Ιστορία Περισσότερο διαβασμένα Τοπικά

Βασίλης Πατρίκας. Ο δασκιώτης λαϊκός αγωνιστής και τα “μακρυγιαννικά” του απομνημονεύματα (5)

Επιμέλεια  Δημήτρης Βύζας

«Εγώ θα γράψω τη δική μου ιστορία. Όλοι οι άνθρωποι στη ζωή έχουν την ιστορία τους. Ο καθένας  ξέρει τους δικούς του πόνους, τις δικές του χαρές, λύπες και βάσανα και όταν πεθάνει, πεθαίνουν όλα. Μα εγώ είτε είμαι χαζός, είτε έξυπνος, θα γράψω τον πόνο του χωριού μου, την ιστορία που μου έλεγαν οι παππούδες. Πού θα ξέρουν, αυτοί που γεννιούνται τώρα, πώς ήταν τότε.»  Βασίλης Πατρίκας  ( 1912-2002)

Απόσπασμα από τον πρόλογο του Δημήτρη Βύζα

Η προτομή του Βασίλη Πατρίκα φιλοτεχνήθηκε από τον Μιλτιάδη Στεφανόπουλο

Πριν από αρκετά χρόνια, μετά τον θάνατο του μπάρμπα Βασίλη Πατρίκα του Νικολάου, έφτασαν στα χέρια μου τα απομνημονεύματα του, (προσωπικά δεν ονοματίζει και ούτε χαρακτηρίζει τα γραπτά του), που αποτελούνται από 194 σελίδες.[…]

Από εκτίμηση που είχα στο πρόσωπο και σεβασμό στη μνήμη του Βασίλη Πατρίκα,  διάβασα με ευχαρίστηση τα γραπτά τουλάχιστον δύο φορές. Από τις 158 σελίδες, πέρασα σε ηλεκτρονική μορφή τις πρώτες 58 που κοινοποιώ. Αυτές έγιναν αναγνώσιμες ή καλύτερα ευανάγνωστες. Στην αρχή άφησα τα κείμενα όπως είναι γραμμένα, χωρίς καμιά ορθογραφική διόρθωση. Προχωρώντας έκανα μεγαλύτερη σε βάθος διόρθωση λαθών, όχι όμως εκφραστικών. Αυτό σίγουρα θα το καταλάβει ο αναγνώστης.

Δεν είναι πρόθεση μου να δημοσιεύσω ολόκληρο το έργο του Βασίλη Πατρίκα παρά να κεντρίσω το ενδιαφέρον εκείνων που εκτιμούν τις προσπάθειες συνανθρώπων τους που αγαπούν την Τοπική Ιστορία.[…]

ΠΑΤΡΙΚΑΣ ΒΑΣΙΛΗΣ (ανάγνωση και αντιγραφή ΒΥΖΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ)

Μέρος 5ο

Αφού τον παππού μου χαράτσωσε ο κλέφτης Ντόμανος, ο παππούς μου, αν και είχε καλή σειρά στο σπίτι του, βγήκε από φόβο και αυτός κλέφτης. Ήταν ένα μπουλούκι κλεφτών, 40 νομάτοι. Ο παππούς μου βγήκε στο Καταφύγι και στις Μοτσάρες.

Στην Κομμένη Πέτρα, στο σύνορο Σκούλιαρης και Δασκίου- Καταφύγι, ήταν 2 κλέφτες καραούλι και αφού ειδαν τον παππού μου σαν περιπλανώμενο, τον έπιασαν και τον ρώτησαν τι γυρίζεις και τι ζητάς. Ο παππούς μου τους είπε πως θέλει να βγει κλέφτης. Αυτοί τον κράτησαν στο καραούλι και το βράδυ πήγαν στο Καταφύγι. Εκεί ήταν ο καπετάνιος. Αφού ο παππούς μου του είπε πως θέλει να μείνει και αυτός κλέφτης, ο καπετάνιος δεν του είπε τίποτε, επειδή οι κλέφτες ήταν σκορπισμένοι στα χωριά της Κοζάνης.

