Ομιλία του Μητροπολίτη Βέροιας με θέμα: “Κορωνοϊός και Θεία Κοινωνία” (video)
Τη Δευτέρα 4 Ιανουαρίου το απόγευμα το Γραφείο Ποιμαντικής Διακονίας της Ιεράς Μητροπόλεως Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας πραγματοποίησε την καθιερωμένη «Σύναξη Αναγνωστών και Ιεροπαίδων», με το πρόσφορο μέσο του διαδικτύου, καθώς καθίσταται αδύνατη η προσωπική επικοινωνία.
Παρά τα περιοριστικά μέτρα της πανδημίας, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων, εμπνευστής αυτής της προσπάθειας, επιθυμεί να διατηρηθεί ζωντανή η επικοινωνία με το ποίμνιο της τοπικής Εκκλησίας και ιδιαίτερα με τους νέους.
Στην αρχή ο Σεβασμιώτατος ανέπτυξε το θέμα: «Κορωνοϊός και Θεία Κοινωνία», με αφορμή την πολεμική που ασκείται στις ημέρες μας εναντίον του μυστηρίου, ενώ στη συνέχεια το λόγο έλαβαν τα παιδιά, τα οποία μέσα από τρεις ομάδες θεματικής εργασίας αναφέρθηκαν στις εμπειρίες τους από την Θεία Λατρεία, στην σχέση τους με τον Ιερέα και τον Λειτουργό, στην στάση τους μέσα στον Ιερό Ναό και έθεσαν ερωτήματα προς τον Σεβασμιώτατο, πραγματοποιώντας με αυτόν τον τρόπο έναν γόνιμο διάλογο.
Τέλος τον λόγο έλαβε και πάλι ο Σεβασμιώτατος, ο οποίος ευχαρίστησε τους συμμετέχοντες και όσους κοπίασαν για αυτή την πρώτη διαδικτυακή «Σύναξη Αναγνωστών και Ιεροπαίδων» και ευχήθηκε ο Πανάγαθος Θεός να μας απαλλάξει σύντομα από τον μεγάλο πειρασμό.
Ο Σεβασμιώτατος στην ομιλία του ανέφερε μεταξύ άλλων: Κάθε χρόνο τέτοια ἡμέρα ἡ Ἱερά Μητρόπολή μας εἶχε καθιερώσει καί πραγματοποιοῦσε μία συνάντηση μέ τούς πιό νεαρούς συνεργάτες της, ὅλους ἐσᾶς πού διακονεῖτε στό ἱερό Βῆμα ἤ στά ἱερά ἀναλόγια τῶν ἐνοριῶν σας καί βοηθᾶτε τούς ἱερεῖς μας στήν τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας καί ἄλλων ἱερῶν μυστηρίων καί ἀκολουθιῶν τῆς Ἐκκλησίας μας.
Δυστυχῶς ἡ πανδημία καί τά μέτρα πού ἐφαρμόζονται γιά τήν προστασία μας ἀπό αὐτήν, δέν μᾶς ἐπέτρεψαν φέτος τήν πραγματοποίηση τῆς συναντήσεως αὐτῆς στούς φιλόξενους χώρους τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Δοβρᾶ, ὅπως συνέβαινε τά προηγούμενα χρόνια. Ἡ τεχνολογία ὅμως μᾶς δίδει τήν εὐκαιρία νά συναντηθοῦμε ἔστω καί μέ αὐτό τόν τρόπο, μέσα ἀπό τό διαδίκτυο, νά ἀνταλλάξουμε εὐχές γιά τόν νέο χρόνο καί ἐπίκαιρες σκέψεις, ὥστε νά αἰσθανθοῦμε ὅτι εἴμαστε καί πάλι ὅλοι μαζί καί νά ἀντλήσουμε δύναμη ἀπό αὐτή τήν ἐπικοινωνία μας.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ χρόνος πού ἀποχαιρετίσαμε πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες ἦταν ἕνας χρόνος μέ πολλές δυσκολίες, καθώς ἕνας μικρός καί ἄγνωστος στήν ἀνθρωπότητα καί στήν ἐπιστημονική κοινότητα ἰός ἄλλαξε τή ζωή μας καί τίς συνήθειές μας, μᾶς περιόρισε στά σπίτια μας, μᾶς στέρησε τή χαρά τῆς μεταξύ μας ἐπικοινωνίας καί τῆς συμμετοχῆς μας στή λατρευτική καί μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας. Στέρησε ἀκόμη σέ σᾶς τό σχολεῖο σας, τίς παρέες σας, κάποιους μεγαλύτερους στήν ἡλικία συγγενεῖς σας καί ὁδήγησε, δυστυχῶς, πολλούς συνανθρώπους μας στό νοσοκομεῖο ἤ καί στόν θάνατο.
