Απόψεις Ιστορία

“Τα οδωνύμια μιας πόλης ως πηγή της τοπικής ιστορίας: η περίπτωση της Βέροιας (3)” γράφει ο Αριστοτέλης Παπαγεωργίου

Όψεις της τοπικής ιστορίας

Τα οδωνύμια μιας πόλης ως πηγή της τοπικής ιστορίας και ως αφετηρία κριτικού προβληματισμού : η περίπτωση της Βέροιας

 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

 Μια αφηγηματική μαρτυρία  ως πηγή της τοπικής ιστορίας…

Αριστοτέλης Παπαγεωργίου

Το έργο του Παύλου–Πάικου Τσούμη «Ο Πάικος» (Έκδοση του Ινστιτούτου Βιβλίου και Ανάγνωσης Κοζάνης, 1998) πραγματεύεται το βίο ενός γηγενή Κοζανίτη κατά την περίοδο 1878–1958. Ο Πάικος[1] «γεννήθηκε στην τουρκοκρατούμενη Κοζάνη και αν εξαιρέσει κανείς την πενταετία, που πέρασε στα εφηβικά του χρόνια στη Ρουμανία, δεν έφυγε καθόλου από την πόλη όπου γεννήθηκε. Έζησε στη διάρκεια επτά πολέμων, που έγιναν γύρω από την Κοζάνη (πόλεμος του ’97, Μακεδονικός Αγώνας, Α΄ Βαλκανικός πόλεμος, Πρώτος και Δεύτερος Παγκόσμιος, Ελληνοϊταλικός πόλεμος, Εμφύλιος πόλεμος) και στη διάρκεια της ογδοντάχρονης ζωής του, άλλαξαν σχεδόν όλα. Ελευθερώθηκε η Κοζάνη από τους Τούρκους, έγινε ανταλλαγή των πληθυσμών, από τα μουλάρια πήγαμε στ’ αυτοκίνητα και τα τραίνα, από τα καντήλια και τα δαδιά, προχωρήσαμε στον εξηλεκτρισμό». Ο συγγραφέας μεταφέρει αυτούσιες τις μαρτυρίες του βιογραφούμενου προσώπου, βασιζόμενος στις συνομιλίες που είχε μαζί του το 1956, δύο χρόνια δηλαδή πριν το θάνατό του: «Έτσι περνούσα πολλές ώρες με το γέρο–Πάικο, που ήθελε να διηγείται τη ζωή του, όπως όλοι οι γέροι όταν βρουν πρόθυμο ακροατήριο. Είχε τέλεια διατήρηση της απώτερης μνήμης, θυμόταν όλα τα παλιά». Αρχικά κατέγραφε σε σημειώσεις αυτές τις εξομολογήσεις και αργότερα, με τη δέουσα επεξεργασία, τις εξέδωσε. Το βιβλίο επιγράφεται «μυθιστορία». Ασφαλώς δεν είναι λογοτεχνική μυθοπλασία με ιστορικό υπόβαθρο, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με την «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» του Στρατή Δούκα (1929) ή με το πρόσφατο μυθιστόρημα ιστορικής τοιχογραφίας του Ισίδωρου Ζουργού «Στη σκιά της πεταλούδας» (2005). Εκείνο που προέχει εδώ είναι η αυθεντικότητα της μαρτυρίας. Διανθίζεται με αναφορές λαογραφικού ενδιαφέροντος. Αποτυπώνονται όψεις της καθημερινότητας με απλοϊκότητα ίσως αλλά και με αξιοπρόσεχτη ενάργεια. Το ύφος και ο τύπος της αφήγησης θυμίζει χρονικό. Πρόκειται για ζώσα ιστορία: το ανθρώπινο βίωμα καθορίζεται από το ιστορικό του υπόστρωμα και «συνομιλεί» με το κλίμα της εποχής. Ταυτόχρονα, αντανακλάται η περιπέτεια του νεοελληνικού εθνικού βίου και το απείκασμά της σε επίπεδο τοπικό. Αν μη τι άλλο, τα επιλεγόμενα αποσπάσματα από το βίο και την πολιτεία του γέρο–Πάικου είναι διαφωτιστικά:

