“31 Αυγούστου 1923. Ο Μουσολίνι βομβαρδίζει και καταλαμβάνει την Κέρκυρα” γράφει ο Ανδρέας Δενεζάκης
Ήταν το μεσημέρι της Παρασκευής 31 Αυγούστου 1923. Στο λιμάνι της Κέρκυρας εμφανίζεται και αγκυροβολεί ισχυρή μοίρα του ιταλικού στόλου, συνοδευόμενη από υδροπλάνα. Με ναυαρχίδα το «Κόντε ντι Καβούρ», τρία θωρηκτά, τα «Ντουίλια», «Τζούλιο Τσεζάρε» και «Τζουζέπε Βέρντι», δυο βαρέα και δυο ελαφρά καταδρομικά, τρία μεταγωγικά, έξι αντιτορπιλικά, ένα υποβρύχιο και μερικά τορπιλοβόλα.
Γύρω στις 3.00 το μεσημέρι αποβιβάζεται στο λιμάνι ο Ιταλός πλοίαρχος Φοσκίνι και επιδίδει εκ μέρους του αντιναύαρχου Σολάρι, τελεσίγραφο στον νομάρχη Πέτρο Ευριπαίο με το οποίο ζητούσε να του παραδοθεί το νησί, εντός 30 λεπτών, χωρίς ένοπλη αντίσταση. Μετά από σύντομη σύσκεψη του νομάρχη με τους εκπροσώπους των διοικητικών αρχών του νησιού ο Ευριπαίος δηλώνει ότι δεν έχει την εξουσιοδότηση να παραδώσει το νησί, αλλά επειδή δεν διέθετε και στρατιωτικές δυνάμεις (ούτε 100 στρατιώτες δεν υπήρχαν στο νησί) δεν θα επιχειρούσε να αντισταθεί. Ζήτησε από τον Φοσκίνι ολιγόωρη προθεσμία, την υποβολή των όρων παράδοσης του νησιού, την διασαφήνιση του είδους της κατάληψης.
Ο Φοσκίνι αναφέρει τους όρους παράδοσης του νησιού και φεύγοντας, στις 16:30 από την Νομαρχία, δηλώνει πως αν μέχρι τις 17:00 δεν έχει υψωθεί στον ιστό του Παλαιού Φρουρίου η λευκή σημαία θα ξεκινούσε η απόβαση των ιταλικών στρατευμάτων.
Οι όροι παράδοσης ανέφεραν ότι μέχρι τις 4 το απόγευμα θα έχει υποσταλεί η Ελληνική σημαία και θα έχει αναρτηθεί η Ιταλική, η οποία θα χαιρετηθεί με 21 κανονιοβολισμούς. Την διοίκηση του νησιού θα αναλάμβανε ο υποναύαρχος Μπελλίνι, στον οποίο θα παραδίδονταν όλοι οι στρατώνες των στρατιωτικών δυνάμεων και της Χωροφυλακής και όλα τα όπλα των στρατευμάτων και των αποθηκών υλικού πολέμου.
Οι Έλληνες στρατιώτες μετά τον αφοπλισμό τους, θα έπρεπε να συγκεντρωθούν σε ένα μικρό στρατώνα και θα απαγορεύονταν η κυκλοφορία των Ελλήνων αξιωματικών και στρατιωτών. Παράλληλα έπρεπε να ετοιμαστούν στρατώνες για τα στρατεύματα κατοχής.
Προβλεπόταν η διακοπή των τηλεγραφικών, τηλεφωνικών και ταχυδρομικών επικοινωνιών και οι συγκοινωνίες ξηράς και θαλάσσιες μεταφορές περνούσαν κάτω από τον έλεγχο των Ιταλών.
Ο βομβαρδισμός κράτησε λιγότερο από μισή ώρα και στοίχισε 15 νεκρούς και 35 τραυματίες, οι περισσότεροι πρόσφυγες από το Παλαιό Φρούριο, αλλά και κάτοικοι του Αγίου Ρόκκου. Αργότερα οι Ιταλοί άνοιξαν ένα λάκκο έξω από το Φρούριο και έριξαν μέσα τα 15 πτώματα.
Ο βομβαρδισμός σταμάτησε μόλις ο νομάρχης έδωσε διαταγή, στις 5.27 μ.μ., και υψώθηκε λευκή σημαία στο Φρούριο. Αμέσως άκατοι γεμάτες στρατιώτες βγήκαν στο λιμάνι. 5.000 με 7.000 πάνοπλοι στρατιώτες αποβιβάστηκαν στην προκυμαία και κινήθηκαν προς το Παλαιό φρούριο. Εστησαν πυροβολεία, παράταξαν κανόνια στην πλατεία, οργάνωσαν περιπόλους. Οι Ιταλοί είχαν καταλάβει την άοπλη Κέρκυρα. Σε λίγο ακολούθησε η κατάληψη και των Παξών.
