Απόψεις Κόσμος

“Σημαδεύει” το Καστελλόριζο – Αποφασισμένη η Τουρκία να επιβάλει τις θέσεις της. Γράφει ο Δημήτρης Μηλάκας

Αποφασισμένη να επιβάλει διευθετήσεις σύμφωνες με τα συμφέροντά της στην ανατολική Μεσόγειο εμφανίζεται η Άγκυρα, έχοντας εγκαταστήσει πλωτό γεωτρύπανο εντός της κυπριακής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) και απειλώντας έμμεσα αλλά σαφέστατα ότι προγραμματίζει να πράξει το ίδιο δυτικότερα, αγνοώντας τα δικαιώματα του Καστελλόριζου σε ΑΟΖ.

Τα τουρκικά πλοία (το πλωτό γεωτρύπανο «Πορθητής» και το ερευνητικό «Μπαρμπαρός»), που επιχειρούν στην κυπριακή ΑΟΖ, θα πρέπει να σημειωθεί ότι συνοδεύονται από ισχυρή δύναμη του τουρκικού πολεμικού ναυτικού. Μάλιστα, σύμφωνα με τις ανακοινώσεις της Άγκυρας, στα τουρκικά πολεμικά πλοία έχουν δοθεί σαφείς οδηγίες (εμπλοκής) να χτυπήσουν σε κάθε περίπτωση που οποιοσδήποτε παρενοχλήσει τη δραστηριότητα των «Πορθητή» και «Μπαρμπαρός».

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τουρκικές κινήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ πραγματοποιούνται παρά τη δυσφορία που αποτυπώνεται στις διπλωματικές αντιδράσεις της Δύσης (Ε.Ε. – ΗΠΑ). Μάλιστα η τουρκική πλευρά, απαντώντας σ’ αυτές τις αντιδράσεις, εμφανίζεται αμετακίνητη στον στόχο να επιβάλει τις θέσεις της και αποφασισμένη να υπερασπιστεί με κάθε τρόπο και μέσο αυτά που θεωρεί ζωτικά της συμφέροντα στην περιοχή.

Οι τουρκικές κινήσεις προκαλούν κάποια ανησυχία στην Αθήνα – κυρίως μεταξύ υπηρεσιακών παραγόντων των υπουργείων Εξωτερικών και Άμυνας – χωρίς, ωστόσο, η ορατή επαπειλούμενη κρίση να διαταράσσει προς το παρόν την προσήλωση των κομμάτων εξουσίας, που οργανώνονται για τη μεταξύ τους «μητέρα των μαχών» ενόψει των επερχόμενων εκλογών.
Πιθανότατα τόσο η κυβέρνηση όσο και η αξιωματική αντιπολίτευση ποντάρουν στο ότι η προστασία των ελληνικών συμφερόντων έχει αναληφθεί από τους εταίρους της Ε.Ε. και τους συμμάχους Αμερικανούς, οι οποίοι θα υποχρεώσουν τελικά τον Ερντογάν να αναδιπλωθεί.

Ωστόσο ο εφησυχασμός των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων – κατά κύριο λόγο αυτών που κυβερνούν και εκείνων που λένε ότι πλησιάζει η ώρα που θα κυβερνήσουν – απέναντι στις τουρκικές κινήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ δεν δικαιολογείται, καθώς η Άγκυρα πραγματοποιεί αυτό που από καιρό έχει δημοσίως δηλώσει ότι θα πράξει.
Ήδη τα ερευνητικά της πλοία, με τη συνοδεία πολεμικών πλοίων, διακηρύσσουν έμπρακτα την αμφισβήτηση της κυριαρχίας της κυπριακής δημοκρατίας μόλις 40 μίλια δυτικά του νησιού, εντός της διακηρυγμένης και διεθνώς αναγνωρισμένη ΑΟΖ!

Καθαρή προειδοποίηση
Αυτό που εντείνει την ανησυχία της Αθήνας (όσων τουλάχιστον μπορούν να δουν έξω από το εγχώριο τρέχον πολιτικό παιχνίδι) είναι το γεγονός ότι η Τουρκία έχει εδώ και καιρό ανακοινώσει τι ακριβώς προτίθεται να πράξει και στη θαλάσσια περιοχή νότια του Καστελλόριζου, εκεί όπου η Ελλάδα έχει δικαιώματα σε ΑΟΖ αν και όποτε προχωρήσει στην ανακήρυξή της.