Ἡ πανδημία ἦταν καί εἶναι μία δοκιμασία τήν ὁποία κανείς μας δέν εἶχε φαντασθεῖ καί κανείς δέν περίμενε, ὅμως ἦρθε καί ἄλλαξε πολλά γύρω μας καί ἴσως καί μέσα μας, γιατί κάποιοι προσπάθησαν ἐκμεταλλευόμενοι τούς περιορισμούς πού ἐπέβαλλε ἡ πανδημία νά θέσουν ἐρωτηματικά καί νά ἐπιχειρήσουν νά ἀμφισβητήσουν τήν πίστη μας καί τόν σύνδεσμό μας μέ τήν Ἐκκλησία. Ἄλλοι κατηγόρησαν τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία μέ αἴσθημα εὐθύνης ἀλλά καί συναίσθηση τοῦ χρέους της νά προστατεύσει τούς ἀνθρώπους ἀπό τήν πανδημία ἀκολούθησε τίς ὑποδείξεις τῶν εἰδικῶν ἐπιστημόνων καί τῆς πολιτείας. Ἄλλοι πάλι συκοφάντησαν τό ἱερώτατο μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, τό μυστήριο τῶν μυστηρίων γιά τήν Ἐκκλησία καί τήν πίστη μας, λέγοντας ὅτι δῆθεν μεταδίδεται μέσω τῆς θείας Κοινωνίας ὁ κορωνοϊός, καί γι᾽ αὐτό θά πρέπει νά ἀπαγορευθεῖ ἡ συμμετοχή τῶν πιστῶν στό μυστήριο.
Ἡ Ἐκκλησία μας θεωρώντας τήν ἀνθρώπινη ζωή καί τήν ὑγεία δῶρα τοῦ Θεοῦ, τά ὁποῖα ὁ ἄνθρωπος ἔχει ὑποχρέωση νά προστατεύσει τόσο γιά τόν ἑαυτό του ὅσο καί ἀπό ἀγάπη καί σεβασμό πρός τούς ἀδελφούς του, ἐφάρμοσε τά μέτρα προφυλάξεως γιά τήν ἐξάπλωση τοῦ ἰοῦ καί σύστησε καί σέ ὅλους νά τά ἐφαρμόζουν, ἔστω καί ἄν, ὅπως εἶπα, κατηγορήθηκαν καί συκοφαντήθηκαν οἱ ἱερεῖς καί οἱ Ἐπίσκοποι ὅτι δῆθεν κλείσαμε τίς ἐκκλησίες, ἐπειδή δέν πιστεύουμε στόν Θεό πού προστατεύει ὅσους τόν πιστεύουν.
Ὁ Θεός, ἀσφαλῶς, μᾶς προστατεύει μέ τή χάρη του, ἀλλά μᾶς δίνει καί τά μέσα γιά νά προφυλαχθοῦμε καί μόνοι μας, μᾶς δίνει καί τούς ἰατρούς καί τά φάρμακα τά ὁποῖα πρέπει νά λαμβάνουμε γιά νά μήν ἀσθενοῦμε. Καί ὅπως ἀκολουθοῦμε τίς ὁδηγίες τῶν ἰατρῶν γιά ὅλες τίς ἄλλες ἀσθένειες, τό ἴδιο ἔπρεπε νά κάνουμε καί γι᾽ αὐτήν τήν ἀσθένεια, τήν τόσο ἐπικίνδυνη καί θανατηφόρα.
Ἄν αὐτή ἦταν μία ὑπεύθυνη στάση ἀπό πλευρᾶς τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐξίσου ὑπεύθυνη ἦταν καί ἡ ἀντίδρασή της ἀπέναντι σέ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι εἴτε ἀπό ἄγνοια εἴτε ἀπό σκοπιμότητα ὑποστήριζαν ὅτι τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας καί ἡ μετάδοσή του στούς πιστούς ἀποτελεῖ ἑστία μεταδόσεως τοῦ κορωνοϊοῦ. Ἡ συκοφαντία αὐτή ἔπληττε τήν οὐσία τῆς πίστεώς μας, ἀμφισβητοῦσε τόν μυστηριακό χαρακτήρα τῆς θείας λατρείας, ἀγνοοῦσε τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τήν παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο ἐπικαλεῖται ὁ Ἐπίσκοπος ἤ ὁ λειτουργῶν ἱερέας σέ κάθε θεία λειτουργία καί τό ὁποῖο κατέρχεται καί μεταβάλλει καί μετουσιώνει τόν ἄρτο καί τόν οἶνο σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ. Διότι μετέχοντας στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας δέν κοινωνοῦμε ἄρτο καί οἶνο, τά ὁποῖα δέν ἀποτελοῦν ἁπλῶς καί μόνο σύμβολα τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά τό ἴδιο τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, καί ἑνούμεθα μέ αὐτά καί γινόμεθα «σύσσωμοι καί σύναιμοι Χριστοῦ».
