθυνος για τη μισθοδοσία όλου του μπουλουκιού) και παράλληλα συνέταιρος. Το αλλόκοτο αυτό αμάλγαμα ανθρώπων προερχόταν από μια συγκεκριμένη περιοχή της Ελλάδας και συνήθως -για να έχουν εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλο- ήταν συντοπίτες και συγγενείς.

Τα μπουλούκια έφευγαν από τα χωριά την άνοιξη και περιφέρονταν στα όρια της τότε οθωμανικής αυτοκρατορίας ή ακόμη και έξω από αυτά, χτίζοντας σπίτια, εκκλησίες, τζαμιά, σχολεία, υδραγωγεία, δημοσία κτίρια, βρύσες και γεφύρια.

.

Οι περιοχές που παρήγαγαν άξιους μαστόρους δεν ήταν πολλές στην Ελλάδα. Ολες όμως είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό, καθώς ο τόπος που «γεννούσε» μαστόρους, σε όλες τις περιπτώσεις, ήταν φτωχός, άγονος και ορεινός. Ετσι ομάδες «μαστοροχωρίων» υπάρχουν διάσπαρτες σε όλον τον ορεινό ηπειρωτικό κορμό της Ελλάδας και στην Πελοπόννησο.

Τις γεωγραφικές αυτές ενότητες, που ακόμη και στις μέρες μας παραμένουν γνωστές ως μαστοροχώρια, θα σας τις παρουσιάσουμε σε αυτό το διαφορετικό ταξιδιωτικό μας άρθρο. Ευελπιστούμε πως τα κριτήρια για την επόμενη εκδρομή σας -όποτε φυσικά μας την επιτρέψουν οι συνθήκες της καραντίνας- να μην είναι μόνο ο ξενώνας, το φαγητό και οι φυσικές ομορφιές, αλλά και πολιτιστική ιστορία του τόπου.

Τα «χειροποίητα» χωριά της Κόνιτσας

.

Βορειοδυτικά της Κόνιτσας, ένθεν κακείθεν της κοίτης του ποταμού Σαραντάπορου, στις πλαγιές των βουνών Γράμμου και Σμόλικα, βρίσκεται η πιο γνωστή ενότητα Μαστοροχωρίων της Ελλάδας. Το χωριό με την πιο εύκολη πρόσβαση είναι η Πυρσόγιαννη που απέχει 25 χλμ. από Κόνιτσα και 90 από τα Ιωάννινα.

Ακολουθούν η Βούρπιανη, οι Χιονιάδες, το Ασημοχώρι, ο Γοργοπόταμος, η Οξιά και το Πληκάτι. Στην άλλη πλευρά του ποταμού, στις πλάγιες του Σμόλικα συναντάμε τα χωριά Μοναστήρι, Μόλιστα, Γαναδιό, Πουρνιά, Καστανιά, ή Καστάνιανη, Μοναστήρι, Λαγκάδα.

Κάθε χωριό είχε μια ιδιαίτερη ειδικότητα την οποία καταξίωσαν οι άξιοι μαστόροί του. Ετσι, ενδεικτικά να πούμε πως η Πυρσόγιαννη φημίζονταν για τους πετράδες της, οι Χιονιάδες για τους παραδοσιακούς ζωγράφους – αγιογράφους, ο Γοργοπόταμος για τους ξυλογλύπτες.

Σήμερα σχεδόν σε όλους τους οικισμούς υπάρχουν μικρές υποδομές για διαμονή και φαγητό, ενώ η εύκολη μετάβαση στον εθνικό δρόμο Κόνιτσας – Κοζάνης ευνοεί τις μετακινήσεις προς άλλες περιοχές όπως το Δυτικό Ζαγόρι και τα χωριά των Γρεβενών.

Τα μαστοροχώρια του Βοΐου

.

Ερχόμενοι είτε από τα Γιάννενα (μέσω Κόνιτσας), είτε από Κοζάνη (μέσω Σιάτιστας), στο μέσο περίπου της διαδρομής θα διασταυρωθείτε με τις πετρόχτιστες γειτονιές των Μαστοροχωρίων του Βοΐου. Ο Πεντάλοφος θεωρείται το ιστορικό, πολιτιστικό και οικονομικό κέντρο της περιοχής και το παλιό του όνομα ήταν Ζουπάνι.

Οι Ζουπανιώτες ήταν άριστοι τεχνίτες της πέτρας, xτιστάδες και πελεκητές, περιζήτητοι σε όλη την επικράτεια της τότε oθωμανικής αυτοκρατορίας. Ηταν αυτοί που έxτισαν και αγιογράφησαν μερικά από τα ομορφότερα χωριά και εκκλησίες του Πηλίου.

Ολο το χωριό, αλλά και οι γύρω όμορες κοινότητες όπως το Δίλοφο, το Δασύλλιο, η Καλλονή, διατηρούν τα παραδοσιακά τους χαρακτηριστικά και εντυπωσιάζουν με τα καλοφτιαγμένα πέτρινα σπίτια, τις εκκλησιές και τα γεφύρια. Η περιοχή αν και δεν έχει αξιόλογες υποδομές, εντυπωσιάζει ωστόσο με τον φυσικό και πολιτισμικό της πλούτο.