 1878

            Το 1878, όταν γεννήθηκα επί Τουρκίας, η Κοζάνη ήταν μια μικρή πόλη όπου κατοικούσαν μόνο χριστιανοί ορθόδοξοι, χωρίς κανένα σχισματικό ή ρωμαιοκαθολικό, κανένα Εβραίο αλλά με πολύ λίγους τούρκους διοικητικούς υπαλλήλους, μια και από το 1842 ήταν έδρα καϊμακάμη [= διοικητή με τοπικές αρμοδιότητες]. Υπαγόταν διοικητικά ο καζάς [= νομός] Κοζάνης στο σατζάκι [= νομαρχία] Σερβίων και στο βιλαέτι Μπιτολίων[2] (Μοναστηρίου). Η Κοζάνη τότε είχε έξι μεγάλες εκκλησίες ενοριακές και πολλά ξωκκλήσια… Αν και η πόλη είχε μόνο 8.500 κατοίκους, στα 1875 είχε τέσσερα ελληνικά σχολεία της κοινότητας, με 581 μαθητές που αυξήθηκαν σε 700 περίπου τη σχολική χρονιά 1880 – 81, διότι έρχονταν μαθητές και από τα άλλα χωριά. […] Είχε η Κοζάνη ακόμα και τότε μια Βιβλιοθήκη με 6.000 περίπου βιβλία, συνήθως δωρεές παλιών Επισκόπων, καθώς από το 1745 ήταν η έδρα του επισκόπου Σερβίων και Κοζάνης. Οι δάσκαλοι περηφανεύονταν ότι γύρω στα 1741 στο σχολείο της κοινότητας είχε διδάξει ο Ευγένιος Βούλγαρης, όταν καλοπληρώθηκε από την κοινότητα για δύο χρόνια, για να φύγει από τα Γιάννενα και να έρθει στην Κοζάνη, αν και ο ίδιος έγραψε κάπου ότι αισθάνθηκε σαν να κατέβαινε από άλογο για να καβαλικέψει γαϊδούρι στο ταξίδι της ζωής του. […]

Κοζάνη

            Η Κοζάνη όμως ήταν και εμπορικό κέντρο. Ανατολικά, βόρεια και δυτικά της Κοζάνης υπήρχαν τουρκοχώρια με αγάδες και όχι μπέηδες, αγρότες Οθωμανούς και μόνο στα νότια της πόλης, στον Τσιαρσιαμπά, ήταν ελληνικά χριστιανικά χωριά. […]. Ακόμη η Κοζάνη ήταν κέντρο επικοινωνιών, όχι μόνο γιατί από το 1865 είχε τηλεγραφική σύνδεση με τα Γιάννενα, το Μοναστήρι, τη Λάρισα και τη Σαλονίκη, αλλά από διακόσια χρόνια, ιδίως τον δέκατο όγδοο αιώνα, ήταν κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου, όχι μόνο με τις παραπάνω πόλεις και χωριά αλλά, σε μια Βαλκανική χωρίς σύνορα, οι Κοζανίτες πραματευτάδες και κυρατζήδες (αγωγιάτες) φθάναν μέχρι την Κωνσταντινούπολη, το Βουκουρέστι, την Πέστη και τη Σλιμνίτσα (Ζέμουν) του Βελιγραδίου, όπου σ’ όλες αυτές τις πόλεις υπήρχαν παροικίες Κοζανιτών. Διαβατήρια δεν χρειάζονταν για τις πόλεις αυτές, χρειάζονταν διαβατήρια για την Αυστρία, τη Γερμανία, την Οδησσό και, από το 1830, για την Αθήνα.

            Το 1878, τη χρονιά που γεννήθηκα, είχαν γίνει σημαντικά γεγονότα: 1) Με το τέλος του ρωσοτουρκικού πολέμου έγινε στις 18 Φεβρουαρίου η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, που μεγάλωνε τη Βουλγαρία μέχρι τον Κόμανο, δεκατέσσερα χιλιόμετρα πάνω από την Κοζάνη, 2) ακριβώς στις 17 Φεβρουαρίου έγινε στο Μπούρινο η Διακήρυξη της Επαναστατικής Κυβέρνησης της Ελίμειας 3) τον Ιούνιο 1878 έγινε η αναθεώρηση της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου με τη Συνθήκη του Βερολίνου, που περιόριζε τη Βουλγαρία μακριά από τη Μακεδονία και, βέβαια, σημαντική επίδραση σ’ αυτό είχε και η επανάσταση στο Μπούρινο το Φεβρουάριο, που βάσταξε μέχρι το Μάιο.

            Μέχρι το 1879 η Κοζάνη ήταν Κοινότητα, με πλουσιόσπιτα μεγάλα και φτωχούς δρόμους, ή μάλλον καθόλου δρόμους, καθώς την πόλη διέτρεχαν τρεις – τέσσερις λάκκοι, που χώριζαν τις διάφορες γειτονιές και για έξι μήνες χειμωνιάτικους ήταν δύσκολα να τους περάσεις. Τη χρονιά εκείνη, οι Τούρκοι – μια στο καρφί και μια στο πέταλο – από τη μια φυλάκισαν τους επαναστάτες του Μπούρινου στις φυλακές του Μοναστηρίου, τους στείλαν εξορία στο Μισίρι [= Αίγυπτο] και από την άλλη έκαναν την Κοζάνη από κοινότητα δήμο. […] Έγινε τότε και άλλος δρόμος προς το βορρά, για να ενωθεί η Κοζάνη με τις Λαμνίδες (Ισλαμνίδες) και από εκεί Καϊλάρια – Μοναστήρι…

