Όλυμπος – Λιβαδάκι με στόχο την κορυφή Πάγος στα μέσα Μαΐου, η Ορειβατική Ομάδα Βέροιας “Τοτός”
Περιγραφή: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος
Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γραμματικόπουλος, Αντώνιος Τολιόπουλος
«Το οξυγόνο κρατάει ζωντανό το σώμα. Τα συναισθήματα κρατούν ζωντανή την ψυχή.» (Antonio Curnetta)
Κυριακή 13-05-2018.
Έξω άρχιζε να χαράζει. Μια καινούργια μέρα ξεκινούσε. Ξεκινούσαμε και εμείς, τα μέλη της ορειβατικής ομάδας Βέροιας «Τοτός», να την προσαρμόσουμε στα δικά μας «θέλω» και να την κάνουμε «δική μας» παραμερίζοντας στην άκρη όλα εκείνα τα «πρέπει» της άχαρης καθημερινότητας.
Τα ρολόγια έδειχναν 06.00΄ π.μ. Ήταν η ώρα που φεύγαμε από την Βέροια, την πόλη της ιστορίας και του πολιτισμού. Κατεβαίνοντας την οδό Μητροπόλεως, προσπεράσαμε τα πέτρινα στενά δρομάκια της Κυριώτισσας. Τις συνοικίας με την χαρακτηριστική αρχιτεκτονική παλιάς πόλης, με τα κολλητά διατηρητέα της σπίτια έντονου χρωματισμού που οι στέγες τους, όταν τις κοιτάς, νομίζεις πως η μία ακουμπά την άλλη (φωτ. 1).
Ο ουρανός με λιγοστά σύννεφα. Ο καιρός προβλεπόταν άστατος, σύμφωνα με την Μετεωρολογική Υπηρεσία. Αφήσαμε πίσω μας τη Βέροια και μπήκαμε στην Εγνατία Οδό. Προορισμός μας το Λιτόχωρο.
Το πρόγραμμα της κυριακάτικης δραστηριότητάς μας: «Η ανάβαση από το Λιτόχωρο στο ‘‘Λιβαδάκι’’ Ολύμπου και, ανάλογα με τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες στην περιοχή, συνέχεια για την κορυφή ‘‘Πάγος’’» (φωτ. 2).
Την ανατολή του ήλιου την «πετύχαμε» βγαίνοντας από την Εθνική Οδό: «Θεσ/νίκη-Αθήνα» και μπαίνοντας στον ανηφορικό επαρχιακό ασφαλτόδρομο που οδηγεί προς την ημιορεινή κωμόπολη του Νομού Πιερίας, που απλώνεται στη «σκιά» του βουνού των θεών.
Η θέα του Ήλιου φανταστική. Ανέβαινε σιγά-σιγά πίσω από τα βουνά του πρώτου ποδιού της Χαλκιδικής και με τις πρώτες πρωϊνές ακτίνες του σχημάτιζε, πάνω στην ήρεμη θάλασσα του Θερμαϊκού Κόλπου, ένα φωτεινό μονοπάτι που, στο αντίκρισμά του, σε προσκαλούσε να το περπατήσεις για να φτάσεις στην πηγή του φωτός και να βρεθείς κοντά στον ζωοδότη Ήλιο (φωτ. 3).
Ανηφορίζοντας τον κεντρικό δρόμο του Λιτόχωρου, προσπεράσαμε, στα δεξιά μας, το Δημοτικό Πάρκο «Κατούνια» και όσο προχωρούσαμε βλέπαμε μπροστά μας τον εντυπωσιακό όγκο του ψηλότερου βουνού της Ελλάδας να δεσπόζει πάνω από τα σπίτια της κωμόπολης (φωτ. 4).
Συναντήσαμε κατοίκους που πήγαιναν για τον κυριακάτικο εκκλησιασμό τους στην εκκλησία του Αγ. Νικολάου με το χαρακτηριστικό πέτρινο καμπαναριό που βρίσκεται στην Κεντρική πλατεία (φωτ. 5).
Εμείς συνεχίζαμε, ακολουθώντας τις ενδείξεις της πινακίδας: «Προς Αγ. Ιωάννη», περνώντας μέσα από τα στενά δρομάκια της κωμόπολης, καθώς και από τα στενά σοκάκια του παλιού παραδοσιακού οικισμού με τα πέτρινα σπίτια και τις πολλές μικρές πλατείες.