Τα Τζουμέρκα και οι μαστόροι τους

Γνωστά για την αλπική τους κορμοστασιά, την υπέροχη άγρια φύση τους, τους καταρράκτες και τα ποτάμια τους, τα βουνά αυτά της Ηπείρου είναι περισσότερο δημοφιλή στους λάτρεις της περιπέτειας και της αδρεναλίνης. Ομως ένα μεγάλο πλήθος των οικισμών που υπάρχουν εδώ στις άγονες παρυφές τους αναπτύσσονται τα άγνωστα στους πολλούς μαστοροχώρια των Τζουμέρκων. Ανάμεσά τους είναι η θρυλική Πράμαντα, τα Αγναντα, τα χωριά Κτιστάδες, Ραφταναίοι, Αμπελοχώρι και από την άλλη πλευρά του Αραχθου, το φημισμένο μαστοροχώρι Χουλιαράδες.

Από αυτήν, την οικιστική ενότητα βρήκαν άξιοι τεχνίτες της πέτρας, χτίστες, σιδεράδες, ξυλουργοί και ραφτάδες (το όνομα κάποιων χωριών μαρτυράει και την εξειδίκευση του πληθυσμού του).

Η ευρύτερη περιοχή διαθέτει ποιοτική υποδομή για διαμονή και φαγητό, ενώ οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να κάνουν ράφτινγκ ή καγιάκ στον Αραχθο και τον Καλαρρύτικο ποταμό, ορειβασία στις κορφές των Τζουμέρκων και της Κακαρδίτσας. Οι δρόμοι πλέον έχουν ασφαλτοστρωθεί και συνδέουν μεταξύ τους και τα πλέον απόμακρα και ορεινά χωριά.

Λαγκαδινοί, οι «μάγοι» της πέτρας

.

Κοντά στη Δημητσάνα, στη Βυτίνα και στα άλλα χειμερινά θέρετρα του νομού Αρκαδίας συναντάμε τα ιστορικά Λαγκάδια. Πρόκειται για ένα μεγάλο καλοδιατηρημένο κεφαλοχώρι με σημαντική συνεισφορά στην ιστορία και τα δρώμενα του τόπου. Εκτός των άλλων ήταν ο τόπος των πιο φημισμένων κτιστάδων της Πελοποννήσου.

Ο θρύλος θέλει οι Λαγκαδινοί να έμαθαν τα μυστικά της τέχνης από τους Φράγκους την εποχή της Φραγκοκρατίας, τότε που οι Ευρωπαίοι ευγενείς έστηναν ένα προς ένα τα κάστρα τους στην Πελοπόννησο.

Τα μπουλούκια των Λαγκαδινών «οργώνανε» για πολλούς αιώνες τον Μοριά, χτίζοντας μερικά από τα πιο όμορφα χωριά. Μάλιστα η τέχνη τους είχε τέτοια φήμη που η λέξη Λαγκαδινός θεωρείτο συνώνυμο του μάστορα. Οταν οι παλιοί έβλεπαν να ξεκινά η κατασκευή ενός σπιτιού, κάποιου καμπαναριού ή εκκλησίας, οι ντόπιοι έλεγαν μεταξύ τους «Λαγκαδιανοί πλακώσανε». Η ρήση αυτή παραμένει σε χρήση ακόμα και σήμερα σε πολλά χωριά του Μοριά.

Τα σημερινά Λαγκάδια διαθέτουν ξενώνες, όμορφες ταβέρνες και είναι κοντά σε όλα τα σημαντικά αξιοθέατα της ορεινής Αρκαδίας.

Τα Κλουκινοχώρια του Χελμού

Οι δεκάδες χειμερινοί επισκέπτες που ανηφορίζουν από την παραλιακή Ακράτα για το χειμερινό θέρετρο της Ζαρούχλας σπάνια γνωρίζουν ότι περνούν μέσα από μια μεγάλη συστάδα κοινοτήτων, γνωστών ως Κλουκινοχώρια. Η ονομασία αυτή είναι πιθανόν φράγκικης προέλευσης, καθώς κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας ο Γάλλος Αρχιεπίσκοπος Πατρών Αντέλο παραχώρησε την περιοχή ως μετόχι στο μοναστήρι των Βενεδικτίνων Κλουνί (Cluny) της Γαλλίας, στο οποίο ήταν μοναχός. Ετσι λοιπόν τα χωριά Σόλος, Περιστέρα, Μεσορούγγι, Αγία Βαρβάρα, Χαλκιάνικα, Βουνάκι αλλά και η Ζαρούχλα αποτελούσαν μια ενιαία ανθρωπογεωγραφική ενότητα, γνωστή με την ονομασία Κλουκινοχώρια, ή Κλουκίνες.

Οι Κλουκινοχωρίτες ήταν εξαιρετικοί λιθοξόοι και έμπειροι κτιστάδες. Είχαν δική τους συνθηματική γλώσσα και ανταγωνίζονταν με επιτυχία τους Λαγκαδινούς, Ηπειρώτες και τους Μακεδόνες μαστόρους, χτίζοντας γερές και οικονομικές κατασκευές. Ηταν επίσης γνωστοί με το όνομα «Βαρβαρίτες» τεχνίτες, επειδή πολλοί από αυτούς κατάγονταν από το χωριό Αγία Βαρβάρα. Με την ευστροφία τους, την εφευρετικότητά τους, την τεχνική και την καπατσοσύνη τους, έδιναν προσιτές τιμές και κατάφερναν να κλείνουν σημαντικές δουλειές. Πολλά από τα έργα τους αντέχουν ακόμη και σήμερα.

.

📍 Κείμενο – φωτογραφίες: Θοδωρής Αθανασιάδης / viewsofgreece.gr

banner-article

Ροη ειδήσεων