            Από μικρός ήμουν πολύ ζωηρό παιδί και δεν είχα συμμαζεμό. Φοβέριζα τη μάνα μου τη Μπουζίτσα λέγοντας: «Άκου με καλά, τι σι λέου, ιγώ δεν είμαι Μήκας» [= το όνομα του πατέρα του]. Τα έλεγα όταν ήμουν έξι χρονών και γύριζα στο σπίτι δαρμένος από τους άλλους για να τις ξαναφάω από τη μάνα μου πριν με πλύνει. […]

            Ο πατέρας μου Μήκας τ’ Πάικου Ντελιαλής, δεν ακολούθησε το οικογενειακό επάγγελμα, που ήταν ταμπακαριό και κατεργασία δερμάτων αλλά έκανε επιχείρηση μεταφορών, κάτι σαν πράκτορας κυρατζήδων. Χωρίς να είναι κυρατζής ο ίδιος, έβρισκε αγώγια, αλλά πολλές φορές συνόδευε ό ίδιος το καραβάνι. Πήγαινε συχνά Σέρβια και Κατερίνη, από το Βελβενδό και το Καταφύγι[3]. Πήγαινε συχνά στα Γιάννενα, από του πασά το γιοφύρι για μια καλή φλιά, γιατί του άρεσε η καλή ζωή. Πήγε στο Χατζηλίκι, προσκυνητής στους Αγίους Τόπους δύο φορές. Έτσι πήρε στα γεράματα τον τίτλο του χατζή (Χατζή Μήκας). Στο Βουκουρέστι πήγε πολλές φορές, επειδή στη Βλαχιά είχε αδελφό εγκατεστημένο. Ακόμη πήγε στην Πέστη, που μόλις είχε συνενωθεί με τη Βούδα, καθώς και μέχρι τη Βιέννη, με μουλάρια παντοτε.        

  1889 – 1894

Οδοιπορικό εμπορικού καραβανιού από την Κοζάνη στη Βλαχία

            Εκείνη τη χρονιά, στα 1889, έγινε μια επιδημία διφθερίτιδας στην περιοχή. Στην Κοζάνη πέθαναν περίπου χίλιοι άνθρωποι, κυρίως παιδιά. Τότε το νεκροταφείο του Αγίου Αθανασίου γέμισε  καθώς και του Αγίου Λαζάρου δίπλα στον Άγιο Δημήτριο. Έτσι άρχισαν να θάβουν στον Άγιο Γεώργιο. Με τα πρώτα κρούσματα έκλεισαν τα σχολεία. Με διαταγή του Δεσπότη Ευγένιου δεν έστελναν τα παιδιά ούτε στην εκκλησία. Πηγαίναμε μόνο στους Αγίους Αναργύρους, που ήταν γιατροί, για παράκληση, αλλά κάθε οικογένεια χωριστά. Τα παιδιά έπρεπε να απομακρυνθούν και όσοι είχαν συγγενείς σε μακρινές πόλεις έδιωχναν εκεί τα βλαστάρια τους.

            Εκείνες τις μέρες θα έφευγε ένα καραβάνι για τη Βλαχιά και αποφάσισε ο πατέρας μου να με στείλει στον αδελφό του το Γιώργο Παϊκίδη, που ήταν πλούσιος και από χρόνια πολλά εγκατεστημένος έξω από το Βουκουρέστι, στο Γιούργεβο. Εκεί έμενε τα τελευταία χρόνια και η γιαγιά, η Πάικαινα Χιόνω.

            Με ετοίμασαν, δέκα χρονών παιδί, να φύγω για την ξενιτιά. Η μάνα μου η Μπουζίτσα έκλαιγε συνέχεια και με κλάματα πήγε να ζητήσει τη γνώμη του Δεσπότη Ευγένιου, που όντας δεσπότης σαράντα χρόνια είχε πείρα, είχε γνώση και, παρά τα ογδόντα του χρόνια, είχε μυαλό ξυράφι. Επιπλέον αγαπούσε όλους τους Αγραφιώτες [= το όνομα γένους του Πάικου], όπως ήταν η οικογένεια της μάνας μου και ιδιαίτερα εκτιμούσε το μεγάλο της αδελφό, το Ζήση Αγραφιώτη, που έμενε από το 1874 στην Αθήνα, είχε σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο φιλολογία και φιλοσοφία και ήταν ιδρυτής και καθηγητής στο Λύκειο «Ο Πλάτων» στον Πειραιά.