Σε ένα χωριό πήγαν να πάρουν σκλάβο έναν μπέη. Τον παππού μου, στο Καταφύγι, τον έδωσαν όπλο και ρούχα κλέφτικα και με τους 2 κλέφτες, νύχτα ήρθαν έξω από το Παλαιογκράτσιανο και εκεί έφεξε. Ο καπετάνιος δεν ήξεραν που πήγε και οι 2 παλαιοί κλέφτες, ο ένας ήξερε το σχέδιο και που θα συγκεντρωθούν όταν πάρουν το σκλάβο. Αυτή η επιχείρηση κράτησε 16 μέρες. Οι κλέφτες δεν μπόρεσαν να πάρουν τον μπέη και σημείο που είχαν να ανταμώσουν στο Φλάμπουρο, στη βρύση. Αφού μαζεύτηκαν εκεί και μετρήθηκαν, έλλειπαν δύο κλέφτες. Ο παππούς μου που οι άλλοι κλέφτες δεν τον είχαν δει, τι συνέβη.

Οι 2 κλέφτες που ήταν με τον παππού μου πιάστηκαν και μάλωσαν και έβγαλαν τα σπαθιά τους να σφαγούν. Ο παππούς μου, ποιόν καλόν και ποιόν κακόν, τους χώρισε. Ο ένας δεν ήξερε που πηγαίνουν. Μόνον ο ένας ήξερε την επιχείρηση. Και εκείνος που ήξερε, άφησε τον παππού μου με τον κλέφτη που δεν ήξερε. Ο παππούς μου έλεγε που θα πάμε και εκείνος δεν ήξερε το σημείο που είχαν να ανταμωθούν. Και γύρισαν πάλι στο Καταφύγι. Εκεί κάθισαν τρείς μέρες και δεν  βρήκαν κανένα κλέφτη.  Τότε ο παππούς μου είπε στον άλλο κλέφτη να κατεβούν στο Δάσκιο να πάρουν ψωμί, γιατί είχαμε ζυμώσει.

Από πείνα εγώ ντρεπόμουν να ζητήσω ψωμί και εκείνος δεν έλεγε. Μας έδινε κανένας τζομπάνος αλλά το τρώγαμε την ίδια ώρα, αν και δεν έφτανε ούτε στο τζομπάνο να χορτάσει. Πήρα τον κλέφτη και ήρθε στο χωριό και έβαλε την μάνα του να ζυμώσει. Πήραν από τρία πλαστά ψωμί ο καθένας και βγήκαν το βράδυ στα Πριπόργια. Την άλλη βραδυά στο σαμαρόπλου. Ο παππούς μου είχε σπαρμένο το χωράφι κασταναριά βρίζα. Και εκεί που κάθονταν σε ένα καραούλι, πάνω σε μια πέτρα φαίνονταν η βρίζα. Το χωράφι είχε κυδωνίσει, κιτρινίσει, για κόψιμο. Λέει στον κλέφτη: Τώρα εμείς θα ρωτούμε να μάθομε από τους καταφυγιώτες , αν θα φανούν οι κλέφτες στο Καταφύγι, να πάμε. Εκεί ήταν το σύνορο με το Καταφύγι που ήταν το χωράφι του παππού μου. Και όταν θα κατέβαιναν οι καταφυγιώτες να θερίσουν, να μάθουν. Λέει ο παππούς μου, αν ο άλλος κλέφτης ξέρει να θερίζει, να έρθει ο παππούς μου να πάρει δύο δρεπάνια και να πάνε να θερίσουν τη βρίζα. Του λέγαμε εμείς τα εγγόνια του: Καλά παππού, τι σχέδιο κλέφτες ήσασταν και δεν φοβερίζατε να σας φέρουν ψωμιά, τυριά και να πάρετε κανένα τραγί ή καμιά στείρα γίδα να σφάξετε και να φάτε;. Και εκείνος μας έλεγε: Εγώ φοβόμουν να σφάξω γίδα.  Ο άλλος ήταν χειρότερος. Εγώ θέριζα, εκείνος δεν ήξερε να θερίζει.