Αμέσως μετά την κατάληψη των δύο Φρουρίων τοιχοκολλήθηκε προκήρυξη του Ναυάρχου Σολάρι, από την Ανωτάτη Διοίκηση του Ιταλικού Στόλου προς του κατοίκους της νήσου Κέρκυρας:
Αφορμή η δολοφονία του Ενρίκο Τελλίνι
Το 1923 η Ελλάδα αντιμετωπίζει τρομακτικά οικονομικά και πολιτικά προβλήματα, σαν συνέπεια της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922.
Δεκάδες χιλιάδες ξεριζωμένοι πρόσφυγες, διασκορπισμένοι σε όλη την ελληνική επικράτεια, αντιμετωπίζουν ασύλληπτα προβλήματα, εξαθλιωμένοι, άστεγοι, ρακένδυτοι και εξαντλημένοι, μεγαλώνουν τις στρατιές των άνεργων που έχασαν τις δουλειές του από τις μαζικές απολύσεις.
Στην εξουσία βρίσκεται, από τις 14 Νοεμβρίου 1922, μετά το Κίνημα του Στρατού και του Ναυτικού στη Χίο και τη Λέσβο της 11ης Νοεμβρίου 1922, η «Επαναστατική Κυβέρνησις» των Πλαστήρα – Γονατά, με πρωθυπουργό τον Στυλιανό Γονατά.
Στις 24 Ιουλίου 1923 έχει υπογραφτεί η συνθήκη της Λωζάνης, η μεγάλη ιδέα Το τυπικά ήταν νεκρή.
Ο φθινόπωρο του 1922 συστάθηκε Διεθνής Επιτροπή προκειμένου να καθοριστούν τα σύνορα ανάμεσα στην Ελλάδα και την Αλβανία και να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί με την εκχώρηση της Βόρειας Ηπείρου στο Αλβανικό κράτος (Συνθήκη των Σεβρών – 1920). Η επιτροπή αυτή αποτελείται από ένα Άγγλο, Γάλλο, Ιταλό, Έλληνα και Αλβανό υπό την προεδρεία του Ιταλού στρατηγού Ενρίκο Τελλίνι.
Στις 27 Αυγούστου 1923, ένα μήνα μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης (24.7.1923) ορίστηκε συνάντηση της επιτροπής στα ελληνοαλβανικά σύνορα, κοντά στην Κακαβιά, για αναγνώριση της περιοχής Ζαρινίτσα (Αρινίτσα). Την ελληνική πλευρά εκπροσωπούσε ο συνταγματάρχης Νότης Μπότσαρης και την αλβανική ο γραμματέας του Υπουργείου Εξωτερικών Δημήτερ Μπεράτι.
Δέκα χιλιόμετρα πριν τα σύνορα, στη θέση Ζέπι κοντά στην Κακαβιά, μεταξύ 53ου και 54ου χιλιομέτρου της οδού Αργυροκάστρου-Ιωαννίνων, ένας κομμένος κορμός δέντρου έφραζε το δρόμο στο ιταλικό αυτοκίνητο. Οι Ιταλοί σταμάτησαν και τότε δέχτηκαν πυρά από αγνώστους που είχαν στήσει ενέδρα.
Ο στρατηγός Ενρίκο Τελλίνι, ο υπολοχαγός Μάριο Μπονατσίνι, ο στρατιωτικός γιατρός Κόρτι, ο οδηγός Φαρνέττι Ρεμίτζιο, ο Βορειοηπειρώτης διερμηνέας Αθανάσιος Κράβαρης (Θανάς Κραβέρι), έπεσαν νεκροί.
Οι δράστες δεν είχαν κίνητρο τη ληστεία, αφού τα χρήματα και διάφορα τιμαλφή βρέθηκαν πάνω στους δολοφονημένους.
Η φασιστική κυβέρνηση της Ιταλίας κατηγόρησε την Ελλάδα ως υπεύθυνη για τη δολοφονία. Δυο μέρες μετά, στις 29 Αυγούστου, αποστέλλει τελεσιγραφική διακοίνωση προς την ελληνική κυβέρνηση με την οποία αξιώνει:
-
Η Ελληνική κυβέρνηση και η ανώτατη Ελληνική στρατιωτική αρχή να ζητήσουν επίσημα συγνώμη από την Ιταλική ενώπιον του Ιταλού πρέσβη στην Αθήνα
-
Να τελεστεί μνημόσυνο για τα θύματα, στον καθολικό ναό των Αθηνών, στο οποίο να παραβρεθεί το σύνολο του υπουργικού συμβουλίου.
-
Να αποδοθούν τιμές στην ιταλική σημαία την ημέρα του μνημόσυνου, με εικοσιένα κανονιοβολισμούς και με ανάρτηση της ιταλικής σημαίας σε όλα τα ελληνικά πλοία.
-
Να διενεργηθεί ανάκριση και να ολοκληρωθεί μέσα σε πέντε μέρες, από τις ελληνικές αρχές, με τη σύμπραξη του Ιταλού στρατιωτικού ακολούθου συνταγματάρχη Περόννε ντι Σαν Μαρτίνο, για την προσωπική ασφάλεια του οποίου η Ελλάδα θα αναλάμβανε την απόλυτη ευθύνη.
-
Η Ελληνική κυβέρνηση να πληρώσει ως ποινή αποζημίωση 50.000.000 ιταλικών λιρεττών, μέσα σε πέντε μέρες από την επίδοση του τελεσίγραφου.