            Ο δεσπότης Ευγένιος, που λίγα χρόνια πριν είχε γίνει από επίσκοπος μητροπολίτης διέταξε να πάμε το πρωί στον Άγιο Νικόλαο [= ιερός μητροπολιτικός και καθεδρικός ναός της Κοζάνης]. Ξυπνήσαμε νύχτα, η μάνα έφτιασε καφέ στο δαδί, χωρίς να περιμένει ν’  ανάψει η φωτιά και πήγαμε στον όρθρο. Με πήρε κοντά του και αφού του φίλησα το χέρι και το Σταυρό, με είπε χαμογελώντας γλυκά:

            «Πρώτα θα σε διαβάσω μια ευχή να σου συγχωρεθούν οι αμαρτίες και οι τζαναμπετιές που νευριάζεις με τη μάνα και τις αδερφές σου, που τσακώνεσαι με τ’ άλλα τα παιδιά και τις προάλλες έκανες φασαρία, γιατί στα εξαπτέρυγα ήθελες να σηκώνεις το Σταυρό και όχι το μανουάλι με κερί». Έτσι, ο δεσπότης διάβασε την ευχή και εγώ κάτω από το πετραχήλι δε μιλούσα, είχα κοκκινήσει από ντροπή και από τη φούρκα μου. Όταν τελείωσε, είπε: «Δεν πρέπει να ξανανευριάσεις, να είσαι καλός γιος, καλός ορθόδοξος χριστιανός και να προσκυνάς τον πατριάρχη, όπως τον μνημονεύουμε εδώ κάθε Κυριακή. Σε λένε Πάικο και αν κοιτάξεις τη μαρμάρινη πλάκα, που γράφει αυτούς που πριν από εκατόν εξήντα πέντε χρόνια ξανάχτισαν τον Άγιο Νικόλαο [= το 1721 με σουλτανικό φιρμάνι άρχισε η ανακαίνιση εκ βάθρων και επέκταση του ναού, που είχε προηγουμένως διαρραγεί από σεισμό], θα δεις και το όνομα «Γεώργιος Πάικος» ανάμεσα στους κτήτορες. Το όνομα Πάικος είναι κοζανίτικο και ρωμέικο. Η οικογένειά σου είναι από τις πιο παλιές της Κοζάνης, χωρίς να είστε από τους τσορμπατζήδες [= εύπορους] είστε όλοι καλοί νοικοκυραίοι και καλοί ορθόδοξοι χριστιανοί. Θα πας τώρα στη Βλαχιά και θα πεις στον θείο σου το Γιώργο Παϊκίδη ότι του στέλνω την ευχή μου για να’ ναι πάντα καλά και την κατάρα μου αν σε κρατήσει για πάντα στη Βλαχιά, όπου πάνε πολλοί Έλληνες και δεν ξαναγυρίζουν, μένουν εκεί και χάνονται για τον τόπο τους[4]. Όταν γυρίσεις πίσω, μπορεί να μην είμαι σ’ αυτήν την πρόσκαιρη ζωή, αλλά να ξέρεις ότι θα σε κοιτώ από ψηλά. Μια μέρα θα πας και στην Αθήνα να δεις τον άλλο θείο σου, αδελφό της μάνας σου, το Ζήση Αγραφιώτη, ή καλύτερα θα είναι όταν θα έρθει η Αθήνα στην Κοζάνη. Άντε πήγαινε τώρα στην ευχή του Θεού και μαζί με την ευλογία μου θα’ χεις και την ευλογία του πατριάρχη μας στην Πόλη». Φύγαμε και εγώ τα σκεφτόμουν όλα και τα καταλάβαινα καλά. Κατάλαβα ότι δεν πρέπει να μείνω για πάντα στη Βλαχιά και κατάλαβα, ότι αν ερχόταν η Αθήνα στην Κοζάνη θα ήταν καλύτερα. Αλλά πώς θα γινόταν αυτό; Περπατούν οι πολιτείες;…     

            Ξεκινήσαμε όλοι μαζί, ένα καραβάνι με ογδόντα πέντε μουλάρια και δέκα άλογα, για να πάμε από Κοζάνη στο Βουκουρέστι την επόμενη του Αγίου Γεωργίου που κάναμε λειτουργία, δηλαδή στις 24 του Απρίλη 1889. ήμουν παιδί, είχα κλείσει τα δέκα χρόνια μου. Οι κυρατζήδες ήταν όλοι δικοί μας, Κοζανίτες, άλλοι απ’ τη Σκ’ρκα, άλλοι απ’ τη Ζαμάρα, την Ιτιά ή τα Ηπειρώτικα [= συνοικίες της Κοζάνης]. Φορτώσανε μια ώρα πριν βγει ο ήλιος κι εγώ ήμουν κουκουλωμένος κάτω από μια βαριά κάπα από γιδόμαλλο, που με τσιμπούσε το πρόσωπο. Με είχαν καθίσει στο σαμάρι ενός μουλαριού, φορτωμένου με δυο σακιά. Κάθε τρία ή πέντε μουλάρια είχαν ένα κυρατζή. Δίπλα στη σειρά των μουλαριών προχωρούσαν, καβάλα στ’ άλογα, άνθρωποι με όπλα και σταυρωτά φυσεκλίκια. […] Πήραμε τον ανήφορο και κοντά στην Αγία Παρασκευή μας βρήκε ο ήλιος. Κοιτούσα πίσω την Κοζάνη, λες και την έβλεπα για τελευταία φορά. […]Οι κυρατζήδες που περπατούσαν δε μιλούσαν. Αντίθετα όσοι πήγαιναν καβάλα τραγουδούσαν συνέχεια το ίδιο τραγούδι σιγανά, από την Κοζάνη μέχρι τη Βλαχιά. Το τραγούδι το ίδιο επαναλαμβανόταν συνέχεια, ώστε το θυμάμαι ακόμα:

                        Σε γέλασαν, Παρασκευούλα μου,

                        σε δώσαν γέρον άντρα και σε παντρέψανε.