Αὐτή εἶναι ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τό μυστήριο τῆς θείας Εὑχαριστίας. Γιά ἐμᾶς τούς Ὀρθοδόξους ἡ θεία Κοινωνία πού μεταλαμβάνουμε εἶναι αὐτό τό Σῶμα καί τό Αἶμα τοῦ Χριστοῦ, δέν εἶναι ἄρτος καί οἶνος, ψωμί καί κρασί. Μπορεῖ νά μήν εἴμαστε σέ θέση νά τό συλλάβουμε μέ τόν ἀνθρώπινο νοῦ μας, ἀλλά ὑπάρχουν πολλές καί θαυμαστές μαρτυρίες ὅτι εἶναι ἀκριβῶς ἔτσι. Καί αὐτό συμβαίνει κατά θεία οἰκονομία, γιά νά μήν διστάζουμε νά πλησιάσουμε στό μυστήριο, ὅπως θά συνέβαινε, ἐάν βλέπαμε πράγματι Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ.
Ὁ Θεός καλύπτεται κάτω ἀπό τόν ἄρτον καί τόν οἶνον γιά νά ἐξυπηρετήσει τήν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νά δεῖ μέ γυμνό μάτι καί φάγει τή σάρκα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ὅσιος Ἀρσένιος, πού ἔζησε τόν 5ο αἰώνα, διηγήθηκε στούς μαθητές του τήν ἀκόλουθη ἱστορία.
Κάποτε ἕνας ἀναχωρητής πού ἦταν εὐλαβής ἀλλά ἀμαθής δέν ἤθελε νά παραδεχθεῖ πώς ὁ Ἄρτος εἶναι Σῶμα τοῦ Κυρίου. Ἐπιχείρησαν πολλοί γέροντες νά τοῦ ἐξηγήσουν τήν ὀρθή πίστη τῆς Ἐκκλησίας γιά τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἀλλά ἐκεῖνος παρέμενε στήν πλάνη του καί δέν ἤθελε νά τούς ἀκούσει. Μιά Κυριακή, λοιπόν, ὁ ἀναχωρητής ἔτυχε νά παρακολουθεῖ τή θεία Λειτουργία μέσα τό Ἅγιο Βῆμα. Τή στιγμή, λοιπόν, πού ὁ ἱερεύς πῆρε τό πρόσφορο στά χέρια του γιά νά προσκομίσει, ὁ ἀσκητής εἶδε κατάπληκτος ἕνα βρέφος ξαπλωμένο ἐπάνω στήν Ἁγία Τράπεζα. Καί ὅταν ἄρχισε ὁ λειτουργός νά διαμελίζει τόν Ἄρτο, τότε φάνηκε ἐπάνω ἀπό τό Θυσιαστήριο ἕνας Ἄγγελος Κυρίου, πού κρατοῦσε μία μάχαιρα στά χέρια του καί διαμέλιζε καί αὐτός μαζί μέ τόν ἱερέα τό θεῖο Βρέφος καί ἔχυνε τό Αἷμα στό Ἅγιο Ποτήριο.
Ταράχτηκε ὁ ἀναχωρητής καί τρόμαξε ἀπό τό φρικτό θέαμα πού ἐκτυλισσόταν ἐνώπιόν του. Δέν μποροῦσε νά μιλήσει καί νά ἀντιδράσει γιά ὅσα ἔβλεπε, ἀλλά ἄρχισε νά ὑποψιάζεται γιά ποιόν λόγο συνέβαιναν ὅλα αὐτά.