-
Να αποδοθούν στρατιωτικές τιμές στις σορούς των θυμάτων κατά τη μεταφορά τους σε ιταλικό ατμόπλοιο στην Πρέβεζα.
Μέσα στις επόμενες 24 ώρες ο Μουσολίνι απαιτούσε απάντηση. Η κυβέρνηση Γονατά – Πλαστήρα ανακοίνωσε ότι:
Θα εκφράσει τη λύπη της προς την Ιταλική κυβέρνηση, με επίσκεψη του φρουράρχου Αθηνών στον Ιταλό πρέσβη, θα εκτελέσει μνημόσυνο με την παρουσία των μελών της κυβέρνησης, θα αποδοθούν τιμές στην ιταλική σημαία από απόσπασμα της φρουράς Αθηνών στην Ιταλική Πρεσβεία και θα αποδοθούν τιμές από τις στρατιωτικές αρχές στη Πρέβεζα στα θύματα κατά τη μεταφορά ων σορών τους.
Η Ελληνική κυβέρνηση, με το σκεπτικό ότι οι υπόλοιπες αξιώσεις των Ιταλών θίγουν την τιμή και την κυριαρχία του κράτους, τις απέρριψε. Η Ιταλία, φυσικά, δεν ικανοποιήθηκε και προχώρησε στον βομβαρδισμό και την κατάληψη της Κέρκυρας και των Παξών, στις 31 Αυγούστου του 1923.
Η Ελλάδα προσέφυγε, την 1η Σεπτέμβρη 1923, στην Κοινωνία των Εθνών ζητώντας από την ΚτΕ να αναλάβει τη διευθέτηση της διαφοράς με την Ιταλία.
Η ΚτΕ στις 5 Σεπτέμβρη, παίρνοντας το μέρος της ισχυρής Ιταλίας, παρέπεμψε τη διευθέτηση του ζητήματος σε Πρεσβευτική Διάσκεψη . Η Πρεσβευτική συγκρότησε ειδική Ανακριτική Επιτροπή στην οποία προέδρευε ο Ιάπωνας συνταγματάρχης Σιμπούγια και συμμετείχαν ως μέλη οι συνταγματάρχες Λακόμπ (Γάλλος), Χάρνς (Άγγλος) και Μπω (Ιταλός). Ως παρατηρητές συμμετείχαν ο Ελληνας πρέσβης Βασίλειος Δενδραμής και ο διπλωματικός υπάλληλος Βασίλειος Μόστρας.
Η Πρεσβευτική Διάσκεψη, χωρίς να περιμένει το πόρισμα της Ανακριτικής Επιτροπής, αποφάσισε και υποχρέωσε την Ελλάδα να αποζημιώσει την Ιταλία με 50 εκατομμύρια λιρέτες (τεράστιο ποσό που αντιστοιχούσε σε 500.000 λίρες Αγγλία – η Ελλάδα είχε ζητήσει και είχε πάρει με αγώνα δάνειο 750.000 λιρών για να αντιμετωπίσει με προσωρινά μέτρα διάφορες ανάγκες των προσφύγων), να τελέσει μνημόσυνο για τους δολοφονηθέντες και να διενεργήσει ανακρίσεις για την ανεύρεση των δραστών, υπό την εποπτεία του διεθνούς παράγοντα.
Οι ελληνικές διαμαρτυρίες έπεσαν στο κενό. Η ΚτΕ ασχολήθηκε ξανά στις 27 Σεπτέμβρη 1923. Η Πρεσβευτική εξέδωσε νέα απόφαση που καθόριζε πως θα εκτελεστούν οι όροι της.
Πραγματοποιήθηκε η απονομή τιμών προς τις σημαίες του ναυτικού των τριών Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας), στον όρμο του Φαλήρου, με την παρουσία των θωρηκτών «Κιλκίς». «Αβέρωφ», «Νίκη» και «Βέλος». Ρίχτηκαν 21 κανονιοβολισμοί ενώ οι σημαίες των ξένων πολεμικών ήταν μεσίστιες. Ο Διοικητής του Α΄ Σώματος Στρατού επισκέφτηκε επίσημα τις πρεσβείες Αγγλίας, Γαλλίας και Ιταλίας και εξέφρασε την λύπη του εκ μέρους του Ελληνικού στρατού για την δολοφονία του Στρατηγού Τελλίνι και την επόμενη μέρα έγινε μνημόσυνο στον Καθολικό ναό Αθηνών με την παρουσία ολόκληρης της Ελληνικής Κυβέρνησης. Η Ελλάδα κατέθεσε και τις 50.000.000 λιρέτες.
Στις 27 Σεπτέμβρη 1923, αφού ταπεινώθηκε για άλλη μια φορά η Ελλάδα και εκπληρώθηκαν οι απαιτήσεις της φασιστικής κυβέρνησης του Μουσολίνι, αποχώρησαν οι Ιταλοί από την Κέρκυρα.
Οι Ιταλοί φασίστες κατέλαβαν για δεύτερη φορά την Κέρκυρα το 1941.