                        Σ’ είπαν πως έχει αμπέλια στη Βλαχιά,

                        σπίτια στο Βουκουρέστι για δεν παντρεύεσαι;

                        Παν’ τα νιάτα σ’ παν’ τα κάλλη

                        δεν ξαναγυρίζουν πάλι…   

            Τραβήξαμε στο βορρά, έχοντας δεξιά τα έλη της Σαρη–γκιολ [= το νοτιοδυτικό τμήμα του νομού Κοζάνης μεταξύ της Κοζάνης και της Πτολεμαΐδας] και αριστερά το Καραγάτς, προχωρήσαμε από τον Κόμανο προς τα Καϊλάρια [= Πτολεμαΐδα]. Από εκεί στρίψαμε βορειοανατολικά για την Κατράνιτσα [= σημ. Πύργοι Εορδαίας] που παλιά είχε βυζαντινό πύργο και το όνομά του ήταν Κάστρα της Άννας, πιθανώς της Κομνηνής. Το βράδυ φτάσαμε στο Μουχαρέμ Χάνι, λίγο πριν κλείσουνε οι πόρτες. Η διαδρομή ήταν δέκα ώρες.

            Το Μουχαρέμ Χάνι [= στενωπός της Εγνατίας οδού στην άνω Μακεδονία. Πρόκειται για το σημείο τομής του Βόρρα (Καϊμακτσαλάν) με το Βέρμιο, ακριβώς πάνω στο σύγχρονο οδικό και σιδηροδρομικό άξονα Έδεσσας – Αμυνταίου – Φλώρινας] ήταν σημείο ελέγχου και σταθμός των καραβανιών. Υπήρχε ένα μεγάλο συγκρότημα χτισμάτων, εξωτερικά τετράγωνο, με ψηλούς τοίχους που είχαν μικρά σιδερόφραχτα παράθυρα. Βρισκόταν τρία χιλιόμετρα ανατολικά της άκρης της Λίμνης και του χωριού του Οστρόβου [= Βεγορίτιδα] και ένα χιλιόμετρο από την είσοδο των στενών για τα Βοδενά [= Έδεσσα]. Ο εξωτερικός περίβολος στις τρεις πλευρές του τετραγώνου αποτελούταν από διώροφο συνεχόμενο χτίριο ύψους πέντε μέτρων. Το πάνω μέρος του χτιρίου είχε δωμάτιο ύπνου και το κάτω μέρος είχε παχνιά για τα ζώα. Ένα χαγιάτι γύρω – γύρω έβλεπε στο κέντρο της αυλής, όπου ήταν ένα πηγάδι, που είχε νερό σε ποτιστήρες για τα ζώα. Ξεπεζέψαμε, ξεφορτώθηκαν τα ζώα, τα τρίψανε οι αγωγιάτες για να ξεϊδρώσουν και ύστερα τ’ αφήσαν να πιουν νερό και τα οδηγήσαν στα παχνιά. Στο μεταξύ εγώ επιθεώρησα τα γύρω και πήγα στο μαγεριό, όπου έφαγα σούπα από φασόλια της Μόκρανης [=Λεχόβου][5], κοκκινισμένα μπρούσικο πιπέρι [= μπούκοβο]. Ύστερα ανέβηκα στον πάνω όροφο, που ήταν χωρισμένος σε μεγάλο αριθμό δωματίων, το ένα δίπλα από το άλλο. Όλα επικοινωνούσαν από μπροστά με το χαγιάτι, που ήταν εξωτερική απάνεμη γαλαρία.[…]

            Η νότια πλευρά του τετράπλευρου συγκροτήματος των κτιρίων είχε αριστερά ένα τζαμί, με μιναρέ έξι μέτρα ψηλό, στη μέση τη μεγάλη σιδερένια πόρτα του χανιού και δεξιά το μαγέρικο. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου, που έβλεπα τζαμί και μιναρέ και τα χάζευα από το χαγιάτι, γιατί στην Κοζάνη δεν είχαμε ούτε ένα τζαμί και ούτε είχα πάει σε τουρκοχώρια μέχρι τότε. […] Στο δωμάτιό μας υπήρχε, όπως σ’ όλα, ένα τζάκι σβηστό, γιατί ήταν τέλη τ’ Απρίλη. Ακόμα, κάθε δωμάτιο είχε ένα παραθύρι μικρό με σίδερα, για να μην μπορούν να μπουν κλέφτες αλλά και για να μην μπορούν να φύγουν ταξιδιώτες χωρίς να πληρώσουν. […]