Τον έφερα στη μαύρη ράχη και κατέβηκα στο σπίτι. Πήρα 2 δρεπάνια, ψωμί είχαμε. Πήρα από ένα μελίσσι κερήθρες, τις έκοψα και σε ένα μπαγράτσι το πήρα κα πήγαμε στα Κασταναριά. Κοντά στο δειλινό κάτσαμε και φάγαμε. Αυτόν τον έβαλα να φυλάγει κι εγώ άρχισα να θερίζω. Κοιμηθήκαμε εκεί και το πρωί άρχισα να θερίζω. Είχαν βγεί και άλλοι να θερίσουν, αλλά εμένα δεν με έβλεπαν. Ήμουν πιο ψηλά από όλους. Το χωράφι ήταν, όπως και τώρα σε καραούλι. Σε τρεις μέρες θέρισα τη βρίζα και πήγαμε και βρήκαμε καταφυγιώτες που είχαν κατέβει να θερίσουν στις αλαταριές. Και μας είπαν πως δεν είδαν τίποτα. Και πάλι στο  χωριό, ψωμί από το σπίτι και πάλι κλέφτες. Γι αυτό οι τότε παππούδες, όταν έβλεπαν τον παππού μου, τον έλεγαν πόσους σκότωσες όταν πήγες κλέφτης;. Αυτός έλεγε πήγα να καθαρίσω τα αγκάθια. Και τάχα τους έλεγε έφαγα ψωμί από βούργια, ήπια και νερό από ασκί και μου λες πολλά. Μάλωσε με το Νικολό και πήγε στο σπίτι να τον σκοτώσει. Και τον έλεγε τον Νικολό με την κομπούρα στο χέρι. Άνοιξε το στόμα να σε πάρω την ψυχή. Και εμείς τον λέγαμε, γιατί τον έλεγες να ανοίξει το στόμα του και δεν τραβούσες την κομπούρα;

Πέρασαν 15 μέρες, ο παππούς μου κλέφτης. Αφού οι κλέφτες συγκεντρώθηκαν και έλλειπε ένας από τους κλέφτες, εκείνος που έφυγε και άφησε τον  παππού μου με τον κλέφτη, τον έλεγαν Γιάννη. Ο καπετάνιος θυμήθηκε και τον άλλο Θανάση. Εκείνος ήταν στο Φλάμπουρο, στο ξακουστό των Πιερίων. Και  λέγει στον Θανάση: Τι έγινε ο Τριατσκώτης?. Και εκείνος είπε δεν ξέρω, τους έχασα. Τότε ο καπετάνιος λέει στους κλέφτες πως ήρθε ένας από το Τριάτσκο για κλέφτης κι αυτός μας έφυγε. Αυτός ήταν τυχερός και μας πήρε την τύχη και γι αυτό χάσαμε.

Φωνάζει αυτόν τον Θανάση που τον είχε δει και τον λέγει να πάρει και άλλους τρείς, να κατεβούν στο Τριάτσκο. Να ρωτήσουν, να τον βρουν και να τον βγάλουν στην Πάδι. Εκεί θα τους περιμένει ο καπετάνιος μαζί με άλλους κλέφτες. Ο Θανάσης είπε στον καπετάνιο πως πιάστηκε το ποδάρι του και δεν μπορεί να περπατήσει. Και ήρθε στην Πάδι και στο χωριό κατέβηκαν 3 τρεις κλέφτες. Όταν κατέβηκαν οι κλέφτες, ο παππούς μου κρύβονταν . Δεν ήταν στο σπίτι. Ήταν πρωί και ο παππούς μου βγήκε στο Κουρί. Πήγαινε στον Παλαιόμυλο. Εκεί είχε καλύβα στο χωράφι και κοιμούνταν. Οι κλέφτες δεν τον βρήκαν, ξεκίνησαν να βγουν στο σημείο που τους είπε ο καπετάνιος. Ο παππούς τους φώναξε και στάθηκαν. Τον άλλον τον ήξεραν και είπαν να έρθεις, σε ζητάει ο καπετάνιος. Ο παππούς μου είπε, εγώ θέλω τον καπετάνιο και χάρηκα που ήρθατε. Έλεγα στο Γιάννη να έρθουμε στα λημέρια. Και αυτός δεν ξέρει. Σήμερα είχα σκοπό να βγω ως το Φλάμπουρο. Αφού βγήκαν στην πάδη στο καραούλι. Εκεί ήταν ο καπετάνιος. Μόλις είδε τον παππού μου, είπε αμέσως: Δέστε τον και το μεγαλύτερο κομάτι του να γίνει 100 δράμια. Χωρίς να ξέρει ο παππούς μου τίποτα, είπε ότι αυτός μας πήρε το τυχερό και δεν μπορέσαμε να πάρουμε το σκλάβο. Ο παππούς μου ζήτησε να πεί στον καπετάνιο γιατί έφυγε. Είπε στον καπετάνιο ότι είχε γίνει και πως ο ένας που με άφησες έφυγε. Αν δεν ήμουν εγώ μπορεί ο ένας να σκοτώνονταν. Και εγώ έμεινα με τον ένα τον κλέφτη και δεν ήξερα που να πάω. Γιάννη του έλεγα που να πάμε και αυτός δεν ήξερε τίποτα.