Ὅμως ὁ Θεός εἶχε καί ἄλλες ἀποκαλύψεις γιά τόν ἀναχωρητή. Πηγαίνοντας στή συνέχεια νά κοινωνήσει εἶδε στό Ἅγιο Ποτήριο ἀνθρώπινη σάρκα βαμμένη μέ τό αἷμα. Συγκλονίστηκε τότε ἀκόμα περισσότερο καί κλαίγοντας ὁμολόγησε τήν πλάνη του καί παρακάλεσε τόν Θεό νά σκεπάσει μέ τή Χάρη του τά θεῖα Μυστήρια, ὥστε νά κοινωνήσει. Καί ὅταν ἔγινε αὐτό, τότε μέ δάκρυα στά μάτια καί μετανιωμένος ζήτησε συγχώρηση ἀπό τόν Χριστό, ὄχι μόνο γιά τήν ἀπιστία του ἀλλά καί γιατί τοῦ ἀποκάλυψε μέ τόσο φανερό τρόπο τό μυστήριό του.
Τό περιστατικό ὅμως αὐτό δέν εἶναι τό μόνο πού μᾶς παραδίδεται σχετικά μέ τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Διάλογος, πάπας τῆς Ρώμης τόν 6ο αἰώνα, περιγράφει ἕνα παρόμοιο θαυμαστό γεγονός.
Κάποια γυναίκα στή Ρώμη ἑτοίμασε πρόσφορα καί τά ἔφερε στόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Διάλογο, στόν ναό πού θά λειτουργοῦσε. Ὅταν ἔφθασε ἡ ὥρα τῆς θείας Κοινωνίας ἡ γυναίκα αὐτή πλησίασε νά μεταλάβει. Τή στιγμή πού ὁ ἅγιος Γρηγόριος θά τήν κοινωνοῦσε, ἐκείνη γέλασε. Ὁ Ἅγιος σταμάτησε καί τήν ρώτησε: «Γιά ποιόν λόγο γέλασες;» «Πῶς νά μή γελάσω», ἀπάντησε ἡ γυναίκα, «ἀφοῦ ἐγώ ἡ ἴδια, μέ τά χέρια μου, ἔψησα αὐτόν τόν ἄρτο καί ἐσύ λές ὅτι αὐτό εἶναι ἀληθινό Σῶμα Χριστοῦ;»
Τότε ὁ ἅγιος Γρηγόριος σήκωσε τά μάτια του στόν οὐρανό καί προσευχήθηκε στόν Θεό νά πείσει αὐτή τή γυναίκα ὅτι μεταλαμβάνει τό ἀληθινό Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Καί μέ τήν προσευχή του ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος μετατράπηκαν ξαφνικά σέ ἀληθινό ἀνθρώπινο Σῶμα καί Αἷμα. Καί βλέποντας αὐτό ἡ γυναίκα ἄρχισε νά τρέμει ἀπό φόβο. Τότε ὁ ἅγιος Γρηγόριος προσευχήθηκε πάλι, καί μέ τήν προσευχή του τό σῶμα καί τό αἷμα μετατράπηκαν ξανά σέ ἄρτο καί οἶνο καί ἡ γυναίκα μπόρεσε νά μεταλάβει. Ἀπό τότε ποτέ πλέον δέν σκέφθηκε ὅτι δέν ἦταν Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ αὐτό πού μεταλάμβανε, καί εὐχαριστοῦσε τόν Χριστό πού τῆς ἔδειξε τήν ἀλήθεια μέ αὐτό τό θαῦμα.
Θά ἤθελα ὅμως νά σᾶς ἀφηγηθῶ καί δύο ἀκόμη παρόμοια περιστατικά πού εἶναι πολύ χαρακτηριστικά γιά τό θαῦμα πού συντελεῖται στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας.
Ζοῦσε στή χώρα τῶν Ἀλαμανῶν ἕνας ἱερέας πολύ ἐνάρετος, ὁ Πελάγιος, ὁ ὁποῖος εἶχε μεγάλη εὐλάβεια στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Ὁ διάβολος ὅμως τόν φθόνησε καί τοῦ ἔβαλε λογισμό ἀπιστίας γιά τή θεία Κοινωνία. «Πῶς εἶναι δυνατόν», σκεφτόταν, «νά γίνονται τό ψωμί Σῶμα καί τό κρασί Αἷμα Χριστοῦ;»
Ἀπό αὐτόν τόν λογισμό ἔπεφτε σέ μεγάλη θλίψη, ἀλλά δέν τολμοῦσε νά συμβουλευθεῖ κανέναν ἄνθρωπο. Γι᾽ αὐτό καί προσέτρεξε στήν Παναγία καί τήν παρακάλεσε νά τόν πληροφορήσει.
