“Ο φόβος του κορονοϊού βλάπτει σοβαρά και τη δημοκρατία” γράφει ο Ηλίας Γιαννακόπουλος
«Ο φόβος είναι το θεμέλιο κάθε κυβερνητικής εξουσίας»
(Τζων Άνταμς, Αμερικανός πρόεδρος)
Πολλοί συνωμοσιολόγοι και οι «εργολάβοι της συμφοράς» διατείνονται πως οι πολιτικές κυβερνήσεις σε όλον τον κόσμο χρησιμοποιούν την επιδημιολογική κρίση για να σταθεροποιήσουν την εξουσία τους και να προωθήσουν τα «αντιλαϊκά μέτρα». Όπλο τους ο φόβος που προκαλείται από την επέλαση του κορονοϊού και η αβεβαιότητα που απορρέει από τη θανατηφόρα λειτουργία του. Αρωγός στα κυβερνητικά σχέδια – σύμφωνα πάντα με τους πολιτικούς σχολιαστές και τους καχύποπτους της εξουσίας – τα Μ.Μ.Ε. και τα κοινωνικά δίκτυα που σε καθημερινή βάση προβάλλουν εικόνες κρουσμάτων – θανάτων Covid-19 και διακινούν πληροφορίες για το χειρότερο που έρχεται.
Η πανδημία του κορονοϊού επέβαλε μία νέα κατάσταση – πρωτόγνωρη για όλες τις χώρες. Όλα τα κράτη αναγκάστηκαν να λάβουν αυστηρά μέτρα με στόχο τη δημόσια υγεία. Έμμεσα στους πολίτες τέθηκε το ερώτημα – δίλημμα: Υγεία ή Ελευθερία; Μπροστά σε αυτό το δίλημμα οι πολίτες στην πλειοψηφία τους δέχτηκαν – αδιαμαρτύρητα – μέτρα που παραβιάζουν ατομικά και κοινωνικά τους δικαιώματα, όπως περιορισμός κυκλοφορίας, απαγόρευση συναθροίσεων, συλλογή προσωπικών δεδομένων και πολλά άλλα που προκαλούν προβληματισμό για το μέλλον της δημοκρατίας.
Η μακάβρια καταμέτρηση και προβολή των νεκρών του covid 19 προκαλεί φόβο όχι για τη ζωή μας αλλά και για το περιεχόμενο και το μέλλον της δημοκρατίας. Σιγά – σιγά ο φόβος «πολιτικοποιείται» και εντάσσεται στους μηχανισμούς της πολιτικής κοινωνικοποίησης, δηλαδή της πολιτικοποίησης των νέων μελών της πολιτικής μας κοινωνίας. Ο Ζαν Πωλ Σατρ το είχε επισημάνει:
«Πρέπει να φοβάσαι παιδί μου. Έτσι θα γίνεις νομοταγής πολίτης».
Μία θεωρία φόβου;
«Ο καλύτερος τρόπος για να έχεις τους πολίτες υποταγμένους, είναι να τους γεμίσεις με το φόβο για τη ζωή τους ή το φόβο της στέρησης». Η παραπάνω θέση αποτελεί το βασικό αξίωμα όλων εκείνων που στοχεύουν στη χειραγώγηση των μαζών μέσα από τον έλεγχο των βασικών τους συναισθημάτων. Προπαγανδίζοντας το φόβο ενσπείρεις στους πολίτες την αγωνία, την ανησυχία ή και την απελπισία για τα μελλούμενα. Όσο πιο γενικό είναι το αίτιο του φόβου (οικονομικός όλεθρος – κοινωνική κατάρρευση – προσωπική αποτυχία) τόσο εντονότερες είναι και οι παρενέργειές του. Έτσι ο πολίτης αναζητά τρόπους συγκεκριμενοποίησης της βασικής αιτίας του φόβου αλλά και τρόπους καταγραφής των πιθανών συνεπειών που θα προκύψουν από το αντικείμενο του φόβου (οικονομική ανέχεια, κοινωνική υποβάθμιση…).
Η πολιτική χρήση – κατάχρηση του φόβου πηγάζει εν μέρει κι από την «κακή ανάγνωση» της αρχής της «αβεβαιότητας» του Βέρνερ Χάιζενμπεργκ που το 1927 όρισε πως «είναι αδύνατο να προσδιορίσουμε με ακρίβεια συγχρόνως τη θέση και την ορμή ενός μικρού σωματιδίου». Έκτοτε οι έννοιες της απροσδιοριστίας, της ασυνέπειας και της ανακολουθίας κυριαρχούν όχι μόνο στο επίπεδο των φυσικών επιστημών αλλά και σε άλλους τομείς της ζωής. Εξάλλου οι ειδικοί της προπαγάνδας εύκολα χρησιμοποιούν όρους από τις θετικές επιστήμες και τις προσαρμόζουν προς ίδιον όφελος στα δικά τους σχέδια. Το στοιχείο δηλαδή της «αβεβαιότητας» μεταφράστηκε ως αδυναμία επιβολής της κανονικότητας – σταθερότητας τόσο σε επίπεδο οικονομικό όσο και στο κοινωνικοπολιτικό. Η τυχαιότητα που απορρέει από όλα τα παραπάνω γεννά και ενισχύει τους φόβους των ανθρώπων – λαών για το μέλλον.