Στα 2,5 περίπου χιλιόμετρα μετά την έξοδο από το Λιτόχωρο, με κατεύθυνση πάντα προς το εξωκκλήσι του «Αγ. Ιωάννη», στρίψαμε δεξιά σε ένα δασικό χωματόδρομο που οδηγούσε στο «Ρέμα Σκανδαλιάρα». Τον ακολουθήσαμε. Ένας δρόμος ανηφορικός και με πολλές νεροφαγιές. Ήθελε προσοχή στο πέρασμά του.
Χρειαστήκαμε άλλα 4,5 περίπου χιλιόμετρα οδικής πορείας για να φτάσουμε στο ξύλινο ταμπλό που μαρτυρούσε την ύπαρξη μονοπατιού (φωτ. 6).
Για να φτάσουμε μέχρι εδώ, διανύσαμε μια απόσταση 100 χιλιομέτρων σε 2 ώρες χαλαρής οδήγησης από τη Βέροια.
Αφού βρήκαμε ένα ασφαλές σημείο, σταθμεύσαμε το αυτοκίνητό μας. Βρισκόμασταν στα 750 μέτρα υψόμετρο (ένδειξη GPS) και μέσα σε ένα καταπράσινο δασώδες τοπίο.
Αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την κυριακάτική μας δραστηριότητα. Ο ουρανός καθαρός. Ο ήλιος να λάμπει και η θερμοκρασία στους 12,5 βαθμούς Κελσίου.
Τα σακίδιά μας ελαφριά, αυτή τη φορά. Τα 1,5/λιτρα παγούρια γεμάτα. Ήταν τα πλέον απαραίτητα σε μια διαδρομή που δεν έχει πηγές ή τρεχούμενα νερά. Αφού ετοιμαστήκαμε, ξεκινήσαμε.
Μπήκαμε σε ένα μονοπάτι με μια οργιώδη βλάστηση που στην είσοδό του, πέρα από το παλιό ξύλινο ταμπλό, είχε στο κορμό του δένδρου ένα κόκκινο μεταλλικό βέλος με την ένδειξη: «LIVADAKI 8,5 km» και την χαρακτηριστική σήμανση: μία κόκκινη βούλα μέσα σε ένα λευκό πλαίσιο (φωτ. 7).
Η πορεία μας, από την αρχή της κιόλας, ανηφορική. Το μονοπάτι ευδιάκριτο και με πολύ καλή σήμανση. Περπατούσαμε «υπό σκιάν» και μέσα σε ένα τοπίο υγρό, μετά τις πολλές βροχές των τελευταίων ημερών. Αισθανόμασταν την πρωϊνή δροσιά του δάσους στο δέρμα μας και τη μυρωδιά των βρεγμένων φύλλων στα ρουθούνια μας (φωτ. 8).
Συνεχίζαμε.
Δεν κάναμε παραπάνω από 15 λεπτά ανηφορικής πορείας και φτάσαμε στα 850 μέτρα υψόμετρο. Βρισκόμασταν στη θέση με τη τοπωνυμία «Ντελή».
Στο σημείο υπάρχει ένα μονοπάτι, στα δεξιά, που οδηγεί στη θέση «Γκόλνα», σύμφωνα με την ενδεικτική μεταλλική πινακίδα-βέλος (φωτ. 9).
Δεν καθυστερήσαμε, φωτογραφίες και συνεχίσαμε.
Η διαδρομή φανταστική. Οι εικόνες μαγευτικές, εναλλάσσονταν σε κάθε μας βήμα. Περνούσαμε από κομμάτια της διαδρομής με ξεχωριστή και ιδιαίτερη ομορφιά.
Είχαμε περάσματα μέσα από δάση με μεικτή βλάστηση, από δάση με πανύψηλα μαυρόπευκα και από άλλα με έλατα (φωτ. από 10 έως και 13).
Από όλο το σκηνικό δεν μπορούσε να λείψει και η ομίχλη, η οποία έβαζε την δική της πινελιά με τα παιχνιδίσματά της.
Ερχόταν-έφευγε, πύκνωνε-αραίωνε κ.ο.κ. (φωτ. 14, 15, 16).