Κάποια ἡμέρα, λοιπόν, ἐνῶ λειτουργοῦσε, ὅταν ἔφθασε στό «Ἐξαιρέτως τῆς Παναγίας ἀχράντου …» ἐξαφανίσθηκε ἀπό τό δισκάριο ὁ ἅγιος Ἄρτος. Ἐρεύνησε ὁ Πελάγιος τριγύρω, ἀλλά δέν τόν βρῆκε. «Παναγία μου!» φώναξε τρομαγμένος «γνωρίζω ὅτι γιά τήν ὀλιγοπιστία καί τήν ἀμφιβολία μου μέ σιχάθηκε ὁ Χριστός κι ἔφυγε ἀπό μπροστά μου γιά νά μήν κοινωνήσω ὁ ἀνάξιος. Ἐσύ ὅμως παρακάλεσέ τον νά μέ συγχωρήσει».
Βλέπει τότε μπροστά στήν Ἁγία Τράπεζα τήν Παναγία μέ τό θεῖο Βρέφος στήν ἀγκαλιά της νά τοῦ λέει. «Αὐτό τό Βρέφος εἶναι ὁ Ποιητής τῆς οἰκουμένης, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος. Αὐτός πέθανε στόν Σταυρό γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου καί ἀναστήθηκε. Αὐτός καί τώρα καθημερινά συγκαταβαίνει μέ θαυμαστό τρόπο στό σχῆμα τοῦ ψωμιοῦ καί τοῦ κρασιοῦ, γιά τήν πολλή του ἀγάπη στούς ἀνθρώπους, καί προσφέρεται σ᾽ αὐτούς γιά τόν ἁγιασμό τῆς ψυχῆς τους. Ψηλάφισέ τον λοιπόν καί ἐρεύνησε ἄφοβα γιά νά διαπιστώσεις ὅτι πρόκειται γιά ἀληθινή θεωρία, ὅτι εἶναι σῶμα πραγματικό μέ σάρκα καί αἷμα, ὅπως τόν γέννησα.
Ἔτσι ἀκριβῶς γίνονται ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος, ὅταν λειτουργεῖς. Ἐπειδή ὅμως ἡ ἀνθρώπινη φύση δέν μπορεῖ νά φάει σάρκα ὠμή καί νά πιεῖ αἷμα, γι᾽ αὐτό μέ πάνσοφο τρόπο ὁ παντοδύναμος Θεός προσφέρεται μέ τή μορφή τοῦ ψωμιοῦ καί τοῦ κρασιοῦ, ὥστε νά μπορεῖ ὁ καθένας νά τόν μεταλαμβάνει μέ λαχτάρα καί πόθο. Κοινώνησε, λοιπόν, καί σύ μέ εὐλάβεια καί πίστη, γιατί ὅποιος τόν παίρνει μέσα του ἄξια, γίνεται μέτοχος τῆς θείας δόξης του».
Μέ αὐτά τά λόγια ἡ Παναγία ἀπέθεσε τό Βρέφος στήν Ἁγία Τράπεζα καί, ἀφοῦ τό προσκύνησε ταπεινά, ἔγινε ἄφαντη. Τότε ὁ ἱερέας πῆρε μέ φόβο καί χαρά στά χέρια του τό θεῖο Βρέφος, τό ἀσπάσθηκε εὐλαβικά καί διαπίστωσε ὅτι ἦταν πράγματι ἕνα ζωντανό βρέφος μέ ἀληθινή σάρκα. Ὕστερα τό ἀκούμπησε στήν Ἁγία Τράπεζα, ἔπεσε στή γῆ καί προσευχήθηκε μέ δάκρυα: «Πιστεύω, Κύριε, καί ὁμολογῶ πώς Ἐσύ εἶσαι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ πού γεννήθηκες ἀπό τήν ἀειπάρθενη Μαρία. Σέ εὐχαριστῶ γιά τή χάρη πού ἀξιώθηκα σήμερα ὁ ἀνάξιος καί παρακαλῶ νά μοῦ συγχωρήσεις τήν παλιά μου δυσπιστία. Καί τώρα ἀξίωσέ με νά Σέ κοινωνήσω ὄχι σάν βρέφος ἀλλά σάν ἄρτο».
Ἀφοῦ προσευχήθηκε μέ πίστη, σηκώθηκε καί εἶδε μπροστά του τόν ἅγιο Ἄρτο ὅπως καί πρίν. Μετέλαβε μέ εὐφροσύνη καί συνέχισε σέ ὅλη του τή ζωή νά ἱερουργεῖ τά θεῖα Μυστήρια μέ μεγάλη εὐλάβεια.