Μια καθαρά επιστημονική ανακάλυψη («αρχή της αβεβαιότητας») έδωσε επιχειρήματα σε όλους εκείνους που εξουσιάζουν τη σκέψη και το φρόνημα των ανθρώπων. Ο καλύτερος τρόπος να εξουσιάζεις τις συνειδήσεις αλλά και τη συμπεριφορά τους είναι η τέχνη να «κυβερνάς τα συναισθήματά» τους. Επειδή, όμως, αυτά είναι ακαθόριστα στον προσδιορισμό τους, το έργο των διαχειριστών αυτών δυσκολεύει. Λύση στη διαχείριση – έλεγχο των συναισθημάτων είναι ο φόβος σε όλες τις αποχρώσεις του. Το στοιχείο της αταξίας και της μη προβλεψιμότητας είναι ο χώρος που συγκλίνουν και συναντώνται η «αρχή της αβεβαιότητας» και ο φόβος, ως τεχνική – εργαλείο χειραγώγησης των μαζών.
Μία σχέση, βέβαια, καταχρηστική, παράνομη, ανήθικη και επικίνδυνη. Ποιο δικαστήριο, όμως, θα βρει τους ενόχους και ποιο δικαιϊκό σύστημα θα ανιχνεύσει την κατάχρηση. Εξάλλου δεν είναι η πρώτη φορά που μια επιστημονική ανακάλυψη κατέστη όπλο για ηθικά και κοινωνικά εγκλήματα.
Φόβος και δημοκρατία
Όταν ένα άτομο, ένας λαός βρίσκονται κάτω από την κυριαρχία του φόβου τότε παρατηρούνται δυσλειτουργίες στην πολιτική όσο και στην εύρυθμη λειτουργία της δημοκρατίας. Αυτό εύκολα διαπιστώνεται αφού το άτομο παύει να λειτουργεί ως πολίτης και κατακλύζεται από το φόβο της επιβίωσης. Η ελευθερία σκέψης και ο ορθολογισμός που πλέκουν τον ιστό της πολιτικής συμπεριφοράς και της δημοκρατίας υποχωρούν ή αλλοιώνονται. Αυτό συμβαίνει γιατί ο φόβος δημιουργεί ένα κλίμα ρευστότητας κι απρόβλεπτων αλλαγών που αποδομούν το αίσθημα της ασφάλειας που πλήθους των πολιτών. Η αβεβαιότητα που διαχέεται σε κάθε πτυχή της ατομικής και κοινωνικής ζωής παραλύει τους αμυντικούς μηχανισμούς του υποκειμένου και τους στρέφει αποκλειστικά σε ατραπούς που οδηγούν σε απαντήσεις για το «ζην».
Το άτομο, δηλαδή, προσπαθεί να ισορροπήσει πάνω σε ένα πεδίο όπου διεξάγεται μια πάλη ανάμεσα στην τάξη (αιτιοκρατία – δημοκρατία – ορθολογισμός) και στην αταξία (φόβος – αβεβαιότητα – απροσδιοριστία). Αποτέλεσμα η αύξηση της «εντροπίας» που μετράει την αβεβαιότητα που υπάρχει σε ένα σύστημα, σύμφωνα με το δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής.
Εκείνο, ωστόσο, το στοιχείο στο οποίο συγκλίνουν ο φόβος και η δημοκρατία είναι η συνείδηση του ανθρώπου ως πολιτικού υποκειμένου. Ειδικότερα ο ρόλος της συνείδησης έχει αναγνωριστεί και καταγραφεί με ενάργεια από τους ψυχολόγους και κοινωνιολόγους. Συγκεκριμένα η συνείδηση βοηθά τον άνθρωπο να προσδιορίσει τη θέση του μέσα στον κόσμο. Με αυτήν οργανώνει, ελέγχει, τις ψυχικές και πνευματικές του ιδιότητες. Γνωρίζει τον εαυτό του και κυριαρχεί στις πράξεις του.
Παράλληλα με τη συνδρομή της συνείδησης αποκτά έναν ηθικό κώδικα με βάση τον οποίο προσδιορίζει τα καθήκοντα και τις ευθύνες του. Εκφέρει κρίσεις για την αξία ή την απαξία των ανθρώπινων επιλογών. Επίσης από την απόκτηση της ομαδικής συνείδησης πηγάζει η πολιτική ευθύνη και συμμετοχή. Αναγνωρίζεται, δηλαδή, η αμφίδρομη σχέση ατόμου – ομάδας – κοινωνικού συνόλου και γεννιέται η συλλογικότητα και ο αλτρουισμός. Η συνείδηση στο πεδίο αυτό καθορίζει το περιεχόμενο της σφαίρας του Εγώ και του Εμείς. Αυτή πάλι διασώζει την ατομικότητά μας και μας προστατεύει έτσι ώστε η ομαδικότητα να μην εκφυλιστεί σε μάζα, όχλο.