Πήγαμε καταδώ, κατακεί και πήγαμε στο χωριό γιατί πεινούσαμε. Τότε έλυσαν τον μισοδεμένο παππού μου. Αμέσως έδεσαν τους δύο κλέφτες. Τους βασάνισαν 2-3 ώρες. Τους έδεσαν χέρια και ποδάρια και τους κύλισαν προς τα κάτω, μέχρι που πέθαναν. Τους παράχωσαν μέσα στου Κουκόλα το χωράφι, στην Κούτρα. Τότε ο καπετάνιος ρώτησε τον παππού μου, γιατί θέλεις να βγεις κλέφτης. Του είπε πως έπαθε με τον κλέφτη Ντόμανο. Αλλά ο Ντόμανος έχει άλλο μπουλούκι, δεν ήταν με τους 40, σαράντα, αλλά ανταμώνονταν, χόρευαν και έκλεβαν.Του είπε ο παππούς μου πως έχει ζευγάρι μουλάρια, χωράφια και μάνα. Του είπε να πάει σπίτι, στο χωριό. Ο δρόμος που πήραμε εμείς δεν είναι καλός. Από δω και πέρα, δε θα σε πειράξει κανένας. Να  κάνεις χωράφι, να μαζεύεις ψωμί να παίρνουμε και μείς, να δίνεις και σε μας.

Ο παππούς μου κατέβηκε στο χωριό μαζί με δύο κλέφτες, ήταν παραμονή της Παναγίας. Όταν έφυγαν από την Πάδη, είπαν πως θα καθίσουν μέρες στο Τριάτσκο, αφού έχομε πανηγύρι στο χωριό που ακόμα και τώρα το διατηρούμε. Φκιάχναμε φαγητά στην εκκλησία Αγία Κοίμηση και 3 μέρες πανηγύρι. Εκεί έκαναν παρέα οι 2 κλέφτες με τον παππού μου. Ο παππούς μου δεν ήταν τραγουδιστής, αλλά ο ένας ο κλέφτης ήταν βλάχος από το Λιβάδι, τραγουδούσε και χόρευε. Ο κόσμος καθόταν στον τοίχο, κάτω από τα δέντρα και τραγουδούσε ο καθένας τον καημό του. Εκείνος που είχε άνθρωπο στην ξενιτειά, δικό του. Τότε ή ξενιτειά, ήταν σαν να πέθαινε κάποιος στην Αμερική. Και όσοι πήγαν, λίγοι γύρισαν. Αρχινούσαν το μοιρολόι, ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο και εκείνοι που είχαν αφήσει γυναίκες 20 χρονών και κανένα παιδί. Και οι μάνες θυμούμαι και εγώ θα είχα 15 χρόνια. Έκλαιγε άλλη μάνα καμένη. Είχε χάσει το παιδί της στον πόλεμο. Και αρχινούσε, μπροστά μου στέλν στον πόλεμο, μπροστά και στο ντουφέκι. Και τραγουδούσε και ο κλέφτης αυτό το τραγούδι. Καλώς ανταμωθήκαμε εμείς οι ντερτιλήδες. Και το άκουσε ο παππούς μου και το έλεγε, αλλά δεν είχε φωνή και το έμαθαν και άλλοι. Είπε 3 τραγούδια κλέφτικα στον Αη-Λιά στον πλάτανο και ο Νζούνρος(Ζήνδρος;) κάνει τη χαρά. Στο τέλος θα γράψω μια συλλογή από παλαιά τραγούδια και ποιήματα.

Σημείωση Φαρέτρας:Το φωτογραφικό υλικό που συνοδεύει τα κείμενα είναι από τα αρχεία των Δημήτρη Βύζα και Αντώνη Στεφανόπουλου. Αναφέρεται στον Βασίλη Πατρίκα, το χωριό και τους συγχωριανούς του.

Το 6ο μέρος του κειμένου θα δημοσιευτεί την επόμενη Κυριακή 22 Ιουλίου.

 Μπορείτε να διαβάσετε: μέρος  1ο   –   2ο    –   3ο      4ο   –  5ο  –  6ο  –  7ο  –   8ο    9ο  –  10ο  (Κάντε κλικ πάνω στους αριθμούς)

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