Τό δεύτερο περιστατικό συνέβη στή Συρία. Τόν 8ο αἰώνα ὁ ἀμηρᾶς τῆς Συρίας ἔστειλε τόν ἀνηψιό του στή Διόσπολη γιά κάποιες ἐργασίες. Ἐκεῖ συνάντησε ἕνα θαυμάσιο ναό τοῦ ἁγίου Γεωργίου. Ἀμέσως πρόσταξε τούς ὑπηρέτες του νά μεταφέρουν τά πράγματἀ του ἐπάνω στά κατηχούμενα τοῦ ναοῦ, ὅπου ἐγκαταστάθηκε καί ὁ ἴδιος. Ὕστερα εἶπε νά βάλουν μέσα στόν ναό καί τίς δώδεκα καμῆλες του, παρά τίς διαμαρτυρίες καί τίς παρακλήσεις τῶν ἱερέων. Μόλις ὅμως οἱ καμῆλες μπῆκαν στήν ἐκκλησία, ἔπεσαν στό ἔδαφος νεκρές, ἐνῶ ὁ ἀνηψιός τοῦ ἀμηρᾶ ἔμεινε νά θαυμάζει τήν ἀκαταμάχητη δύναμη τοῦ ἁγίου Γεωργίου.
Τήν ἑπόμενη ἡμέρα, καθώς ὁ ἱερέας τελοῦσε τή θεία λειτουργία ὀ Σαρακηνός τόν παρακολουθοῦσε ἀπό τά κατηχούμενα. Τότε ὁ φιλάνθρωπος Θεός τοῦ ἄνοιξε τά μάτια τῆς ψυχῆς καί τί βλέπει; Βλέπει τόν ἱερέα νά σφάζει ἕνα μικρό παιδί καί νά χύνει τό αἷμα του στό ἅγιο ποτήριο, ἐνῶ τό σῶμα του νά τό κόβει καί νά τό τοποθετεῖ στό ἱερό δισκάριο!
Ὅταν τελείωσε τό Κοινωνικό, παρατηροῦσε ὁ Σαρακηνός ἀπορημένος τόν ἱερέα νά μεταδίδει στόν λαό τίς σάρκες καί τό αἷμα τοῦ παιδιοῦ.
Μετά τή λειτουργία πῆρε ὁ ἱερέας τά καλύτερα πρόσφορα καί τά πῆγε φιλοδώρημα στόν Σαρακηνό. Τί εἶναι αὐτά; ρώτησε ἐκεῖνος. Αὐτά, ἀφέντη μου, εἶναι ψωμιά πού προσφέρουν οἱ πιστοί. Μέ αὐτά λειτουργοῦμε στήν Ἐκκλησία μας.
«Ἀπό αὐτά πῆρες καί λειτούργησες σήμερα;» ρώτησε θυμωμένος ἐκεῖνος. «Δέν σέ εἶδα ἐγώ πού ἔσφαξες τό παιδί καί ἔδωσες τή σάρκα καί τό αἷμα του στόν λαό; Νομίζεις πώς ὅλα αὐτά δέν τά ἔβλεπα, κακοῦργε καί φονιά;»
Ὁ ἱερέας τρόμαξε, δόξασε ὅμως τόν Θεό καί εἶπε: «Πιστεύω, ἀφέντη μου, πώς ὁ Θεός σ᾽ ἔχει κατατάξει στή χορεία τῶν σωζομένων, ἀφοῦ σέ ἀξίωσε νά δεῖς τέτοιο φρικτό μυστήριο. Αὐτή τή θεωρία ποτέ δέν ἀξιώθηκα νά τήν δῶ ἐγώ, ἀλλά πάντα βλέπω μπροστά μου ψωμί καί κρασί. Ἐμεῖς πιστεύουμε πώς ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος πού προσφέρουμε στή λειτουργία μας εἶναι Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ, μά τοῦτο τό θαυμάσιο δέν τό βλέπει ὁ καθένας».
Ἀκούοντας τήν ἐξήγηση ὁ Σαρακηνός θαύμασε καί ἀποφάσισε νά γίνει χριστιανός. Βαπτίστηκε, πῆγε στό Σινᾶ, ἔγινε μοναχός καί ἀργότερα ἐπισφράγισε μέ τό μαρτύριο τήν ὀρθόδοξη πίστη του.
