Πριν από ημέρες αποχαιρέτισα με ένα κόκκινο τριαντάφυλλο και ένα χάδι στο μέτωπο έναν άνθρωπο που από την εφηβεία μου η μορφή του είχε αντιστοιχισθεί με την λέξη ταπεινότητα. Μια γαλήνια πράα φιγούρα που ερχότανε συχνά στο σπίτι μας κουβαλώντας τόμους βιβλίων στα χρόνια της χούντας. ‘’Μόλις είχε απελευθερωθεί από την εξορία’’ έλεγε ο πατέρας μου με θαυμασμό. Εξορία, εκτοπισμός φυλάκιση δέκα έξι χρόνια και δεν αποκήρυξε ποτέ τις ιδέες του.’’ Τι σημαίνει να υπομένεις τόσες στερήσεις για να μην αποκηρύξεις τις ιδέες σου;” Αναρωτιόμουν. Ο κύριος Νίκος ήτανε ένα ζωντανό θαυμαστό μυστήριο της νεότητας μου και αυτό το μυστήριο που προσέγγιζα με τόσο δέος είχε γαλήνια όψη, χαμηλό τόνο, μειλίχιο τρόπο να συζητάει, είχε πάρα πολλές γνώσεις, και σοφία.
Ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουν σε επαφή με έναν σοφό άνθρωπο και θυμάμαι άρχισα να νιώθω για πρώτη φορά πως οι λέξεις δεν είναι παρά κομμάτια μιας ζωντανής εμπειρίας και αποχτούνε μαγεία, όταν αποτυπώνονται επάνω στο σώμα αυτού που τις εκφέρει. Ότι η έννοια’’ λέξεις’’ σημαίνει χαραγμένα βιώματα ανάγλυφα επάνω στην συνείδηση που θα εξημέρωναν τον ενστικτώδη πρωτογονισμό σε γαλήνη, πραότητα και σοφία. Έτσι το διαισθανόμουν.
Τότε για πρώτη με τον κύριο Νίκο, άρχισα να ανακαλύπτω την διαφορά του λόγου από τα λόγια.
Θεωρούσα φυσικό πως η κοινωνία θα όφειλε χρέος τιμής και σεβασμό σ’ εκείνους τους ανθρώπους που εξαγόρασαν με μεγάλο πόνο την προσωπική τους εμπειρία και ότι θα τους αντάμειβε τουλάχιστον ηθικά. Kαι όμως, αυτός ο πρίγκιπας των ιδεών του ήθους και της σοφίας κυνηγήθηκε πέρα από τους φυσικούς του κυβερνητικούς διώκτες και από τους συντρόφους του. Μέσα στην φυλακή.
Από τη μια οι κυβερνητικοί του εχθροί και από την άλλη οι ομοϊδεάτες του. Αυτοί που την ακόρεστη τους δίψα για εξουσία ονομάζανε “ιδεολογική-κομματική καθαρότητα’’. Να ζητάς έναν σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο και οι ίδιοι οι σύντροφοι σου να σε κατηγορούν για προδότη! Πώς είναι άραγε, αναρωτιόμουνα, να ζεις αυτήν την απόλυτη ψυχολογική ισοπέδωση; Πώς είναι να βάλλεσαι νοητικά, ψυχολογικά και σωματικά τόσο ολοκληρωτικά; Αυτό σίγουρα ξεπερνούσε κατά πολύ τα όρια μιας οικονομικής κοσμοθεωρίας και άγγιζε πνευματικούς χώρους. Ναι, αυτό έβλεπα.
Αυτό που με είχε γοητέψει τότε στον Νίκο και την Αριστερά ήτανε ότι στο όνομα της οι άνθρωποι ξεπερνούσανε τα γνωστά ψυχολογικά τους όρια και φτάνανε σε προσωπικές υπερβάσεις. Ότι οι κοινωνικοί αγώνες και ο σοσιαλισμός που ευαγγελίζονταν δεν ήτανε παρά ο καταλύτης για να προσεγγίσουν αυτές τις υπερβατικές περιοχές της ύπαρξης τους, αυτές τις κρυμμένες παράλληλες σκιές που διεκδικούσανε την λυτρωτική τους ανάγκη να βγούνε στο φως. Ελευθερία! Όμως εδώ έχουμε να κάνουμε με κάτι ψυχολογικά πολύ λεπτοφυέστερο. Κάτι περισσότερο πνευματικό και υπαρξιακό και λιγότερο πολιτικό.
Έλεγε πως “Ο σοσιαλισμός ή θα είναι με ανθρώπινο πρόσωπο ή δεν θα είναι σοσιαλισμός”. Ο Νίκος Κόγιας ήτανε μακριά από τα ουρλιαχτά του λαϊκισμού της δημαγωγίας. Ήταν μειλίχιος, συμβιβαστικός, ήταν το ήθος και η γενιά του Ηλία Ηλιού, του Πασσαλίδη, του Λεωνίδα Κύρκου και προσωπικός τους φίλος. Και όμως αυτός ο αυθεντικός, αυτός ο οραματιστής του ανθρωπισμού κυνηγήθηκε και από την δεξιά και από την αριστερά. Όμως ήταν γενναίος. Δεν λύγισε στους βασανισμούς, δεν λύγισε στις συκοφαντίες δεν λύγισε στα ατελείωτα χρόνια της φυλακής . Ο αγώνας του μέσα από την αριστερά γι αυτόν αντιπροσώπευε την ωριμότητα και το πλεόνασμα της δημοκρατίας.
Πόσο με είχε εμπνεύσει αυτό τότε! Ήταν ο οδηγός μου σε όλη την νεότητα μου. Έμαθα ότι η ιδεολογία χωρίς τη προσωπική ευθύνη των πράξεων σου δεν είναι παρά άλλος ένας λόγος σύγκρουσης ανάμεσα στους ανθρώπους. Ιδεολογία, χωρίς να ενσαρκώνεται στις απλές καθημερινές προσωπικές σχέσεις και επιλογές, χωρίς την βιωματική της εμπειρία, είναι άλλος ένας τρόπος αλληλοεξόντωσης των ανθρώπων. Ένα επικίνδυνο άλλοθι στα χέρια και στο στόμα ανεύθυνων δημαγωγών. Ο Νίκος Κόγιας όμως ήτανε μια τέτοια σπάνια περίπτωση του ενσαρκωμένου οράματος της πάλαι ποτέ αριστεράς. Της Ελλάδας που λιγοστεύει, όχι αυτής που μεταθέτει σε άλλους την ευθύνη της δικής του πράξης. Όχι αυτής που οι ταγοί της δεν γνωρίζουν καν τι σημαίνει να εναρμονίσουν τα πιστεύω τους με την ζωή τους.
Η κυρία Λίτσα σαν βράχος δίπλα του όλα αυτά τα χρόνια, αφανής ηρωίδα, όπως και τόσες και τόσες γυναίκες των εκτοπισμένων, λυγισμένη από το βάρος της φυσικής του φροντίδας στα τελευταία του.
Ένας βουβός λυγμός μού ξέφυγε και ένα δάκρυ ήταν το ευχαριστώ και το αντίο σ’ αυτόν τον σπάνιο άνθρωπο, που είχα την τύχη και την τιμή να πορευτώ μαζί του για μια περίοδο της ζωής μου
Ας είναι ελαφρύ σαν την ψυχή σου το χώμα που σε σκεπάζει, φίλε μου.
Σούλης Λιάκος
————————
(Το χαρακτικό είναι της Βάσως Κατράκη)