Μετά από μία ώρα συνεχούς ανηφορικής πορείας φτάσαμε σε ένα μικρό ξέφωτο που βρίσκεται στα 1.220 περίπου μέτρα υψόμετρο. Βρισκόμασταν στη θέση με τοπωνυμία «Κάτω Τσουκνίδα» (φωτ. 17).
Το απαιτητικό ανηφορικό μονοπάτι, η υγρασία του δάσους και η θερμοκρασία της μέρας μας κάνανε να ιδρώσουμε πολύ.
Ολιγόλεπτη στάση. Απομακρύναμε από πάνω μας τα ιδρωμένα και φορέσαμε στεγνά κοντομάνικα. Φωτογραφίες. Ξαναφορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και συνεχίσαμε. Ο Τοτός, ο αρχηγός μας, προτίμησε να συνεχίσει ημίγυμνος.
Δεν κάναμε παραπάνω από 20 λεπτά πορείας από το μικρό ξέφωτο και συναντήσαμε ένα δεύτερο, κάπως μεγαλύτερο, με μεταλλικούς πασσάλους περίφραξης που μαρτυρούσαν την αρχή, μάλλον, του Εθνικού Δρυμού.
Βρισκόμασταν στα 1.340 περίπου μέτρα υψόμετρο και κοντά στη θέση με τοπωνυμία «Άνω Τσουκνίδα» (φωτ. 18, 19).
Η μαγεία του τοπίου που βλέπαμε, η ομορφιά των εικόνων που αντικρίζαμε, οι εναλλαγές της χλωρίδας όσο ανεβαίναμε, καθώς και εκείνες της μορφολογίας του εδάφους που περπατούσαμε βήμα-βήμα, δεν μπορούσαν να περάσουν έτσι…απαρατήρητα (φωτ. από 20 έως και 26).
Οι δημιουργίες της Φύσης, οι σκόρπιοι κορμοί των βιολογικά νεκρών πανύψηλων υπεραιωνόβιων δένδρων, που συναντούσαμε πεσμένους στο έδαφος και παραδομένους στον φθοροποιό χρόνο, ξυπνούσαν μέσα μας τη φαντασία. Φαντασία που οργίαζε στο αντίκρισμά τους. Τι ήταν, πως κατάντησαν, πως είναι το σχήμα τους, με τι θα μπορούσαμε να τους παρομοιάσουμε;! (φωτ. από 27 έως και 30).
Βλέποντας όλα τα παραπάνω, δεν μπορούσαμε να μείνουμε αμέτοχοι. Ήμασταν μεν μονάδες στο βουνό των θεών…αλλά είχαμε πολλούς ρόλους στον με πολλά ενδιαφέροντα ορεινό όγκο.
Πέρα από περιπατητές, γινόμασταν: θεατές, θαυμαστές, φωτογράφοι, ζωγράφοι, ποιητές, δημιουργοί και τέλος… ένα συμπληρωματικό κομμάτι του όλου θαυμάσιου σκηνικού.
Έπρεπε όμως να προχωρήσουμε. Συνεχίσαμε την ανηφορική και πολύ απαιτητική πορεία μας.
Δεν κάναμε παραπάνω από μία ώρα και 20 λεπτά πορείας από το τελευταίο ξέφωτο και βρεθήκαμε στη θέση με την τοπωνυμία: «Πελεκούδια». Υπάρχει μια σχετική μεταλλική πινακίδα του Ε.Ο.Σ. Λιτοχώρου που τη βρήκαμε διάτρητης από σφαίρες κυνηγών-σκοπευτών (φωτ. 31, 32).
Ανηφορίζαμε. Όσο προχωρούσαμε, τόσο πλησιάζαμε στις περιοχές του ρόμπολου και εκείνες της Αλπικής ζώνης.
Συναντήσαμε και το πρώτο χιονάκι που δεν ήταν παγωμένο (Φωτ. 33).
Το δάσος αραίωνε. Μπροστά μας πλέον μονάδες ελάτων και ρόμπολων. Φτάναμε στο «Λιβαδάκι». Πλησιάζαμε στα 2.050 μέτρα υψόμετρο. Οι τελευταίοι βράχοι και νάτο. Το περήφανο και καταπράσινο μεγάλο πλάτωμα μπροστά μας. Μία εικόνα…χάρμα οφθαλμών. Και στο βάθος το μοναδικό πέτρινο καλυβάκι. Είναι το μικρό καταφύγιο ανάγκης του ΕΟΣ Λιτοχώρου.