            Πήραμε το δρόμο προς τα’ ανατολικά και οι ένοπλοι ήταν μπροστά και πίσω από το καραβάνι, ώσπου να περάσουμε το στενό ανάμεσα στο Βέρμιο και το Καίμακτσαλάν. Ο δρόμος πήγαινε στον κατήφορο μαζί με ένα μικρό ποτάμι [= Άγρας]. Οι φρουροί είχαν τα όπλα στα χέρια και όχι στον ώμο. Μας είχαν πει ότι δεν έπρεπε να κρυβόμαστε, γιατί οι πληροφορίες από τον Δερβέν–αγά [του οθωμανού κρατικού αξιωματούχου, υπεύθυνου για την ασφάλεια και την οικονομική εκμετάλλευση των δερβενίων. Πρβλ. τους βυζαντινούς κλεισουράρχες], που πληρώθηκε στο χάνι για τα διόδια, ήταν ότι δεν υπήρχαν ληστές, όμως όλοι ανακουφιστήκαμε όταν μετά δυο ώρες δρόμο είδαμε από μακριά τα Βοδενά.

            Τα Βοδενά με τα πολλά νερά ήταν μια πόλη παλιά, βυζαντινό κάστρο, αλλά τώρα είχε τρεις – τέσσερις μιναρέδες. Επειδή είχαμε πολύ δρόμο μπροστά μας, δεν καθίσαμε στην πόλη αλλά προχωρήσαμε τον κατήφορο προς τον κάμπο. Είδαμε από μακριά να πέφτει το νερό από ψηλά, σε έναν καταρράκτη πάνω από δεκαπέντε μέτρα και το θέαμα ήταν πολύ όμορφο να το βλέπει κανείς κάθε φορά που ο κατηφορικός δρόμος έκανε στροφή. Σε λίγο φτάσαμε στον κάμπο και τραβήξαμε ανατολικά, ίσια για τα Γενιτζά [= Γιαννιτσά], έχοντας στα δεξιά μας τους βάλτους με τα καλάμια και τη λίμνη με τις πλάβες [= επίπεδα πλεούμενα σκάφη της λίμνης] και αριστερά ένα βουνό, που είχε ξεμακρύνει από τα άλλα και προχωρούσε μόνο του προς τον κάμπο. Με πείραζαν και μου έλεγαν πως το βουνό είναι δικό μου και πρέπει να το έχω ολόκληρο τσιφλίκι μου, γιατί έχει το όνομά μου! Έτσι γνώρισα από μακριά το Πάικον όρος.

            Τα Γενιτζά ήταν μεγάλο τουρκοχώρι με πολλούς μιναρέδες και έλεγαν ότι τα έχτισε ο Σουλτάνος πριν τετρακόσια χρόνια για τους γενίτσαρους. Ήταν πρωτεύουσα του καζά Γιαννιτσών και θεωρούνταν ιερή πόλη της Τουρκίας. Όλα τα χωριά στον κάμπο ήταν τουρκοχώρια και μόνο από την πέρα, τη νότια πλευρά της λίμνης ήταν χωριά ελληνικά, στο Γιδά [= Αλεξάνδρεια Ημαθίας] και όλο το άλλο Ρουμλούκι [= περιοχή των Ρωμιών, Ημαθία].

Γιαννιτσά

            Από τα Γενιτζά φύγαμε το άλλο πρωί, στρίψαμε από το βουνό προς το βοριά, περάσαμε τη Γουμέντσα [= η Γουμένισσα (βυζ. Γκομέντζα) του νομού Κιλκίς υπαγόταν διοικητικά στον καζά των Γιαννιτσών] και νυχτώσαμε στη Γευγελή. Από εκεί μια άλλη μέρα δρόμο, αφού περάσαμε τον παραπόταμο του Βαρδάρη, φθάσαμε στη Στρώμνιτζα [= Στρούμιτσα των Σκοπίων], όπου νυχτώσαμε. Η Στρώμνιτζα[6], όπου μείναμε μια μέρα για ξεκούραση, ήταν μια πόλη με όμορφα κτίρια, με ελληνικά σχολεία και εκκλησίες, είχε Χριστιανούς Ορθοδόξους και έμοιαζε με την Κοζάνη αλλά ήταν πιο πλούσια και είχε αρκετά τζαμιά. Στα μαγαζιά όλοι μιλούσαν ελληνικά, όμως λίγο πιο διαφορετικά από τα κοζανίτικα. Μοιάζαν με τα σιατιστινά στη διάλεκτο και ακόμα δεν ξέρω αν οι Κοζανίτες ή οι Σιατιστινοί μιλούν τα σωστότερα ελληνικά.