«Oderint, dum metnant»
(Ας με μισούν, αρκεί να με φοβούνται, Καλιγούλας)
Η εξουσία του φόβου
Όλα τα παραπάνω, όμως, συνυφαίνουν το πλαίσιο μιας υγιούς πολιτικής ζωής και δημοκρατίας. Όταν αυτά χάνονται ή υποχωρούν τότε και η πολιτική όσο και η δημοκρατία υπολειτουργούν. Γιατί και οι δύο εδράζονται στην πνευματικότητα του ανθρώπου πολίτη που έχει συνείδηση του κοινωνικού του ρόλου και δρα με γνώμονα το κοινωνικό καλό χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αδιαφορεί για την προαγωγή του ατομικού συμφέροντος. Στην πολιτική και τη δημοκρατία κυριαρχεί το μέτρο και η αρμονία ως η αναγκαία σύνθεση των αντιθέτων. Αυτήν ακριβώς, όμως, την αρμονία και την κατάκτηση του μέτρου διαβρώνει ο προπαγανδιστικός φόβος των ταγών της εξουσίας. Τότε το άτομο ρέπει σε ακραίες καταστάσεις και η πολιτική ζωή όπως και η δημοκρατία αδυνατούν να λειτουργήσουν με υγιή τρόπο.
Έτσι χάνεται η ισορροπία, εκλείπει η δικαιοσύνη και πλεονάζει ο τρόμος και η εχθρότητα. Το αρχαίο δίπολο «Ύβρις – Άτη» αποκαθιστά την ισορροπία αλλά με τραγικές συνέπειες για όλους «Ήλιος ουχ υπερβήσεται μέτρα∙ ει δε μη, ερινύες μιν δίκης επίκουροι εξευρήσουσι» (Ηράκλειτος).
Ειπώθηκε πως «τίποτα δεν προοδεύει μέσω του τρόμου – φόβου, εκτός από τον ίδιο τον τρόμο – φόβο» (Βάνεγκεμ). Κι αυτό γιατί ο φόβος ναρκώνει τη συνείδηση, συρρικνώνει την κρίση και αδυνατίζει την εσωτερική όραση. Θριαμβεύει η αδιαφορία για το κοινωνικό συμφέρον και ο αυτοεγκλεισμός στο βασίλειο του εγώ. Ο φόβος ακρωτηριάζει τα συναισθήματα του ανθρώπου και δημιουργεί αγέλες ανθρώπων που αναζητούν την ασφάλεια και τη δύναμή τους στους ισχυρούς. Ο μεσσιανισμός καραδοκεί κι ο λαϊκισμός ανθοφορεί. Συγκροτείται, δηλαδή, μια μάζα, μια αγέλη εξουδετερωμένων ανθρώπων.
Όσοι, λοιπόν, επενδύουν στο φόβο δεν αναπηριάζουν μόνο το λαό αλλά δηλητηριάζουν και τη δημοκρατία. Ο φοβισμένος άνθρωπος δεν αποτελεί μόνο νεκρό κύτταρο για τη δημοκρατία αλλά καθίσταται επικίνδυνος και για τους προπαγανδιστές του φόβου. Γιατί ο φόβος έχει είσοδο αλλά δεν έχει έξοδο, όπως οι τυραννίες – δικτατορίες. Κι αυτό γιατί ο φόβος δίνει διέξοδο στον πρωτογονισμό, στην αταξία και στα χαώδη συναισθήματα. Ωστόσο η δημοκρατία στηρίζεται στο Λόγο, στην αρμονία και στα έλλογα επιχειρήματα.
Όταν, λοιπόν, κάποιοι επιλέγουν το φόβο αντί για την πολιτική σκέψη, τότε η θέση του Μπρεχτ φαντάζει ισχυρή, όσο ποτέ άλλοτε: «Απ’ όλες τις αμφισβητήσεις, η ομορφότερη είναι αυτή που οι αδύνατοι και οι φοβισμένοι σηκώνουν το κεφάλι και αμφισβητούν τη δύναμη των ισχυρών».
«Ησυχία είχεν ο δήμος…»
Μπορεί οι συνωμοσιολογούντες στις συνθήκες που επέβαλε ο κορονοϊός να προκαλούν τη «λογική» μας και να δυσκολεύουν τους επιστήμονες και τους κυβερνώντες, αλλά και ο «δήμος» – λαός δεν πρέπει να «ησυχάζει» από το φόβο. Διαφορετικά θα βιώσουμε την κατάσταση της αθηναϊκής δημοκρατίας, όπως εύστοχα την καταγράφει ο Θουκυδίδης, με κυρίαρχο συναίσθημα το φόβο.
«Ησυχίαν είχεν ο δήμος και αντέλεγεν ουδείς, δεδιώς και ορών ότι πολύ το ξυνεστηκός»
(Ο λαός ησύχαζε – σώπαινε, και κανείς δεν μιλούσε, γιατί ήταν φοβισμένος και έβλεπε πως οι συνωμότες ήταν πολλοί).
—————-
ΙΔΕΟπολις