Βασίλης Νιτσιάκος*
–
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ πού μ’ είδες. Με είδες στα ταπεινά εικονoστάσια. Στα ρημαγμένα ξωκλήσια. Στα ξεχασμένα μοναστήρια, Σε σταυροδρόμια και τρίστρατα. Με είδες στα υπέρθυρα χαμόσπιτων αλλά και στις πολυκατοικίες, καπνισμένον από πασχαλιάτικη λαμπάδα. Στο μέτωπο και στα χέρια κοριτσιών του ρουμ μιλέτ. Στα κεντήματα, στην προίκα κοριτσιών από την επαρχία. Στα σαμάρια των κυρατζήδων, φυλαχτό από πρόκες πετάλων. Στις καλύβες των Σαρακατσαναίων, στις κορυφές, μα από κλαδί χαμόδεντρου.
Με είδες στα παιχνίδια των παιδιών από αλάτι. Στις τελετές των μεγάλων για την αναβροχιά. Στην αγιαστούρα του παπά τις πρωτομηνιές. Τα Φώτα, στα ποτάμια, στις πηγές, στις θάλασσες να με βουτάνε παλικάρια.
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ που μ’ είδες. Στην ποίηση του Καββαδία, του Σεφέρη, του Ελύτη. Στους πίνακες του Θεόφιλου,του Κόντογλου, στου Λουμπαδιάρη. Στου Παπαδιαμάντη αλλά και του Πεντζίκη τις γραφές. Στα ξόρκια και τις επωδές. Στα ξεματιάσματα. Στις προσευχές.
Θα σου θυμίσω. Στα βαφτίσια, στο πρώτο κούρεμα. Στο χρίσμα. Στους αρραβώνες και στους γάμους. Στα στεφανώματα και στις υποδοχές, με μέλι και με βούτυρο, στις ‘ξώπορτες. Στα κατευόδια. Στα περάσματα, στην ξενιτιά, στον άλλο κόσμο. Στους νόστους, στα πιστρόφια.
Και τώρα; Πώς βρέθηκες εδώ τόσο ψηλός, θεόρατος και τσιμεντένιος;
Σαν με ρωτάς, θα σου το πω, θα σου το μολογήσω: με βάλανε εδώ ψηλά για με βλέπουν όλοι. Γιατί ο κόσμος πια δεν βλέπει με τα μάτια της ψυχής. Με βάλανε εδώ ψηλά για να με βλέπουν οι Άλλοι. Να μην ξεχνούν ότι ο δικός μου ο Θεός είναι ψηλότερα, τον τόπο διαφεντεύει. Να μην ξεχνούν πως αγρυπνώ και πως φρουρώ τον τόπο. Και να με βλέπουν κι από ‘κει, να μην αλησμονούνε. Να με βλέπουν οι δικοί, να με φοβούνται οι Άλλοι.
Σαν με ρωτάς, θα σου το πω: οι θεοί, όπως κι οι άνθρωποι, δεν είναι όλοι ίσοι. Υπάρχουν περούσιοι και παρακατιανοί λαοί. Υπάρχουν φυλές ευλογημένες κι άλλες καταραμένες. Υπάρχουν άνθρωποι που διάλεξε ο Θεός και άλλοι του διαβόλου. Εγώ είμαι εδώ για τους καλούς, να τους θυμίζω το καλό. Για τους κακούς, να τους θυμίζω την κακία τους. Ώσπου να έρθει η ώρα. Να λυτρωθούμε απ’ το Κακό, από τον κάθε Άλλο. Να κυριεύσει το Καλό. Να λάμψει η Αλήθεια.
*Ο Β. Νιτσιάκος είναι Καθηγητής της Κοινωνικής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.