Στρώμνιτσα

            Από τη Στρώμνιτζα φύγαμε για το Πετρίτσι και, σα φτάσαμε στο Στρυμόνα, στρίψαμε αριστερά για τα σύνορα με τη Βουλγαρία. Με είπαν να μη μιλώ και να μη φωνάζω ελληνικά. Όταν τους είπα ότι δεν ξέρω άλλη γλώσσα, με διέταξαν να το βουλώσω και να μη βγάλω άχνα. Σε λίγο φτάσαμε στα σύνορα που έπρεπε να περάσουμε και στην αρχή νόμισα ότι ήταν πάλι τουρκικός φόρος διοδίων. Μετά τους Τούρκους με τα φέσια συναντήσαμε άλλους στρατιώτες με διαφορετικά ρούχα. Είχαν καπέλα από πάνω πράσινα με κορδέλες κόκκινες και άσπρο σακάκι με χρυσά κουμπιά. Ψιθύρισε ο Κώτσιος ότι ήταν Βούλγαροι χωροφύλακες. Μας κοίταξαν τα χαρτιά και μπήκαμε στη Βουλγαρία. Ο Κώτσιος, που ήξερε πολλά, είπε ότι πριν τέσσερα χρόνια, στα 1885, οι Βούλγαροι είχαν προσαρτήσει πραξικοπηματικά στο κράτος τους την Ανατολική Ρωμυλία. Το βουλγαρικό θεριό είχε φάει γερά και τώρα χώνευε το φαί του, προσπαθώντας να κάνει Βουλγάρους όλους τους κατοίκους της Φιλιππούπολης, της Στενημάχου και των άλλων ρωμέικων πόλεων και χωριών, απ’όπου διώξαν όλους τους Έλληνες. Έτσι, εκέινα τα πρώτα χρόνια φέρνονταν ευγενικά στους χριστιανούς που έρχονταν από τη Μακεδονία, που ήταν τουρκική, με σκοπό να τους κάνουν σχισματικούς [= οπαδούς της βουλγαρικής εξαρχίας]. Από τη Τζουμαγιά πήραμε το δρόμο ανατολικά για Στενήμαχο και Φιλιππούπολη, όπου δεν μπήκαμε μέσα αλλά μείναμε σε χάνι, έξω από την πόλη. Από εκεί τραβήξαμε για τα βόρεια… Πηγαίναμε από δρόμο αμαξιτό, που είχε πολλά κάρα φορτωμένα με μπάλες χορτάρι ή τσουβάλια γεμάτα.

            Όταν κατηφορίσαμε από τα βουνά, τραβώντας πάντα προς τα βόρεια, είδαμε από μακριά ένα πολύ μεγάλο κάμπο, που στη μέση είχε ένα πολύ πλατύ ποτάμι, τόσο πλατύ που χωρούσε καράβια μεγάλα και μικρά. Ήταν ο Δούναβης, το ποτάμι που ερχόταν από τη Γερμανία και την Αυστρουγγαρία και περνούσε από τη Σερβία κοντά στο Βελιγράδι. Δεν μπορούσα να φανταστώ τόσο μεγάλο ποτάμι, που το φάρδος του περνούσε τα πεντακόσια μέτρα, καθώς είχε πολλά μικρά και μεγάλα καράβια. Το νερό δεν ήταν ορμητικό, όπως στον Αλιάκμονα. Περάσαμε απέναντι στη Βλαχιά με σλέπια. Τα νερά ήταν ήρεμα, όχι όπως στο τραγούδι που λέγαν στην Κοζάνη, στο σχολείο:          

                        Βρίσκει το Ντούναβι θολό,

                        τον πόρο χαλασμένο.

                        Σκύφτει, φιλεί το Μαύρο του,

                        σκύφτει και τον ρωτάει:

                        Δύνασαι, μαύρε μ’, δύνασαι,

                        στα πέρα να περάσεις;

                        Δύναμ’, αφέντη μ’, δύναμαι

                        στα πέρα να περάσω,         

                        μόν’ αύξησέ μου την ταή

                        και καν’ την δυο ντορβάδες[7].    

            Το Δούναβη τον ανέφεραν και τον μελετούσαν οι Κοζανίτες τόσο πολύ, που τον μπέρδευαν με τον Αλιάκμονα, θαρρώντας ότι το Ντούναβι λέγαν Ιντζέ–καρα [= ονομασία του Αλιάκμονα στα τουρκικά] και όχι τον Αλιάκμονα.

            Τα σλέπια που μας περνούσαν απέναντι τα τραβούσαν άλλα πλεούμενα, που τα λέγαν μαούνες και είχαν ατμομηχανή. Σε κάθε σλέπι ανέβαιναν φορτωμένα γύρω στα είκοσι μουλάρια με δεμένα τα μάτια και τους κυρατζήδες από δίπλα να κρατούν το καπίστρι και να μιλούν στ’ άλογα ή να τραγουδούν, για να μην αγριεύουν.