Αντικρίζοντας όλη την παραπάνω εικόνα, μου έρχονταν στο μυαλό οι σκηνές από την τηλεοπτική σειρά: «Το μικρό σπιτάκι στο λιβάδι», που τόσο αγάπησα (φωτ. 34, 35, 36).
Φτάνοντας στο καταφύγιο βρήκαμε τον Τοτό να έχει απλώσει τα ιδρωμένα ρούχα του και να μας περιμένει καθισμένος σε σκαμπό σαν… οικοδεσπότης του σπιτιού (φωτ. 37).
Αποφασίσαμε να κάνουμε τη μεγάλη μας στάση στο σημείο αυτό, μετά από μια απαιτητική ανηφορική πορεία τριών ωρών και 50 λεπτών (ο τελευταίος).
Απλώσαμε και εμείς τα ιδρωμένα ρούχα μας για να στεγνώσουν (φωτ. 38).
Δίπλα στο καταφύγιο υπάρχει μία βροχοδεξαμενή που δεν είχε νερό, αλλά…χιόνι. Η θέα από τα 2.100 μέτρα υψόμετρο καταπληκτική. Βρισκόμασταν πάνω από τα …σύννεφα (φωτ. 39, 40).
Τα 30 λεπτά ξεκούρασης φάνηκαν αρκετά. Μια ολιγόλεπτη σύσκεψη και αποφασίσαμε να συνεχίσουμε για ακόμη παραπάνω, όσο φυσικά θα μας το επέτρεπαν οι καιρικές συνθήκες. Εγώ σκέφτηκα να μην τους ακολουθήσω, αν και το ήθελα πάρα πολύ, γιατί θεώρησα τον εαυτό μου αδύναμο εκείνη τη στιγμή.
Οι τσιπουροκαταστάσεις της προηγούμενης μέρας και ο λιγοστός βραδινός ύπνος ήταν οι λόγοι που θα με δυσκόλευαν στην παραπέρα ανηφορική πορεία. Δεν έπρεπε να γίνω αιτία καθυστερήσεων. Έμεινα, λοιπόν, μόνος στο «Λιβαδάκι» και οι υπόλοιποι ξεκίνησαν για πιο πάνω.
Ο χρόνος της μοναξιάς μου κύλησε όμορφα, μπορώ να πώ. Είχα πολλά πράγματα να κάνω. Εξερεύνησα όλη την γύρω περιοχή και φωτογράφισα ότι παράξενο έβλεπα μπροστά μου.
«Αιχμαλώτισα» στη μνήμη της ψηφιακής μου μηχανής: τη θέα από ψηλά, τα σύννεφα που κάλυπταν όλο το τοπίο χαμηλά, τον κάμπο της Πιερίας όταν η ομίχλη απομακρυνόταν, τα λουλούδια, το σαλέπι που έκανε την εμφάνισή του κ.α. (φωτ. από 41 έως και 46).
Η επικοινωνία μου με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας γινόταν μέσω ασυρμάτων. Μάθαινα κάθε τόσο που βρίσκονταν και τι αντίκριζαν στη διαδρομή τους (φωτ. 47).
Ο καιρός με τα παιχνιδίσματά του έδειχνε την αστάθεια. Ήλιος-ομίχλη-συννεφιά-μπουμπουνητά-ψιλόβροχο-ήλιος. Ενημερώθηκα, μέσω ασυρμάτου, πως τα μέλη επέστρεφαν. Μετά από 2 ώρες και 45 λεπτά μοναξιάς ξαναβρεθήκαμε όλοι μαζί.
Μου περιέγραψαν την εμπειρία τους και τα όσα βίωσαν ανηφορίζοντας τη ράχη που σχηματίζεται από το «Σημαιοφόρο» μέχρι και τον «Πάγο» (στοιχεία και φωτογραφίες από τον Αντώνη Τολιόπουλο).
Για να φτάσουν στην πρώτη κορυφή, το «Σημαιοφόρο» (υψ. 2.381 μ.), χρειάστηκαν μία περίπου ώρα από το «Λιβαδάκι» (φωτ. 48, 49, 50).