Στις 28 Απριλίου 2012, και πάλι εν μέσω έντονης ελληνικής προεκλογικής περιόδου, στην τουρκική Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δημοσιεύονται χάρτες με θαλάσσια οικόπεδα νότια της Ρόδου και του Καστελλόριζου, τα οποία μάλιστα παραχωρούνται προς έρευνα και εκμετάλλευση στην τουρκική κρατική εταιρεία πετρελαίου. Τότε καμία πολιτική δύναμη δεν ασχολήθηκε επισταμένως με το θέμα και η υποτονική ελληνική αντίδραση ήταν κάποια διαβήματα στα οποία προχώρησε το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών.

Σήμερα, πιθανότατα, έχει πλησιάσει η στιγμή που τα ελληνικά κόμματα εξουσίας θα βρεθούν αντιμέτωπα με τις συνέπειες της αδράνειάς τους, καθώς ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών έχει ήδη ανακοινώσει ότι και το δεύτερο τουρκικό πλωτό γεωτρύπανο είναι έτοιμο να πλεύσει στην ανατολική Μεσόγειο.
Παράγοντες του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών και επιτελείς του υπουργείου Άμυνας θεωρούν αυτήν τη δήλωση Τσαβούσογλου ως προειδοποίηση των τουρκικών προθέσεων να δημιουργήσουν τετελεσμένο και στην περιοχή του Καστελλόριζου.

«Το θεμελιώδες πρόβλημα»
Για να κατανοήσει κάποιος τι ακριβώς συμβαίνει και πόσο επικίνδυνη διαμορφώνεται η κατάσταση στην ανατολική Μεσόγειο και ειδικότερα νότια του Καστελλόριζου αρκεί να θυμηθεί κάποια γεγονότα των τελευταίων 30 χρόνων, τα οποία εξηγούν πώς ακριβώς και γιατί η χώρα βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με μια απειλή την οποία δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει ή να αποτρέψει με δικές της δυνάμεις.
Τα περιστατικά αυτά αποκαλύπτουν επίσης τις ευθύνες των ελληνικών κυβερνήσεων, αλλά και γενικότερα του ελληνικού πολιτικού συστήματος, το οποίο ουδέποτε ασχολήθηκε με την απαραίτητη διαμόρφωση μιας «εθνικής – ρεαλιστικής – γραμμής» για την αντιμετώπιση των σαφέστατων εδώ και δεκαετίες τουρκικών επιδιώξεων εις βάρος ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.

Αν και το προπατορικό αμάρτημα των ελληνικών αδυναμιών για την αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής βρίσκεται πίσω στη δεκαετία του 1970, εδώ θα επικεντρωθούμε σε κάποια γεγονότα που προέκυψαν από – και μετά – την κρίση των Ιμίων. Τότε, το 1996, η Τουρκία έβαλε στο διπλωματικό τραπέζι τη θέση της για την ύπαρξη αμφισβητούμενων νησιών και νησίδων στο Αιγαίο, γεγονός που δημιουργεί γκρίζες ζώνες στα θαλάσσια σύνορα των δύο χωρών.

Την τουρκική επιχειρηματολογία, η οποία διατυπώθηκε έμπρακτα κατά την κρίση των Ιμίων, αποδέχτηκε η ελληνική κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη υπογράφοντας έναν χρόνο αργότερα στη Μαδρίτη την ομώνυμη συμφωνία που προώθησαν οι Αμερικανοί επιδιαιτητές και με την οποία η Αθήνα αναγνωρίζει τα τουρκικά ζωτικά συμφέροντα στο Αιγαίο.
Η γραμμή που έκτοτε ακολουθεί η Άγκυρα έχει διατυπωθεί στο βιβλίο το οποίο υπήρξε εγχειρίδιο διδασκαλίας των στελεχών της τουρκικής (διπλωματικής στρατιωτικής) διοίκησης,.. Γράφτηκε από στρατηγό υπεύθυνο του εκπαιδευτικού προγράμματος των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις του Ιδρύματος Ατατούρκ το 1998 με τίτλο «Το θεμελιώδες πρόβλημα του Αιγαίου.

Τα νησιά αμφισβητούμενης κυριαρχίας» (Άγκυρα, 1998, Ίδρυμα Ατατούρκ). Εκεί μεταξύ άλλων διαβάζουμε πολλά από όσα μέχρι σήμερα διατυπώνουν δημόσια οι αξιωματούχοι της τουρκικής κυβέρνησης, όπως για παράδειγμα:
«Η Ελλάδα έχει την άποψη ότι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας μεταξύ των δύο χωρών πρέπει να πραγματοποιηθεί σύμφωνα με την αρχή της ίσης απόστασης ανάμεσα στην Τουρκία και τα ανατολικότερα νησιά του Αιγαίου. Σύμφωνα με την τουρκική άποψη, η υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου πελάγους πρέπει να εξεταστεί ως σύνολο. Εξ αιτίας των ιδιαίτερων συνθηκών του Αιγαίου, τα νησιά που κλείνουν τις ακτές της Ανατολίας από βορρά προς νότο σε μια σειρά δεν μπορούν να έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα».