            Έτσι μετά από ταξίδι σαράντα δύο ημερών πατήσαμε τη Ρουμανία. Η Βλαχιά […] είχε πολλούς Έλληνες, ήταν χριστιανοί και νομίζαμε ότι ήμασταν σε δικό μας μέρος. Είχαμε την αίσθηση ότι ζούσαμε με φίλους και, καθώς οι Έλληνες ήταν πάρα πολλοί, υπήρχαν και αρκετοί Ρουμάνοι που ήξερα ελληνικά. […]

[1]               Ο συγγραφέας διευκρινίζει ότι «το όνομα Πάικος – κοζανίτικο και ρωμέικο – από το λατινικό Paucus, ήταν συνηθισμένο στους ελληνόβλαχους. Συνταντάται στο Μεσολόγγι και στο Λεύκωμα των αγωνιστών της Εξόδου υπάρχει το όνομα Πάικος Δελάλης. Στα 1854 ήταν υπουργός Παιδείας ο Ανδρέας Πάικος και σήμερα το 1998 οφθαλμίατρος ο Πέτρος Πάικος από το Μεσολόγγι. Σαν κύριο όνομα υπάρχει στους Χιώτες». Τα αποσπάσματα από τη βιογραφία του Πάικου μεταφέρονται εδώ αυτούσια, με  ορισμένες μόνο περικοπές, όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο.

[2]               Σχετικά με τις διοικητικές διαιρέσεις της οθωμανικής επικράτειας βλ. Σβορώνος (1985, 40).

[3]               Το χωριό αυτό, γενέτειρα του Αλέξη Ζορμπά, καταστράφηκε ολοσχερώς στις 20 Δεκεμβρίου 1943, μετά από εμπρησμό των Γερμανών, που επέβαλαν αντίποινα στην αντιστασιακή δραστηριότητα των Ελλήνων της περιοχής. Οι κάτοικοι του, εκδιωγμένοι και βασανισμένοι, κατέφυγαν στην Κοζάνη, τη Θεσσαλονίκη και κυρίως στην Κατερίνη, όπου ίδρυσαν και τον ομώνυμο συνοικισμό (Καταφ(γ)ιώτικα). Το χαλασμό του Καταφυγίου και την ηρωική αποπομπή των κατοίκων περιγράφει με δραματική ένταση ο Ισίδωρος Ζουργός στο μυθιστόρημά του «Στη σκιά της πεταλούδας» (Πατάκης, 2005).

[4]              Είναι χαρακτηριστικά τα τραγούδια της αποδημίας των Ελλήνων, κυρίως στη Βλαχία, που διασώζονται. Η κατάρα του μόνιμου αποχωρισμού στοίχειωνε στις ψυχές όσων έμεναν πίσω. Πολλοί από αυτούς τους εμπόρους δημιουργούσαν εκεί μία δεύτερη ανεξάρητη οικογένεια… Σε ένα από αυτά τα δημοτικά τραγούδια δηλώνεται απερίφραστα:

Ποια έχ’ άντρα στη Βλαχιά

                                                και γιο στο Μπουκουρέστι

                                                πες της να μην τον καρτερεί,

                                                να μην τον πανταχαίνει.

                                                Οι Βλάχισσες είναι κακές

                                                κι αυτές οι Βλαχοπούλες

                                                γελούν μανάδων τα παιδιά

                                                και πίσω δε γυρίζουν…

[5]               Ο Πετρονώτης (2002, 532) αναφέρει ότι «μοκράνη» ονόμαζαν την τομάτα στα κουρδαρίτικα, στη συνθηματική δηλαδή γλώσσα της συντεχνίας των Ζουπανιωτών οικοδόμων (πετροχτιστάδων και πελεκητών) από τη Δυτική Μακεδονία. Το Ζουπάνι είναι ο σημερινός Πεντάλοφος του νομού Κοζάνης.

[6]              Μαρτυρείται ότι το Πάσχα του 1330 ο Νικηφόρος Γρηγοράς ως ειδικός απεσταλμένος του βυζαντινού αυτοκράτορα στα Σκόπια σε διπλωματική αντιπροσωπεία προς το Σέρβο κράλη Στέφανο Ντουσάν σταμάτησε «ες τι πολίχνιον ὑπερνεφελές, Στρούμμιτζαν οὕτω πως ἐγχωρίῳ καλούμενον». Θα δυσανασχετήσει από την έλλειψη ανέσεων αλλά θα εντυπωσιαστεί από τη θέα του κάμπου και τα υψηλά τείχη του «πολιχνίου.  Βλ. σχετικά Ευδοκιμόδης (1997).

[7]               Πρόκειται για το ακριτικό τραγούδι «Του μικρού βλαχόπουλου».

Σημείωση Φαρέτρας: Το 4ο και τελευταίο  μέρος της εργασίας θα αναρτηθεί την Κυριακή  24 Φεβρουαρίου      

Μπορείτε να διαβάσετε τα άλλα μέρη κάνοντας κλικ στους αντίστοιχους αριθμούς  2  4

banner-article

Ροη ειδήσεων