Βασίλης Νιτσιάκος
Τον καιρό που λιώνουν τα χιόνια στα βουνά και αρχίζει η φύση να ξαναγεννιέται, ακριβώς εκεί που υποχωρεί το χιόνι, βγαίνει ένα όμορφο λουλούδι που το λένε “διώχνη”.
Πρόκειται για μια εξόχως διακριτική και συνάμα ποιητική παρουσία στον τόπο, για ένα ιδιαίτερο σύμβολο που συνδέει την φύση με την κοινωνία και τον πολιτισμό. Πρόκειται για την κοινωνικοποίηση ενός φυσικού στοιχείου, για την μετατροπή του σε πολιτισμικό. Πρόκειται για μια παράδοση που αποτυπώνει με τον πλέον εύγλωττο τρόπο μια σημαντική πτυχή της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας του ορεινού χώρου.
Η διώχνη είναι το λουλούδι που διώχνει το χιόνι και τον χειμώνα, προαναγγέλλοντας τον ερχομό της Άνοιξης, που για την τοπική κοινωνία σημαίνει την έναρξη μιας νέας φάσης στον ετήσιο κύκλο, στην οργάνωση του χρόνου της με βάση τις παραγωγικές δραστηριότητες.
Η διώχνη, λοιπόν, δεν διώχνει μόνον το χιόνι και τον χειμώνα. Διώχνει και τους ταξιδιώτες, τους κουρμπετλήδες. Τους εμπόρους, τους τεχνίτες, όλους όσοι βγάζουν το ψωμί τους ταξιδεύοντας, στην ξενιτιά. Διώχνει τους άνδρες σε τόπους λιγότερο ή περισσότερο μακρινούς, πάντως ξένους. Τους διώχνει όχι χάρη σε κάποιον αταβισμό, το σύνδρομο του Οδυσσέα, αλλά για τον απλούστατο λόγο της επιβίωσης, να βγάλουν το ψωμί της χρονιάς, εφόσον οι τοπικοί πόροι δεν επαρκούν. Διώχνει τον Άνδρα αφήνοντας την Γυναίκα στην καρτερία.
Η απουσία του ανδρικού πληθυσμού σε αυτόν τον τόπο έχει αποτυπωθεί στην συλλογική συνείδηση και τις παραδόσεις που την εκφράζουν ως μια από τις πλέον σημαίνουσες διαστάσεις του κοινοτικού βίου.
Η βοτανική ονοματοθεσία, όπως και τα σχετικά τοπωνύμια, έχουν αποτυπώσει στοιχεία της κοινωνικής ιστορίας με έναν τρόπο που μας επιτρέπει να ανιχνεύσουμε την μικροϊστορία ή την τοπική ιστορία συνολικά με βάση αυτόν τον γλωσσολογικό πλούτο, που άπτεται και του πεδίου της εθνοβοτανικής.
Ο Κλαψόδεντρος, μια γέρικη βελανιδιά στα όρια της κοινοτικής έκτασης, ο Πικροκέρασος, μια επίσης γέρικη κερασιά στο ίδιο οριακό σημείο μιας άλλης κοινότητας, όπου γίνονται τα ξεπροβοδίσματα και οι αποχαιρετισμοί με τις σχετικές θρηνητικές τελετουργίες του αποχωρισμού είναι δυο μόνο απο τα πολλά παραδείγματα ενσωμάτωσης της φύσης στον πολιτισμό, μετατροπής φυσικών στοιχείων σε πολιτισμικά.
Σημάδια του τόπου σαν τον Κλαψόδεντρο και τον Πικροκέρασο δείχνουν την ενότητα φύσης και πολιτισμού και φανερώνουν την διαδικασία συμβολοποίησης στοιχείων της φύσης σε σχέση με τις συλλογικές ταυτότητες. Ένα δέντρο σε οριακό σημείο ανάμεσα στο εδώ κα το αλλού καθίσταται σύμβολο ενός τρόπου ζωής, ενός τοπικού πολιτισμού και έτσι ανάγεται στην σφαίρα της ιερότητας.
Ιερά, πράγματι, είναι αυτά τα δέντρα. Ιερά, γι’ αυτό και δεν τα πειράζει κανείς. Πάντα στην επικίνδυνη οριακή ζώνη ανάμεσα στο δικό μας και το ξένο, ανάμεσα στην πατρίδα και την ξενιτιά, στέκουν στοιχειωμένα στον χρόνο και τον χώρο της κοινότητας διατηρώντας και αναπαράγοντας τον συλλογικό της μύθο, την ιστορική της υπόσταση.
Και η διώχνη. Μπορεί να μην ανάγεται στην κλίμακα της ιερότητας, αλλά κατέχει θέση αμφίσημου συμβόλου. Διώχνει τον Χειμώνα αλλά διώχνει και τους άνδρες. Για καλό ή για κακό ή και για τα δύο.
Στην λαϊκή κοσμοαντίληψη πάντως παράγωγα του ρήματος διώχνω στο πλαίσιο της συμπαθητικής μαγείας χρησιμοποιούνται για το διώξιμο του κακού. Όπως το όνομα Διώχνω ( η Διώχνω), που δίνεται σε κορίτσια για την αποτροπή θανάτων νεογνών, για την αποτροπή του κακού.
Είθε οι διώχνες που βγήκαν ήδη στα βουνά να διώξουν και τον κακό ιό, που έχει σκορπίσει την ανησυχία και τον φόβο στην οικουμένη!