Οι απώτεροι τουρκικοί στόχοι διατυπώνονται στο εν λόγω βιβλίο σαφέστατα και αποκάλυπτα:
«Η τελική επιτυχία της Τουρκίας, που φαίνεται να είναι σε πλεονεκτικότερη θέση στην κρίση που ζήσαμε με τις βραχονησίδες Ikizce (Ίμια), θα είναι να καταφέρει ν’ ανοίξει μια συζήτηση επί ολόκληρου του Αιγαίου και να πείσει την Ελλάδα να κάτσει στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων».
Ως προς την αποτελεσματικότητα της τουρκικής στρατιωτικής και πολιτικής διοίκησης κατά την κρίση των Ιμίων, στο εν λόγω βιβλίο διαβάζουμε πως «έγινε αντιληπτό ότι ειδικά εκπαιδευμένες δυνάμεις έχουν πολύ σημαντικό αποτρεπτικό αποτέλεσμα από ψυχολογική και φυσική άποψη. Επιπλέον παρατηρήθηκε ότι μια σώφρων διοίκηση και αποφασιστικότητα διευκολύνει στο να πείσεις την αντίπαλη πλευρά για την απόκτηση της νίκης χωρίς να χυθεί αίμα».

Ελλάδα – Κύπρος «στον πάγο»
Για να αποτυπωθεί σε απτά αποτελέσματα αυτή η τουρκική νίκη κατά την κρίση των Ιμίων χρειάστηκε η αμερικανική επιδιαιτησία η οποία, εκείνη την εποχή, κατά την οποία δεν είχαν ακόμη προκύψει οι σημερινές αμερικανοτουρκικές τριβές, εκδηλώθηκε σαφώς υπέρ των τουρκικών επιδιώξεων.

Η επιβεβαίωση των τουρκικών απόψεων περί ύπαρξης γκρίζων ζωνών κυριαρχίας στο Αιγαίο επιβεβαιώθηκε τον Δεκέμβρη του 2001: Σε άκρως απόρρητο έγγραφο του ελληνικού ΥΠΕΞ με τίτλο «Απάλειψη θαλασσίων συνόρων Ελλάδας – Τουρκίας σε νατοϊκούς χάρτες» διαβάζουμε μεταξύ άλλων:
«Κατά τη σύνοδο της Διευθύνουσας Επιτροπής VMAP, τον Μάιο του 2001, η αμερικανική προεδρία πρότεινε στην ελληνική πλευρά να μην εμφανίσει τα θαλάσσια σύνορα Ελλάδας – Τουρκίας στον ψηφιακό χάρτη που έχει αναλάβει να καταρτίσει. Ανέφερε δε ότι προσανατολίζεται στην αναθεώρηση των κοινών χαρτών, ώστε να μην απεικονίζονται τα εν λόγω θαλάσσια σύνορα, ύστερα από σχετική υπόδειξη του State Department.

(…) Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία της αμερικανικής πλευράς, η αναθεώρηση των χαρτών αυτών έγινε κατόπιν εντολής του State Department, το οποίο δεν γνωρίζει δήθεν την ύπαρξη συνθηκών που καθορίζουν τα θαλάσσια σύνορα Ελλάδος – Τουρκίας αποδεκτών και από τις δύο χώρες. Επιπλέον, ως αμερόληπτος τρίτος, δεν επιθυμεί να λάβει θέση επί των διισταμένων εν προκειμένω απόψεων Ελλάδας και Τουρκίας».

Από τα ανωτέρω καθίσταται προφανές ότι η καθιέρωση των εν λόγω χαρτών στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ θα πλήξει καίρια τα εθνικά μας συμφέροντα και θα δημιουργήσει ζήτημα “συνοριακών διαφορών μας”, με την Τουρκία και προηγούμενο αμφισβήτησης για άλλες παρόμοιες ή συναφείς ενέργειες στο μέλλον».