Η σήμανση μονοπατιού δεν ήταν απαραίτητη. Το πεδίο πάνω στη ράχη που ανηφόριζαν είναι ανοιχτό.
Από ψηλά η θέα, όσο φυσικά το επέτρεπε η ομίχλη, απερίγραπτη. Βλέπανε, από αριστερά προς τα δεξιά, τις απέναντι ψηλότερες κορυφές του βουνού των θεών: «Σκολιό» (υψ. 2.904 μ.), «Σκάλα», «Μύτικας» (υψ. 2.918 μ.), «Στεφάνι» (υψ. 2.911 μ.), «Τούμπα», «Πρ. Ηλίας» (υψ. 2.787 μ.), «Σκούρτα» (υψ. 2.475 μ.).
Το καταφύγιο του ΣΕΟ Θεσ/νίκης δύσκολα διακρινόταν. Χαμηλά, βλέπανε τον σκουρόχρωμο «Μαυρόλογγο».
Από κάποιο σημείο φάνηκαν: το Parking στη θέση «Πριόνια», οι μετρημένες κτιριακές του εγκαταστάσεις και κάποια αυτοκίνητα επισκεπτών-ορειβατών. Κοιτάζοντας πίσω τους, μπόρεσαν και είδαν: τον Θερμαϊκό Κόλπο, τις παραλίες του Νομού Πιερίας και τον κάμπο του (φωτ. από 51 έως και 54).
Φωτογραφίες και συνέχισαν. Φτάσανε και στη δεύτερη κορυφή «Πάγος» με υψόμετρο 2.676 μ. Ο καιρός χάλασε. Τα μαύρα σύννεφα έρχονταν απειλητικά. Ακούγονταν μπουμπουνητά.
Φωτογραφίες και επιστροφή για το «Λιβαδάκι» (φωτ. 55, 56, 57).
Μόλις επέστρεψαν στο καταφύγιο ανάγκης δεν καθυστερήσαμε πολύ .Ολιγόλεπτη στάση, συμμαζέψαμε τα πράγματα που χρησιμοποιήσαμε, φορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και ξεκινήσαμε για να μη μας προλάβει η βροχή. Το μονοπάτι της επιστροφής γνωστό, το περπατήσαμε ανηφορίζοντας. Οι εικόνες γνώριμες. Τις βλέπαμε από άλλη, όμως, οπτική γωνιά και με διαφορετικό φωτισμό.
Η επιστροφή μας: «Λιβαδάκι»-«Πελεκούδια»-«Άνω Τσουκνίδα»-«Κάτω Τσουκνίδα»-«Ντελή»-είσοδος μονοπατιού δεν κράτησε παραπάνω από 2 ώρες και 50 λεπτά (φωτ. από 58 έως και 65).
Φτάνοντας στο αυτοκίνητο αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την επιστροφή μας στη Βέροια.
Εδώ τελείωνε με επιτυχία άλλη μια κυριακάτικη δραστηριότητά μας με αμέτρητες όμορφες εικόνες αποτυπωμένες σε μια γωνιά του μυαλού και εκατοντάδες άλλες στις μνήμες των ψηφιακών μας μηχανών.
Φωτογραφίες που θα συμπληρώσουν κάποιες κενές σελίδες του φωτογραφικού μας άλμπουμ και θα βγαίνουν στην επιφάνεια όταν ζητηθούν από φίλους μας να τις δούν ή όταν εμείς θελήσουμε να ξαναθυμηθούμε κάποιες από τις περασμένες εμπειρίες μας.
Απολογισμός :
Διαδρομή: Είσοδος μονοπατιού στα 750 μέτρα υψόμετρο-«Ντελή»-«Κάτω Τσουκνίδα»-«Άνω
Τσουκνίδα»-«Πελεκούδια»-«Λιβαδάκι» (υψ. 2.100 μ.)-κορυφή «Σημαιοφόρος» (υψ.
2.381 μ.)–κορυφή «Πάγος» (υψ. 2.676 μ.)-επιστροφή
Υψομετρική διαφορά : 2.090 μ. ( με τα ανεβοκατεβάσματα. Στοιχεία GPS).
Χρόνος : 10 ώρες και 15 λεπτά ( συνολικός χρόνος )
Απόσταση: 23 χλμ.