Ποιά σημασία ἔχουν ὅμως ὅλες αὐτές οἱ θαυμαστές ἀποκαλύψεις; Ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας ὀρθῶς πιστεύει ὅτι ἡ θεία Μετάληψη δέν εἶναι μετάληψη ἄρτου καί οἴνου πού συμβολίζει τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά εἶναι τό ἴδιο τό Σῶμα καί τό Αἷμα του, καί ὡς τέτοιο, ὡς Σῶμα καί Αἶμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνο εἶναι ἡ ζωή τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά καί θυσιάσθηκε γιά νά ἔχουμε ζωή, καί προσωρινή καί αἰώνια, δέν εἶναι δυνατόν νά μεταδίδει τόν θάνατο ἤ τήν ὁποιαδήποτε ἀσθένεια. Ἡ θεία Κοινωνία, τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι «φάρμακον ἀθανασίας, ἀντίδοτον τοῦ μή ἀποθανεῖν». Εἶναι ἑπομένως ἀδύνατο νά μεταδίδει ὁτιδήποτε ἀντίθετο πρός τή ζωή, βλαπτικό ἤ ἐπικίνδυνο γιά τόν ἄνθρωπο καί τή ζωή του.
Μέ αὐτή τήν πίστη ἡ Ἐκκλησία μας δέν εἶναι δυνατόν νά συνδέσει ποτέ τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας μέ τή μετάδοση ὁποιασδήποτε ἀσθενείας. Ἄλλωστε ἔχει τή ζωντανή μαρτυρία εἴκοσι αἰώνων, στή διάρκεια τῶν ὁποίων ἐμφανίσθηκαν καί ἐξαπλώθηκαν διάφορες λοιμώδεις ἀσθένειες πού ἐξελίχθηκαν σέ πανδημίες καί θανάτωσαν χιλιάδες ἀνθρώπους. Δέν μαρτυρεῖται ὅμως καμία περίπτωση μεταδόσεως τῆς νόσου μέσω τῆς θείας Κοινωνίας. Αἰῶνες τώρα οἱ ἱερεῖς μεταδίδουν τή θεία Κοινωνία ὄχι μόνο σέ ὑγιεῖς πιστούς, ἀλλά καί ἀσθενεῖς μέ λοιμώδεις ἀσθένειες σέ νοσοκομεῖα καί ἱδρύματα, σέ σανατόρια καί λεπροκομεῖα, καί στή συνέχεια καταλύουν οἱ ἴδιοι ἀπό τό Ἅγιο Ποτήριο, χωρίς ποτέ νά συμβεῖ κάτι, χωρίς ποτέ νά ἀρρωστήσει κάποιος ἀπό αὐτούς, ἀλλά οὔτε καί κάποιος ἄλλος λαϊκός.
Ἡ θεία Κοινωνία εἶναι, ἐφόσον προσερχόμεθα καί μεταλαμβάνουμε «μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης», «φάρμακο ἀθανασίας», κοινωνία τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ καί δέν εἶναι δυνατόν νά μεταδίδεται μέσω αὐτῆς ὁποιοσδήποτε ἰός. Ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας μας στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας εἶναι ἀκράδαντη καί ἀναλλοίωτη.
Ἡ Ἐκκλησία μας δέχεται τήν ἐπιστημονική γνώση καί δέν ἀμφισβητεῖ τίς ἀπόψεις ἤ τίς ὁδηγίες ὅσων εἶναι ἐντεταλμένοι γιά τή δημόσια ὑγεία. Γι᾽ αὐτό ἄλλωστε ἐφάρμοσε ἀπό τήν πρώτη στιγμή τίς ὁδηγίες τῶν εἰδικῶν ἰατρῶν καί τῶν ὑπευθύνων τῆς πολιτείας καί συνεχίζει νά τίς ἐφαρμόζει καί νά συστήνει καί στούς πιστούς τήν ἐφαρμογή τους, προκειμένου νά ἀποφευχθοῦν οἱ ὀδυνηρές συνέπειες τῆς πανδημίας, γιά τίς ὁποῖες ὅλοι στεναχωρηθήκαμε ἤ καί θρηνήσαμε.
Καί θά πρέπει καί σεῖς πού διακονεῖται μέσα στόν ναό, μέσα στό ἱερό Βῆμα, νά εἶστε ἰδιαιτέρως προσεκτικοί καί νά τηρεῖτε τίς ὁδηγίες, ὥστε νά μήν θέσετε οὔτε τή δική σας ὑγεία οὔτε τήν ὑγεία καί τή ζωή τῶν κληρικῶν καί τῶν ἄλλων πιστῶν, ἰδιαιτέρως τῶν μεγαλυτέρων στήν ἡλικία, καθώς εἶναι χρέος μας νά προστατεύουμε τά δῶρα τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἶναι ἡ ὑγεία καί ἡ ζωή μας.