Εκείνη ακριβώς την περίοδο, κάτω από την πίεση της ήττας των Ιμίων και των αμερικανικών υποδείξεων, η κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη υπονόμευσε και κατήργησε τελικά την προσπάθεια οργάνωσης κοινής άμυνας Ελλάδας και Κύπρου, η οποία τόσο απαραίτητη και ωφέλιμη φαντάζει σήμερα. Σε απόρρητο τηλεγράφημα του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών (18 Σεπτεμβρίου 2001) διαβάζουμε με σαφήνεια τον τρόπο με τον οποίο οι Αμερικανοί έβαλαν στον πάγο τις κοινές ελληνοκυπριακές ασκήσεις:
«Κατά τη σημερινή επίσκεψη του Αμερικανού επιτετραμμένου προς τον κ. υφυπουργό, ο κ. Cleverly ανέφερε ότι εδόθησαν οδηγίες, να τεθεί στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο στην Αθήνα, Λευκωσία και Άγκυρα ο αμερικανικός προβληματισμός για ενδεχόμενο τυχαίο και χωρίς πρόθεση ατύχημα κατά τη διάρκεια της επικείμενης ελληνοκυπριακής άσκησης “Νικηφόρος”.
Ο κ. Cleverly ανέφερε ότι στο παρελθόν είχε καταβληθεί προσπάθεια να οικοδομηθούν μέτρα εμπιστοσύνης μεταξύ Ελλάδος – Τουρκίας για την αποφυγή δυσάρεστων συνεπειών».

«Παίρναμε σαπάκια»
Οι κυβερνήσεις του Κώστα Σημίτη (και όσες ακολούθησαν) υιοθέτησαν ως στρατηγική αποτροπής της Τουρκίας την υποστήριξη του ευρωπαϊκού της προσανατολισμού, έχοντας τη βεβαιότητα ότι με αυτόν τον τρόπο θα εκτονωθούν (στο ευρωπαϊκό περιβάλλον) οι τουρκικές επιδιώξεις. Έτσι η Αθήνα έγινε ο παραστάτης και υποστηρικτής της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας, ακόμη και όταν έγινε φανερό πως ούτε η Άγκυρα επιθυμεί την αφομοίωση της στο ευρωχριστιανικό κλαμπ ούτε οι εταίροι επιθυμούσαν μια δημογραφικά πανίσχυρη μουσουλμανική χώρα στους κόλπους της.
Κατά τα λοιπά και μετά το φιάσκο των Ιμίων οι ελληνικές κυβερνήσεις (Σημίτη) επιδόθηκαν σε ένα εξοπλιστικό ράλι, το οποίο, ωστόσο, παρά τα δισεκατομμύρια που δαπανήθηκαν, υλοποιήθηκε όχι για την αντιμετώπιση του κινδύνου εξ ανατολών, αλλά υπέρ μιζών και ΝΑΤΟ.

Μια χαρακτηριστική σύνοψη του τρόπου δόμησης των ελληνικών εξοπλιστικών δαπανών τη χρωστάμε σε έναν εξ επαγγέλματος ειδικό επί του θέματος: Ο πρώην αρχηγός ΓΕΣ στρατηγός Κ. Παναγιωτάκης, ο οποίος καταθέτοντας στις 17.11.2008, ως μάρτυρας σε Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής, που διερευνούσε τις προμήθειες εξοπλιστικών προγραμμάτων, που έγιναν επί υπουργίας των Α. Τσοχατζόπουλου και Γ. Παπαντωνίου, είχε πει ότι η Ελλάδα επί πολλά χρόνια δεχόταν από τις ΗΠΑ ό,τι περίσσευε, αφού «παίρναμε οπλικά συστήματα τα οποία ήταν σάπια, με τις λεγόμενες βοήθειες και τα προγράμματα FMF. Ό,τι περίσσευε μας δίνανε».

Η μονόπλευρη, συνέχισε ο ίδιος, οδός προμήθειας ορισμένων οπλικών συστημάτων, κυρίως από τους Αμερικανούς, «μας δημιούργησε προβλήματα στις σχέσεις μας και στις επιχειρήσεις μας, αν κάναμε, με τους Τούρκους. Το ΝΑΤΟ μπορεί να μας κάνει παρεμβολές όποτε θέλει», συνέχισε ο στρατηγός Κ. Παναγιωτάκης και υπογράμμισε ότι η Ελλάδα διαθέτει ήδη αρκετά όπλα για το ΝΑΤΟ. «Πρέπει κάποτε να κρατάμε και κάποια οπλικά συστήματα για τη δική μας την άμυνα, γιατί το ΝΑΤΟ, όταν κάνουμε πόλεμο με την Τουρκία, δεν θα μας βοηθήσει, όπως ξέρετε».
Έχουμε την εντύπωση ότι απ’ όσα συνοπτικά παρουσιάσαμε πιο πάνω γίνεται ξεκάθαρη η εικόνα του μεγάλου προβλήματος που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα…

topontiki

banner-article

Ροη ειδήσεων