Βεβαίως τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας δέν εἶναι ἀντικείμενο ἐπιστημονικῆς ἐξετάσεως οὔτε μπορεῖ νά γίνει κατανοητό μέ τή λογική. Εἶναι μυστήριο, εἶναι δεῖπνο μυστικό, ὅπως ψάλλουμε, στό ὁποῖο ζητοῦμε ἀπό τόν Χριστό νά μᾶς προσλάβει ὡς κοινωνούς, ὑποσχόμενοι ὅτι θά διατηρήσουμε τόν μυστικό χαρακτήρα του καί δέν θά τόν ἀποκαλύψουμε σέ ὅσους δέν τόν πιστεύουν, γιατί αὐτοί δέν μποροῦν νά τόν κατανοήσουν. «Τοῦ δείπνου σου τοῦ μυστικοῦ», λέμε, «σήμερον Υἱέ Θεοῦ κοινωνόν με παράλαβε. Οὐ μή γάρ τοῖς ἐχθροῖς σου τό μυστήριον εἴπω».
Τό μυστήριο, ἄλλωστε, τῆς θείας Εὐχαριστίας εἶναι μόνο γιά τούς πιστούς, γι᾽ αὐτούς πού προσπαθοῦν νά ζήσουν σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, γι᾽ αὐτούς πού μετανοοῦν γιά τά σφάλματά τους καί ζητοῦν συγχώρηση, γι᾽ αὐτούς πού ποθοῦν νά ἑνωθοῦν μέ τόν Χριστό καί προσέρχονται προετοιμασμένοι στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Αὐτούς καλεῖ ὁ ἱερέας λέγοντας «Τά ἅγια τοῖς ἁγίοις». Ὅλοι οἱ ἄλλοι, ὅσοι δέν πιστεύουν στήν πραγματικότητα τοῦ μυστηρίου, ὅσοι δέν ἐνδιαφέρονται νά κοινωνήσουν «Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν», αὐτοί δέν μποροῦν νά κατανοήσουν τό μυστήριο οὔτε μποροῦν ὅμως καί νά μιλοῦν γι᾽ αὐτό ἤ νά τό ἀμφισβητοῦν. Ἄρα ὅ,τι καί νά λένε, ὅ,τι καί νά ἰσχυρίζονται δέν ἔχει καμία ἀξία καί καμία βαρύτητα, γιατί εἶναι ἀμύητοι καί ἄγευστοι τοῦ μυστηρίου καί θέλουν ἁπλῶς νά τό συκοφαντήσουν.
Ἀντίθετα οἱ σοβαροί ἐπιστήμονες δέν ἔχουν κανένα πρόβλημα νά παραδέχονται μέ εἰλικρίνεια ὅτι δέν ὑπάρχουν ἰατρικές μελέτες πού νά ἀποδεικνύουν ὅτι μολύνθηκε κάποιος ἀπό ὁποιαδήποτε ἀσθένεια διά τῆς συμμετοχῆς του στή θεία Κοινωνία. Καί ἀκόμη δηλώνουν ὅτι ἡ ἐπιστήμη τους δέν τούς δίδει τή δυνατότητα νά ἀναμειγνύονται σέ ἕνα τόσο ἱερό γεγονός. Πολλοί μάλιστα δηλώνουν εὐθαρσῶς ὅτι οἱ ἴδιοι θά κοινωνοῦσαν χωρίς κανένα φόβο ἤ ὑποψία ὅτι μπορεῖ νά μολυνθοῦν ἀπό τόν κορωνοϊό ἤ ὁποιονδήποτε ἄλλο ἰό, καθώς ἡ θεία Κοινωνία δέν ἀποτελεῖ αἰτία διασπορᾶς του.
Ἔχοντας ὅλα αὐτά ὑπόψη μας ἄς μήν ἐπηρεαζόμαστε ἀπό ὅσους δέν γνωρίζουν καί συκοφαντοῦν τό ἱερώτατο αὐτό μυστήριο τῆς πίστεώς μας, ἀλλά ἄς προσερχόμαστε μέ πίστη καί φόβο Θεοῦ καί κυρίως προετοιμασμένοι πάντοτε γιά νά κοινωνοῦμε «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν τήν αἰώνιον» καί νά γινόμαστε σύσσωμοι καί σύναιμοι Χριστοῦ, ὥστε νά ἀντιμετωπίζουμε μέ τή δύναμη καί τή χάρη του ὅλα τά ἐμπόδια καί ὅλους τούς πειρασμούς πού θά συναντοῦμε στή ζωή μας καί τή νέα χρονιά καί σέ ὅλη μας τή ζωή.